Ρένα-Ειρήνη Σούρπη, Ερευνητική ομάδα SAFIA – Τομέας Κίνας
Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Θράκης στην Ελλάδα και της Xinjiang στην Κίνα αποτελούν κεντρικό στοιχείο σε δύο πολυετείς διαμάχες που μαίνονται μεταξύ του κεντρικού κράτους και των πολιτών του. Εθνοτικές εντάσεις που οξύνονται εξαιτίας πολιτιστικών διαφορών και οικονομικών προκλήσεων συνθέτουν ένα περίπλοκο μωσαϊκό που απαιτεί από τους πληθυσμούς και τις κυβερνήσεις τους προσεκτικούς χειρισμούς.
Η περίπτωση της Θράκης
Η Θράκη αποτελεί το πλέον νευραλγικό σημείο της διεθνούς στρατηγικής στην νοτιοανατολική περιφέρεια της Ευρώπης. Συνδέει την Μαύρη Θάλασσα με τη Μεσόγειο, καθώς έχει πρόσβαση στα στενά των Δαρδανελίων και κατ’ επέκταση αποτελεί τον χερσαίο συνδετικό κρίκο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η εξέχουσα σημασία της Θράκης αναδείχθηκε στις διαπραγματεύσεις για τη συνθήκη της Λωζάννης όπου τα τρία κράτη της Βουλγαρίας, της Ελλάδας, και της Τουρκίας την διεκδικούσαν κυριαρχικά. Με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με αποκλειστικώς θρησκευτικό κριτήριο. Από την υποχρεωτική ανταλλαγή εξαιρέθηκαν αφενός οι Χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης και των νησιών Ίμβρος και Τένεδος, και αφετέρου οι Μουσουλμάνοι της Δ. Θράκης, σηματοδοτώντας την επίσημη αναγνώριση της ύπαρξης μειονοτήτων βάσει του άρθρου 45 της προαναφερθείσας Συνθήκης.
Η εξαίρεση των ανωτέρω πληθυσμών αποτελούσε το πρώτο βήμα για την ελληνοτουρκική συμφιλίωση σύμφωνα με τις διακηρύξεις του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Μουσταφά Κεμάλ. Ωστόσο, παρά το κοινό θρήσκευμα η μουσουλμανική κοινότητα είναι αρκετά ανομοιογενής, και διακρίνεται σε τρεις εθνοτικές ομάδες α) Τουρκόφωνους ή Τουρκογενείς β) τους Πομάκους ή Ροδοπαίους και γ) τους Αθίγγανους ή Ρομά. Σκόπιμη καθίσταται η περαιτέρω ανάλυση των κύριων χαρακτηριστικών κάθε εθνοτικής ομάδας για
Α) Τουρκογενείς
Αποτελούν περίπου το 50% της μουσουλμανικής κοινότητας και η γλώσσα που ομιλούν και χρησιμοποιούν στις καθημερινές τους συναλλαγές είναι η τουρκική. Οι τουρκόφωνοι αποτελούν ένα κράμα Τούρκων που διαβιούσαν ανέκαθεν στην Θράκη αλλά και εξισλαμισμένων γηγενών. Σήμερα κατοικούν στις πόλεις της Ξάνθης και της Κομοτηνής καθώς και στις πεδινές εκτάσεις της Ροδόπης, ασκώντας στην πλειονότητα τους το επάγγελμα της κτηνοτροφίας και της γεωργίας, ενώ από το 2000 έχει αυξηθεί και ο αριθμός των τουρκικών επιχειρήσεων.
Καίριο ρόλο φαίνεται να παίζει ο τουρκόφωνος τύπος για την διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Ενδεικτικά αναφέρεται το θρησκευτικό περιοδικό Haka davet (κάλεσμα στο δικαιοκρίτη). Η έκδοσή του άρχισε τον Δεκέμβριο του 1981, ως όργανο της «επιτροπής της διαφώτισης» της Μουφτείας της Κομοτηνής. Μέχρι το 1985 ευθυγραμμίζονταν με τις απόψεις της Μουφτείας, όμως από το 1985 επειδή διαφώνησε για το διορισμό του τότε Μουφτή της Κομοτηνής, μάχεται την ελληνική διοίκηση. Σήμερα εκδίδεται με τον τίτλο ‘Yeni hakka davet» (νέο κάλεσμα στο δικαιοκρίτη), από τον Χασάν Πατσαμάν. Η σύγχρονη στάση του περιοδικού αντικατοπτρίζει το γενικότερο αίσθημα που επικρατεί στην μειονότητα δηλαδή την διχοτόμηση των απόψεων και την δημιουργία ενός διπόλου νεωτεριστών-συντηρητικών.
Β) Πομάκοι
Οι Πομάκοι αντιπροσωπεύουν το 35% της μουσουλμανικής μειονότητας της Δ. Θράκης και εντοπίζονται κυρίως στην οροσειρά της Ροδόπης αλλά και στα χωριά της Ξάνθης. Η καταγωγή και η ιστορική προέλευση των Πομάκων δεν έχει εξακριβωθεί από την επιστημονική κοινότητα με αποτέλεσμα οι απόψεις να διίστανται ακόμη και ως προς την ετυμολογία του ονόματος τους γύρω από την οποία έχουν διατυπωθεί τρεις κρατούσες θεωρίες. Αρχικά, η ονομασία Πομάκοι προέρχεται από τη λέξη απόμαχος. Κατά την εκδοχή αυτή, πρόκειται για τους απόμαχους που άφησε ο Μέγας Αλέξανδρος για να προστατεύουν την Θράκη μετά τις νικηφόρες εκστρατείες του. Κατά άλλη άποψη, η οποία επικρατεί στους τουρκικούς κύκλους, η λέξη Πομάκ(ος) αποτελεί παραφθορά της λέξης Πατσινάκ (Πετσενέγκος), καθώς δέχονται πως οι Πομάκοι είναι απόγονοι των Κομάνων και Πετσενέγκων. Η τρίτη θεωρία συνδέει την ετυμολογία του ονόματος με τις βουλγαρικές λέξεις «πομόντσο /πομαγκάμ» που μεταφράζεται ως «βοήθεια/βοηθώ», διότι οι Βυζαντινοί τους χρησιμοποιούσαν ως βοηθητικούς στρατιώτες. Οι Βούλγαροι τους ονόμασαν Πομάκ ως κοροϊδευτικό προσωνύμιο ή παρατσούκλι, εκδοχή η οποία φαίνεται να προσεγγίζει περισσότερο την πραγματικότητα, αν και δεν έχει καθοριστεί επισήμως.
Όσον αφορά την καταγωγή τους, πολλοί ιστορικοί δέχονται ότι οι Πομάκοι αποτελούν αρχαίο φύλο καθώς πολλές πολιτιστικές παραδόσεις τους συγγενεύουν με αυτές των αρχαίων Θρακών. Σε κάθε περίπτωση ως φύλο έχουν βιώσει τον εκχριστιανισμό επί Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου κατά την Βυζαντινή εποχή από το 330 μ.Χ. και έπειτα, ενώ δέχτηκαν την μωαμεθανική θρησκεία στα τέλη του 17ου αιώνα επί Σουλτάνου Μεχμέτ Δ’ (1656 μ.Χ.). Εν συνεχεία, η γλώσσα των Πομάκων είναι σλαβοβουλγαρική, αλλά εμπεριέχει ορισμένες
αναγνωρισμένες ελληνικές και τουρκικές λέξεις συνέπεια της μακροχρόνιας αλληλεπίδρασης των τριών εθνοτήτων. Σήμερα, στην Θράκη η πομακική γλώσσα τείνει να εξαφανιστεί καθώς στα μειονοτικά σχολεία διδάσκονται μόνο η τουρκική και η ελληνική, με αποτέλεσμα αυτή η γλώσσα να έχει αποκτήσει αποκλειστικά προφορικό χαρακτήρα. Τέλος, αξιοσημείωτο είναι πως έχουν γίνει αναφορές σχετικά με προσπάθειες Τουρκόφωνων να «εκτουρκίσουν τους Πομάκους», προπαγανδίζοντας την ύπαρξη μιας άρρηκτης εθνικής σχέσης αιώνων με αμιγώς τουρκικό χαρακτήρα.
Γ) Αθίγγανοι
Οι Αθίγγανοι αποτελούν το 15% της Κοινότητας και συχνά αναφέρονται ως Ρομά ή τσιγγάνοι (παραφθορά της λέξης αθίγγανος). Ακριβολογώντας ωστόσο, πρόκειται για εθνότητα που εγκαταστάθηκε στον χώρο της Θράκης κατά την Βυζαντινή περίοδο, αλλά προερχόταν από τις δυτικές περιοχές των Ινδιών. Τότε ήταν που δέχτηκαν τον χριστιανισμό και ενστερνίστηκαν πολλές σχετικές παραδόσεις και έθιμα τα οποία εναρμόνισαν με τις λατρευτικές τελετουργίες τους. Ωστόσο, με την επικράτηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Αθίγγανοι είτε ασπάστηκαν το Ισλάμ, είτε μετοίκησαν προς νοτιότερες περιοχές της χώρας ζώντας νομαδικά και στην αφάνεια. Αξιοσημείωτο είναι πως οι Αθίγγανοι δεν αποτελούν μια συμπαγή μάζα αλλά διακρίνονται στους «Κιπτί» δηλαδή καθαρόαιμοι και στους Τουρκόγυφτους όπως χαρακτηρίσθηκαν από την Μικτή Επιτροπή που συγκροτήθηκε για τις ανάγκες της Συνθήκης της Λωζάννης. Τέλος, πρέπει να τονιστεί πως οι Αθίγγανοι μουσουλμάνοι κατοικούν μόνιμα σε σπίτια και δεν αποτελούν νομαδική εθνότητα, ενώ η γλώσσα που ομιλούν είναι η τουρκική.
Η θέση του Ισλάμ στη Μουσουλμανική Μειονότητα
Οι μουσουλμάνοι της Θράκης στην πλειοψηφία τους ανήκουν στο δόγμα των Σουνιτών ενώ η πλειονότητα των κατοίκων των ορεινών περιοχών της Ροδόπης ασπάζεται τον Μπεκτασισμό, την ασκητική μορφή του ορθόδοξου Ισλάμ που παρουσιάζει απήχηση στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Για την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων τους οι μουσουλμάνοι της Θράκης διατηρούν 280 τεμένη (τζαμιά). Από αυτά, τα 165 βρίσκονται στο νομό Ροδόπης, 95 στο νομό Ξάνθης και 20 στο νομό Έβρου. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ο καίριος ρόλος της Μουφτείας, της δημόσιας υπηρεσίας που λειτουργεί στην επίσημη γλώσσα του κράτους και απαλλάσσεται από φορολογικά τέλη. Οι τρεις υπάρχουσες μουφτείες (μία σε κάθε νομό) διοικούνται από τον Μουφτή, ο οποίος έχει θρησκευτικά και κοσμικά καθήκοντα ενώ διορίζεται από 11μελή επιτροπή με 10ετή θητεία. Ο διοριζόμενος Μουφτής είναι δημόσιος υπάλληλος και κατέχει θέση Γενικού Διευθυντή. Εκτός από τα θρησκευτικά του καθήκοντα και την έκδοση γνωμοδοτήσεων (φετβάδων), ο Μουφτής στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει την δικαστική εξουσία και εφαρμόζει την Σαρία (τον ιερό νόμο του Ισλάμ) δηλαδή απονείμει δικαιοσύνη με βάση το Κοράνι, και όχι τον Αστικό Κώδικα σύμφωνα με το (άρθρο 5 παρ.2 του ν. 1920/91).
Όσον αφορά στην παιδεία, τα σχολεία στελεχώνονται από εκπαιδευτικούς που αποφοιτούν από την Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, και από αυτούς τους εκπαιδευτικούς που έρχονται από την Τουρκία. Σύμφωνα με ένα ελληνοτουρκικό μορφωτικό πρωτόκολλο σε
κάθε σχολικό έτος, ένας αριθμός μετακλητών από την Ελλάδα εκπαιδευτικών διδάσκει στα ελληνικά σχολεία της Κωνσταντινούπολης και ένας αντίστοιχος αριθμός μετακλητών από την Τουρκία διδάσκει στα μειονοτικά σχολεία της Δυτικής Θράκης. Η διδασκαλία των μαθημάτων είναι δίγλωσση, δηλαδή γίνεται στην ελληνική και στην τουρκική γλώσσα αν και στην πράξη τείνει να πραγματοποιηθεί πλήρης διδασκαλία της τουρκικής. Κεντρική θέση στα μουσουλμανικά σχολεία κατέχει η εμβάθυνση στις αρχές της ισλαμικής θρησκείας με τη διδασκαλία του Κορανίου, του κατεξοχήν ιερού βιβλίου των μουσουλμάνων. Τέλος, τα μειονοτικά σχολεία αριθμούν σε 233 από τα οποία 77 βρίσκονται στο νομό Ξάνθης, 135 στο νομό Ροδόπης, και 21 στο νομό Έβρου.
Η περίπτωση της Xinjiang
Η Xinjiang (επισήμως η Αυτόνομη Περιοχή των Ουιγούρων -Xinjiang Uyghur Autonomous Region) είναι μία αυτόνομη περιοχή διοικούμενη από την Κίνα, η οποία βρίσκεται στα βορειοδυτικά της χώρας, και συνορεύει με την Μογγολία, τη Ρωσία, το Κιργιστάν, το Καζακστάν, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, την Ινδία και το Τατζικιστάν. Η περιοχή αυτή συγκεντρώνει πολιτικό και ακαδημαϊκό ενδιαφέρον λόγω των πολλών εθνοτικών ομάδων -μεταξύ άλλων Ουιγούροι και Hui- με σημαντικές θρησκευτικές διαφορές και ομοιότητες με τα γειτονικά κράτη. Παράλληλα, η αρκετά αμφισβητούμενη ύπαρξη και δράση του Ισλαμικού Κινήματος του Ανατολικού Τουρκεστάν (ETIM –East Turkestan Islamic Movement), μιας μαχητικής Ισλαμικής αυτονομιστικής ομάδας, δημιουργεί περαιτέρω εντάσεις στην περιοχή. Ο καίριος ρόλος του Ισλάμ στην καθημερινή ζωή των κατοίκων, που η κινεζική κυβέρνηση μεταφράζει ως προσπάθειες διαχωρισμού και τρομοκρατίας, έχει οδηγήσει σε αρκετά περιστατικά καταπάτησης των δικαιωμάτων της θρησκευτικής τους ελευθερίας, συμπεριλαμβανομένου φυλάκισης ή απόλυσης από την θέση εργασίας τους.
Ουιγούροι
Ο όρος “Ουιγούρος” μέχρι τον 19ο αιώνα δεν αντιπροσώπευε μια εθνοτική ομάδα αλλά έναν αρχαίο λαό. Πιο συγκεκριμένα, οι Ουιγούροι είναι η πιο αρχαία φυλή από τις τουρκικές, η οποία κατοικούσε στην περιοχή της Xinjiang για εκατοντάδες χρόνια και συχνά αποκαλούνταν Τουρκόφωνοι Μουσουλμάνοι. Από την άλλη πλευρά, οι δυναστείες των κινέζων αυτοκρατόρων (Qing & Kuomitang ) κατηγοριοποίησαν όλους τους μουσουλμάνους στην εθνικότητα των Hui, ενώ συχνά ανέφεραν τους Ουιγούρους ως «Hui με Τουρμπάνι» Μετά το 1932, η Σοβιετική Ένωση ονόμασε όλους τους μη νομάδες τουρκόφωνους μουσουλμάνους, Ουιγούρους εμπνεόμενη από την ομώνυμη αυτοκρατορία του 9ου αιώνα, ονομασία που ανακήρυξε ως επίσημη αργότερα το Κουμμουνιστικό Κόμμα της Κίνας υπό τον Γενικό Γραμματέα Mao Zedong. Η σημερινή ονομασία αναφέρεται στα άτομα που είναι εγκατεστημένα σε Τουρκικά αστικά κέντρα ή χωρία στην περιοχή της Λεκάνης Tarim και του ποταμού Ili, και ακολουθούν τις παραδόσεις της Κεντρικής Ασίας όπως έχουν καθιερωθεί από τα αρχέγονα τουρκικά φύλα. Πλέον αποτελούν μειονότητα που αριθμεί 10 εκατομμύρια άτομα, και ασπάζεται την μουσουλμανική πίστη βιώνοντας μεγάλη καταπίεση από την κινεζική κυβέρνηση.
Το Ισλάμ στην Κίνα φτάνει τα 21 εκατομμύρια πιστούς, και στην περίπτωση των Ουιγούρων αποτελεί τη θρησκεία της πλειοψηφίας. Οι περισσότεροι δηλώνουν Σουνίτες, ενώ υπάρχουν αρκετές διαμάχες μεταξύ Σουφιτών και μη-Σουφιτών στα πλαίσια της πρακτικής και της εφαρμογής της Σαρίας. Αν και το μουσουλμανικό στοιχείο αποτελεί μέρος της εθνικής τους ταυτότητας, οι θρησκευτικές αντιλήψεις διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή μέσα στην Xinjiang. Για παράδειγμα, οι μουσουλμάνοι των ορεινών χωριών της Λεκάνης Tarim θεωρούνται πιο συντηρητικοί, ενώ παρατηρούνται και ζηλωτικές πρακτικές. Οι Ουιγούροι ομιλούν την Karluk, μια διάλεκτο που ανήκει στο γλωσσική οικογένεια της τουρκικής, ενώ παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με την Ουζμπεκική. Τέλος, μαζί με το Ισλάμ οι Ουιγούροι υιοθέτησαν και την αραβική γραφή για τη γλώσσα τους. Όσον αφορά στην παιδεία, στην περιοχή έχει απαγορευθεί η λειτουργία των μουσουλμανικών σχολείων λόγω φόβων περί διαχωρισμού. Ωστόσο, υπάρχει ένα διπλό εκπαιδευτικό σύστημα κατά το οποίο οι μαθητές μπορούν να επιλέξουν είτε να φοιτούν σε σχολείο που λειτουργεί στην ουιγουρική γλώσσα είτε σε σχολείο που λειτουργεί στην κινεζική. Οι Ουιγούροι έχουν την τάση να προτιμούν τα πρώτα, για να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα και κληρονομιά, έργο που καθίσταται δυσχερές διότι από το 1980 η κινεζική κυβέρνηση έχει μειώσει αισθητά τις ώρες διδασκαλίας, έχει συγχωνεύσει σχολεία, και έχει αυξήσει τα δίδακτρα.
Hui
Ιστορικά, οι Ηui προέρχονται από περσικά, αραβικά, και μογγολικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στην Κίνα πριν από 1,200 χρόνια χάριν του εμπορίου και του ιστορικού δρόμου του μεταξιού. Μέσα στα χρόνια κατάφεραν να αναμιχθούν με τους Han και να αποτελέσουν την μεγαλύτερη μουσουλμανική μειονότητα της Κίνας, καθώς συναντώνται σε πολλές περιοχές τις χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Xinjiang. Ο πληθυσμός τους τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ραγδαία λόγω ενός ισχύοντος άγραφου κανόνα που διασφαλίζει την διατήρηση και την συνέχιση της εθνικής τους ταυτότητας. Πιο συγκεκριμένα, απαγορεύεται οι γυναίκες να παντρεύονται άνδρα εκτός της μειονότητας, ενώ ένας άνδρας μπορεί να παντρεύεται γυναίκα Ηan, αλλά η τελευταία είναι υποχρεωμένη να τροποποιήσει τα κρατικά έγγραφα ώστε να αναγνωρίζεται πλέον ως hui.
Όσον αφορά στη γλώσσα που ομιλούν, αυτή είναι η κινεζική (μανδαρινική ή τοπικές διάλεκτοι), ενώ ασπάζονται το Ισλάμ. Η πλειοψηφία των πιστών είναι Σουνίτες, ενώ πολλοί ασπάζονται το δόγμα του Σουφισμού. Το τελευταίο γεγονός οδήγησε πολλούς Hui στην οργάνωση σε θρησκευτικές δομές, η κάθε μια εκ των οποίων ανήκει σε μία σχολή σκέψης διοικούμενη από τον Ηγέτη-Σουφιστή, ο οποίος ασκεί κοσμικά και θρησκευτικά καθήκοντα στα τζαμιά. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως οι Hui απολαμβάνουν ελεύθερα το δικαίωμα στην θρησκευτική λατρεία και στη θρησκευτική παιδεία, σε αντίθεση με τους Ουιγούρους που διώκονται συνεχώς από την κινεζική κυβέρνηση. Οι γλωσσικές ιδιαιτερότητες σε συνδυασμό με την έντονη επιθυμία για αυτονόμηση των Ουιγούρων σε αντίθεση με τους Hui οι οποίοι ζουν αρμονικά καθ’ όλη την έκταση της Κίνας, ίσως να ενισχύει την αντίστοιχη συμπεριφορά της ηγεσίας. Είναι πλέον γνωστό πως το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας δεν ανέχεται καμία απειλή προς την κυρίαρχη θέση του, η
οποία θα μπορούσε να καλλιεργηθεί μέσα από τον φανατισμό μιας άλλης θρησκείας. Οι συντηρητικές και ξένες προς την κινεζική κουλτούρα πρακτικές του Ισλάμ σε συνδυασμό με την ύπαρξη του ισλαμικού αυτονομιστικού κινήματος, βελτιστοποιεί την θέση των Ηui έναντι των Ουιγούρων όσον αφορά την διαχείριση των μειονοτήτων.
Συμπεράσματα
Μέσα από την ανάλυση των δύο αυτών υποθέσεων παρατηρούμε την ύπαρξη και την δράση των μουσουλμανικών μειονοτήτων σε δύο διαφορετικές χώρες με διαφορετική νοοτροπία, αξιακό σύστημα και τρόπο διακυβέρνησης. Όλες οι μειονότητες συναντώνται στις ακριτικές περιοχές των χωρών και έχουν διαμορφώσει εκεί κράτος εν κράτει. Αν και τα φύλα ποικίλουν, όλες οι εθνοτικές ομάδες θεωρούν αναπόσπαστο στοιχείο της εθνικής τους ταυτότητας την πίστη στο Ισλάμ ως ουσιώδη διαχωριστική γραμμή και σφραγίδα εθνικής συνείδησης. Σε αντίθεση με τις χώρες παραμονής τους, πρωταρχικό κριτήριο για την εθνική τους διαφοροποίηση φαίνεται να παίζει η θρησκεία. Τέλος, υπογραμμίζεται η διαφορετική εξέλιξη των μειονοτήτων ανάλογα με την ανεκτικότητα του κυβερνόντος κράτους. Στην Ελλάδα, ο έλεγχος και η πίεση που ασκείται στις μουσουλμανικές μειονότητες της Δ. Θράκης είναι σχεδόν ανύπαρκτος με αποτέλεσμα την αναμενόμενη αύξηση της μειονότητας αλλά και τον κίνδυνο εκμετάλλευσης της για την επίτευξη κυριαρχικών συμφερόντων εκ μέρους της τουρκικής πλευράς σε περίπτωση που παύσουν να αποτελούν μειονότητα. Αντίθετα, η Κίνα και η κρατική εξουσία δεν επιτρέπουν την αμφισβήτηση του πολιτεύματος καθ’ οποιονδήποτε τρόπο. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση των Ουιγούρων δεν διστάζει να καταπατήσει βασικές εκφάνσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να αποφύγει κυριαρχικούς κινδύνους. Μπορεί να ειπωθεί έτσι ότι οι δύο χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες με το δίλημμα της παροχής ελευθεριών στις μειονότητες ή του περιορισμού και καταπίεσης τους προκειμένου να διατηρηθεί η ενότητα και συνεπώς η ασφάλεια του κράτους. Οι πρακτικές των δυο χωρών αντιπροσωπεύουν συμπερασματικά δύο αντίθετους πόλους, δύο πρακτικών που χρήζουν προσοχής και ιδιαίτερων ελιγμών.
Πηγές:
1. Ανδριανόπουλος Α.: «Ο Ισλαμικός φανατισμός και οι κίνδυνοι για την Ελλάδα», Αθήνα 1991
2. Μαγκριώτης Γ. : «Πομάκοι ή Ροδοπαίοι», Αθήνα 1990
3. Μέκος Ζαφείριος: «Θράκη, συνιστώσες του μειονοτικού προβλήματος»,1993
4. History of Central Asia, Encyclopedia Bretannica. Διαθέσιμο σε : https://www.britannica.com/topic/history-of-Central-Asia#73538 (Ανακτήθηκε 14 Μαΐου 2017) 5. Τhe Hui- China’s Preferred Muslims. DW. Διαθέσιμο σε: http://www.dw.com/en/the-hui-chinas-preferred-muslims/a-36699666 (Ανακτήθηκε 14 Μαΐου 2017) 6. Who are the Uyghurs? BBC News. Διάθεσιμο σε: http://www.bbc.com/news/world-asia-china-22278037 )
7. The harsh reality of China’s Muslim Divide. Al Jazeera. Διαθέσιμο σε: http://www.aljazeera.com/indepth/features/2012/10/201210493210185606.html (Ανακτήθηκε 14 Μαιου 2017)