από την Αμίνα Μαχμούντ Αμπντού, ερευνήτρια της ομάδας «Κοινωνικά & Ανθρωπιστικά Ζητήματα»

Η έννοια της υβριδικότητας (cyborg theory) αποτελεί μια θεωρητική κατασκευή που πλαισιώνει τις σκέψεις που δημιουργούνται όταν πυκνώνουν οι θεωρήσεις περί μίας ενδεχόμενης σύζευξης ανθρώπου και μηχανής. Πρόκειται εντούτοις για μια ιστορική τομή που εμφανίζεται με την έλευση της Νεωτερικότητας και φέρνει σε ρήξη την απροβλημάτιστη έννοια του ατόμου, όπως τη γνωρίζουμε έως σήμερα.

Ο όρος cyborg προέρχεται από την αγγλική περιφραστική λέξη «cybernetic organism», και συμπεριλαμβάνει μια βεντάλια διαφορετικών μυθοπλαστικών και πραγματικών χαρακτήρων, των λεγόμενων «υβριδικών σωμάτων», κατ’ουσίαν συζεύξεις βιολογικών στοιχείων με τεχνολογικές αναπροσαρμογές. Στις ταινίες και στα λογοτεχνικά κείμενα επιστημονικής φαντασίας, τα «cyborg» παρουσιάζονται ως τεχνολογικά αναβαθμισμένα ανθρώπινα σώματα με περίτεχνους τεχνολογικούς εξοπλισμούς που εντυπωσιάζουν τους θεατές, ωστόσο  τα υβριδικά σώματα στην πραγματικότητα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά άνθρωποι της διπλανής πόρτας, ειδικότερα εάν σκεφτούμε ότι «υβριδικό σώμα» αποτελεί και ο πάσχων από καρδιακά προβλήματα, που χρησιμοποιεί βηματοδότη, προκειμένου να ρυθμίσει συγκεκριμένες λειτουργίες της καρδιάς. Στο κείμενο αυτό, διασχίζω σημεία της θεωρητικής συζήτησης για τη Cyborg θεωρία, ιχνηλατώντας τον τρόπο που έχει επηρεάσει την επιστήμη, την τεχνολογία καθώς και το ίδιο το έμφυλο σώμα, ιδιαίτερα όπως παρουσιάστηκε μέσα από το έργο της Donna Haraway.

Αποσκοπώντας σε μια διεισδυτικότερη ανάλυση του θέματος, παρουσιάζεται αρχικά μια μικρή ιστορική επισκόπηση από το πρόσφατο παρελθόν, προκειμένου να φωτιστούν πιθανές πτυχές της σχέσης ανθρώπου και μηχανής.  Ήδη από την πρώιμη εμφάνιση των πρώτων μηχανών, διαφαίνεται ένας έντονος τεχνολογικός διπολισμός, που κατατάσσει τους ανθρώπους σε τεχνοφιλικούς και τεχνοφοβικούς. Από τη μία πλευρά, θεωρείτο ότι η χρήση των μηχανών οδηγεί στην απανθρωποίηση του κόσμου, και από την άλλη, παρατηρείται το φαινόμενο της υπέρμετρης αισιοδοξίας όπου ο τεχνολογικός εξοπλισμός αναδύεται ως πανάκεια για την επίλυση των ανθρώπινων ζητημάτων (Pinter, 2008, 12-14).

Από την έλευση της ιστορικής εποχής που σήμερα ονομάζουμε Νεωτερικότητα, αυτό το ζήτημα προβλημάτισε πλειάδα στοχαστών. Κατά την περίοδο του Διαφωτισμού, επικρατεί η Βεμπεριανή άποψη, η οποία ισχυρίζεται ότι η επιστήμη αποτελεί ένα εργαλείο στα χέρια του ανθρώπου, στην προσπάθεια του να καταπολεμήσει το φόβο του για τη φύση και το θάνατο. Ο στοχασμός και η επιστήμη για τους Διαφωτιστές, θα πρέπει να επιλύουν τους ανθρώπινους προβληματισμούς. Ο Καρτέσιος, ωστόσο, έκανε λόγο για χειραφέτηση του ανθρώπου  τόσο από την επιστήμη όσο και από τις μηχανές. Η απαισιόδοξη αυτή οπτική σκιαγραφείται περίτρανα και στο μύθο του Frankenstein με το τερατώδες δημιούργημα του («Αδάμ») που αποτελεί μια πρώιμη θέαση του τι προβλήματα μπορεί να εγείρει η επιστήμη. Ο Μαρξ, μολονότι πιστεύει στη χειραφέτηση του ανθρώπου από τις μηχανές, υιοθετεί αργότερα μια πιο θετική άποψη που οδηγεί στη σκέψη ότι οι μηχανές και η επιστήμη μπορούν να γίνουν το μέσον σε μια αταξική κοινωνία. Η κριτική σχολή της Φρανκφούρτης διατείνεται και αυτή  αρνητικά προς τα τεχνολογικά επιτεύγματα, αφού η σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία γίνεται αντιληπτή «ως μια τεχνολογική ορθολογικότητα που χειραγωγεί και καταπιέζει τα ανθρώπινα ένστικτα τόσο ώστε να ακυρώνεται το αρχικό νόημα του Λόγου καθώς και η ιδέα του αυτόνομου ατόμου, το οποίο τείνει να εξαφανιστεί» (Σταμπούλης Κ.). Ειδικότερα, αναστοχαζόμενοι τις θεωρητικές θέσεις των Αdorno και Horkhaimer, στόχος της επιστήμης δεν είναι πλέον η ευτυχία και η ειρήνη μεταξύ των ανθρώπων αλλά η ανάδειξη μέσων που θα βοηθούν στην υλοποίηση σκοπών ανεξάρτητα από τις ηθικές τους συνέπειες. Έτσι επί παραδείγματι το ολοκαύτωμα είναι ένα γεγονός όπου ο εργαλειακός λόγος θριαμβεύει παρά την φρίκη και την καταστροφή την οποία προκαλεί. Ακολουθώντας αυτή τη συλλογιστική πορεία, βλέπουμε ότι ο λόγος της προόδου ενώ ταυτίζεται με αυτόν της επιστήμης, έχει συγκεκριμένα συμφέροντα -ταξικά, πολιτικά και οικονομικά-, τα οποία προωθεί και προστατεύει. Η αρνητική αυτή αποτίμηση της επιστήμης και των επιστημονικών επιτευγμάτων συνεχίζεται μέχρι και τη δεκαετία του 80’. Η στάση αυτή αλλάζει από τις αρχές αυτής της δεκαετίας καθότι οι ρηματικές πρακτικές περί εκδημοκράτισης της κοινωνίας μέσω της τεχνολογίας, πληθαίνουν. Παράλληλα, εκδηλώνεται η μεταδομιστική προσέγγιση του θέματος, με την συμβολή της Φουκωικής θεωρίας, όπου η γνώση, το άτομο όπως και η έννοια της εξουσίας, αμφισβητούνται έντονα, ενώ το φιλοσοφικό ρεύμα του μετανθρωπισμού, κάνει έντονη την παρουσία του στα τέλη του 20ου αι.

«Humanism may be coming to an end as humanism transforms itself into something one must helplessly call posthumanism». Ihab Hassan

Η έννοια της υβριδικότητας (Cyborg Theory)

Η ιδέα του cyborg οφείλει την καταγωγή της στην επιστημονική άποψη που επιχειρηματολογούσε υπέρ μιας μελλοντικής επίσκεψης στο διάστημα. Ο νευροφυσιολόγος Manfred Clynes, το 1960, ανταποκρινόμενος σε ερωτήματα και ανησυχίες αναφορικά με τις πνευματικές και φυσιολογικές επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η μακροχρόνια διαμονή στο διάστημα, πρότεινε την τεχνολογική τροποποίηση και προσαρμογή του ανθρώπινου μυαλού και σώματος. Τα προβλήματα που ο Clynes σκόπευε να αντιμετωπίσει ήταν τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Θα μπορούσε άραγε το ανθρώπινο σώμα να πάρει οξυγόνο χωρίς τη χρήση των πνευμόνων, ή θα μπορούσε ο έλεγχος της θερμοκρασίας του σώματος να απομακρύνει την ανάγκη μιας ειδικής στολής στο κενό του διαστήματος; Θα μπορούσε να μειωθεί η ανάγκη για ύπνο ή να επεκταθεί; Στον αντίποδα, ποια θα ήταν τα ψυχολογικά ζητήματα που θα εγείρονταν από τις μικροαλλαγές του περιβάλλοντος ενός διαστημόπλοιου ή πως θα μπορούσε το μυαλό να αποθηκεύσει μεγάλο αριθμό πληροφοριών που απαιτούνται κατά τη διάρκεια άλλων δραστηριοτήτων στο διάστημα; Ο Clynes έδωσε λύσεις σε αυτά τα προβλήματα, υιοθετώντας τις σύγχρονες τεχνολογίες (implanted homeostatic pumps) όπως και ανερχόμενες τεχνολογικές ανακαλύψεις (fuel cell implants).

«I think about how almost everyone in urban societies could be seen as a low-tech cyborg, because they spend large parts of the day connected to machines such as cars, telephones, computers, and, of course, televisions. I ask the cyborg anthropologist if a system of a person watching a TV might constitute a cyborg. (When I watch TV, I feel like a homeostatic system functioning unconsciously.) I also think sometimes there is a fusion of identities between myself and the black box»

Ο όρος του Clynes, όπως και η έννοια της υβριδικότητας έχουν επηρεαστεί τόσο από την επιστήμη της κυβερνητικής όσο και από το έργο του Norbert Wiener στα συστήματα ελέγχου κατά τη διάρκεια και το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Η επιστήμη της κυβερνητικής (cybernetics) περιγράφει τα αυτοκανονιστικά συστήματα πληροφοριακής ανατροφοδότησης και επικοινωνίας μέσω και διαμέσου μηχανών, ζώων και ανθρώπων. Θα μπορούσε κάποιος κατά αυτό τον τρόπο να ισχυριστεί ότι cyborg (cybernetic organism) αποτελεί η σχέση ανάμεσα στα βιολογικά και τεχνολογικά στοιχεία, που συνδέονται μεταξύ τους μέσω της πληροφορίας. Μολονότι ένας καρδιακά παθών με βηματοδότη να μην αυτοχαρακτηριζόταν ως cyborg, κατά την θεωρία του Clynes, πληροί όλα τα κριτήρια, αφού η σωματική λειτουργία διεξάγεται ομαλώς χάριν της τεχνικής βοηθείας που προσφέρει ο βηματοδότης. Άλλες πραγματικές ιατρικές αναπροσαρμογές που θα μπορούσαν να ενταχθούν στην υβριδική θεωρία είναι τα κοχλιακά μοσχεύματα (αυτί) καθώς και τα σύγχρονα πειράματα με τα πρόσθετα μέλη της νευροχειρουργικής.  

Μέχρι και τη δεκαετία του 1960, παρόλο που η καινοτόμα επιχειρηματολογία του Clynes ψιθυρίζεται στους ακαδημαϊκούς κύκλους, δεν ήταν ωστόσο προσβάσιμη από το ευρύ κοινό. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό επετεύχθη μέσω της πoπ κουλτούρας, και πιο συγκεκριμένα με ταινίες που πρωταγωνιστούσαν μυθοπλαστικοί χαρακτήρες και «τέρατα», καθιστώντας το όριο μεταξύ στα διπολικά σχήματα ανθρώπινο/τεχνολογικό, βιολογικό/τεχνητό απολύτως θολό. Οι ταινίες και η λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας, όπως και η τηλεόραση παρήγαγαν εκείνη την περίοδο και μέχρι σήμερα, μία πληθώρα cyborg χαρακτήρων, όπως: The Six Million Dollar Man, The Bionic Woman,  τα Borg στο Star Trek, Robocop, The Terminator, Blade Runner, Treasure Planet (όπου το έργο του Robert Louis Stevenson αναπροσαρμόζεται στην παιδική ταινία της Disney και ο κύριος χαρακτήρας Long John Silver αντί για ξύλινο προσθετικό μέλος έχει ένα ρομποτικό), Ex Machina, Iron Man, I robot κ.α. Η Ιαπωνική επίσης πoπ κουλτούρα έχει επιδείξει έντονο ενδιαφέρον για τους cyborg χαρακτήρες, από το Astro Boy τη δεκαετία του 1950 και τα cyber punk manga μέχρι τα anime: Ghost in the Shell, Battle Angel Alita και το Full Metal Alchemist. Αν και τα cyborg απέκτησαν τη δική τους βιοτεχνολογική φύση, ήταν αδύνατο να μην εμπλακούν σε καλλιτεχνικές δημιουργίες που έδιναν ζωή στη νεκρή φύση,  ενώ ταυτόχρονα απέκτησαν μια ενδεικτική ιστοριογραφία που θα μπορούσε να ξεκινήσει από τα ρομπότ και την τεχνητή νοημοσύνη των ταινιών επιστημονικής φαντασίας του 1950 και να φθάσει στον Frankenstein της Mary Shelley και τους από μηχανής θεούς των κλασσικών Αρχαίων ελληνικών μύθων. Το cyborg τοιουτοτρόπως, μπορεί να ιδωθεί ως ένα ζωντανό μεταβαλλόμενο στοιχείο που αντικατοπτρίζει τις επιθυμίες και τους φόβους του ανθρώπινου νου για τη ζωή σε ένα τεχνολογικό περιβάλλον.

Ταυτοχρόνως, η επίδραση του cyborg αφηγήματος στις επικοινωνιακές και πολιτισμικές σπουδές δέχτηκε μεγάλη επιρροή από το έργο της Αμερικανίδας ακαδημαϊκού Donna Haraway και το πολύ σημαντικό άρθρο της “A cyborg manifesto”, που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1985. Στο άρθρο αυτό, το cyborg αναδεικνύεται ως πεδίο έρευνας και διαμάχης των φεμινιστικών θεωριών που ασχολούνται με την τεχνολογία και την εν σώματι εμπειρία, καθώς και των τεχνολογικών και πολιτισμικών θεωριών, εν γένει. Το οπτικό πρίσμα της Haraway για την έννοια της υβριδικότητας συμψηφίζει και αναμιγνύει τα μυθοπλαστικά και πραγματικά του χαρακτηριστικά. Το Cyborg για αυτήν είναι παράδοξο βαθιάς πολιτικής σημασίας (Χαλκιά, 2011), μια ζωντανή και ταυτόχρονα τερατώδης εικόνα που προσωποποιείται, μια αναδυόμενη τεχνοκουλτούρα που χαρακτηρίζεται από την προσωπική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο σώμα και τις μηχανές. Ένα καινούριο πλέγμα πολιτικών διαστάσεων που αναπτύσσεται ανάμεσα στις νέες τεχνολογίες πληροφορίας και ελέγχου. Μια νέα παρέμβαση στη φεμινιστική πολιτική θεωρία.

Μια από τις άμεσες επιδιώξεις της Haraway ήταν να αμφισβητήσει την τάση που παρατηρείτο στις φεμινιστικές θεωρίες του 1970 και 1980, να προσδίδουν μια ρομαντική διάσταση στη φύση και παράλληλα να συνδέουν το γυναικείο στοιχείο με τη φύση και το αντρικό,  με την επιστήμη και την τεχνολογία. Το υβρίδιο (cyborg) για την Haraway αποτελεί την επιτομή της κατάρρευσης αυτών των πολιτικά διαχωρισμένων διπολικών αντιθέσεων. Το cyborg θα μπορούσε να είναι τόσο φυσικό όσο και πολιτισμικό, βιολογικό και τεχνολογικό, τόσο άντρας όσο και γυναίκα, ενσαρκώνοντας ένα όχι και τόσο ουτοπικό μέλλον, κατά το οποίο τέτοιοι διαχωρισμοί θα ήταν απολύτως φυσικοί.

self/other, mind/body, culture/nature, male/female, civilized/primitive, reality/appearance, whole/part, agent/resource, maker/made, active/passive, right/wrong, truth/illusion…[as dualisms] systemic to the domination of women, people of color, nature, workers, animals (Haraway, 1990:218).

Η φιλοδοξία, ουσιαστικά, του «manifesto» ήταν να τρίξει τα θεμέλια της Δυτικής επιστημολογίας, όπως και τον μετα-διαφωτιστικό διαχωρισμό του ανθρώπινου (ανθρώπινη λογική, ανθρώπινη κοινωνία) από το μη ανθρώπινο (εργαλεία, συστήματα, ζώα, φύση).

Με ειδική έμφαση στη συνάρθρωση αυτών των διπολικών κατηγοριών, η Haraway επιδιώκει επίσης να ορίσει εκ νέου τα συστήματα της μιλιταριστικής εξουσίας και του πολέμου, αναφορικά με την διαπλοκή του ελέγχου (control), της διοίκησης (command), της επικοινωνίας (communications) και της ευφυΐας (intelligence). Σε αυτό το σημείο, η Haraway παρατηρεί τον υπονομευτικό ρόλο που υιοθετείται σε αυτά τα δίκτυα εξουσίας, αφού η γυναικεία υβριδική αφήγηση έγκειται στην καταγραφή των επικοινωνιών και την ευφυΐα να υποσκάπτουν τη διοικητική εξουσία και έλεγχο (Haraway 1990: 206).

Σε ρητό επίπεδο, τo cyborg καταλήγει να έχει μια αμφίσημη ταυτότητα. Από τη μία, ενσωματώνει ένα μυθοπλαστικό στοιχείο (π.χ Robocop), ενισχύοντας το «πάντρεμα» σώματος και μηχανής και αποδεικνύοντας ότι στα σύνθετα συστήματα δικτύων μπορούν να αναδειχθούν τόσο η βιολογία όσο και οι μηχανές. Και από την άλλη, φανερώνει μια ουτοπική θέση για έναν κόσμο «μετά το φύλο» (“post gender”). Η Haraway μάλιστα προκειμένου να στηρίξει αυτό της το εγχείρημα, εμπνέεται από την ηρωίδα του Blade Runner, Rachel, η οποία είναι ένα android που παρουσιάζει βιολογικά χαρακτηριστικά, δεν έχει παραχθεί όμως από σεξουαλική αναπαραγωγή αλλά έχει κατασκευαστεί και ρυθμιστεί (Haraway 1990: 219).  Όπως αναφέρει και η ίδια η Haraway: «The horror of this ‘replication’ can also suggest the ‘utopian tradition of imagining a world without gender’» (Haraway 1990: 192).

Εν συνεχεία, στο σύνθετο πλέγμα των θεωρήσεων που διατυπώνονται γύρω από την έννοια του υβρίδιού, εντοπίζεται ένας διχασμός αναφορικά με το  κεντρικό ερώτημα: τι είναι το cyborg τελικά; Η N. Katherine Hayles επί παραδείγματι, ορίζει 2 τύπους υβριδίων που υπάρχουν στον πραγματικό κόσμο, διαχωρίζοντας τα σε «πραγματικά υβρίδια» (π.χ ο άνθρωπος που χρησιμοποιεί βηματοδότη) και σε «μεταφορικά υβρίδια». Τα τελευταία αποτελούν αφενός ενώσεις ανθρώπινων σωμάτων, μηχανών και πληροφορίας, αφετέρου όμως αυτές οι ενώσεις δεν έχουν κάποιο μόνιμο δεσμό. H Sue Short στο 2ο κεφάλαιο του βιβλίου της «A history of cyborg theory», διαχωρίζει τα cyborgs σε «vitalists» και «mechanists». Άλλοι θεωρητικοί εντοπίζουν παρόμοιους διαχωρισμούς ενώ κάποιοι άλλοι εγείρουν ερωτηματικά αναφορικά με τις συζεύξεις τεχνολογίας- σώματος στα τέλη του 20ου αι.  Η σύγχρονη ζωή είναι εμποτισμένη με αλληλεπιδράσεις του ανθρώπινου μυαλού και σώματος με όχι ανθρώπινες διαδικασίες και οντότητες. Η Deborah Lupton περιέγραψε το φαινόμενο του αυτοκινήτου και του οδηγού, ως μια υβριδική σύνθεση. Ο οδηγός του οχήματος είναι ένα υβριδικό σώμα με ξεχωριστές ιδιότητες από τα υπόλοιπα μέρη του αυτοκινήτου. Πράγματι, μια κριτική ενδεχομένως που θα μπορούσε να ανακύψει είναι η επικέντρωση στην ανθρωποκεντρική του πλευρά, αφού το cyborg παρουσιάζεται ως επί των πλείστον ως ένα ανθρώπινο σώμα. Αυτό που παραδέχεται ωστόσο η Lupton είναι ότι ακόμα και αυτή η οπτική του δυαδικού υβριδίου υποκύπτει και αυτή άμεσα στα συστήματα ελέγχου αφού υπακούει παραδείγματός χάριν στα φωτεινή σηματοδότηση, τις τιμές του καυσίμου και την αστική ανάπτυξη.


Βιβλιογραφία

[1] Φωτόπουλος, Νίκος (2008), «Από τον Μονοδιάστατο Άνθρωπο στην Αποικιοποίηση του Βιοκόσμου: Χέρμπερτ Μαρκούζε και Γιούργκεν Χάμπερμας απέναντι στη Νεωτερικότητα», στο Σ. Κονιόρδος (επιμ.), Κοινωνική Σκέψη και Νεωτερικότητα, Αθήνα, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 325-346.

[2] Χαλκιά Αλεξάνδρα (2011), «Έμφυλες βιαιότητες», Αλεξάνδρεια

[3] Clynes, Manfred E. (1995 [1960]). ‘Cyborgs and space’ – Chris Hables Gray, Heide J.Figueroa-‐Sarriera and Steven Mentor The Cyborg Handbook. New York, 29-‐33.

[4] Haraway, Donna (1990). ‘A manifesto for cyborgs: science, technology, and socialist feminism in the 1980s’. London

[5] Haraway, Donna (1991). ‘Simians, Cyborgs, and Women: the reinvention of nature’. New York

[6] Hayles, N. Katherine(1999). ‘How We Became Posthuman: virtual bodies in cybernetics, literature, and informatics’. Chicago: University of Chicago Press.

[7] Lupton, Deborah (1999). ‘Monsters in metal cocoons: “road rage” and cyborg bodies’, Body & Society, 57-‐72.

[8] Pinter R. (2008), «Η κοινωνία της Πληροφορίας: Μελέτες στην Κοινωνία της Πληροφορίας από τη Θεωρία στην Πράξη», Βουδαπέστη.

[9] Wiener, Norbert (1948). ‘Cybernetics: or control and communication in the animal and machine’. Cambridge MA: MIT Press.

[10] Sue Short, (2005) ‘Body and Soul: A History of Cyborg Theory’, Birkbeck College University of London, UK. Available here.