Ερευνητική Ομάδα «Περιβαλλοντικά Ζητήματα»

Παύλος Πετίδης, 4 Μαρτίου 2018

 

Εισαγωγή

Αποτελεί κοινό τόπο ότι η κλιματική αλλαγή και οι συνέπειές της κυριαρχούν στην ημερήσια διάταξη περιφερειακών και διεθνών οργανισμών. Το φαινόμενο τείνει να λάβει ακραίες διαστάσεις τις τελευταίες δύο δεκαετίες, καθώς συγκαταλέγεται στα λεγόμενα διεθνικά φαινόμενα δηλαδή εκείνα που ξεπερνούν τα τυπικά εθνικά σύνορα και αφορούν ολόκληρη την παγκόσμια Κοινότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕ ως πρότυπο πολιτικής συμπεριφοράς και συνεργασίας διαδραματίζει ενεργό ρόλο όχι μόνο στη ανάληψη πρωτοβουλιών αλλά και στη διαχείριση υφιστάμενων προβλημάτων που αφορούν το φυσικό περιβάλλον και τη επιβίωσή του.
Σκοπός της παρούσας Ευρύτερης Ανάλυσης είναι η εξέταση του εξευρωπαϊσμού υπό την μορφή της εθνικής προσαρμογής στις Κοινοτικές περιβαλλοντικές νομοθεσίες. Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυση μας θα επικεντρωθεί στην σημασία και της περιβαλλοντικής πληροφόρησης ως μέρος της Κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας και την μετουσίωσή της στην πράξη με την ψήφιση της Οδηγίας 90/313. Ακόμα, θα αναφερθούμε στις αρχές της Ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής προστασίας και θα υπογραμμίσουμε την υφέρπουσα σχέση τους με την Οδηγία ενώ σε τελική ανάλυση, θα προχωρήσουμε σε μία σύντομη αξιολόγησή της υπό το πρίσμα του εξευρωπαϊσμού.

Εξευρωπαϊσμός και Περιβάλλον στην ΕΕ

Δεδομένου ότι από την ίδρυση της η αποστολή της Κοινότητας(1957) εστιαζόταν στην ανάπτυξη και ενίσχυση των οικονομικών δραστηριοτήτων, η προστασία του περιβάλλοντος δε συνιστούσε αντικείμενο πολιτικής. Η προαγωγή της αρμονικής και ισόρροπης ανάπτυξης των οικονομικών δραστηριοτήτων στο σύνολο της Κοινότητας όφειλε να είναι «σταθερή, διαρκής, μη πληθωριστική και να οδηγεί στην δημιουργία μίας κοινής Ενιαίας αγοράς». Κατά συνέπεια, η μη αναφορά σε μία αυτοτελή περιβαλλοντική πολιτική αποδείκνυε πως το περιεχόμενο της οικονομικής ανάπτυξης και μεγέθυνσης αδιαφορούσε για τις κοινωνικές παραμέτρους της. Η δεκαετία του ’70 σηματοδοτεί το σημείο εκείνο όπου ενεργοποιείται η Κοινοτική Περιβαλλοντική νομοθεσία και αποκτά περιεχόμενο.
Πιο συγκεκριμένα, η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και των πολιτικών φορέων σε παγκόσμιο επίπεδο για τη ραγδαία υποβάθμιση του περιβάλλοντος θα οδηγήσουν και σε μία αντίστοιχη προβληματική και σε Κοινοτικό επίπεδο. Στη διάσκεψη κορυφής στο Παρίσι τον Οκτώβρη του 1972, η απόφαση που ελήφθη από τους αρχηγούς των κρατών περιελάμβανε την επεξεργασία προτάσεων για την ανάπτυξη μιας Κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον στο επίπεδο των Κοινοτικών οργάνων και η λήψη των απαραίτητων μέτρων. Η αναγνώριση της σημασίας του περιβάλλοντος για τη βιωσιμότητα της Κοινότητας αποτέλεσε τη βάση για την υλοποίηση του πρώτου προγράμματος δράσης, το οποίο ήταν το πρώτο κείμενο που καθόρισε το πλαίσιο της κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον.
Το πλαίσιο αυτό ήταν πολύ συγκεκριμένο. Τα κράτη- μέλη όφειλαν να ενσωματώνουν στο εσωτερικό τους δίκαιο τις κοινοτικές οδηγίες εντός προθεσμίας που ορίζουν οι ίδιες και να κοινοποιούν τα εθνικά μέτρα εφαρμογής. Εν συνεχεία, η Επιτροπή παρουσίαζε τα αποτελέσματα από την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου μέσω της σύνταξης εκθέσεων. Συχνό φαινόμενο για τα κράτη μέλη αποτελούσε η μεν ενσωμάτωση των περισσότερων υποχρεώσεων για την προστασία του περιβάλλοντος στο εσωτερικό δίκαιο αλλά δε η διάπραξη σοβαρών παραβιάσεων στο ζήτημα των καθορισμένων προθεσμιών. Επίσης, συνέπειες ασύμμετρου χαρακτήρα προκύπτουν όταν οι υποχρεώσεις που θεσπίζουν οι οδηγίες ακόμα και όταν μεταφέρονται έγκαιρα και με ορθό τρόπο στην εθνική έννομη τάξη συχνά ανατρέπονται στην πράξη.
Στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα, τα κράτη-μέλη έρχονται αντιμέτωπα με τις θεσμικές, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που αναδύονται μέσα από την συνεχόμενη διεύρυνση ενός από τους ισχυρότερους πλέον σήμερα περιφερειακούς οργανισμούς, την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Κρίνεται λοιπόν επιτακτική η ανάγκη εξέτασης του φαινομένου του εξευρωπαϊσμού, των βασικών διαδικασιών και θεωριών του, των αιτιών και των αποτελεσμάτων του και πώς αυτές επηρεάζουν την δημόσια διακυβέρνηση των κρατών μελών σε τοπικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής.
Εξευρωπαϊσμός Ο «εξευρωπαϊσμός» αποτελεί μία βασική έννοια για να κατανοήσουμε τις ουσιαστικές αλλαγές της πολιτικής και κοινωνικής ζωής των κρατών μελών που πραγματοποιούνται όταν καλούνται να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν ένα σύνολο ευρωπαϊκών κανόνων. Αρχικά , η έννοια των κανόνων αφορά ένα ευρύ φάσμα θεμάτων και δομών είτε σε επίσημο είτε σε ανεπίσημο επίπεδο. Επίσης, ο όρος αναφέρεται κυρίως σε πολιτικές αλλαγές οι οποίες προκύπτουν από τη συμμετοχή των κρατών μελών στην ΕΕ. Οι αλλαγές αυτές αφορούν ρόλους συμπεριφοράς, συγκεκριμένες δραστηριότητες και προσδοκίες. Παρά το γεγονός ότι οι προσπάθειες για προσδιορισμό του περιεχομένου του όρου είναι πολλές, στην ανάλυσή μας θα σταθούμε στην θεώρηση του εξευρωπαϊσμού ως «εθνική προσαρμογή», κύριος εμπνευστής της οποίας ήταν ο Robert Ladrech.
Η έννοια της εθνικής προσαρμογής αποτελεί μια από τις παλαιότερες τοποθετήσεις σχετικά με τον εξευρωπαϊσμό. Πιο συγκεκριμένα ο Robert Ladrech υποστηρίζει ότι ένα κράτος αναπροσανατολίζει τη πολιτική και τη κατεύθυνση. Αυτή η κάθετη διαδικασία αλλαγής και προσαρμογής της λήψης πολιτικών αποφάσεων, από την κορυφή προς τη βάση, δηλαδή από υπερεθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο, σε εθνικό (top-down process) τοποθετεί την ΕΕ σε μια σημαντική θέση πολιτικής αναφοράς για τα κράτη μέλη. Εντούτοις, η δυναμική των εθνικών πολιτικών αρχών, προσδοκιών και δραστηριοτήτων διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην διαπεραστική επιρροή των αποφάσεων που λαμβάνονται σε υπερεθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο. Φυσικά η έκταση και η διάρκεια της ευρωπαϊκής αυτής επιρροής εξαρτάται από ενδογενείς παράγοντες των κρατών μελών οι οποίοι επηρεάζουν την προσαρμοστικότητα του κράτους και την απορροφητικότητα του σε νέα στοιχεία .
Με άλλα λόγια εξευρωπαϊσμός, σύμφωνα πάντα με την σχολή της εθνικής προσαρμογής, είναι μια διαδικασία όπου το κράτος βρίσκεται σε μια θέση ρύθμισης και προσαρμογής της εθνικής του πολιτικής, προκειμένου να την προσαρμόσει με τις απαιτήσεις και τους περιορισμούς της ΕΕ.

Οι αρχές της περιβαλλοντικής προστασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Οι αρχές πηγάζουν από τα άρθρα 174 (ΣΕΚ), 6 (ΣΕΚ) και 5 (ΣΕΚ). Στο πλαίσιο του συστήματος περιβαλλοντικής προστασίας, τρεις γενικές αρχές έχουν μεγάλη σημασία για το περιβάλλον:
Αρχή της ενσωμάτωσης των περιβαλλοντικών παραμέτρων στις κοινοτικές πολιτικές (άρθρο 6 ΣΕΚ) Η διάσταση της προστασίας του περιβάλλοντος και ο έλεγχος της περιβαλλοντικής δράσης ενσωματώνεται σε όλες τις επιμέρους Κοινοτικές τομεακές πολιτικές για να καταστεί πιο αποτελεσματική η πολιτική της Κοινότητας. Με αυτόν τον τρόπο, το περιβάλλον ανάγεται σε κύρια συνιστώσα και των άλλων κοινοτικών πολιτικών.
Αρχή της επικουρικότητας,(άρθρο 5ΣΕΚ) Η συγκεκριμένη αρχή αφορά την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ε. Ε και των κρατών μελών όσον αφορά περιβαλλοντικά ζητήματα. Όπως αναφέρεται συγκεκριμένα από τον «η Κοινότητα δε διαθέτει τεκμήριο αρμοδιότητας για θέματα που άπτονται του περιβάλλοντος αλλά επεμβαίνει όταν το έννομο αυτό αγαθό διασφαλίζεται με μεγαλύτερη επιτυχία με τη δική της δράση και όχι από εκείνη των κρατών μελών» 13. Ενώ η αρχή αυτή αποτελεί ουσιαστική έκφραση της αρχής της αποκεντρωμένης διοίκησης καθώς και της δημοκρατικής αρχής, η τάση που παρατηρείται είναι προς την αντίθετη πορεία. Βρισκόμαστε δηλαδή αντιμέτωποι προς μία ιδιαίτερα εκτεταμένη αρμοδιότητα στα όργανα της Ένωσης για θέματα περιβάλλοντος ενώ τα κράτη μέλη συχνότατα ακολουθούν τους κανόνες που προωθεί η Κοινότητα
Αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης (άρθρο 2 ΣΕΕ και 2 ΣΕΚ) Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης επηρεάζει πλέον πολλές πτυχές της πολιτικής της Ε.Ε (πολιτική μεταφορών, ανάπτυξη αγροτικών περιοχών, ενεργειακή πολιτική) στη βάση της εναρμόνισης των οικονομικών δραστηριοτήτων με τα περιβαλλοντικά δεδομένα. Στόχος είναι η αντιμετώπιση της κατασπατάλησης των φυσικών πόρων και κατά αυτόν τον τρόπο με έκθεσης των αναγκών των μελλοντικών γενεών σε κίνδυνο.

Ειδικότερες αρχές Κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον (άρθρο 174 ΣΕΚ)

Αρχή της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης Η συγκεκριμένη αρχή επιβάλλει τον σχεδιασμό και την εφαρμογή προληπτικών μέτρων ώστε να αποφεύγονται προσβολές επί του φυσικού περιβάλλοντος εκ των προτέρων. Στον πυρήνα της αρχής αυτής, βρίσκεται η πεποίθηση ότι η προληπτική αντιμετώπιση είναι πιο αποτελεσματική από ότι η κατασταλτική, καθώς οι δραστηριότητες μπορεί να έχουν και μη αναστρέψιμα αποτελέσματα για το περιβάλλον. Ακόμα, η απουσία επαρκών και ασφαλών επιστημονικών γνώσεων γύρω από ενδεχόμενους κινδύνους και δυσμενείς επιπτώσεις έργων και δραστηριοτήτων δεν συνιστά ικανό εμπόδιο για τη με επιβολή μέτρων και ενεργειών προφύλαξης. Τέλος, η πρόληψη συναρτάται με την πρόσβαση του κοινού στην περιβαλλοντική πληροφόρηση (οδηγία 90/313). Μόνο αν γνωρίζουμε τους πιθανούς περιβαλλοντικούς κινδύνους μπορεί να υπάρξει και συνειδητοποίηση για προληπτική υπεράσπιση του περιβάλλοντος.
Αρχή της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος κατά προτεραιότητα στην πηγή Η πηγή της ρύπανσης πρέπει να είναι το αρχικό και ταυτόχρονα το τελικό σημείο όπου η επίδραση της δραστηριότητας λαμβάνει χώρα.. Η αρχή αυτή εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις διασυνοριακών ρυπάνσεων καθώς και μεταφοράς επικίνδυνων υλικών ή διαχείρισης αποβλήτων.
Αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» Η εκ των προτέρων γνώση ότι ο ρυπαντής θα επιβαρυνθεί με το φορτίο της επανόρθωσης. Στόχος είναι η λήψη των αναγκαίων προληπτικών μέτρων από την πλευρά του ρυπαντή. Η επιβολή οικονομικής επιβάρυνσης στηρίζεται στη λογική ότι οι επιχειρηματίες αποκτούν το απαραίτητο κίνητρο για αναζήτηση «καθαρών τεχνολογιών» και τεχνολογιών λιγότερο ρυπογόνων.

Το Δικαίωμα στο Περιβάλλον και Επιμέρους Δικαιώματα

Ως εναλλακτική προσέγγιση από τη γενική και αφηρημένη θεώρηση του δικαιώματος στο περιβάλλον είναι η κατοχύρωση δικαιωμάτων διαδικαστικής φύσης μέσω των οποίων παρέχεται η δυνατότητα στον πολίτη να συμμετέχει στο έργο της περιβαλλοντικής προστασίας. Τέτοιου είδους δικαιώματα είναι το δικαίωμα στην πληροφόρηση, το δικαίωμα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων καθώς και το δικαίωμα αναζήτησης ένδικης προστασίας σε περίπτωση που τα προηγούμενα δικαιώματα δε γίνονται σεβαστά από τις δημόσιες αρχές. Τα τρία αυτά δικαιώματα εξυπηρετούν τρεις διαφορετικούς στόχους, τους οποίους οφείλουμε να επισημάνουμε. Όσον αφορά το πρώτο, οι πολίτες έχουν την ευκαιρία να αναζητήσουν πληροφορίες σχετικά με τη κατάσταση του περιβάλλοντος και να ενημερωθούν για δραστηριότητες και έργα που έχουν άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις στο περιβάλλον. Σχετικά με το δεύτερο, προσφέρεται η δυνατότητα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων. Για την «υλοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι απαραίτητη η θέσπιση ειδικών διαδικασιών στο πλαίσιο των οποίων οι ενδιαφερόμενοι πολίτες μπορούν να διατυπώνουν τη γνώμη τους και σε περίπτωση που αυτή δε γίνει δεκτή το όργανο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την επιλογή του να αποκλίνει από την λαϊκή βούληση». Το τρίτο δικαίωμα αφορά τη δυνατότητα αναζήτησης ένδικης προστασίας σε περίπτωση που τα προηγούμενα δικαιώματα δε γίνονται σεβαστά από τις δημόσιες αρχές.

Το Δικαίωμα Πρόσβασης στην Περιβαλλοντική Πληροφόρηση και Ρόλος της ΕΕ

Η επίτευξη των στόχων της περιβαλλοντικής πολιτικής της Κοινότητας (προστασία και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, συνετή και ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων ) συναρτάται άμεσα με την εξασφάλιση της πρόσβασης του κοινού στην περιβαλλοντική πληροφόρηση. Ένα συνεχώς ενημερωμένο κοινό είναι σε θέση να ασκεί αποδοτικότερο έλεγχο στη δράση των δημόσιων αρχών και με αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίζει την όσο το δυνατόν ουσιαστική εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Η πληροφόρηση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αρχή της πρόληψης, καθώς η παροχή των απαραίτητων πληροφοριών στους πολίτες για την κατάσταση επιμέρους παραμέτρων του περιβάλλοντος συνιστά ένα από τα βασικά προληπτικά μέτρα της διοίκησης για την προστασία του περιβάλλοντος.
Το πιο σημαντικό βήμα για την κατοχύρωση του δικαιώματος πρόσβασης στην Περιβαλλοντική πληροφόρηση σε επίπεδο Κοινοτικού δικαίου αποτελεί η υιοθέτηση της οδηγίας 90/313. Προβλέποντας η οδηγία καλύτερη πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με το περιβάλλον συμβάλλει στην πληρέστερη πληροφόρηση σε θέματα περιβάλλοντος και κατά συνέπεια στη βελτίωση της προστασίας του τελευταίου. Με την υιοθέτησή του όμως επιτυγχάνεται και ένας άλλος πολύ σημαντικός στόχος. Καλύπτεται, πιο συγκεκριμένα, η διαμόρφωση και διασφάλιση ενός ενιαίου νομικού πλαισίου αντιμετώπισης της ελεύθερης πρόσβασης στις πληροφορίες κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου για κάθε κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο πνεύμα της οδηγίας 90/313 κινείται και η σύμβαση του Άαρχους που έρχεται να συμπληρώσει με νέα δεδομένα την πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφόρηση και να διευρύνει τους ορίζοντες της Διεθνούς περιβαλλοντικής πολιτικής με δύο επιπλέον στοιχεία: τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη των αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα

Η οδηγία 90/313 Η Οδηγία 90/313 υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 7 Ιουνίου 1990. Σκοπός της Οδηγίας αυτής ήταν:

1. Η εξασφάλιση της ελεύθερης πρόσβασης σε πληροφορίες για το περιβάλλον τις οποίες έχουν οι δημόσιες αρχές.

2. Η ελεύθερη διάδοση των πληροφοριών αυτών για την αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος .

3. Ο καθορισμός των βασικών όρων και προϋποθέσεων παροχής των πληροφοριών αυτών

Σύμφωνα με το Άρθρο 2, παρ. β, «δημόσια αρχή» είναι κάθε όργανο άσκησης Διοίκησης σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο που έχει αρμοδιότητες και κατέχει πληροφορίες για το περιβάλλον με εξαίρεση τις Δικαστικές και Νομοθετικές αρχές. Επιπλέον, κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, έχει το δικαίωμα να ζητήσει και να λάβει κάθε είδους πληροφορία που αναφέρεται στο περιβάλλον χωρίς να απαιτείται η απόδειξη έννομου συμφέροντος., ενώ δεν περιορίζεται στους πολίτες ενός ιδιαίτερου κράτους – μέλους ούτε καν στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης(άρθρο 3). Το θέμα του καθορισμού της διαδικασίας για την απόκτηση περιβαλλοντικών πληροφοριών εντοπίζεται στη δικαιοδοσία των κρατών-μελών(άρθρο 3, παρ.1) Παρά την υποχρέωση των Δημοσίων Αρχών να χορηγούν πληροφορίες, υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις ανάλογα με τη φύση των πληροφοριών.

Συγκεκριμένα η άρνηση χορήγησης πληροφοριών επιτρέπεται όταν οι πληροφορίες έχουν σχέση με:
• Τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εργασιών δημοσίων αρχών, των διεθνών σχέσεων και της Εθνικής Άμυνας.
• Τη δημόσια ασφάλεια.
• Υποθέσεις που εκκρεμούν ή εκκρεμούσαν ενώπιον δικαστηρίων ή υποθέσεις για τις οποίες διενεργείται είτε ανάκριση είτε προανάκριση
• Εμπορικά και βιομηχανικά μυστικά, συμπεριλαμβανομένης της πνευματικής ιδιοκτησίας
• Εμπιστευτικά στοιχεία ή φακέλους
• Στοιχεία που χορηγήθηκαν από τρίτο, ο οποίος δεν υπείχε νομική υποχρέωση να τα χορηγήσει.
• Στοιχεία η αποκάλυψη των οποίων θα είχε ως αποτέλεσμα μάλλον να επηρεάσει δυσμενώς το περιβάλλον στο οποίο αναφέρονται
• Ημιτελή έγγραφα ή στοιχεία ή εσωτερικές ανακοινώσεις
• Προδήλως αβάσιμες αιτήσεις
• Αιτήσεις με γενικό χαρακτήρα

Η Οδηγία απαιτεί να διατυπώνονται οι λόγοι άρνησης των δημόσιων αρχών στη γνωστοποίηση περιβαλλοντικών πληροφοριών.

Εναρμόνιση της Οδηγίας στο Εθνικό Δίκαιο Η αρχή της διαδικασίας παραπομπής της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καθώς και η δημοσίευση μιας απόφασης του ΣτΕ ώθησαν τη διοίκηση στη τελική λήψη του νομοθετικού μέτρου για την εισαγωγή της Οδηγίας στο Ελληνικό Εσωτερικό Δίκαιο.Η Οδηγία 90/313 εναρμονίστηκε στην Ελληνική νομοθεσία με την ΚΥΑ 77921/1440/6- 6-95 , ενώ αναφέρεται σε πληροφορίες σε κάθε είδους διαθέσιμη μορφή (έγγραφα, αναφορές, επιστολές, εκθέσεις και γνωμοδοτήσεις αλλά και σε φωτογραφίες, εικόνες παρμένες από δορυφόρους, χάρτες, μαγνητοσκοπημένα αρχεία, στοιχεία αρχειοθετημένα σε υπολογιστή ή σε τράπεζα δεδομένων).
Ειδικότερα οι πληροφορίες αυτές εμπεριέχουν στοιχεία για την κατάσταση των νερών, του αέρα, του εδάφους, της πανίδας, της χλωρίδας, των βιοτόπων καθώς και δραστηριότητες που επηρεάζουν δυσμενώς ή ευμενώς το περιβάλλον(άρθρο 2). Ένα από τα θετικά σημεία της Κ.Υ.Α. είναι ο σαφής ορισμός της έννοιας «δημόσιες αρχές». Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ.1 δημόσια αρχή είναι «κάθε διοικητική υπηρεσία του δημόσιου τομέα σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο συμπεριλαμβανομένων των εποπτευόμενων Ν.Π.Δ.Δ και Ν.Π.Ι.Δ που έχει αρμοδιότητες και κατέχει πληροφορίες σχετικές με το περιβάλλον εκτός των οργάνων που ασκούν δικαστική ή νομοθετική εξουσία». Η Δημόσια αρχή οφείλει να είναι σε θέση να χορηγήσει όλα τα έγγραφα ή τα στοιχεία. Η άρνηση χορήγησης πληροφοριών από τις Δημόσιες Αρχές αφορά κυρίως τον εμπιστευτικό χαρακτήρα και το απόρρητο των:
1. Συνόδων των Υπουργικών Συμβουλίων
2. Της Εθνικής άμυνας και εξωτερικής πολιτικής
3. Της ασφάλειας του κράτους και της δημόσιας τάξης
4. Του εμπορικού και βιομηχανικού απορρήτου
5. Των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας

Συμπέρασμα

Καθώς το δικαίωμα πρόσβασης στην περιβαλλοντική πληροφόρηση καθίσταται ολοένα και περισσότερο καθολικό, η διασφάλιση του επιτάσσει την ανάδυση του ενεργού πολίτη και της έννοιας της συμμετοχικής δημοκρατίας. Ενδυναμώνει, παράλληλα, και το όραμα της βιώσιμης ανάπτυξης, διότι υποστηρίζει ότι η αποτελεσματικότητα των πολιτικών χρειάζεται να στηρίζονται στη σωστή και ακηδεμόνευτη ενημέρωση των πολιτών. Μάλιστα, είναι γεγονός ότι στο πλαίσιο της παγκόσμιας Διάσκεψης για το περιβάλλον και την ανάπτυξη του ΟΗΕ στο Ρίο (1992), η «αρχή 10» της διακήρυξης προβλέπει ότι σε εθνικό επίπεδο κάθε άτομο πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στην πληροφόρηση που αφορά το περιβάλλον και διατηρείται από τις δημόσιες αρχές, περιλαμβανομένων και των πληροφοριών που αφορούν επικίνδυνα υλικά και δραστηριότητες στην περιοχή τους. Επιπλέον στην ίδια αρχή περιλαμβάνεται και η αναγνώριση του δικαιώματος των πολιτών να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων που αφορούν το περιβάλλον. Η Σύμβαση του Άαρχους, την οποία απλώς αναφέραμε στην παρούσα Ανάλυση, θα αποτελέσει το επόμενο βήμα πάνω στο οποίο θα ενισχυθεί το υπάρχον ΕυρωπαϊκόΠεριβαλλοντικό πλαίσιο, πυρήνας του οποίου υπήρξε η Οδηγία 90/313.

Παραπομπές:

[1] -, -. (2017). Available at: http://www.ypeka.gr/LinkClick.aspx?fileticket=6YmoyTViMpU%3d&tabid=467&language=el-GR [Accessed 10 Jan. 2018].
[2] -, -. (2017). Available at: https:// http://www.ekdd.gr/ekdda/files/ergasies_esdd/12/3/358.pdf [Accessed 23 Jan. 2018].
[3] -, -. (2017). Available at: https:// http://www.ypeka.gr/Default.aspx?tabid=467 [Accessed 23 Jan. 2018].