του Γιώργου Αξιάρη
Τα τελευταία χρόνια όποιος παρακολουθεί την διεθνή επικαιρότητα ίσως έχει ακούσει για την Μιανμάρ ή Μπούρμα. Χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας, πρώην αποικία των Βρετανών. Μετά την ανεξαρτησία της το 1948, η χώρα βασανίστηκε από μία σειρά βίαιων στρατιωτικών δικτατοριών συνοδευόμενη από μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παρόλα αυτά την τελευταία δεκαετία επιτεύχθηκε εν μέρει αυτό που φαινόταν αδιανόητο: Άρχισε η διαδικασία δημοκρατικοποίησης της χώρας και αυτό μάλιστα αναγνωρίστηκε διεθνώς: οι δυτικές χώρες άρχισαν να αίρουν τις κυρώσεις και η Αουνγκ Σαν Σου Κι, η οποία μάλιστα έλαβε το Νόμπελ Ειρήνης την δεκαετία του ‘90 για την συμβολή της στην εδραίωση της δημοκρατίας, είναι σήμερα η de facto ηγέτης της Μιανμάρ.
Εκ των υστέρων βέβαια μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι μάλλον ήμασταν υπερβολικά αισιόδοξοι με την μετάβαση της Μιανμάρ. Η Μιανμάρ, η οποία αποτελείται κατά κύριο λόγο από συντηρητικούς βουδιστές, φιλοξενεί επίσης έναν μεγάλο αριθμό εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων. Αυτό έχει οδηγήσει στην δημιουργία αντάρτικων κινημάτων που επιδιώκουν αναγνώριση των δικαιωμάτων τους και συμπερίληψη τους στους κρατικούς μηχανισμούς και πολιτικές από την μία, και στην απάντηση από τον στρατό της Μιανμάρ από την άλλη. Τον τελευταίο καιρό την επικαιρότητα απασχολεί η κατάσταση στην πολιτεία Ρακίν: Εκεί ζούσαν μέχρι πρότινος οι Μουσουλμάνοι Ροχίνγκια, οι οποίοι αποτελούσαν περίπου το 1,1 εκατομμύρια του πληθυσμού. Ωστόσο δεν αναγνωρίζονται από το κράτος ως μειονότητα, αντίθετα θεωρούνται παράτυποι μετανάστες του Μπαγκλαντές. Έτσι, παραμένουν “απάτριδες” και στερούνται κάθε δικαιώματος.
Από τον Αύγουστο του 2017 ωστόσο, οι Ροχίνγκια διώκονται μαζικά από την Μιανμάρ και την πολιτεία Ρακίν με αποτέλεσμα να επισκιάζεται το όραμα για μια ελεύθερη δημοκρατία με την συνεπαγόμενη ελεύθερη οικονομία, συνοδευόμενη από επενδύσεις και κράτος δικαίου. Ο στρατός έχει ξεκινήσει μια μαζική εκστρατεία κατά των Ροχίνγκια η οποία μάλιστα φαίνεται να είναι καλοδεχούμενη από τους συντηρητικούς Βουδιστές.
Και στην μέση λοιπόν μιας -κατά τα λεγόμενα του Ο.Η.Ε. – εθνοκάθαρσης, που έχει ως θύματα σχεδόν ένα εκατομμύριο εκτοπισμένων βρίσκεται η Αουνγκ Σαν Σου Κι. Η Σου Κι η οποία ενώ πολέμησε για την δημοκρατία, ακόμη και ως ηγέτης δεν μπορεί να σταματήσει την εθνοκάθαρση. Και ενώ απολαμβάνει εσωτερικής νομιμοποίησης, στο διεθνές πεδίο, ο Καναδάς της έχει αφαιρέσει την τιμητική υπηκοότητα, η Διεθνής Αμνηστία μόλις ανακάλεσε την τιμητική διάκριση που της απέδωσε το 2009, και ο Μάικ Πένς μόλις εχθές σε συνάντηση του με την Σου Κι χαρακτήρισε μπροστά της “αδικαιολόγητη” την αντιμετώπιση των Ροχίνγκια από τον στρατό του Μιανμάρ.
Στην πραγματικότητα η κατάσταση είναι πολυπλοκότερη και θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος να πει ότι η τωρινή ηγέτης, με την μόρφωση που έχει λάβει στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, με τους περιορισμούς και τις ποινές που έχει δεχθεί εξαιτίας του αγώνα της για μια -σύμφωνα με την ίδια- πολυεθνική δημοκρατία, είναι όμηρος του οράματος της. Εξάλλου αυτή ήταν που προειδοποίησε τις Η.Π.Α. ότι η δημοκρατικοποίηση γινόταν με πολύ αργούς ρυθμούς, αυτή ήταν που προσπάθησε να αφαιρέσει το δικαίωμα άσκησης βέτο από τον στρατό στο πεδίο υιοθέτησης εσωτερικών νόμων. Παρόλα αυτά ο στρατός εξακολουθεί να μην είναι υπόχρεος της πολιτικής ηγεσίας, να δρα ανεξάρτητα αναλόγως με το τι εκλαμβάνει ως απειλές, να κατέχει σημαντικές κυβερνητικές θέσεις, και κυρίως ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου δεν μπορεί να απολυθεί.
Σε αυτήν την εύθραυστη δημοκρατία (όρος που εδώ δεν ανταποκρίνεται στην δημοκρατία όπως την γνωρίζουμε εμείς), οι εξουσίες που έχει ο στρατός δεν είναι το μόνο εμπόδιο. Μπορεί να ακούγεται παράδοξο αλλά η συντηρητική βουδιστική κουλτούρα του Μιανμάρ και ο βουδιστικός φονταμενταλισμός, είναι στοιχεία τα οποία αφενός η ίδια δεν μπορεί να ελέγξει αφετέρου όμως συμβάλλουν καθοριστικά στις εξελίξεις της Μιανμάρ και στην διαμόρφωση απόψεων. Ο ρόλος της θρησκείας, μέσα από την εσχατολογία που προσφέρει το αφήγημα της, στην πολιτική του Μιανμάρ αποδείχθηκε πολλές φορές: αποδείχθηκε με τις πολιτικές (αναγκαστικής) ενσωμάτωσης και υιοθέτησης του Βουδισμού που ακολούθησε η στρατιωτική Χούντα από το 80 έως το 2007, αποδείχθηκε κατά την διάρκεια της επανάστασης του Σαφράν, η οποία έγινε ευρύτερα δεκτή από τον λαό λόγω της συμμετοχής Βουδιστών μοναχών, και αποδεικνύεται συνεχώς μέσα από την ύπαρξη φονταμενταλιστικών κινημάτων όπως το κίνημα 969, που βλέπει το Ισλάμ στο Μιανμάρ ως απειλή.
Γίνεται κατανοητό λοιπόν ότι η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη απ’ ότι πιστεύουμε. Σε αυτήν την περίπτωση ακόμη και αν άλλες χώρες επιχειρούσαν να αναμειχθούν με σκοπό να επιτύχουν μια λύση στο ζήτημα των Ροχίνγκια, δεν θα είχε μακροπρόθεσμο αντίκτυπο καθώς στην πραγματικότητα το μίσος και η εχθρική πρόθεση θα παρέμεναν και θα έπλητταν στο μέλλον την χώρα. Μια μελλοντική βιώσιμη λύση δεν μπορεί να βρεθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη το ιστορικό και πολιτισμικό πεδίο αναφοράς.Έτσι για παράδειγμα θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει τον διαθρησκευτικό διάλογο, όμως παράλληλα θα έπρεπε να περιορίζει και την δύναμη του στρατού, συνδυάζοντας το πολιτικό επίπεδο με το “διακοινοτικό”. Στην πραγματικότητα λοιπόν η Αουνγκ Σαν Σου Κι, βρίσκεται στην δυσμενή θέση είτε να συνεχίσει να ηγείται της Μιανμάρ, με σκοπό να επιχειρήσει να προβεί σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις, με κίνδυνο όμως να της αφαιρέσουν ακόμη και το Νόμπελ ειρήνης, είτε να παραιτηθεί, προσπαθώντας να σώσει ένα κομμάτι της αξιοπρέπειας της και της φήμης της, παρατώντας όμως τους αγώνες τόσων χρόνων που έχει κάνει για την χώρα της και φέρνοντας την στο χείλος μιας ακόμη στρατιωτικής χούντας.

H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.