της Μαρίας Διαλινάκη
Σε βάθος χρόνου βλέπουμε ότι η Ευρώπη των δυο Παγκοσμίων Πολέμων έχει δεχθεί πολλαπλά πλήγματα στο εσωτερικό της. Οι οικονομικοί και ιδεολογικοί ανταγωνισμοί , οι αγώνες απόκτησης εθνικής ισχύος , οι εδαφικές διεκδικήσεις σε συνδυασμό με την ανάδειξη δογματικών ηγεσιών είχε ως αποτέλεσμα για πολλά χρόνια να επικρατεί ένα κλίμα αντιπαλότητας και δυσπιστίας ανάμεσα στα κράτη. Ύστερα από αρκετές προσπάθειες άλλοτε επιτυχημένες και άλλοτε αποτυχημένες, φθάσαμε σ ’αυτό που αποκαλούμε σήμερα Ευρωπαϊκή Ένωση , μια οικονομική και πολιτική ένωση είκοσι οχτώ ευρωπαϊκών κρατών με κοινούς στόχους και αξίες.
Οι στόχοι της Ε.Ε. παρουσιάζονται εκτενώς στις Συνθήκες ,οι οποίες διαμορφώνουν το νομικό πλαίσιο της. Σημαντικότερη εξ ’αυτών είναι η, τωρινή σε ισχύ, Συνθήκη της Λισαβόνας , η οποία διατηρεί τη διάταξη της συνταγματικής συνθήκης και καθιερώνει για πρώτη φορά τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 2 ΣΕΕ : « Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας , της δημοκρατίας , της ισότητας , του κράτους δικαίου , του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες». Τι γίνεται όμως όταν οι θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αξίες παραβιάζονται από κάποιο κράτος μέλος;
Η ΣΕΕ έχει προβλέψει , σύμφωνα με το άρθρο 7, ότι στη περίπτωση μη τήρησης των αξιών από ένα κράτος μέλος, το ίδιο οφείλει να υποκύψει σε ορισμένες κυρώσεις πολιτικού χαρακτήρα , όπως στην αναστολή του δικαιώματος ψήφου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης αυτού στο Συμβούλιο. Στόχος του παρόντος άρθρου είναι να διασφαλίσει ότι όλες οι χώρες θα σέβονται τις κοινές αξίες της αξίες της ΕΕ. Για την ακρίβεια, πρόκειται για ένα άρθρο δυο ταχυτήτων, καθώς εισάγει τον προληπτικό μηχανισμό (παρ.1) και τον μηχανισμό επιβολής κυρώσεων (παρ.2). Με βάση τον πρώτο, το Συμβούλιο δύναται να προειδοποιήσει την ανάλογη χώρα πριν συμβεί στη πραγματικότητα η «σοβαρή παραβίαση των αξιών», ενώ με τον δεύτερο το Συμβούλιο μπορεί να αναστείλει ορισμένα από τα δικαιώματα της εν λόγω χώρας, στη περίπτωση που η «σοβαρή παραβίαση» έχει διαρκέσει για αρκετό χρονικό διάστημα.
Κατά τη διάρκεια της ισχύος του, η διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 7 ΣΕΕ δεν έχει εφαρμοστεί, εξαιρουμένου την περίπτωση της Αυστρίας, λόγω συμμετοχής στη Κυβέρνηση εκπροσώπων ενός ακροδεξιού κόμματος. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με ψήφισμα του στις 3.2.2000 (406 υπέρ, 53 κατά και 60 αποχές) καταδίκασε όλες τις ξενοφοβικές δηλώσεις του ηγέτη. Η αναστολή του δικαιώματος ψήφου της Αυστρίας εξέγειρε πολλές αντιδράσεις, καθώς το άρθρο στη τότε μορφή του δεν περιλάμβανε την περίπτωση του σοβαρού κινδύνου παραβίασης των δημοκρατικών αρχών αλλά μόνο τη διαπίστωση μια παρούσας παραβίασης. Επομένως, η νομική βάση για την επίκληση του άρθρου δεν υπήρχε.
Λίγα χρόνια μετά, το ζήτημα έρχεται ξανά στην επικαιρότητα με την Ουγγαρία να βρίσκεται στο στόχαστρο. Το 2010 την εξουσία ανέλαβε το συντηρητικό κόμμα Fidesz με αρχηγό τον Βίκτορ Όρμπαν και μέχρι σήμερα διατηρεί την πλειοψηφία στις εκλογές. Κατά τη διάρκεια διακυβέρνησης του, ο Όρμπαν έχει εφαρμόσει σκληρές πολιτικές ενώ οι σχέσεις του με την Ε.Ε βρίσκονται συχνά σε ένταση. Η τάση προς τον κοινωνικό σοσιαλισμό και η υπεράσπιση για την δημιουργία ενός λαμπρού κράτους είναι κάποιες πολιτικές της αυταρχικής κυβέρνησης.
Από την άνοδο στην εξουσία μέχρι σήμερα, η ουγγρική κυβέρνηση προσπαθεί να εδραιώσει ένα Σύνταγμα, το οποίο θα βασίζεται στις άξιες του «χριστιανισμού» και της «παραδοσιακής οικογένειας». Πρόκειται για μια συνταγματική μεταρρύθμιση , η οποία θα καταστήσει την Ουγγαρία μια «επαναστατική χώρα», σύμφωνα με δηλώσεις του πρωθυπουργού. Την ίδια στιγμή, η διεθνής κοινότητα έχει θορυβηθεί καθώς οι συγκεκριμένες πολιτικές επιτίθενται κατά του κράτους -δικαίου και καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Αναλυτικότερα , η μεταρρύθμιση αυξάνει την επιρροή της εξουσίας επί όλων των θεσμών ακόμα και σ ’αυτών που την ελέγχουν. Παραδείγματος χάριν, οι εξουσίες του Συνταγματικού Δικαστηρίου περιορίζονται σημαντικά και επιβάλλονται κυρώσεις στον Τύπο όταν ο ίδιος δεν υπακούει στις πολιτικές της κυβέρνησης. Εν συνεχεία, ο Βίκτορ Όρμπαν επέβαλε πλειοψηφικό σύστημα ενός γύρου, προωθώντας έτσι το κόμμα του έναντι των υπολοίπων, τα οποία αδυνατούν να ανταγωνιστούν τους υποψήφιους του Fidesz. Αυτό σε συνάρτηση με τα προηγούμενα υπονομεύει τις σημαντικότερες εκφάνσεις της δημοκρατίας: το πλουραλισμό και την ισότητα. Επίσης, ο Όρμπαν φαίνεται να χαράζει μια ακραία πολιτική έναντι του μεταναστευτικού. Σύμφωνα με την εισαγωγή του νόμου «Stop Soros», απειλεί με ποινή φυλάκισης ενός έτους όσους παράσχουν βοήθεια σε αιτούντες ασύλου ή πρόσωπα που έχουν εισέλθει παρανόμως στην επικράτεια της χώρας. Παράλληλα, αρνείται κατηγορηματικά να δεχθεί τις ποσοστώσεις για την υποδοχή προσφύγων που έχουν τεθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Χαρακτηριστική παραμένει άλλωστε η δήλωση του: « Αυτά τα μέτρα είναι αναγκαία επειδή η μεταναστευτική πίεση που πλήττει την Ευρώπη είναι συνεχής, η πολιτική των Βρυξελλών απειλεί τη χώρα μας να κατακλειστεί από μετανάστες.» Είναι λοιπόν προφανές ότι πρόκειται για αποφάσεις που αντιβαίνουν στους κανόνες του ευρωπαϊκού δίκαιου περί υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχο καθώς συνήλθε και ψήφισε υπέρ της επιβολής κυρώσεων στην Ουγγαρία (448 υπέρ, 197 κατά και 48 αποχές ) και κάλεσε τα κράτη να αρχίσουν τη διαδικασία του άρθρου 7, καθώς υπάρχει σοβαρή παραβίαση των αξιών την Ένωσης. Στον αντίποδα, έντονη ήταν η αντίδραση της Ουγγαρίας, υποστηριζόμενη από την Πολωνία μια χώρα που ακολουθεί παρόμοια μεταναστευτική πολιτική, τονίζοντας ότι πρόκειται για μια υβριστική και επιθετική απόφαση εναντίον της χώρας και επισημαίνοντας ότι θα την αμφισβητήσει με νομικούς τρόπους.
Είναι πασιφανές λοιπόν, ότι η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με μια από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές κρίσεις της σύγχρονης εποχής. Καθημερινά ρεύματα μεταναστών περνούν τα σύνορα της, ζητώντας προστασία και άσυλο, ενώ την ίδια στιγμή αυταρχικά, εθνικιστικά κινήματα και πολιτικές ολοκληρωτισμού αναδύονται σε αρκετά κράτη. Πριν δέκα χρόνια ζητήματα περί ταυτοτήτων δεν απασχολούσαν την Ένωση, καθώς θεωρούνταν παρωχημένα και σαφώς επιλυμένα. Αντιθέτως, σήμερα η ευρωπαϊκή κοινότητα κλίνεται να αποφασίσει τι ακριβώς θέλει να είναι: μια Ένωση της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή μια ένωση του αυταρχισμού, της αδιαλλακτικότητας και της ανελευθερίας. Ακόμα, ένα άλλο ερώτημα , στο οποίο πρέπει να εστιάσει η κοινή γνώμη είναι το εξής: Τι θα γινόταν αν οι ίδιες παραβιάσεις γίνονταν από τις Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, θα υπήρχε η ίδια αντιμετώπιση ή θα μεταχειρίζονταν ευνοϊκά λόγω της πλεονεκτικής θέσης τους στην Ένωση;
H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων