της Μαίρης Λαμπροπούλου, ερευνήτρια της υποομάδας «Περιβάλλον & Ενέργεια»
Οι επιπτώσεις ενός πολέμου είναι πάντα αποκαρδιωτικές, με πρώτες και κύριες τις απώλειες ανθρώπων και δευτερευόντως τις καταστροφές σε υποδομές και κτήρια. Αυτές οι καταστροφές, όμως, δεν περιορίζονται μονάχα στο ανθρωπογενές περιβάλλον, αλλά έχουν επιπτώσεις και στη χλωρίδα και την πανίδα του οικοσυστήματος γύρω από τις περιοχές που πλήττονται.Πολλές φορές, προκειμένου να καταφερθεί κάποιο πλήγμα στον εχθρό ή να αποκτηθεί ένα στρατιωτικό πλεονέκτημα οι θεσμοί και οι κανόνες που υπάρχουν για την προστασία του περιβάλλοντος παραμερίζονται με αποτέλεσμα ανυπολόγιστες καταστροφές.
Έτσι, στις 5 Νοεμβρίου του 2001 η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών αποφάσισε να οριστεί η 6η Νοεμβρίου ως η «Διεθνής Ημέρα για την Αποτροπή της Εκμετάλλευσης του Περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια Πολέμων και Ενόπλων Συγκρούσεων». Το σκεπτικό της απόφασης ήταν ότι οι καταστροφές κατά τη διάρκεια των πολεμικών αναμετρήσεων επηρεάζουν τα οικοσυστήματα και τους φυσικούς πόρους κατά τρόπο που επηρεάζονται ολόκληρες χώρες, ακόμα και αρκετές γενιές αργότερα.
Το έδαφος, ο αέρας και ο υδροφόρος ορίζοντας μολύνονται, οι καλλιέργειες και τα δάση πυρπολούνται και τα ζώα θανατώνονται. Τα γεγονότα αυτά συνήθως λαμβάνουν χώρα πριν ακόμα αρχίσουν οι εχθροπραξίες.Επιπροσθέτως, τα μέταλλα που χρησιμοποιεί η πολεμική βιομηχανία περιέχουν ένα μεγάλο εύρος επιβλαβών χημικών, όπως το ουράνιο. Σε δοκιμές ραδιενεργών και χημικών όπλων έχουν παρατηρηθεί σοβαρές επιπτώσεις στα γύρω οικοσυστήματα, όπως ο θάνατος ζώων που βρίσκονται κοντά. Αλλά, και όταν πια αρχίσουν οι συγκρούσεις, πρώτα βομβαρδίζονται οι ενεργειακές υποδομές μιας χώρας και κυρίως όποια εγκατάσταση έχει σχέση με την επεξεργασία πετρελαίου ή τη μεταφορά και αποθήκευση καυσίμων. Συνεπώς, δημιουργούνται εκπομπές πολυαρωματικών υδρογονανθράκων οι οποίες σχηματίζουν υψηλές συγκεντρώσεις, καθώς και άλλες τοξικές ουσίες που καλύπτουν φυτά και εισπνέονται από τους ζωντανούς οργανισμούς.Παράλληλα, η πυρπόληση πετρελαιοπηγών μπορεί να δημιουργήσει μια βροχή πετρελαίου που διαβρέχει το έδαφος μολύνοντας την επιφάνεια, αλλά και το υπέδαφος και κατ’ επέκταση τον υδροφόρο ορίζοντα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα καταστροφών που προκλήθηκαν σε εμπόλεμες συγκρούσεις αποτελεί ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας. Κατά το βομβαρδισμό στο πετροχημικό και χημικό εργοστάσιο και διυλιστήριο στο Πάντσοβο, υπολογίζεται ότι 1.200 τόνοι χλωρίου, 1.400 τόνοι αιθυλενίου και 1.000 τόνοι υδροχλωριούχου νατρίου παροχετεύτηκαν στο Δούναβη. Επίσης, μεγάλες ποσότητες της καρκινογόνου ουσίας PCBs απορροφήθηκαν από το έδαφος και το νερό και πέρασαν στη τροφική αλυσίδα. Επιπλέον, στον Πόλεμο του Κόλπου το 1991 δεν είχε προηγούμενο η ατμοσφαιρική ρύπανση που προκλήθηκε από τις φωτιές στα πηγάδια πετρελαίου στο Κουβέιτ τα οποία πυρπόλησαν οι υποχωρούσες ιρακινές δυνάμεις.Ανάλογη καταστροφή επαναλήφθηκε στη Μοσούλη, όπου τα πηγάδια έκαιγαν ακόμα και τέσσερις μήνες μετά το συμβάν, αλλά και πιο πρόσφατα στη Συρία. Σ’ αυτό το σημείο, ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στην περιβαλλοντική καταστροφή που προκάλεσε ο«Πορτοκαλί Παράγοντας» (OrangeAgent), ένα φυτοκτόνο και αποφυλλωτικό χημικό αέριο που έριξε ο στρατός των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στα δάση του Βιετνάμ, διότι οι επιπτώσεις του είναι αισθητές έως και σήμερα. Δυστυχώς, αυτές είναι μονάχα λίγες από τις περιπτώσεις που μπορούν να αναφερθούν.
Η καταστροφή του περιβάλλοντος απειλεί την ανθρώπινη υγεία,τους υπόλοιπους ζωντανούς οργανισμούς, και κατ’επέκταση, λόγω των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων που συνεπάγεται,την οικονομία και την ασφάλεια μιας χώρας. Οι αρνητικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι δυνατόν να δράσουν επιβαρυντικά όταν αυτές οι απειλές γίνονται πραγματικότητα στο πλαίσιο μιας ένοπλης σύγκρουσης. Αυτό που μας θυμίζει η Διεθνής Ημέρα για την Αποτροπή της Εκμετάλλευσης του Περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια Πολέμων και Ενόπλων Συγκρούσεων,και το οποίο τελικά την κάνει ξεχωριστή από τις υπόλοιπες ημέρες που είναι αφιερωμένες στο περιβάλλον, είναι η επιτακτική ανάγκη που υπάρχει για συνεργασία και ειρήνη μεταξύ των λαών, ώστε να γίνεται σωστή εκμετάλλευση των φυσικών πόρων.Ακόμα, όμως, κι αν είναι αδύνατη η συνεργασία αυτή,οφείλουν οι λαοί και οι κυβερνήσεις τους να κατανοούν και να σέβονται τη διασυνοριακή φύση των οικοσυστημάτων. Μονάχα έτσι θα καταστεί δυνατό να παραδοθούν οι φυσικοί πόροι στο μεγαλύτερο δυνατό απόθεμα στις επόμενες γενιές.