του Αθανάσιου Σιαμπλή
H απόφαση του κοινοβουλίου της Πριστίνα (πρωτεύουσα του Κοσσυφοπεδίου) να προχωρήσει η διαδικασία της δημιουργίας εθνικού στρατού προκάλεσε αντιδράσεις από την Σερβική κυβέρνηση, η οποία θεωρεί την στρατιωτική επέμβαση στην περιοχή ως ένα «πιθανό ενδεχόμενο». Η επικρατούσα κατάσταση οξύνει περαιτέρω την διπλωματική και οικονομική κρίση στις σχέσεις μεταξύ Κοσόβου-Σερβίας, η οποία πέρα του ιστορικού της περιεχομένου, έγκειται στις κυρώσεις από την Πριστίνα εναντίον του Βελιγραδίου καλλιεργώντας ταυτόχρονα «εμπόλεμο κλίμα» στην χερσόνησο του Αίμου.
Ειδικότερα, στις 14 Δεκεμβρίου 2018 το Κοσσοβαρικό Κοινοβούλιο αποφάσισε πλειοψηφικά, με 105 ψήφους υπέρ από το σύνολο των 120 βουλευτών, την σταδιακή μετατροπή της ελαφρά οπλισμένης Δύναμης Ασφαλείας του Κοσόβου σε εθνικό στρατό. Το στοιχειό αυτό πιστοποιείται από το ότι προβλέπεται η αύξηση των στρατιωτών από 2.500 σε 5.000(συν 3000 εφέδρους), η σύσταση Υπουργείου Άμυνας καθώς και από την «διεύρυνση» των ήδη υφιστάμενων αρμοδιοτήτων που στηρίζεται στην διαχείριση κρίσεων και στην πολιτική προστασία. Η συγκεκριμένη εξέλιξη ενδέχεται να αποτελεί το «επιστέγασμα» μιας επιθετικής στρατηγικής που ακολουθεί το Κοσσυφοπέδιο μετά την αποτυχία να εξασφαλίσει την είσοδο του στην Ιnterpol για την οποία κατηγορεί την Σερβική κυβέρνηση ότι διεξήγε καμπάνια για την μη είσοδό του. Υπό αυτό το πρίσμα, η Κοσσοβαρική Κυβέρνηση προχώρησε στην επιβολή τελωνειακών δασμών, 100 τοις εκατό, στα εισαγόμενα στην περιοχή σερβικά προϊόντα με τις απώλειες για τις σερβικές επιχειρήσεις κατά τον υπουργό Εμπορίου της Σερβίας, Ρασίμ Λάζιτς από την ημέρα της επιβολής των μέτρων να ανέρχονται στα 34,6 εκατ. ευρώ.
Από την άλλη πλευρά, η στάση της Σερβικής κυβέρνησης, η οποία κλιμακώνεται με την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας, στηρίζεται στον φόβο του Βελιγραδίου ότι το Κόσσοβο μέσω της απόφασης αυτής προσπαθεί έμμεσα να «εκδιώξει» την σερβική μειονότητα που κατοικεί στην περιοχή, για την οποία αναγνωρίζονται δικαιώματα από το Κοσσοβαρικό Σύνταγμα. Το στοιχείο αυτό φανερώνει την εφαρμογή μιας σταθερής, στην ιστορική διαχρονία, στρατηγικής αναφορικά με το ζήτημα του Κοσόβου, η οποία στηρίζεται στην μη αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου που έχει πραγματοποιηθεί από το 2008 προκειμένου να αποτραπεί η δημιουργία τετελεσμένων(ανεξάρτητα από το εάν η ανεξαρτησία αυτή έχει αναγνωριστεί από 112 κράτη πλην Ρωσίας-Κίνας). Μέσα στο πλαίσιο αυτό συμπεριλαμβάνεται και η χρήση του δικαιώματος της αρνησικυρίας στην προσπάθεια ένταξης του Κοσόβου σε Διεθνείς Οργανισμούς, με στόχο την διεθνή του «απομόνωση» και την αποστέρηση της δυνατότητας σύναψης συμμαχιών τόσο στο διπλωματικό όσο και στο οικονομικό επίπεδο.
Με βάση τις εξελίξεις αυτές, δύναται να εξαχθεί ως συμπέρασμα πως τα κράτη, τις περισσότερες φορές, δίνουν πρωτίστως έμφαση στα ζητήματα υψηλής πολιτικής(άμυνας-ασφάλειας) και ύστερα προχωρούν στα ζητήματα χαμηλής πολιτικής(εμπόριο-οικονομία). Εν προκειμένω, το Κόσσοβο αποσκοπεί μέσω της δημιουργίας στρατού στην διασφάλιση του συμφέροντος επιβίωσης του μέσω της άσκησης του δικαιώματος στην «Νόμιμης Άμυνας» της εδαφικής του επικράτειας καθώς και στην αναγνώριση της ανεξαρτησίας που θα καταστήσει και εφικτή την συμμετοχή του στους Διεθνείς Θεσμούς. Εντός του ιδίου πλέγματος κινείται και η Σερβία, η οποία παρόλο που γνωρίζει πως η αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου αποτελεί μια εκ των προϋποθέσεων για την ένταξη της στην Ε.Ε, εντούτοις επιδιώκει τόσο την διασφάλιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων ακόμα και με την χρήση στρατιωτικής ισχύς, στην περιοχή, την οποία θεωρεί μέρος της επικράτειας της ανεξάρτητα από το ότι αποτελεί ένα de facto καθεστώς, όσο και την αναβίωση του σημαίνοντα ρόλου της στην περιφέρεια των Βαλκανίων.
H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.