από τη Μαχμούντ Αμπντού Αμίνα, Ερευνήτρια της ομάδας «Κοινωνικά & Ανθρωπιστικά Ζητήματα»
Η 19η Νοεμβρίου έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα ενάντια στην Κακοποίηση των Παιδιών. Το χρονικό διάστημα από 1η έως 19η Νοεμβρίου έχει αναγορευθεί ως οι «19 Ημέρες Ακτιβισμού κατά της Παιδικής Κακοποίησης» («19 Days of Activism for Prevention of Abuse and Violence against Children») προκειμένου μέσα από διάφορες δράσεις να τονισθεί ότι όλο και περισσότερα παιδιά σήμερα βιώνουν φαινόμενα βίας από τους ενήλικες. Η επιλογή της ημερομηνίας δεν έγινε τυχαία, αφού συνδυάζεται με την Παγκόσμια Ημέρα για τα Δικαιώματα του Παιδιού (20 Νοεμβρίου). Η πρωτοβουλία ανήκει στην «Women’s World Summit Foundation» (WWSF), που συσπειρώνει μη κυβερνητικές οργανώσεις για την υπεράσπιση του παιδιού.
Η κακοποίηση των παιδιών αναγνωρίστηκε ως ιδιαίτερο φαινόµενο µόλις τις τελευταίες δεκαετίες. Το εφαλτήριο έγινε από τον παιδίατρο C.Henry Kempe, ο οποίος πρωτοανέφερε το «σύνδρομο του κακοποιημένου παιδιού» (Kempe et al., 1962), ενώ ως σήμερα έχει υπάρξει προσθήκη σειράς γνώσεων και δεδομένων για το ζήτημα, τροποποιώντας τις αντιλήψεις της διεθνούς κοινότητας και εγείροντας προβληματισμούς σχετικά με την αντιµετώπιση του φαινομένου. Αρκετά νωρίς στην σχετική συζήτηση, παρατηρήθηκε πως οι ερευνητές υιοθετούσαν διαφορετικούς ορισμούς για το φαινόμενο της κακοποίησης ορμώμενοι από κοινωνικές ή ατομικές εμπειρίες και γνώσεις, µε αποτέλεσμα την συχνή ασυμβατότητα των πορισμάτων τους. Για να αντιμετωπισθούν αυτές οι δυσκολίες ο Παγκόσμιος Οργανισµός Υγείας κατέληξε στον παρακάτω ορισμό, τον οποίο και πρόβαλλε σε παγκόσμια καμπάνια για την αναγνώριση του φαινομένου της κακοποίησης–παραμέλησης των παιδιών ως προβλήματος δημόσιας υγείας (W.H.O., 2001):
«Η κακοποίηση ή κακοµεταχείριση του παιδιού περιλαµβάνει όλες τις µορφές σωµατικής ή συναισθηµατικής κακής µεταχείρισης, σεξουαλικής παραβίασης, παραµέλησης ή παραµεληµένης θεραπευτικής αντιµετώπισης ή εκµετάλλευσης για εµπορικούς σκοπούς, η οποία καταλήγει σε συγκεκριµένη ή εν δυνάµει βλάβη που αφορά τη ζωή και την ανάπτυξη του παιδιού, στα πλαίσια µιας σχέσης ευθύνης, εµπιστοσύνης και δύναµης» (W.H.O., 1999).
Παράλληλα, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, ορίζει οτι:
«Η βία κατά των παιδιών περιλαμβάνει τη σωματική και ψυχολογική βία, τις διακρίσεις, την παραμέληση και την κακομεταχείριση. Το φαινόμενο εκτείνεται από τη σεξουαλική κακοποίηση στο σπίτι μέχρι τη σωματική και ταπεινωτική τιμωρία στο σχολείο, από τον περιορισμό μέχρι τη βαρβαρότητα στα χέρια των οργάνων του νόμου , από την κακοποίηση και την παραμέληση σε ιδρύματα μέχρι τους πολέμους συμμοριών στους δρόμους όπου παίζουν ή εργάζονται παιδιά και από τη βρεφοκτονία μέχρι τους αποκαλούμενους φόνους «τιμής» (Ν.2101/1992 ΦΕΚ 192/Α/2-12-1992)»
Στην Ελληνική νομοθεσία, το αδίκημα αυτό τιμωρείται από τον Ν.3500/2006-ΦΕΚ 232/Α’/24.10.2006) για την ενδοοικογενειακή βία. Ο νόμος αυτός καθιερώνει ότι τα αδικήματα που εντοπίζονται στο οικογενειακό πλαίσιο διώκονται αυτεπαγγέλτως.
Τα χαρακτηριστικά της αντιμετώπισης των κρουσμάτων βίας σε ανηλίκους είναι η διεπιστηµονικότητα και διακλαδικότητα. Η ολοκληρωμένη αξιολόγηση μιας κοινωνικής «αυτοψίας» που θα συμπεριλαμβάνει το παιδί, τη δομή της οικογένειάς, το ατομικό προφίλ των γονέων, την ποιότητα της συζυγικής σχέσης, τη δυναμική της οικογένειας, την ύπαρξη υποστηρικτικού κοινωνικού δικτύου και τις συνθήκες διαβίωσης του παιδιού στο οικογενειακό του περιβάλλον, είναι ο καλύτερος τρόπος εντοπισμού του προβλήματος. Απαραίτητη κρίνεται και η καλύτερη συνεργασία των κοινωνικών δομών (αστυνομία, κοινωνικές υπηρεσία, ειδικοί ψυχικής υγείας), αφού κανένας γνωστικός κλάδος δεν µπορεί εξ’ ολοκλήρου να διαχειριστεί τις σύνθετες βιολογικές, ψυχολογικές, κοινωνικές και νοµικές παραµέτρους που παρουσιάζουν τα κρούσµατα κακοποίησης – παραµέλησης των παιδιών.