της Αιμιλίας Γανταδάκη
Στις -ήδη γεμάτες ρωγμές- ελληνοτουρκικές σχέσεις ήρθε το τελευταίο διάστημα να προσθέσει νέους κραδασμούς η ανακοίνωση του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Μελβούτ Τσαβούσογλου ότι η επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης αποτελεί «αιτία πολέμου». Πιο συγκεκριμένα, ύστερα από σχετικές δηλώσεις του τέως Υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά φάνηκε να ανοίγει ο ασκός του Αιόλου για την τελευταία τριακονταετία γεννώντας πολλά ερωτηματικά για το μέλλον της Μεσογείου. Έχοντας περάσει από πάνδεινες καταστάσεις η Τουρκική Δημοκρατία, πλέον στην πιο ισλαμίζουσα μορφή της επιδίδεται σε ένα ατέρμονο παιχνίδι προκλήσεων και εκφοβιστικών απειλών με φόντο τις εδαφικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και τα κυπριακά ενεργειακά κοιτάσματα. Εντούτοις, δικαιούται η Ελλάδα να βάλει ένα φρένο στην παραπάνω ανελαστική πολιτική τραβώντας την διελκυστίνδα προς το μέρος της ή είναι βέβαιο πως θα διαταραχθούν οι ήδη εύθραυστες ισορροπίες;
Ο Ουίστον Τσώρτσιλ συνήθιζε να λέει πως «Όσο πιο πίσω πάμε στο παρελθόν, τόσο πιο μακριά στο μέλλον μπορούμε να δούμε». Ξεκινώντας, λοιπόν, με μερικά ιστορικά γεγονότα, το casus belli– ως γεγονός δυνάμενο να αποτελέσει έναυσμα πολεμικής εμπλοκής- ακούστηκε για πρώτη φορά το 1982 με την υπερψήφιση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (United Nations Convention on the Law Of the Sea: UNCLOS).Ήδη από το 1936, το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης εκτεινόταν στα 6 ν.μ. το οποίο και διατηρήθηκε με τη σχετική κύρωση (Ν. 2321/1995) , κρατώντας όμως η Ελλάδα την επιφύλαξη να ασκήσει σε οιοδήποτε χρόνο το δικαίωμά νόμιμης επέκτασης στα 12 ν.μ.. Η συγκληθείσα στις 8 Ιουνίου 1995 Tουρκική Εθνοσυνέλευση έχοντας ανεβάσει παλμούς στα ύψη εξουσιοδότησε εν λευκώ την κυβέρνηση να εγκαινιάσει το casus belli υποσκάπτοντας ποικιλοτρόπως την ελληνική διπλωματία. Έκτοτε, παραμένει πάγια «στρατηγική θέση» της Άγκυρας να εμφανίζεται ως αντίπαλο δέος κάθε φορά που η Ελλάδα θα επιχειρήσει ασκώντας μονομερώς κυριαρχική εξουσία να επεκτείνει την εν λόγω ζώνη εθνικής της κυριαρχίας.
Θιασώτες της «μεσογειακής δικτατορίας» που έχει επιβάλλει η γείτονος χώρα θα υποστήριζαν σθεναρά την θεμελίωση μιας de facto κατάστασης στο Αιγαίο όλα αυτά τα χρόνια. Λαμβάνοντας υπόψη την μη άσκηση της δυνατότητας επιφύλαξης από πλευράς της Ελλάδος και συγχρόνως τον ρόλο του επίμονου αντιρρησία που έχει η Τουρκία, θα έλεγε κανείς ότι το δυνάμει εθιμικού δικαίου δικαίωμα έχει ατονήσει εγχαράσσοντας μάλιστα στη συνείδηση της διεθνούς κοινότητας την πρόθεση της μη επέκτασης. Πρόκειται δηλαδή για μιας μορφής «κεκτημένου» της Τουρκίας λόγω της αντίρροπης τάσης της στη διεθνή πολιτική σκηνή.
Στον αντίποδα, θα ήταν τουλάχιστον άτοπο να πιστέψει κανείς πως μια ρητή επιφύλαξη συνθήκης χάνει την δυναμική της στον βωμό επίκλησης της παρανομίας. Πράγματι, η μη άρση του casus belli αντίκειται στο άρθρο 2 παρ. 3 («περί ειρηνικής επίλυσης των διαφορών») και 2 παρ. 4 («περί απαγόρευσης χρήσης ή απειλής βίας») του ΧΘΔ των Ηνωμένων Εθνών . Παράλληλα, δυναμιτίζει τη συμμαχική σχέση που οφείλουν να έχουν Κράτη που μετέχουν στο ΝΑΤΟ δείχνοντας ασέβεια προς το διεθνές δίκαιο και καθιερώνοντας το δίκαιο της πυγμής στις διακρατικές σχέσεις όμορων χωρών. Εξάλλου, με εφαλτήριο την γενική αρχή της κυριαρχικής ισότητας των κρατών και δεδομένου ότι η ίδια η Τουρκία είχε προβεί το 1964 σε παρόμοια επέκταση της χωρικής της θάλασσας, εύλογα θα αναρωτιόταν κάποιος με ποιο δικαίωμα μπορεί να απαγορεύει το ίδιο από την Ελλάδα. Είναι προφανές πως η Άγκυρα τζογάρει σε ένα στημένο παιχνίδι στρατηγικής με μπαράζ επιθέσεων τουρκικών σκαφών δείχνοντας πως το ενδεχόμενο η κατάσταση να φτάσει στα άκρα δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Από την άλλη, δίχως αμφιβολία η Ελλάδα έχει αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα επέκτασης και δείχνει για πρώτη φορά να αψηφά τις ιαχές πολέμου απέναντι στην τουρκική αυθαιρεσία.
Κάνοντας μια ανασκόπηση της τουρκικής πολιτικής θα έλεγε κανείς πως αυτός ο γεωπολιτικός τυχοδιωκτισμός δε μπορεί παρά να έχει αντίκτυπο στις σχέσεις της με τη Ε.Ε. Πράγματι, η πρώτη σε μια προσπάθεια γεφύρωσης των ευρωπαϊκών σχέσεων το 2002 δεσμεύτηκε- στους τύπους τουλάχιστον- για μη επίθεση κατά της Ελλάδος. Εντούτοις, ζητήματα δημοκρατικής ταυτότητας και αξιών παραμένουν ακόμη τροχοπέδη για την πλήρη ένωση της με τη Δύση. Το ανατολικό μπλόκο με Ιράκ, Συρία και Σαουδική Αραβία, το κουρδικό και η αναβίωση του Κεμαλισμού υπενθυμίζουν συνεχώς στα αυτιά της Ευρώπης πως μέρα με την μέρα εκκολάπτεται μια φασιστική υπερδύναμη. Ο ρόλος της Ε.Ε. πάνω στη διπλωματική σκακιέρα οφείλει να είναι προστατευτικός και – ει δυνατόν- συνενωτικός. Ένα από τα πράγματα που έχουμε πλέον όλοι διδαχθεί είναι πως σ’ αυτόν τον κόσμο κανείς δεν ζει μόνος. Αντιθέτως, οι διεθνείς σχέσεις είναι τόσο αλληλένδετες που μία ακραία κίνηση του ενός, σαν domino effect μπορεί να έχει απότοκο και για τους υπόλοιπους.
Κλείνοντας, είναι κοινός τόπος ότι στην περίπτωση της Ελλάδας τα υπαρξιακά θέματα που τίθενται βαραίνουν περισσότερο έναντι της υπόλοιπης Ευρώπης. Κανείς δε θα αρνιόταν πως η Ανατολή είναι ένα «καζάνι που βράζει» και ο κίνδυνος να εκραγεί στο όνομα των φιλοδοξιών του μεγάλου Σουλτάνου είναι μεγάλος. Το μέλλον δυσοίωνο και συγχρόνως άγνωστο. Έχοντας φτάσει στην «κοπή του ξυραφιού», τα μόνα συναισθήματα που θα ένιωθε κάποιος είναι οργή για την αδηφάγο τάση των ανθρώπων, αλλά και ελπίδα για την αποτροπή ραγδαίων εξελίξεων. Το Αιγαίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελέσει πεδίο ταυρομαχιών, διότι τότε θα καταλήξουν όλοι χαμένοι.

H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.