από την Αφροδίτη Πήλιου, ερευνήτρια στην υποομάδα «Άμυνα και Ασφάλεια»

Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι δύο γειτονικές χώρες στην περιοχή της Μεσογείου. Η οριοθέτηση των σχέσεων τους θεωρείται πολύπλοκη και αποτελούν αντικείμενο μελέτης για το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, μονοπωλώντας το ενδιαφέρον των απανταχού διεθνολόγων. Μεταξύ των δύο κρατών υφίσταται ένα πλέγμα από ιστορικές, γεωγραφικές, θρησκευτικές, εδαφικές, οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστικές και στρατιωτικές διαφορές και συγκρούσεις οι οποίες μοιάζουν ακόμη και σήμερα αγεφύρωτες, παρά τα μικρά και θετικά βήματα και τις προσπάθειες που σημειώνονται. Όσον αφορά τις διενέξεις των δύο χωρών για τα χωρικά ύδατα, συγκεκριμένα η Αιγιαλίτιδα ζώνη, η Υφαλοκρηπίδα και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (Α.Ο.Ζ) έχουν πια νομική υπόσταση και η οριοθέτηση-διευθέτηση τους είναι το ζητούμενο των δύο παράκτιων κρατών καθώς με αυτόν τον τρόπο υποδηλώνεται η κυριαρχία τους στην περιοχή.

Έχοντας ως σημείο αναφοράς το  δίκαιο της θάλασσας, το οποίο αποτελεί το σύνολο των κανόνων του διεθνούς δικαίου που ρυθμίζουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα κάθε κράτους στον θαλάσσιο χώρο, ως «θάλασσα» ορίζεται το σύνολο των χώρων που αποτελούνται από αλμυρό νερό και βρίσκονται καταρχήν σε φυσική και ελεύθερη επικοινωνία μεταξύ τους. Κάθε παράκτιο κράτος, πέρα από την άσκηση των εξουσιών του στο πλαίσιο της εθνικής του κυριαρχίας, ασκεί δικαιοδοτικές αρμοδιότητες και σε τμήματα των παράκτιων υδάτων του, τα οποία ονομάζονται θαλάσσιες ζώνες.Σύμφωνα με την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας  (Σύμβαση του Montego Bay της Τζαμάικα του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας), η οποία τέθηκε σε ισχύ τη 16η Νοεμβρίου 1994, οι προβλεπόμενες θαλάσσιες ζώνες είναι: τα εσωτερικά ύδατα, η αιγιαλίτιδα ζώνη (ή χωρικά ύδατα), η συνορεύουσα ζώνη, η Α.Ο.Ζ και η ανοιχτή θάλασσα και στον βυθό η υφαλοκρηπίδα και ο διεθνής βυθός.Έχοντας όλα τα παραπάνω στο μυαλό μας, η ανάλυση μας θα αφορά την διεύρυνση της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας και την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Α.Ο.Ζ, όντας διμερή ζητήματα που απασχόλησαν και συνεχίζουν να απασχολούν την εγχώρια αλλά και διεθνή κοινότητα εδώ και αρκετά χρόνια.

Διεύρυνση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης της Ελλάδας

Ένα ζήτημα που χωρίζει και φέρνει σε αντιπαράθεση τις δύο χώρες είναι το θέμα τη διεύρυνσης της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης από τα 6 ν.μ., στα οποία βρίσκεται σήμερα, στα 12 ν.μ. Ως αιγιαλίτιδα ζώνη (ή χωρικά ύδατα) ορίζεται σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο (UNCLOS), η θαλάσσια ζώνη που εκτείνεται από το τέλος των εσωτερικών υδάτων του παράκτιου κράτους και μέχρι το όριο των 12 ναυτικών μιλίων. Πρόκειται, δηλαδή, για τη θαλάσσια ζώνη που περιβάλλει τις ακτές ενός κράτους και των νήσων της, νησίδων και βραχονησίδων και συμπεριλαμβάνει το επιφανειακό νερό, τον βυθό και το υπέδαφος του.

Η Ελλάδα, όπως και η Τουρκία στο Αιγαίο, έχει καθιερώσει από την εποχή του Μεσοπολέμου αιγιαλίτιδα ζώνη πλάτους 6 ν.μ.. Εξαίρεση αποτελούν θαλάσσιες περιοχές που βρίσκονται ανάμεσα στα ελληνικά νησιά και τις τουρκικές ακτές οπού η απόσταση είναι μικρότερη των 12 ν.μ. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχει εφαρμοστεί ο κανόνας της μέσης γραμμής για τον διαχωρισμό της θάλασσας. Η Ελλάδα δικαιούται σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της ως το ανώτερο όριο που προβλέπεται από το άρθρο 3, δηλαδή στα 12 ν.μ. και επιφυλάσσεται να προχωρήσει στην διεύρυνση αυτή όταν κρίνει την στιγμή κατάλληλη. Παρόλα αυτά, η Τουρκία αντιδρά έντονα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο διότι με την διεύρυνση αυτή ένα μεγάλο τμήμα της θάλασσας αυτής θα περιέλθει στην ελληνική κυριαρχία και συνεπώς, η Τουρκία θα χάσει ελευθερίες και δικαιώματα όπως π.χ. ελευθερία ναυσιπλοΐας, ελευθερία αλιείας κλπ.. Με αυτόν τον τρόπο θα  περιοριστεί γεωγραφικά, και πρακτικά σχεδόν κάθε κίνηση στο Αιγαίο θα βρίσκεται υπό τον ελληνικό έλεγχο. Επιπλέον, το ανάλογο τμήμα του βυθού και το υπέδαφος του βυθού -κατ’ επέκταση η υφαλοκρηπίδα του- θα περιέλθει σε ελληνική κατοχή ως βυθός της αιγιαλίτιδας ζώνης περιορίζοντας έτσι τις δυνατότητες της Τουρκίας για εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων πόρων της θάλασσας. Έχοντας ως κίνητρο, κυρίως, τους παραπάνω λόγους-φοβίες η Τουρκία επιχειρεί να αποτρέψει αυτήν την κατάσταση και αντιτίθεται στον κανόνα των 12 ν.μ., υποστηρίζοντας πως λόγω γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια. Συγκεκριμένα, μια τέτοια κίνηση θα παρεμποδίσει την πρόσβαση της στις ανοικτές θάλασσες και θα επικαλύψει την τουρκική υφαλοκρηπίδα, δεδομένου ότι αυτή στηρίζεται σε ένα δικαίωμα προγενέστερο της διεύρυνσης της αιγιαλίτιδας και τέλος τονίζει πως με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα κάνει κατάχρηση δικαιώματος σύμφωνα με το άρθρο 300 της Σύμβασης και προσπαθεί να καταργήσει το δικό της καθεστώς.

Σε αντιδιαστολή με τις θέσεις της Τουρκίας έρχεται το γεγονός πως η ίδια έχει καθιερώσει αιγιαλίτιδα ζώνη των 12 ν.μ., ενώ έχει ταχθεί ενάντια σε αυτόν τον κανόνα. Επιπρόσθετα, το διεθνές δίκαιο δεν προβλέπει την διαφοροποίηση των ν.μ. σε περιπτώσεις που υπάρχουν γεωγραφικές ιδιαιτερότητες ενώ αναφορικά με το θέμα την υφαλοκρηπίδας, τονίζεται πως το δικαίωμα της αιγιαλίτιδας ζώνης προηγείται του δικαιώματος της υφαλοκρηπίδας. Αυτό σημαίνει ότι εάν υπάρξει τροποποίηση των εξωτερικών ορίων της αιγιαλίτιδας αποδεκτή από το διεθνές δίκαιο, τότε αυτή επικρατεί πάνω σε άλλες ζώνες, με την προϋπόθεση ότι οι τελευταίες δεν έχουν οριοθετηθεί οριστικά. Το θέμα της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης αποτελεί ένα από τα σημαντικά ζητήματα που προκύπτουν μεταξύ των δύο χωρών και η Τουρκία τονίζει πως μια τέτοια κατάσταση θα επέφερε αλλαγή του status quo στο Αιγαίο υπενθυμίζοντας πως μια τέτοια πιθανή διεύρυνση θα αποτελούσε casus belli (αιτία πολέμου) για τις δύο χώρες.  

Οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο

Ως υφαλοκρηπίδα ορίζεται κατά βάση ο βυθός της θάλασσας εντός ακτίνας 200 ναυτικών μιλίων από την ακτή. Η υφαλοκρηπίδα έχει ισχυρή οικονομική σημασία καθώς τα κράτη επωφελούνται από αυτήν (αλιεία, εξόρυξη υδρογονανθράκων και μεταλλευμάτων) και υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για την εκμετάλλευση της.

Σταθερό σημείο μέσα σε αυτό το φάσμα των ελληνοτουρκικών διαφορών αποτελεί η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο. Έχοντας ως αφετηρία το 1973, εν μέσω της πετρελαϊκής κρίσης η Ελλάδα είχε εκδώσει ήδη άδειες σε ξένες εταιρείες για την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στο Αιγαίο, πράγμα που δεν γινόταν να αφήσει την Τουρκία αδιάφορη. Η ίδια αντιδρώντας προέβη στην παραχώρηση αδειών εκμετάλλευσης στην εταιρεία ΤΡΑΟ στο Ανατολικό Αιγαίο χωρίς να δέχεται την αποκλειστική εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας από την Ελλάδα. Η Ελλάδα αντέδρασε σε αυτό και θεώρησε πως η διαμάχη έχει νομική υπόσταση και ζήτησε την προσφυγή της στο Διεθνές Δικαστήριο, πράγμα που δεν έβρισκε σύμφωνη την γείτονα χώρα.

Οι απόψεις της Τουρκίας επί του θέματος αρχικά ξεκινούν με το γεγονός ότι τα όρια την τουρκικής υφαλοκρηπίδας εκτείνονται μέχρι περίπου το μέσο του Αιγαίου, βασιζόμενη στο επιχείρημα της φυσικής επέκτασης της ξηράς της Ανατολίας. Επιπλέον, ισχυρίζεται πως τα νησιά δεν διαθέτουν την ίδια βαρύτητα με τα ηπειρωτικά εδάφη ως προς τα δικαιώματα τους στην υφαλοκρηπίδα και άρα η οριοθέτηση της σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να γίνει βάσει των «ειδικών περιστάσεων» που ισχύουν στην περιοχή. Προτείνει έτσι ως λύση την αρχή της ευθυδικίας, η οποία «υπαγορεύει τον συνυπολογισμό στην μεθόδευση της οριοθέτησης όλων των ειδικών στοιχείων που θα μπορούσαν σε μία εξειδικευμένη περίπτωση να οδηγήσουν στην πιο δίκαιη απόφαση οριοθέτησης» και γενικότερα προτιμά τα κράτη να διευθετήσουν το θέμα μεταξύ τους μέσω διήμερων διαπραγματεύσεων.

 Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα στηρίζει την άποψη πως τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα και όταν δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ δυο πλευρών τότε η οριοθέτηση γίνεται μονομερώς, εν προκειμένω με την αρχή της «μέσης γραμμής» μεταξύ των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των τουρκικών παραλίων, μιας και δεν συντρέχουν οι «ειδικές περιστάσεις» και σε κάθε περίπτωση προκρίνει την δικαιοδοτική επίλυση μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου. Παρόλα αυτά, στην μονομερή προσφυγή της ελληνικής πλευράς  στο Διεθνές Δικαστήριο το 1978, εκείνο έκρινε πως δεν είναι αρμόδιο για την διευθέτηση του θέματος και προέτρεψε τα κράτη να βρουν μια δίκαιη και ικανοποιητική λύση και για τους δύο.

Σημαντικό ρόλο στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας έπαιξε η Σύνοδος του Ελσίνκι το 1999 όπου αποτέλεσε ένα κρίσιμο βήμα για την διευθέτηση του, χωρίς όμως για ακόμη μια φορά να οδηγεί στην λύση του. Πιο συγκεκριμένα, το Ελσίνκι άνοιξε τον δρόμο για την τουρκική υποψηφιότητα στην Ε.Ε. με δύο προϋποθέσεις: την υποψηφιότητα προς ένταξη της Κύπρου ( παρά την εσωτερική εκκρεμότητα) και την διευθέτηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένης και της υφαλοκρηπίδας, έως το 2004. Από το 2004 όμως και μετά, με την κυβερνητική αλλαγή πολιτικής, οι διερευνητικές αλλαγές «χαλάρωσαν» σε σχέση με την αρχική τους κατάσταση έως τα τέλη του 2007. Επαναδραστηριοποιήθηκαν από τον Μάιο του 2010 και μέχρι το 2011 «χαλάρωσαν» λόγω της δημοσιονομικής κρίσης. Τέλος, έχουν ολοκληρωθεί 60 γύροι διερευνητικών επαφών, χωρίς να έχει υπάρξει κάποια εν τέλει σημαντική κίνηση για ολοκλήρωση.

Οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (Α.Ο.Ζ)

Η έμφαση για την δημιουργίας της Α.Ο.Ζ. δόθηκε από τα κράτη που δεν είχαν υφαλοκρηπίδα υπό γεωλογική έννοια επειδή η απόκλιση του βυθού είναι πολύ μεγάλη σε μικρή απόσταση από τις ακτές του. Γενικά Α.Ο.Ζ. θεωρείται η θαλάσσια έκταση, εντός της οποίας ένα κράτος έχει δικαίωμα έρευνας ή άλλης εκμετάλλευσης των θαλασσίων πόρων, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής ενέργειας από το νερό και τον άνεμο και φθάνει έως 200 ν.μ. από την ακτή (άρθρο 57). Σε αντίθεση με την υφαλοκρηπίδα η οποία θεωρείται ως «φυσικό δικαίωμα» ενός κράτους, στην περίπτωση της  Α.Ο.Ζ. ένα κράτος πρέπει να εκδηλώσει το ενδιαφέρον του και κατά βούληση να αποκτήσει τη ζώνη μέσα από μια εθνική πράξη κήρυξης.

Η Ελλάδα, λόγω των αποστάσεων που χωρίζουν τις ακτές της από τις αντικείμενες ακτές οι οποίες δεν ξεπερνούν σε κανένα σημείο τα 400 ν.μ., δηλαδή, το απαιτούμενο διπλάσιο του ανώτατου ορίου του δικαιώματος που προβλέπεται από το δίκαιο της θάλασσας, δεν μπορεί με ευκολία να ασκήσει τα δικαιώματα της, κυρίως στην Α.Ο.Ζ. και την υφαλοκρηπίδα. Συνεπώς για να προβεί στην οριοθέτηση τους είναι αναγκαίο να έρθει σε συμφωνία με τις χώρες που έχουν αντίστοιχα δικαιώματα στη Ανατολική Μεσόγειο και πιο συγκεκριμένα, την Τουρκία. Το ζήτημα της οριοθέτησης της Α.Ο.Ζ. είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, παρόλα αυτά δεν αποτελεί και απαραίτητη προϋπόθεση για την πρώτη.

Συνοψίζοντας, εξετάζοντας τις θέσεις των δυο χωρών για το Αιγαίο, παρατηρούμε πως όσον αφορά την Τουρκία, πέρα από συγκεκριμένες περιπτώσεις νομικού χαρακτήρα αντλούμενες από το δίκαιο της θάλασσας, η όλη θεώρηση της γείτονος χώρας είναι αμιγώς πολιτική σε αντίθεση με την Ελλάδα η οποία δηλώνει την προσήλωση της στο διεθνές δίκαιο και επιδιώκει την δικαιοδοτική λύση των προβλημάτων που για χρόνια χωρίζουν τις δυο χώρες και παρεμποδίζουν την ομαλή συνύπαρξη τους στον χώρο του Αιγαίου Πελάγους. Γενικότερα, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν περάσει και συνεχίζουν να περνάνε πολλά στάδια, είτε συμφιλίωσης, είτε εχθρότητας, είτε μιας μέσης κατάστασης και θα συνεχίσουν να απασχολούν την διεθνή κοινότητα και να αποτελούν σημαντικό τμήμα της.

Παραπομπές :

[1] Αλεξανδρής, Α. (1988) Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, 1923 – 1987. Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση

[2] Ροζάκης, Χ. (2013). Η αποκλειστική οικονομική ζώνη και το διεθνές δίκαιο. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση ΑΕΒΕ

[3] Ρούκουνας, Ε. (2011). Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Σελ. 249-367

[4] Ρούκουνας, Ε. (2005). Διεθνές Δίκαιο: Το κράτος και το έδαφος, το δίκαιο της θάλασσας. 2η έκδοση. Σάκουλα. Σελ.89

[5] Συρίγος, Α. (2015). Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Εκδόσεις Πατάκη. Σελ. 253-264

[6] Un. Org. (2018). UNCLOS – Table of Contents. [online]. Available here.[Accessed 3 Nov. 2018].