από την Παναγιώτα Πανταζάτου, ερευνήτρια της ομάδας «Διεθνές & Ευρωπαϊκό Δίκαιο»
Το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών συναντάται ανεξαιρέτως σε διεθνές επίπεδο τόσο σε πολιτικά καθεστώτα στα οποία δεν είναι νομικώς κατοχυρωμένα τα δικαιώματα των γυναικών, όσο και σε προηγμένες κοινωνίες με δημοκρατικό πολίτευμα όπου παρά την κατοχυρωμένη νομική προστασία, η παραβίαση των εσωτερικών νομοθεσιών αναδεικνύει την όλως επιδεινούμενη κοινωνική διάσταση του φαινομένου. Η βία κατά των γυναικών συνιστά ακραία μορφή διάκρισης με βάση το φύλο και παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως κατοχυρώνονται σε διεθνείς συμβάσεις και στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Το φαινόμενο εμφανίζεται με τη μορφή της σωματικής-ψυχολογικής βίας και υπό τις ειδικότερες εκφάνσεις του έχουν στοιχειοθετηθεί συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα με σκοπό την καταπολέμηση και την εξάλειψή του, εκδηλώνεται δε σε έναν ευρύ κύκλο κοινωνικών ομάδων και ηλικιακών κατηγοριών. Η νομική κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων των γυναικών σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο διασφαλίζει τη δυνατότητα παροχής δικαστικής προστασίας σε γυναίκες που έχουν υποστεί βία υπό τις διάφορες μορφές εκδήλωσης του φαινομένου και την τιμωρία των δραστών με σκοπό την αποτροπή τέλεσης ομοειδών πράξεων βίας και επομένως την επίτευξη τόσο της καταπολέμησης όσο και της πρόληψης του φαινομένου.
Διεθνές Πλαίσιο
Α. Διεθνείς Συμβάσεις
Ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών έχει υιοθετήσει το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ) και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (ΔΣΟΚΠΔ) μέσω των οποίων κατοχυρώνεται η αρχή της μη διάκρισης και η αρχής της ισότητας ενώπιον του νόμου. Τα ανωτέρω Διεθνή Σύμφωνα αποτέλεσαν το νόμιμο έρεισμα για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών ως μορφής διάκρισης και παραβίασης της ισότητας.
Προς την κατεύθυνση της παροχής ειδικής νομικής προστασίας, ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.) έχει προβεί στην υπογραφή διεθνών πράξεων και ειδικότερα της «Σύμβασης για την Καταστολή και Εξάλειψη της Σωματεμπορίας και της Εκμετάλλευσης της Πορνείας Άλλων» (1949) και της «Σύμβασης για Συναίνεση σε Γάμο, ελάχιστη ηλικία για γάμο και εγγραφή γάμων (1962). Επιπλέον, στο πλαίσιο της Δεκαετίας των Ηνωμένων Εθνών για τη Γυναίκα (1975-1986) έλαβαν χώρα τρεις Συνδιασκέψεις οι οποίες επικεντρώθηκαν στην αναγνώριση της βίας κατά των γυναικών. Σημαντική συμβολή ως προς τη νομική δεσμευτικότητα προστασίας των δικαιωμάτων των γυναικών αποτελεί η «Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των Γυναικών» (1979) δεδομένου ότι η μέχρι τότε ισχύουσα Διακήρυξη για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των γυναικών δεν είχε δεσμευτικό χαρακτήρα.
Επίσης, σημαντικό βήμα ως προς την ενίσχυση της νομικής κατοχύρωσης των δικαιωμάτων και της θεσμικής προστασίας αποτελούν η «Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Τρόπων Σκληρής, Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας» (1984) και η «Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού» (1989) στις προστατευτικές διατάξεις της οποίας εμπίπτουν ανήλικες γυναίκες που έχουν υποστεί βία και παραβίαση των δικαιωμάτων τους. Σημαντική δε είναι και η υπ΄αριθμόν 48/104 Διακήρυξη για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών η οποία υιοθετήθηκε με το από 20.12.1993 ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. και στην οποία ορίζεται η έννοια της βίας κατά των γυναικών ως εξής: «κάθε πράξη βίας βάσει φύλου, η οποία επιφέρει ή είναι πιθανό να επιφέρει σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική βλάβη ή πόνο σε γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων και των απειλών για τέτοιες πράξεις, του εξαναγκασμού ή της αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας είτε συμβαίνει στη δημόσια είτε στην ιδιωτική ζωή».
Επίσης, στη Διακήρυξη της Βιέννης και στο Πρόγραμμα Δράσης που υιοθετήθηκαν από την Παγκόσμια Συνδιάσκεψη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στη Βιέννη το 1992 συμπεριελήφθη κεφάλαιο με το οποίο αναγνωρίζονται ρητά τα δικαιώματα των γυναικών καθώς και το γεγονός ότι η παραβίασή τους συνιστά παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Περαιτέρω, σε επίπεδο διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου νομική προστασία των γυναικών που υφίστανται βία κατά τη διάρκεια των ενόπλων συρράξεων παρέχεται από το Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, την Τέταρτη Σύμβαση της Γενεύης και τα Πρόσθετα Πρωτόκολλα Ι και ΙΙ της ως άνω Σύμβασης.
Β. Συμβούλιο της Ευρώπης
Ευρωπαίκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)
Σε περιφερειακό επίπεδο, το Συμβούλιο της Ευρώπης με σκοπό την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει υιοθετήσει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) μέσω της οποίας παρέχεται έμμεση νομική προστασία για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, όπως συνάγεται από τις διατάξεις με τις οποίες κατοχυρώνεται το δικαίωμα στη ζωή (άρθρο 2) και το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια (άρθρο 5), αλλά και από τις διατάξεις με τις οποίες απαγορεύονται τα βασανιστήρια (άρθρο 3) και οι διακρίσεις λόγω φύλου (άρθρο 14). Θα πρέπει δε να επισημανθεί ότι γίνεται ρητή αναφορά στην ισότητα των δύο φύλων στα Πρωτόκολλα 7 και 12 της ΕΣΔΑ. Η νομική προστασία των δικαιωμάτων των γυναικών ενισχύεται περαιτέρω με τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη (1961) και τα προσαρτημένα σε αυτόν Πρωτόκολλα, τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας (1964) και τη Σύμβαση για τη δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων (2005).
Διεθνής Σύμβαση για την καταπολέμηση και την πρόληψη της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας
Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω, στο πλαίσιο της εκστρατείας για την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών στην Ευρώπη, το Συμβούλιο της Ευρώπης υιοθέτησε τη Διεθνή Σύμβαση για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής ή Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης η οποία υπεγράφη το έτος 2011 και τέθηκε σε ισχύ το έτος 2014.
Σκοπός της σύμβασης είναι η δημιουργία μίας Ευρώπης χωρίς βία κατά των γυναικών και χωρίς ενδοοικογενειακή βία. Στο προοίμιο γίνεται μνεία του ισχύοντος νομικού πλαισίου σε ευρωπαϊκό και οικουμενικό επίπεδο και καταδικάζονται όλες οι μορφές βίας κατά των γυναικών, επισημαίνεται δε ότι η επίτευξη της ισότητας των δύο φύλων μπορεί να συμβάλλει στην πρόληψη του φαινομένου της βίας. Η έννοια της βίας ορίζεται ως «παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μία μορφή διάκρισης κατά των γυναικών και σημαίνει όλες τις πράξεις μίας βίας βασιζόμενης στο φύλο οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα φυσική, σεξουαλική, ψυχολογική ή οικονομική βλάβη ή πόνο για τις γυναίκες συμπεριλαμβανομένων των απειλών τέλεσης τοιούτων πράξεων, τον εξαναγκασμό ή την αυθαίρετη αποστέρηση της ελευθερίας είτε αυτή συμβαίνει στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό βίο»
Ειδικότερα, ως προς την ενδοοικογενειακή βία εναπόκειται στην ευχέρεια κάθε συμβαλλόμενου κράτους εάν θα επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης και σε άλλα θύματα ενδοοικογενειακής βίας ανεξαρτήτως φύλου.
Προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της εννόμου προστασίας που παρέχεται από το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, η ισχύς της Σύμβασης διατηρείται τόσο σε περιόδους ειρήνης όσο και κατά τη διάρκεια ενόπλων συρράξεων.
Στη συγκεκριμένη σύμβαση δεν συμπεριλαμβάνονται τα εγκλήματα που αφορούν τη διακίνηση και τη σεξουαλική εκμετάλλευση των γυναικών. Για την πρόληψη και την καταπολέμηση των εν λόγω εγκλημάτων έχουν τεθεί σε ισχύ η Σύμβαση για τη Δράση κατά της Παράνομης Διακίνησης Προσώπων και η Σύμβαση για την Προστασία των Παιδιών ενάντια στη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική Κακοποίηση.
Οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων κρατών συνίστανται στη λήψη μέτρων για την εξάλειψη των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών, την ενσωμάτωση της αρχής της ισότητας στην εσωτερική νομοθεσία και στην εφαρμογή της αρχής της δέουσας επιμέλειας βάσει της οποίας το κράτος υποχρεούται να λαμβάνει μέτρα για την πρόληψη και την αποκατάσταση τυχόν προσβολής των εννόμων αγαθών των θυμάτων λόγω πράξεων βίας που τελούνται από κρατικούς φορείς ή ιδιώτες.
Η σημασία της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί την πρώτη νομικά δεσμευτική πράξη σε περιφερειακό επίπεδο με την οποία αναγνωρίζονται όλες οι διαφορετικές μορφές βίας κατά των γυναικών. Στις συγκεκριμένες μορφές βίας ανήκουν η σωματική και η ψυχολογική βία, η σεξουαλική βία και η σεξουαλική παρενόχληση και η παρενοχλητική παρακολούθηση (stalking). Προς τούτο, ως ολοκληρωμένη
Νομολογία ΕΔΔΑ
Αρμόδιο δικαστήριο για την επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν από την παραβίαση των άρθρων της ΕΣΔΑ είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Το ΕΔΔΑ έχει αποφανθεί επί υποθέσεων σχετικά με την παραβίαση του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή), του άρθρου 3 (απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), του άρθρου 4 (απαγόρευση της δουλείας και των καταναγκαστικών έργων), του άρθρου 5 παρ. 1 (δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια), του άρθρου 8 (δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και του άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης). Σημαντική θέση στην ενίσχυση της νομικής προστασίας κατέχει η ερμηνεία των άρθρων 3 και 8 της ΕΣΔΑ στο πλαίσιο της νομολογίας του ΕΔΔΑ η οποία οδήγησε στη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των εν λόγω άρθρων με τη συμπερίληψη σε αυτό και της βίας κατά των γυναικών.
Ειδικότερα, στην υπόθεση Opuz κατά Τουρκίας (ECtHR 33401/02) το ΕΔΔΑ απεφάνθη ότι τα κράτη έχουν την ειδική υποχρέωση να ενεργούν για την αποτροπή της άσκησης βίας λόγω φύλου και ότι εν προκειμένω η παραβίαση συνίστατο στην μη παροχή προστασίας από την ενδοοικογενειακή βία στην προσφεύγουσα. Η σημασία της εν λόγω απόφασης έγκειται στο γεγονός ότι αναγνωρίστηκε η ειδική υποχρέωση των κρατών που έχουν προσχωρήσει στην ΕΣΔΑ να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των ατόμων από την ενδοοικογενειακή βία. Η ενίσχυση του ήδη τότε ισχύοντος νομικού πλαισίου έγκειται στο γεγονός ότι η έννοια της ενδοοικογενειακής βίας δεν ερμηνεύθηκε στο πλαίσιο της ιδιωτικής σφαίρας γεγονός που δεν θα μπορούσε να θεμελιώσει θετική υποχρέωση του κράτους ως προς την αποτροπή της, αλλά ως ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος επί του οποίου υποχρεούται να επιληφθεί το κράτος με τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων προστασίας και ιδίως με τη θέσπιση ποινικών διατάξεων αναφορικά με τις παραβιάσεις που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Επίσης, στην υπόθεση Hajduova κατά Σλοβακίας (ECtHR 2660/2003) το ΕΔΔΑ διαπίστωσε την παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και προέβη σε διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του με την περαιτέρω υπαγωγή σε αυτό των ατόμων που τελούν σε καθεστώς απειλής άσκησης ενδοοικογενειακής βίας καθώς και της υποχρέωσης των κρατών για λήψη προληπτικών μέτρων αποτροπής τέτοιων ενεργειών.
Ευρωπαϊκό Πλαίσιο
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως προηγμένο νομικό σύστημα προαγωγής των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αφ΄ενός μέσω των γενικών αρχών της Ένωσης οι οποίες κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ και αφετέρου μέσω της πάγιας νομολογίας του ΔΕΕ και της θέσεως σε ισχύ του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΧΘΔ) το 2009 έχει ήδη προσχωρήσει στη «Διεθνή Σύμβαση για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας» με σκοπό την ενίσχυση της νομικής προστασίας που παρέχεται σε ενωσιακό επίπεδο. Πέραν όμως αυτού, η Ευρωπαϊκή Ένωση παρέχει αυτόνομη έννομη προστασία στα δικαιώματα των γυναικών στον τομέα του πρωτογενούς δικαίου και συγκεκριμένα στο άρθρο 2 ΣΕΕ κατοχυρώνεται η απαγόρευση των διακρίσεων και η ισότητα των ανδρών και γυναικών, στο άρθρο 19 ΣΛΕΕ ορίζεται ρητά ότι το Συμβούλιο από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να αναλάβει δράση κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου και στο άρθρο 83 παρ. 1 ΣΛΕΕ προβλέπεται η δυνατότητα έκδοσης οδηγιών από τα ανωτέρω θεσμικά όργανα για τον ορισμό ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων σε τομείς ιδιαιτέρως σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση στην οποία εντάσσονται επίσης η εμπορία ανθρώπων και η γενετήσια εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών. Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω, στο ΧΘΔ προβλέπεται ρητά ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απαραβίαστη (άρθρο 1), κατοχυρώνεται το δικαίωμα στη ζωή (άρθρο 2), απαγορεύονται τα βασανιστήρια, η επιβολή απάνθρωπων ή εξευτελιστικών ποινών ή η υποβολή σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Επίσης, στο άρθρο 21 κατοχυρώνεται η απαγόρευση διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου και στο άρθρο 47 ΧΘΔ το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη.
Στο παράγωγο ενωσιακό δίκαιο, έχει θεσπισθεί η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα θύματα της εγκληματικότητας (2012/29/ΕΕ) η οποία αναφέρεται ρητά στα θύματα βίας λόγω φύλου, στα θύματα σεξουαλικής βίας και στα θύματα βίας στο πλαίσιο στενών σχέσεων η οποία μπορεί να εκδηλώνεται με τη μορφή σωματικής, ψυχολογικής, σεξουαλικής ή οικονομικής βίας.
Επιπροσθέτως, 2014 έλαβε χώρα η Πανευρωπαϊκή Εκστρατεία του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με την οποία κατεγράφησαν τα στατιστικά στοιχεία αναφορικά με τα περιστατικά βίας κατά των γυναικών και κατέστη σαφές ότι τα θύματα βίας δεν προβαίνουν σε καταγγελία των δραστών με αποτέλεσμα ένα μικρό ποσοστό σε σχέση με το πραγματικό να άγεται ενώπιον της ποινικής δικαιοσύνης.
Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω, η Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο των διεθνών πρωτοβουλιών και δράσεών της για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών ανέλαβε από κοινού με τα Ηνωμένα Έθνη την πρωτοβουλία με την ονομασία «Spotlight Initiative» («Πρωτοβουλία-Φάρος») το έτος 2017 η οποία έχει ως στόχο την προαγωγή των αξιών της Ένωσης και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και ειδικότερα την προστασία της αξιοπρέπειας, τη διαφύλαξη της πρόσβασης στη δικαιοσύνη και την προώθηση της ισότητας των φύλων. Η ισότητα των φύλων, η παραβίαση της οποίας αποτελεί εμπόδιο στην εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών, αποτελεί έναν από τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης του Ο.Η.Ε. (στόχος 5) και επιπλέον εντάσσεται στη «Νέα Ευρωπαϊκή Συναίνεση για την Ανάπτυξη», τη νέα πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη βιώσιμη ανάπτυξη σε εναρμόνιση με την Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών.
Αναφορικά με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) προς την κατεύθυνση της προαγωγής των αξιών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων αφενός αναδεικνύεται η ενισχυμένη νομική προστασία μέσω της ανάδειξης και της νομολογίας του ΕΔΔΑ από την οποία το ΔΕΕ εμπνέεται χωρίς να υπάρχει υποχρέωση συμμόρφωσης με το περιεχόμενό της και αφετέρου η νομολογία του ΔΕΕ έχει συμβάλει στη διαμόρφωση και την ανάδειξη των γενικών αρχών της Ένωσης οι οποίες τελούν σε εναρμόνιση με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και πλέον κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ.
Ειδικότερα, στην υπόθεση Jonston (ΔΕΚ 222/84) αναφορικά με τη διακριτική μεταχείριση λόγω φύλου που έλαβε χώρα σε κράτος-μέλος της Ένωσης το Δικαστήριο απεφάνθη ότι αναφορικά με την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών θα πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας η οποία αποτελεί γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου. Επίσης, στην υπόθεση Test Achats (C-236/09) το ΔΕΕ υπογράμμισε την απαγόρευση κάθε διάκρισης λόγω φύλου και την υποχρέωση της Ένωσης για διασφάλιση της ισότητας ανδρών και γυναικών σε όλους τους τομείς δυνάμει των άρθρων 21 και 23 ΧΘΔ καθώς και την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και των διακρίσεων και την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης (άρθρο 3 παρ. 3 εδ. β’ ΣΕΕ).
Συμπερασματικά, σε διεθνές επίπεδο, η εγγύηση της ενίσχυσης της παρεχόμενης έννομης προστασίας και της επίτευξης του διακηρυσσόμενου σκοπού των διεθνών συμβάσεων, ήτοι της πρόληψης και της καταπολέμησης των διακρίσεων και της βίας κατά των γυναικών αποτελεί αναμφισβήτητα η προσχώρηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού κρατών της διεθνούς κοινότητας στις εν λόγω συμβάσεις και η προαγωγή των δημοκρατικών αξιών και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε ενωσιακό επίπεδο, δεδομένου ότι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΧΘΔ) αποτελεί αντανάκλαση της ΕΣΔΑ, των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών-μελών και των γενικών αρχών της Ένωσης, είναι προφανής η υποχρέωση των θεσμικών οργάνων και των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τη συμμόρφωση με το ισχύον νομικό πλαίσιο. Παρά ταύτα, λαμβανομένου υπόψη ότι οι οικονομικές ελευθερίες, η ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς και η διασφάλιση της τήρησης των αρχών του ελεύθερου ανταγωνισμού συνιστούν τον πυρήνα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον οι διατάξεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων θα συνεισφέρουν στην ενίσχυση της υφιστάμενης διεθνούς νομικής προστασίας, δεδομένου ότι ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων λαμβάνεται υπόψη από τα ενωσιακά θεσμικά και δικαιοδοτικά όργανα ως προϋπόθεση που συμβάλλει στην περαιτέρω εμπέδωση των οικονομικών ελευθεριών και την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
Εν κατακλείδι, παρά την ιδιαίτερης σημασίας θεσμική και νομική εξέλιξη ως προς την προστασία των γυναικών έναντι της βίας, με οποιαδήποτε μορφή και αν αυτή εκδηλώνεται, οι μηχανισμοί ελέγχου και απονομής της δικαιοσύνης δεν δύνανται να ενεργοποιηθούν εάν δεν προηγηθεί καταγγελία των δραστών από τα θύματα που υφίστανται την απειλή ή την άσκηση βίας. Σε πλήρη εναρμόνιση με τις επιταγές της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, η ανάγκη ενημέρωσης και εκπαίδευσης αναφορικά με το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών και τις κοινωνικές προεκτάσεις του δύναται να συμβάλει στην ενεργοποίηση των μηχανισμών δικαιοδοτικού ελέγχου και στην άμεση και αποτελεσματική προστασία των θυμάτων. Συνεπώς, δεδομένου ότι τόσο σε διεθνές και περιφερειακό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο έχει κατοχυρωθεί ένα ισχυρό νομικό οπλοστάσιο για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, το επόμενο βήμα για την επίτευξη των στόχων των διακηρύξεων και των νομικά δεσμευτικών κειμένων είναι η εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων μέσω της άμεσης και έγκαιρης ενεργοποίησης των μηχανισμών ελέγχου , των αστυνομικών αρχών και των δικαιοδοτικών φορέων, ώστε από κοινού να συμβάλουν στην αποκατάσταση της επελθούσας προσβολής των εννόμων αγαθών των θυμάτων και να διασφαλίζεται ο προληπτικός και κατασταλτικός χαρακτήρας της δράσης τους για την αποτροπή πράξεων βίας.
Παραπομπές
[1] Χαλόφτη, Β. (2013). Βία κατά των Γυναικών και Ενδοοικογενειακή Βία: Διεθνείς Πράξεις, Πολιτικές, Πρακτική. [ebook] Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διαθέσιμο εδώ.
[2] Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA). (2014). Βία κατά των γυναικών: Πανευρωπαϊκή έρευνα. [ebook] Διαθέσιμο εδώ.
[3] Καραγιώργου, Μ. (2017). Ενδοοικογενειακή Βία: Μια Λανθάνουσα Μορφή Καταπάτησης Των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Διαθέσιμο εδώ.
[4] Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2016). Η Επιτροπή προτείνει την προσχώρηση της ΕΕ στη Διεθνή Σύμβαση για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών. Διαθέσιμο εδώ.
[5] Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2017). Η ΕΕ προσχωρεί στη Διεθνή Σύμβαση για την καταπολέμηση της βίας εναντίον των γυναικών . Διαθέσιμο εδώ.
[6] Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2017). Η ΕΕ και ο ΟΗΕ ενώνουν τις δυνάμεις τους για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και των κοριτσιών. Διαθέσιμο εδώ.
[7] Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2017). Ανακοίνωση της Επιτροπής για τη νέα Ευρωπαϊκή Συναίνεση για την Ανάπτυξη (Communication on new European Consensus on Development). Διαθέσιμο εδώ.
[8] Χατζόπουλος, Β. (2011). Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων ύστερα από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Διαθέσιμο εδώ.
[9] Χριστιανός Β., Κουσκουνά Μ., Παπαδοπούλου Ρ-Ε., Περάκης Μ. (2011). ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ μέσα από τη νομολογία. Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη
[10] Υπόθεση C-236/09 Association belge des Consommateurs Test Achats ASBL κλπ. κατά Conseil des ministres. Διαθέσιμο εδώ.
[11] WOMEN’S FORUM FOR THE ECONOMY & SOCIETY (2017). INTERNATIONAL DAY FOR THE ELIMINATION OF VIOLENCE AGAINST WOMEN. Διαθέσιμο εδώ.