του Θεοφάνη Κοτσώνη

foto4

 

Τεράστια θλίψη ανά τον κόσμο προκάλεσε η πρόσφατη είδηση του θανάτου της 7χρονης Αμάλ Χουσεΐν, του κοριτσιού εκείνου που είχε αναδειχθεί σε σύμβολο του λιμού στην Υεμένη. Τέτοια περιστατικά φαντάζουν πλέον μέρος μιας «απλής καθημερινότητας» για τους εναπομείναντες κατοίκους αυτού του άλλοτε ισχυρού κράτους, καθώς τα τελευταία 2,5 χρόνια ενός πολυδιάστατου πολέμου έχει δημιουργηθεί μία άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική κρίση στην περιοχή. Πως όμως, θα αναρωτιόταν κανείς, μπορεί να επουλωθεί αυτή η καταστροφή, βάσει της οποίας η Υεμένη έχει σχεδόν ανακηρυχθεί: αποτυχημένο κράτος;

Ήδη από το 2011, όταν ο πρώην (αυταρχικός) πρόεδρος της χώρας Σαλέχ, παρέδωσε,  εξ αναγκασμού και πίεσης της Δύσης αλλά και εσωτερικών αντιδράσεων, την χώρα στον νέο -σήμερα υπό αμφισβήτηση- πρόεδρο Χαντί, το κλίμα είχε δυναμιτιστεί με αποτέλεσμα οι οπαδοί των 2 πλευρών (του Σαλέχ και της ενωμένης αντιπολίτευσης) να εμπλέκονται σε εχθρικά επεισόδια έναντι των αντιπάλων τους. Ακόμα όμως και αυτή η μεταφορά εξουσίας όχι μόνο δεν βοήθησε την κατάσταση, τουναντίον , την χειροτέρευσε. Έπειτα από μια αποτυχημένη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, η χώρα εισήλθε επίσημα στον φονικό κυκλώνα του εμφυλίου πολέμου, με τους Σιϊτες επαναστάτες Χούτι από την μία πλευρά (υπό Ιρανική στήριξη) και τους υποστηρικτές του νυν προέδρου Χαντί, κοινώς την Σαουδική Αραβία και τους συμμάχους της, από την άλλη.

Όσο δύσκολη και αν φαντάζει η κατάσταση, στην περιοχή της εκρηκτικής Μέσης Ανατολής (μεταφορικά και κυριολεκτικά μιλώντας),  το κλειδί είναι να βρεθεί επιτέλους (!) η πολιτική βούληση για πραγματική αλλαγή εντός της περιφέρειας της Υεμένης η οποία δεν θα εκπορεύεται από κέντρα ξένων συμφερόντων, όπως το Σιϊτικό Ιράν ή η Σουνιτική Σαουδική Αραβία καθώς τέτοιες ενέργειες διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ  ήδη απέτυχαν, αλλά από τον ίδιο τον Υεμενικό λαό. Με άλλα λόγια, ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος να τελειώσει η πλέον αυτοκαταστροφική σύγκρουση των 2 μεγάλων δυνάμεων της περιοχής, είναι μέσω της ανάδειξης ενός νέου πολιτικού προσώπου, το οποίο θα είναι κοινώς αποδεκτό  από τις 2 πλευρές και θα ηγηθεί μιας νέας πολιτικής προσπάθειας συμφιλίωσης προβαίνοντας σε εκλογές και στην αποκατάσταση της ουσιαστικής συνοχής/διαχείρισης και μετέπειτα μεταρρύθμισης του κράτους. Βεβαίως, για να γίνει  κάτι τέτοιο στην πράξη, θα πρέπει πρώτα να σταματήσουν ή έστω να ελαχιστοποιηθούν οι παρεμβάσεις(οικονομικές,στρατιωτικές – εξοπλιστικές) των δύο προαναφερθέντων πόλων εξουσίας, που έχουν καταστήσει ολόκληρη την Μέση Ανατολή ένα άτυπο πεδίο διαμεσολαβητικού πολέμου

 

foto3

 

Αναλυτικότερα, τόσο ο συνασπισμός της Σαουδικής Αραβίας στην περιοχή (αφού ο Χαντί δεν έχει πρακτικά στρατό) όσο και οι επαναστάτες Χούτι (οι οποίοι λαμβάνουν εντολές και πολεμοφόδια από τον Ιράν βάσει στοιχείων του ΟΗΕ) συνεχίζουν να πολεμούν όχι μόνο επειδή τάχα ενδιαφέρονται για το ποιος και τείνει τρόπω θα διοικεί την χώρα (η οποία βρίσκεται υπό διάλυση) αλλά πρωτίστως, επειδή η συγκεκριμένη διαμάχη αποτελεί καταλύτη εις ότι αφορά τον διαμεσολαβητικό πόλεμο Ιράν – Σ.Αραβίας. Ο εν λόγω πόλεμος, έχει χωρίσει τον Αραβικό κόσμο σε δύο στρατόπεδα, αφήνοντας στο πέρασμά του κατεστραμμένες χώρες, ενώ έχει τροφοδοτήσει έμμεσα τρομοκρατικές ομάδες , όπως επί παραδείγματι τον ISIS. Είναι λοιπόν επιτακτική ανάγκη,  να δράσει δυναμικά και συγκροτημένα η Παγκόσμια κοινότητα, υπό το πρίσμα του ΟΗΕ, όχι απλά με μια υποτονική πολιτική κυρώσεων και μεγαλεπήβολων προσδοκιών (όπως το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ 2216 το οποίο αποτελεί βασικό επιχείρημα του Χαντί) αλλά διαμέσου συνεργασίας. Με αυτό τον τρόπο, οι χώρες που ήδη χρηματοδοτούν προσπάθειες εξομάλυνσης της κρίσης της Υεμένης μπορούν να αναζητήσουν διαύλους επικοινωνίας με άλλες κρατικές ή ομοσπονδιακές οντότητες, όπως την Ε.Ε (που είναι αναμεμειγμένη στην υπόθεση υποστηρίζοντας κυρώσεις έναντι των επαναστατών Χούτι), με γνώμονα την επίλυση της κρίσης, προωθώντας για αρχή με κάθε δυνατό, διπλωματικό και μη, μέσο την επαναφορά των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ιράν – Σ.Αραβίας. Μία τέτοια κίνηση θα αποτελούσε το πρελούδιο της οριστικής επίλυσης του Υεμενικού αλλά και πολλών άλλων ζητημάτων της Αραβικής χερσονήσου, και θα έδινε μια διαφορετική δυναμική στην καταβληθείσα προσπάθεια.

Επιπλέον, μέρος αυτής τη διεθνούς προσπάθειας πρέπει αδιαμβφισβήτητα να είναι και οι στρατηγικοί σύμμαχοι αυτού του δίπολου, εφόσον επιθυμούν όντως να λυθεί το θέμα προτού η κατάσταση ξεφύγει από κάθε έλεγχο, εξάλλου ένα τέτοιο σενάριο θα επωφελούσε μονάχα τις τρομοκρατικές ομάδες τις περιοχής (όπως έγινε πριν λίγα χρόνια με τον ISIS λίγο μετά την Αραβική άνοιξη) φτάνοντας την Υεμένη στο επίπεδο του Αφγανιστάν, της Λιβύης και της Συρίας. Λόγος γίνεται για τις ΗΠΑ εις ότι αφορά την Σ.Αραβία, αλλά και για την Ρωσική Ομοσπονδία, εις ότι αφορά το Ιράν. Από την μια πλευρά, στο πρώτο του επίσημο ταξίδι του ως πρόεδρος ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε μια συμφωνία για πακέτο αμυντικού εξοπλισμού και υπηρεσιών στο ύψος του υπέρογκου ποσού των 110 δισεκατομμυρίων δολαρίων (με την εθνική πετρελαϊκή φίρμα να έχει συμφωνίες με τις ΗΠΑ ύψους 200 εκατομμυρίων δολαρίων). Με τέτοια οικονομική ισχύ στρατηγικής συμμαχίας, η Ουάσινγκτον θα μπορούσε κάλλιστα να επηρεάσει την Σ.Αραβία σε σημείο ανάκλησης των στρατιωτικών αγημάτων που ελέγχει στην περιοχή, υπό τον όρο ότι το ίδιο θα πράξει, σε επίπεδο εξοπλιστικής και οικονομικής βοήθειας, και η άλλη πλευρά.  Το αν κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει επί του πρακτέου μας το αποκαλύπτει η προ 2 εβδομάδων δήλωση του προέδρου της Αμερικής ερωτηθείς για το αν θα πρέπει η Σαουδική Αραβία να δώσει εξηγήσεις για την υπόθεση Κασόγκι : <<Δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς την βοήθειά μας ούτε για 2 εβδομάδες>>. Υπό την ίδια λογική, η Μόσχα, έχοντας ήδη κοινό συνασπισμό στην Συρία με το Ιράν αλλά και δεκάδες άλλες συμφωνίες, χρειάζεται να στρέψει τον στρατηγικό της σύμμαχο προς την ίδια κατεύθυνση, έπειτα από διαπραγμάτευση μεταξύ των 2 πλευρών, κάτι που μπορεί να γίνει υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και των 2 εγγυητριών δυνάμεων (ΗΠΑ-ΡΩΣΊΑ). Με μία τέτοια ατζέντα, οι γεωστρατηγικές βλέψεις του Ιράν και της Σ.Αραβίας θα αναγκαστούν να πλαισιωθούν στις υποδείξεις των αναγκών της επίλυσης της υπόθεσης, φτάνοντας σε ουσιαστικό συμβιβασμό και περιορισμό καταστροφής και όχι σε μία εύθραυστη και σύντομη παύση πυρών, αφού έχει ήδη τονιστεί από οργανισμούς όπως η UNICEF, ότι δεν αρκεί ο απλός τερματισμός του πολέμου για να λήξει ολοσχερώς η ανθρωπιστική κρίση στην Υεμένη και να σωθούν όσοι απειλούνται (επιδημίες – βομβαρδισμοί), αλλά μια απτή αποκλιμάκωση της έντασης.

 

 

Εν κατακλείδι, μία επίλυση της κρίσης στην Υεμένη θα επωφελήσει την διεθνή κοινότητα, ελαχιστοποιώντας τα προσφυγικά ρεύματα, μειώνοντας σημαντικά τις ανθρώπινες απώλειες και φυσικά επουλώνοντας ένα κράτος γεμάτο ιστορικές και θεσμικές πληγές, κάνοντας έτσι μια ενθαρρυντική αρχή για την επίλυση της Μεσανατολικής αντιπαλότητας. Τελικώς, όσο αδύνατη και αν φαντάζει σε κάποιους η συγκεκριμένη πρόταση, την απάντηση την δίνει το ίδιο το ιστορικό συνεχές, καθώς ο ψυχρός πόλεμος, μια σύγκρουση που για πολλούς ειδικούς θα ήταν το τέλος της ανθρωπότητας (πυρηνικό ολοκαύτωμα) κατάφερε να επιλυθεί, τουλάχιστον για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Οι μηχανισμοί υπάρχουν και πρέπει να χρησιμοποιηθούν, όχι απλά για την σταθεροποίηση της κατάστασης της Υεμένης αλλά και για την ασφάλεια των πολιτών της παγκόσμιας κοινότητας, μέρος της οποίας, είναι ο καθένας και καθεμία από εμάς.

logo_transparent

H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς  και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.