από την Κωνσταντίνα Μπριόλα, ερευνήτρια της ομάδας «Κοινωνικά & Ανθρωπιστικά Ζητήματα»
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929 καθώς και της πρόσφατης οικονομικής κρίσης του 2008. Είναι αποδεκτό και αυταπόδεικτο ιστορικά πως η οικονομική δραστηριότητα των χωρών κάνει κύκλους, διανύοντας άλλοτε περιόδους ανάκαμψης και άλλοτε περιόδους ύφεσης. Αναμφίβολα η οικονομική ύφεση του 1929 έχει καταλάβει μια μαύρη σελίδα στην παγκόσμια ιστορία, εξαιτίας, κυρίως, των επιπτώσεών της τόσο στην οικονομία όσο και στην κοινωνία, οι οποίες και επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό ολόκληρο τον κόσμο. Σήμερα, όντας η μεγαλύτερη χρηματοοικονομική κρίση έκτοτε, μπορεί κανείς να εντοπίσει πολλές ομοιότητες παρά διαφορές με την αντίστοιχη κρίση του 1929.
Η εκπόνηση της ερευνητικής αυτής μελέτης βασίστηκε αποκλειστικά σε εκτεταμένη βιβλιογραφική έρευνα. Έγινε χρήση άρθρων και βιβλίων, προερχόμενων από αναγνωρισμένες ηλεκτρονικές πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, όπως είναι αυτές του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και του Πανεπιστημίου Πειραιώς, αλλά και αγορασμένων ακριβώς για τον σκοπό της έρευνας. Εφαλτήριο σκέψης και εξέτασης αποτελεί η Κεϋνσιανή οικονομικοπολιτική θεωρία, με κύριο ερώτημα που συλλογιστικά ακολουθεί να είναι το εάν η Ελλάδα θα μπορούσε να εφαρμόσει αντίστοιχα μια τέτοια πολιτική με στόχο την ανάκαμψη.
Στο κύριο μέρος της μελέτης παρουσιάζονται η οικονομική ύφεση του 1929, η γενική θεωρία του Keynes και η πολιτική του New Deal, η εφαρμογή της θεωρίας του Keynes στην Ελλάδα, καθώς και η Ελληνική οικονομία σήμερα. Στο τέλος παρουσιάζονται τόσο τα συμπεράσματα όσο και οι βιβλιογραφικές παραπομπές.
Η ιστορία της ύφεσης του ’29
Η δεκαετία του 1920 έχει χαρακτηριστεί ως η εποχή της μεγάλης ευημερίας της αστικής τάξης. Την εποχή εκείνη, η Αμερική απασχολούσε πάνω από 45 εκατομμύρια κατοίκους, στους οποίους μοίραζε πάνω από 77 δισεκατομμύρια δολάρια σε μισθούς, κέρδη και τόκους. Σε αυτήν την χρυσή εποχή, η μέση αμερικάνικη οικογένεια βιοποριζόταν καλύτερα από σήμερα, καθώς είχε ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο που της «επέτρεπε» να απολαμβάνει τις ανέσεις της ζωής.
Πλέον το έθνος είχε αποκτήσει ένα νέο όραμα. Το όραμα αυτό θέλησε να το πραγματοποιήσει ο τότε πρόεδρος του Δημοκρατικού Κόμματος Τζον Ράσκομπ, ο οποίος παρότρυνε το λαό να αποταμιεύει και να επενδύει σε καλές κοινές μετοχές έως, σε βάθος χρόνου, να του αποδώσει τεράστια κέρδη. Σε μικρό χρονικό διάστημα, όλοι άρχισαν να «παίζουν στο χρηματιστήριο» και να βγαίνουν κερδισμένοι. Η κρίση του 1929, όμως, ήταν μία πρωτοφανής κρίση υπερπαραγωγής, διότι το οικονομικό σύστημα παρήγαγε μαζικά περισσότερα από όσα μπορούσε να καταναλώσει (Ζουμπουλάκης,2015), με αποτέλεσμα την κατάρρευση της μέχρι τότε προσπάθειας. Το χρηματιστήριο είχε αναπτυχθεί πάνω σε ένα οικοδόμημα από δάνεια και όρια αντοχής που δεν ήταν απεριόριστα. Υπήρχαν πτώση τιμών, χρεοκοπίες επιχειρήσεων, και πτώσεις τραπεζών, ενώ με την ύφεση διευρύνθηκαν οι ανισότητες μέσα στην κοινωνία. Περίπου 24.000 οικογένειες που βρίσκονταν στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, αποκόμιζαν 630 φορές μεγαλύτερο εισόδημα από τις οικογένειες που βρίσκονταν στην βάση (Heilbroner, 2000). Παράλληλα το εθνικό εισόδημα από τα 87 δισεκατομμύρια δολάρια το 1930 κατρακύλησε στα 39 το 1993.
Σύντομα, η αμερικάνικη οικονομική κρίση μεταδόθηκε και στις Ευρωπαϊκές χώρες, για παράδειγμα στην Βρετανία και στην Γερμανία, έχοντας εξίσου καταστροφικά αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, το επίπεδο των τιμών στην Βρετανία έπεσε κατά 18%, και οι άνεργοι στην Γερμανία το 1930 είχαν ανέλθει στα 6 εκατομμύρια. Παρομοίως και σε αυτές τις χώρες εφαρμόστηκαν άστοχα μέτρα και πολιτικές, όπως αυτά της μείωσης των δημοσίων δαπανών και της αύξησης της φορολογίας. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η οικονομική ύφεση στην Αμερική οδήγησε σε μια γενικότερη συμπίεση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού της Ευρώπης. Το γεγονός αυτό, με την σειρά του, οδήγησε στην ανάδυση του ολοκληρωτισμού στην Ευρώπη, διαμορφώνοντας ένα νέο παγκόσμιο πολεμικό κλίμα.
Η γενική θεωρία του Keynes και το New Deal
Ο John Maynard Keynes θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς οικονομολόγους που γνώρισε ο 20ος αιώνας, θεμελιώνοντας με τις θεωρίες του τις επιστήμες της Πολιτικής Οικονομίας και της Μακροοικονομίας. Ένα από τα κύρια συγγράμματα του Keynes είναι η «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης του Τόκου και του Χρήματος» (1936), το οποίο και επηρέασε καθοριστικά την οικονομική πολιτική της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Ο Keynes, κατά την συγγραφή του βιβλίου του, κλήθηκε να απορρίψει το φιλελεύθερο οικονομικό δόγμα του 19ου αιώνα-laissez-faire, laissez-passer-, θέτοντας ταυτόχρονα τις βάσεις για ένα νέο τύπο κράτους πρόνοιας. Σύμφωνα με την γενική θεωρία, η οικονομία δεν διαθέτει από μόνη της ένα μηχανισμό ασφάλειας. Αντίθετα, η οικονομία μπορεί να ανεβαίνει ή να κατεβαίνει, αλλά μπορεί και να μένει στάσιμη (Heilbroner, 2000). Επομένως, σε μια περίοδο μεγάλης οικονομικής ύφεσης- όπως αυτή του 1929- η οικονομία μπορεί να βρίσκεται σε «ισορροπία» και ταυτόχρονα να υπάρχει μεγάλη ανεργία.
Αδιαμφισβήτητα, η σοβαρότερη κοινωνική συνέπεια της κρίσης ήταν η μαζική και χρόνια ανεργία, θέτοντας υπό αμφισβήτηση το οικοδόμημα του δυτικού καπιταλισμού. Ο Keynes διαβλέποντας την αδυναμία όλου του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος τόνισε την αδυναμία της αγοράς να διαχειριστεί την παγκόσμια οικονομική ύφεση.
Η ευημερία, από κοινού με τις οικονομικές κρίσεις, μετριούνται με βάση το εισόδημα. Επομένως, αν τα άτομα λαμβάνουν υψηλά εισοδήματα, τότε το έθνος ευημερεί. Αν ωστόσο μειωθεί αισθητά το εθνικό εισόδημα, τότε υπάρχει ύφεση. Αντίστοιχα, αν συρρικνωθούν και οι επενδύσεις που γίνονται σε μια χώρα, τότε συρρικνώνετε και η οικονομία. Ήδη από το 1929 ο Keynes υποστήριζε την ανάγκη διενέργειας δημοσίων έργων, εκ μέρους του κράτους, για την καταπολέμηση της ανεργίας. Συγκεκριμένα, πρότεινε την άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής σε περιόδους κρίσεων, για να καλύψουν μέρος του ελλείμματος ζήτησης και να ωθήσει την οικονομία προς την ανάκαμψη. Εν τούτοις, ο Keynes είχε τονίσει στο έργο του πως το κυβερνητικό πρόγραμμα διάσωσης δεν έπρεπε να μετεξελιχθεί σε μια μόνιμη παρέμβαση στην οικονομία, αλλά να αποτελέσει μια έκτακτη «χείρα βοηθείας» στο να επαναφερθεί η ισορροπία στο σύστημα.
Έμπρακτη απόδειξη της θεωρίας του Keynes αποτέλεσε η εφαρμογή της πολιτικής του New Deal (Νέο Συμβόλαιο) στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Η πολιτική του New Deal περιλάμβανε από την μία μέτρα καταπολέμησης της ανεργίας, και από την άλλη την σκόπιμη ανάληψη δημόσιων δαπανών με σκοπό την αναζωογόνηση της κοινωνικής ευημερίας. Τα μέτρα καταπολέμησης της ανεργίας ξεκίνησαν το 1930 υπό τον πρόεδρο Χούβερ, και συνεχίστηκαν με τον Ρούζβελτ το 1932. Σε αυτές τις πολιτικές απασχόλησης συμπεριλαμβάνονταν το άνοιγμα νέων θέσεων εργασίας στο δημόσιο, όπως για παράδειγμα το κλάδεμα δέντρων και το μάζεμα φύλλων, γεωργικές επιδοτήσεις, προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας της εργασίας, με μοναδικό σκοπό να τονωθεί η οικονομία. Σύντομα το κράτος άρχισε να κάνει δημόσιες επενδύσεις (δρόμους, αεροδρόμια, φράγματα και λιμάνια). Πλέον ο κρατικός παρεμβατισμός έθετε ως στόχο τόσο την αύξηση των κρατικών δαπανών, όσο και την καθιέρωση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους για τη λειτουργία των αγορών και του τραπεζικού συστήματος.
Τα θετικά αποτελέσματα τόσο της πολιτικής του New Deal, όσο και της Κεϋνσιανής θεωρίας δεν άργησαν να φανούν. Από το 1934 το Α.Ε.Π. των ΗΠΑ είχε αυξηθεί κατά 7,7%, και η ανεργία είχε μειωθεί σε 21,7%. Παρόλα αυτά, η «θεραπεία» του New Deal δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Το New Deal εφαρμόστηκε υπό ένα κλίμα αρνητικών αισθημάτων από μέρους του επιχειρηματικού κόσμο. Γι αυτό άλλωστε δεν εφαρμόστηκε και ποτέ πλήρως. Έτσι, κάθε φορά που η κυβέρνηση προσπαθούσε ένα εισάγει μια νέα πολιτική που θα οδηγούσε στην διενέργεια δημόσιων έργων, κατηγορούνταν πως προωθεί τον σοσιαλιστικό σχεδιασμό.
Η εφαρμογή της θεωρίας του Keynes στην Ελλάδα
Αποτελεί κοινό τόπο πως η λεγόμενη «Κεϋνσιανή επανάσταση» θεωρείται πως είναι ένα φαινόμενο της δεκαετίας του ΄50, αν και οι ίδιες οι απόψεις του Κεϋνσιανισμού είναι ήδη γνωστές από τον μεσοπόλεμο στην Ελλάδα, και ειδικότερα στην ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα. Απόδειξη αυτού είναι η μετάφραση μιας πληθώρας διαλέξεων και έργων του ίδιου του Keynes στην ελληνική γλώσσα. Θα μπορούσε εύλογα να διατυπώσει κανείς την άποψη πως και η ίδια η κακή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου, ώθησε μια σειρά από Έλληνες οικονομολόγους να διαβάσουν τα έργα του Keynes.
Η οικονομική σκέψη στην Ελλάδα επηρεάστηκε έντονα από τον φιλελευθερισμό, και απέρριψε παράλληλα τον νεοκλασικισμό και την ύπαρξη ενός ενεργού κρατικού παρεμβατισμού. Μια από τα πιο αντιπροσωπευτικές απόψεις των Ελλήνων οικονομολόγων πάνω στην Γενική Θεωρία, είναι αυτή του Ξ. Ζολώτα. Στην μελέτη του «Φορολογία, αποταμίευσις και επένδυσις» εκφράζει την επιφύλαξη του απέναντι στην Κεϋνσιανή θεωρία. Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι ο Keynes έχει παρασυρθεί από τη δριμύτητα της παγκόσμιας κρίσης και συνιστά μέσω της θεωρίας του στο κράτος να παρεμβαίνει έντονα, παραγκωνίζοντας με αυτόν τον τρόπο την διαδικασία της ιδιωτικής αποταμίευσης (Ψαλιδόπουλος, 2005).
Η Κεϋνσιανή Θεωρία δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος στην Ελλάδα για να ευδοκιμήσει και εν τέλει να εφαρμοστεί, καθώς δεν έγινε αποδεχτή από τους Έλληνες παρεμβατιστές. Σε κάθε περίπτωση, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, δεν υπάρχει κανένας Έλληνας οικονομολόγος που να αποδέχεται πλήρως τις ιδέες του Keynes, ίσως λόγω εθνικών πολιτικών ιδιομορφιών, όπως αυτής του κρατικού παρεμβατισμού επί δικτατορίας Ι. Μεταξά.
Η ελληνική οικονομία σήμερα
Η διεθνής κρίση του 2007 ξεκίνησε στην αγορά στεγαστικής πίστης των Η.Π.Α. και μετατράπηκε σε κρίση παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, έχοντας ως αποτέλεσμα την επιρροή και των ευρωπαϊκών οικονομιών. Η κρίση ήταν συντριπτική με το χρηματοοικονομικό σύστημα να αγγίζει την κατάρρευση, το πιστωτικό σύστημα την αδράνεια, ενώ παράλληλα διαταράχτηκαν οι ροές κεφαλαίων και οι επενδυτές ήταν πλέον προσεκτικοί κατά την αγορά κεφαλαίων.
Το 2008 είναι η χρονιά που η οικονομική κρίση επηρεάζει και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Το 2009 η Ελλάδα ανακοίνωσε επίσημα πως το δημοσιονομικό της έλλειμμα ήταν το διπλάσιο από το αναμενόμενο. Έτσι, τον Μάιο του 2010, η Ελλάδα εισέρχεται σε έναν μηχανισμό στήριξης απέναντι σε αυτό το έλλειμμα-γνωστό και ως πακέτο διάσωσης- υπογράφοντας δάνεια ύψους 110 δισεκατομμύρια ευρώ (Χατζή, 2014). Εντούτοις, αυτό το πακέτο διάσωσης δεν ήταν το μοναδικό στο οποίο προσέφυγε η Ελλάδα για να καλύψει το δημοσιονομικό της έλλειμμα. Από το 2009 μέχρι και σήμερα έχουν υπογραφεί 3 μνημόνια, έχοντας συνολικά εγκριθεί δανειακά προγράμματα ύψους 310,7 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους το ελληνικό δημόσιο έλλειμμα αντί να συρρικνώνεται ολοένα και διευρύνονταν, ήταν εξαιτίας της στρατηγικής που επέλεξε να ακολουθήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με βάση της οποίας διαμορφώθηκαν και τα πακέτα στήριξης με τα αντίστοιχα μέτρα λιτότητας. Συγκεκριμένα, τα πακέτα δανειστικής στήριξης του ελληνικού Δημοσίου, με την εμπλοκή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), διαμορφώθηκαν στην λογική της περιστολής των δημόσιων δαπανών και του κοινωνικού κράτους (Παπαηλίας, 2014).
Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε. (2018), ως αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας ήταν η αύξηση της φορολογίας, η πτώχευση 230.000 επιχειρήσεων, και οι άνεργοι, το 2017, να ανέλθουν σε 970.000 έναντι 1.092.589 ανέργων το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Όπως ήταν φυσικό, η κατάσταση αυτή οδήγησε μια πληθώρα νοικοκυριών και επιχειρήσεων να συρρικνώσουν τις δραστηριότητες τους. Από την μια οι επιχειρήσεις, για να παραμείνουν ανταγωνιστικές στην διεθνή αγορά, αναγκάστηκαν να μειώσουν το κόστος παραγωγής, ξεκινώντας με την μείωση του προσωπικού και στην συνέχεια με την μείωση της παραγωγής. Από την άλλη τα νοικοκυριά, εξαιτίας της μείωσης των εσόδων τους, αναγκάστηκαν να μειώσουν εξίσου την ροπή τους προς κατανάλωση.
Είναι πλέον γεγονός πως η ελληνική οικονομία βαδίζει μια πολύ σκληρή και σκοτεινή περίοδο, επιστρατεύοντας μια σειρά ειδικών για να βρουν λύση στο πρόβλημα. Κάθε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης βιώνει την οικονομική κρίση µε διαφορετικό τρόπο, με διαφορετική έκταση και ένταση, ανάλογα με την δομή της οικονομίας. Έτσι, κάθε χώρα διαμορφώνει ανάλογες πολιτικές που να ταιριάζουν στις ανάγκες της, με σκοπό να λύσει τα προβλήματα της. Από το παρελθόν έχει γίνει κατανοητό πως η αγορά δεν μπορεί να επιλύσει από μόνη της μια οικονομική ύφεση. Για αυτό άλλωστε μπορεί κανείς να βρει περισσότερα κοινά από ότι διαφορές μεταξύ της κρίσης του 1929 με αυτής του 2009.
Όπως ο Keynes έχει ήδη αναφέρει στο παρελθόν στην «Γενική Θεωρία», οι δυνάμεις της αγοράς ενδέχεται μακροπρόθεσμα να οδηγήσουν σε μια ισορροπία της αγοράς, με μοναδική προϋπόθεση το κράτος να λάβει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να διορθώσει τις διακυμάνσεις μέσω κατάλληλων πολιτικών. Ως αποδοτικότερες λύσεις στο πρόβλημα της οικονομικής κρίσης είναι η αύξηση των κρατικών δαπανών, η επέκταση των δηµοσίων έργων και η εξάπλωση του κρατικού παρεµβατισµού (Ζουπούδη, 2009). Ήδη μερικές από τις χώρες της Ευρώπης έχουν κρατικοποιήσει κάποιες από τις αποτυχημένες τραπεζικές βιομηχανίες τους.
Υπό το φως των εξελίξεων όλοι συμφωνούν στην χρήση ενός εργαλείου δημοσιονομικής πολιτικής, ανάλογα με τα περιθώρια της δημοσιονομικής τους ευελιξίας (Παπαηλίας, 2014). Σε κάθε περίπτωση το κράτος οφείλει να αναθεωρήσει τις πολιτικές περιστολής των δημοσίων δαπανών, και να στραφεί σε πολιτικές ενίσχυσης του δημοσίου τομέα μέσω της χρηματοδότησης του. Φυσικά, πέραν από την αύξησης των δημοσίων δαπανών, θα πρέπει να εφαρμοστούν επιπρόσθετα και μια σειρά άλλων πολιτικών όπως αυτό της ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας, η λειτουργία ενός αποτελεσματικού και υπεύθυνου τραπεζικού συστήματος, η αναθεώρηση του συστήματος ασφάλισης, και οι μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο λειτουργίας των τραπεζών και των κεφαλαιαγορών.
Συμπεράσματα
Η κρίση του 1929 ήταν μία κρίση υπερπαραγωγής που οδήγησε σε μια σειρά αρνητικών συνεπειών, τόσο για την ίδια την Αμερική όσο και για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, όπως στην αύξηση ανεργίας, στην πτώση των εισοδημάτων, στην αύξηση των ανισοτήτων, και στην κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου.
Αναμφίβολα, οι θεωρίες του οικονομολόγου John Maynard Keynes επηρέασαν καθοριστικά την οικονομική πολιτική των δυτικών χωρών στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Σύμφωνα με την Γενική Θεωρία, η οικονομία δεν διαθέτει από μόνη της ένα μηχανισμό ασφάλειας, και για αυτό η οικονομία δύναται να ανεβαίνει ή να κατεβαίνει, αλλά μπορεί και να μένει στάσιμη. Στην ουσία, η οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει αποδοτικά χωρίς την παρέμβαση του κράτους. Ως απάντηση στην ορθόδοξη αντίληψη του κυρίαρχου δόγματος-δηλαδή το ότι η αγορά μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την παρέμβαση του κράτους- ήταν η πολιτική του New Deal, υπό τον πρόεδρο Χούβερ, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Η πολιτική αυτή περιλάμβανε μέτρα καταπολέμησης της ανεργίας. Στις πολιτικές απασχόλησης συμπεριλαμβάνονταν το άνοιγμα νέων θέσεων εργασίας στο δημόσιο, τα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης, και μια πληθώρα δημόσιων επενδύσεων με μοναδικό σκοπό να τονωθεί η οικονομία. Τα θετικά αποτελέσματα της πολιτικής αυτής δεν άργησαν να φανούν, και σε σύντομο χρονικό διάστημα η ύφεση μετατράπηκε σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, μέσω της έντονης κρατικής παρέμβασης στην οικονομία.
Παρόλα αυτά, η κρίση του 1929 δεν ήταν η πρώτη ούτε η μοναδική που έπληξε τις βιομηχανικές οικονομίες της Ευρώπης και των Η.Π.Α. Μια ακόμη κρίση που έπληξε τις χώρες σε παγκόσμιο επίπεδο και είχε εξίσου καταστροφικές συνέπειες είναι αυτή του 2008, από την οποία η Ελλάδα δεν έχει κατορθώσει ακόμα να απαλλαγεί. Η κατάσταση αυτή οδήγησε σε μια περαιτέρω ενδυνάμωση του νεοφιλελευθερισμού και στην προώθηση πολιτικών λιτότητας, δημοσιονομικής πειθαρχίας και στη μείωση των κοινωνικών δαπανών σε κράτη που βιώνουν την κρίση εντονότερα σε σχέση με άλλες χώρες στην Ευρώπη.
Η εµπειρία, όχι µόνο της σηµερινής χρηµατοοικονοµικής κρίσης, αλλά και των τελευταίων αιώνων, καταδεικνύουν ότι είναι αδύνατο να προβλεφθούν και να αποτραπούν πλήρως οι επόμενες μελλοντικές οικονομικές κρίσεις. Ένας παράγοντας καίριας σημασίας που μπορεί να οδηγήσει μια χώρα από μια περίοδο ύφεσης σε μια περίοδο ανάπτυξης, είναι φυσικά οι πολιτικές που θα αποφασίσει να χαράξει και να ακολουθήσει. Σίγουρα, η κατάσταση που διανύουμε δεν είναι μια απλή κρίση, αλλά κρίση χρέους. Επομένως, αξίζει να μελετηθεί περαιτέρω για το αν η Ελλάδα θα μπορούσε να εφαρμόσει μια πολιτική όπως αυτή του 1929.
Βιβλιογραφία
[1] Keynes, J. (1935). The General Theory of Employment, Interest and Money. [online] Available here.
[2] Leach, B. (2008). The great economist John Maynard Keynes: A biography. 18/10/2008. The Telegraph. Available here.
[3] Heilbroner, R. L. (2000). Οι φιλόσοφοι του οικονομικού κόσμου. Edited by Θανάσης Μανιάτης 1st en. Αθήνα Εκδόσεις Κριτική, p. 339-353, 374-381
[4] Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων. (2009). Εισηγήσεις της Ημερίδας «Από το κρίση του 1929 στην κρίση του 2009». [online] Available here.
[5] Ι.Ν.Ε, Ινστιτούτο Γ.Σ.Ε.Ε. (2018). Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση. Ετήσια Έκθεση 2018, pp 77-79. [online] Available here.
[6] Ψαλιδόπουλου, Μ. (2005). Το επιστημονικό έργο του καθηγητή Ζολώτα 1926-1955. [online] Bankofgreece.gr. Available here.
[7] Ζουμπουλάκης, Μ. (2015). Οικονομική πολιτική σε καιρούς κρίσης: Ιστορικά προηγούμενα, p.5-8 [online] Available here.
[8] Χατζή, Δ. Α. (2014). Η οικονομική κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. [Πτυχιακή Εργασία] Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (Τ.Ε.Ι), Πειραιά, p. 27-31. [online] Available here.
[9] Μπάκος, Φ. (2014). [Πτυχιακή Εργασία] Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (Τ.Ε.Ι), Πειραιά, p. 8-10. [online] Available here.
[10] Φιλιππίδου, Α. (2017). Τα αίτια της Ελληνικής κρίσης και οι θεσμικές ιδιαιτερότητες. [Διπλωματική Εργασία] Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, p. 7-23. [online] Available here.
[11] Ζουπούδη, Χ. (2009). Η παγκόσμια οικονομική κρίση σύμφωνα με το κεϋνσιανό μοντέλο. [Διπλωματική Εργασία] Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, p. 7-12, 24-31. [online] Available here.
[12] Παπαηλίας, Θ. (2013). Εργασιακές σχέσεις και οικονομική κρίση. [Πτυχιακή Εργασία] Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, Πειραιά, p. 17-26. [online] Available here.
[13] Ψαλιδόπουλος, Μ. (1990). Κευνσιανη θεωρία και ελληνική οικονομική πολιτική: Μύθος και πραγματικότητα. Εκδόσεις Κριτική, p. 36-48.