από την Αθηνά Σπανού, ερευνήτρια στην ομάδα «Πολιτική & Διεθνείς Σχέσεις»

Το Δημοψήφισμα για έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση που διεξήχθη στις  23 Ιουνίου 2016 βρήκε την πλειοψηφία[1] των ψηφοφόρων του Ηνωμένου Βασιλείου σύμφωνους σε μια επικείμενη έξοδο από την Ένωση των 28 κρατών μελών. Κατόπιν, ενεργοποίησης του Άρθρου 50 της Συνθήκης  Ευρωπαϊκής Ένωσης[2] ξεκίνησαν οι διαδικασίες διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Βρετανία, με σκοπό την επίτευξη διμερούς συμφωνίας γνωστής και ως Brexit Deal. Η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι όρισε την ημερομηνία που προβλέπει το διαζύγιο Ευρωπαϊκής Ένωσης-Ηνωμένου Βασιλείου να τοποθετείται στις 29 Μαρτίου 2019. Ακολούθησαν μήνες διαπραγματεύσεων έως ότου το Λονδίνο και οι Βρυξέλλες να καταλήξουν σε συμφωνία[3]. Το ζήτημα της Βορείου Ιρλανδίας και το σύνορο που συνδέει τη Βόρεια Ιρλανδία με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας παρέμεναν αυτό το διάστημα σε διαπραγμάτευση  μέχρι την 14η Νοεμβρίου, όταν η Βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι κατέληξε σε προσχέδιο συμφωνίας για τους όρους εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση των 28 κρατών μελών. Η συμφωνία περιλαμβάνει το σχέδιο Backstop, ένα δίχτυ ασφαλείας που προορίζεται ως εσχάτη λύση έναντι ενός «σκληρού συνόρου» που θα χωρίζει το νησί στη μέση.

Ποια είναι όμως η σημασία του Ιρλανδικού συνόρου; Επιλύεται το λεγόμενο «Hard Border» με το σχέδιο Backstop; Κατά πόσο η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να επηρεάσει τις σχέσεις της Βόρειας Ιρλανδίας με τη Μεγάλη Βρετανία;

Προκειμένου να γίνει κατανοητή η θέση της Βόρειας Ιρλανδίας  και  να αποσαφηνιστούν οι λόγοι που το Ιρλανδικό σύνορο βρίσκεται στο επίκεντρο του Brexit, θα εξετάσουμε το ζήτημα με πολυδιάστατο τρόπο. Στην αφετηρία στέκεται η εποχή των Ταραχών.

Η εμφύλια σύγκρουση και η Ειρηνευτική Συμφωνία του 1998

Τη νεότερη Ιστορία της Βόρειας Ιρλανδίας χάραξε η τριακονταετής εμφύλια διαμάχη που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και έμεινε γνωστή ως «The Troubles» ή διαφορετικά «Οι Ταραχές». Η Σύγκρουση επικεντρώθηκε στις πολιτικές διαφορές των εθνικιστών και των ενωτικών. Οι ενωτικοί (unionists) από την μία, ήταν προτεστάντες του Ulster  και τάχθηκαν υπέρ της παραμονής της Βόρειας Ιρλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι Εθνικιστές (nationalists) από την άλλη, ήταν κυρίως Καθολικοί και υποστήριζαν την απόσχιση της Βόρειας Ιρλανδίας από το Ηνωμένο Βασίλειο και έπειτα την ένωση της με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. «Οι Ταραχές»  έπαυσαν με την Ιστορική Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής ή τη Συμφωνία του Μπέλφαστ που υπογράφηκε στις 10 Απριλίου 1998. Οι υπογράφοντες δεσμεύτηκαν ότι κάθε αλλαγή στο συνταγματικό καθεστώς της Βόρειας Ιρλανδίας αλλά και η ενοποίηση της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και της  Βόρειας Ιρλανδίας προκύπτουν εφόσον η πλειοψηφία και στις δύο πλευρές ψηφίσει υπέρ αυτών.(The GFA, 1998).

Η Eιρηνευτική Συμφωνία βρήκε τη Βόρεια Ιρλανδία τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου και αποτελεί σήμερα μία εκ των τεσσάρων εθνοτήτων που το στελεχώνουν. Η προγραμματισμένη έξοδος της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση «αγγίζει» σε υπολογίσιμο βαθμό την επαρχία της Βόρειας Ιρλανδίας. Η αποχώρηση από την Ένωση  πρέπει να διασφαλίζει την οικονομική, πολιτική και κοινωνική σταθερότητα της Βόρειας Ιρλανδίας εν έτη 2018 και στην επέτειο 20 χρόνων από την Ειρηνευτική συμφωνία που έφερε τη σταθερότητα στο νησί. Εντούτοις, σημειώνονται πολυπλοκότητες, οι οποίες επιβράδυναν τη διαπραγματευτική διαδικασία εξόδου της χώρας και στέκονται ακόμα στο προσκήνιο κατόπιν ανακοίνωσης του προσχεδίου συμφωνίας.

Η Βόρεια Ιρλανδία «θέλει» να αποφύγει ένα «σκληρό» οικονομικό σύνορο

Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης συναλλάσσονται ελεύθερα και χωρίς δασμούς ή περιορισμούς στα πλαίσια  της Ευρωπαϊκής Εσωτερικής Αγοράς (EU Single Market)[4] και της Τελωνειακής Ένωσης (EU Customs Union)[5]. Αυτό σημαίνει ότι η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση θα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο κάθε τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου (συμπεριλαμβανομένης της Βόρειας Ιρλανδίας) θα συναλλάσσεται με κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Μέχρι στιγμής και εφόσον το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει αποχωρήσει επίσημα, η συμμετοχή της  Βορείου  Ιρλανδίας  στην Ένωση των 28 κρατών μελών έχει εξαλείψει τους περισσότερους δασμολογικούς περιορισμούς στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Ένα ανοιχτό σύνορο επικοινωνίας και εμπορίου λαμβάνει χώρα στα Ιρλανδικά σύνορα όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς τη δεκαετία του 1990. (De Mars κ.α., 2018, σελ 23). Εν ολίγοις, οι οικονομικές και εμπορικές αλληλεξαρτήσεις της Βόρειας Ιρλανδίας με ένα άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, είναι στενά συνδεδεμένες και ένα άτακτο Brexit απειλεί να προκαλέσει εμπορικές διαταραχές και το λεγόμενο «hard border»[6]. Σε περίπτωση που η δασμολογική απουσία ανατραπεί θα επηρεαστούν πολλοί κλάδοι και ποικίλες επιχειρήσεις είτε μικρού, είτε μεγάλου βεληνεκούς  που στηρίζονται στο διασυνοριακό εμπόριο[7]. Είναι καθοριστικής σημασίας, αφενός το είδος της σχέσης που θα ακολουθήσουν το Ηνωμένο Βασίλειο και η  Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το Brexit, αφετέρου η Συμφωνία εξόδου και οι όροι αποχώρησης.

Το σύνορο[8] αυτό καθ’ εαυτό και η διασυνοριακή μετακίνηση πολιτών

Ακολούθως, η πιθανότητα ενός «σκληρού» υπαρκτού συνόρου αποτελεί εξίσου πρόκληση και «απειλεί» με ανάλογο τρόπο την Βόρεια Ιρλανδία. Το Brexit έχει δημιουργήσει ερωτήματα σχετικά με τη μελλοντική ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών στο βόρειο και νότιο τμήμα της Ιρλανδίας. Επεξηγηματικά, μια εκ των πρωταρχικών Αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Εσωτερικής Αγοράς[9] είναι η ελεύθερη μετακίνηση των πολιτών στα χωρικά πλαίσια των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση προϋποθέτει ότι δεν θα είναι επιτρεπτή η ελεύθερη κυκλοφορία πολιτών μεταξύ της Ιρλανδίας και της Βόρειας Ιρλανδίας[10]. Κάτι τέτοιο, πιθανολογικά  συνοδεύεται από ένα «σκληρό σύνορο» στο οποίο η ύπαρξη αστυνομίας και στρατού θα χωρίζει το βόρειο από το νότιο τμήμα του νησιού. Ακόμα, δημιουργείται το εξής παράδοξο. Βάσει της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής, η μετακίνηση πολιτών μεταξύ των ιρλανδικών συνόρων είναι ελεύθερη και ανεμπόδιστη. Μετά την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα επιτρέπεται  η ελεύθερη κυκλοφορία ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποδεικνύεται επομένως πως η καθιέρωση οποιουδήποτε νέου καθεστώτος στα σύνορα της Βόρειας Ιρλανδίας με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας παρουσιάζει πολυπλοκότητες, έρχεται, δηλαδή σε αντίθεση με την Ειρηνευτική Συμφωνία του 1998 και δυνητικά θα μπορούσε να προκαλέσει έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια.

Τα δικαιώματα των πολιτών και το χάσμα που προκύπτει

Μάλιστα, σύμφωνα με τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής[11], οι κάτοικοι της Βόρειας Ιρλανδίας έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν την εθνική ταυτότητα και την υπηκοότητα: της Ιρλανδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου ή και των δύο. Η αποχώρηση της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου, θα δημιουργήσει ένα «χάσμα» μεταξύ των δικαιωμάτων των πολιτών στη Βόρεια Ιρλανδία. Θα υπάρχουν άτομα που θα συνεχίσουν να είναι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον έχουν επιλέξει ιρλανδική ή διπλή υπηκοότητα, τα οποία θα έχουν διαφορετικά δικαιώματα από τους υπόλοιπους Βρετανούς. Είναι σαφώς φανερό πως το επερχόμενο Brexit γεννά ερωτήματα που αφορούν στα πιθανά διαφορετικά μελλοντικά δικαιώματα που θα απολαμβάνουν οι πολίτες του ίδιου κράτους.

Το πολιτικό πλαίσιο της Βόρειας Ιρλανδίας

Μια τέταρτη διάσταση η οποία επιβεβαιώνει την ιδιαιτερότητα της Βόρειας  Ιρλανδίας ενόψει Brexit έγκειται στο πολιτικό σύστημα[12] της Βόρειας  Ιρλανδίας και στη διάρθρωση του, η οποία πραγματοποιήθηκε με τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής τον Απρίλιο του 1998. Η Βόρεια Ιρλανδία διαθέτει αποκεντρωμένο σύστημα διοίκησης μέσω του οποίου ρυθμίζονται τα κοινοτικά ζητήματα. Ενωτικοί και εθνικιστές εργάζονται στη διακυβέρνηση, από κοινού και ως ισότιμοι, παρά τις εντάσεις που προξενούνται μερικές φορές (Martill και Staiger, 2018, σελ 106-107). Ακόμα, κοινοί πολιτικοί θεσμοί έχουν θεσμοθετηθεί τόσο μεταξύ της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και της Βόρειας Ιρλανδίας όσο και μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Βόρειας Ιρλανδίας. Πρόκειται για το τρίγωνο Δημοκρατία της Ιρλανδίας – Βόρειας Ιρλανδία – Ηνωμένο Βασίλειο. Η συμφωνία του Μπέλφαστ[13] βασίστηκε επίσης σε δύο κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα κοινά αυτά στοιχεία πρέπει να συνεχίσουν να λειτουργούν ομαλά και αρμονικά. Τα νέα δεδομένα προξενούν ερωτήματα σχετικά με μια πιθανή διαφοροποίηση οποιασδήποτε θεσμοθετημένης πολιτικής «αρχιτεκτονικής» και σε ποιο βαθμό αυτή εμποδίζει τη συνέχιση της εφαρμογής της Συμφωνίας του Μπέλφαστ, η οποία στηρίζει την ειρηνευτική διαδικασία και την αποκέντρωση. (ΜcGowan, 2017, σελ 102).

«Αποσχιστικές φωνές»

Το Δημοψήφισμα που έλαβε χώρα το 2016 και σκόπευε σε  μια προγραμματισμένη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να υπερψηφίστηκε σε ποσοστό που πλησιάζει στο 52%,  εν τούτοις η στάση της Βόρειας Ιρλανδίας σε μια αποχώρηση από την Ένωση δεν ήταν θετικά προσκείμενη.

Οι ψηφοφόροι  της Βορειοανατολικής Ιρλανδίας στάθηκαν υπέρ της παραμονής και η Βόρειο-Ιρλανδική κάλπη έδειξε ότι το Δημοψήφισμα για μια έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση κέρδισε το 44,2% του κοινού.  Μια συμφωνία με όρους που δεν προστατεύουν οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά τη Βόρεια Ιρλανδία  και ένα αποδιοργανωμένο Brexit θα μπορούσαν  να λειτουργήσουν ως «καταλύτης» για περαιτέρω επιδείνωση των διακοινοτικών σχέσεων και να τροφοδοτήσουν την ανάπτυξη αντιρρήσεων. (Doherty κ.α., 2017, σελ 2).  Η πρόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει τη δυνατότητα να επιβραδύνει την ειρηνευτική διαδικασία. Τα αποτελέσματα που δυνητικά προκύπτουν είναι ικανά να προκαλέσουν αναζωπύρωση της δυσαρέσκειας στην πλευρά της Βόρειας Ιρλανδίας και την πιθανή επανεμφάνιση αποσχιστικών τάσεων.

Η Ειρηνευτική διαδικασία[14] είναι διασφαλισμένη, ωστόσο παραμένει ακόμα εύθραυστη (Doherty κ.α., 2017, σελ 2). Πρόκειται για ένα ζήτημα που δυνητικά θα μπορούσε να διεγείρει συζητήσεις γεωπολιτικού χαρακτήρα και να κλονίσει τις σχέσεις της Βόρειας  Ιρλανδίας με τη Μεγάλη Βρετανία.[15]

Οι Νεότερες εξελίξεις

Η κυβέρνηση της Τερέσα Μέι συνυπολογίζοντας τις πολυπλοκότητες του Brexit στη Βόρεια Ιρλανδία και στο σύνολο του Ηνωμένου Βασιλείου ανακοίνωσε στις 14 Νοεμβρίου 2018 ένα προσχέδιο συμφωνίας για την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έπειτα από μήνες κυβερνητικών συζητήσεων τα διαπραγματευτικά σώματα του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσίασαν το προσχέδιο το περιεχόμενο του οποίου επιλύει με έναν τρόπο το μείζον ζήτημα του ιρλανδικού οικονομικού συνόρου. Στους όρους του «Backstop plan» κατέληξε η διμερής συμφωνία με τις δύο πλευρές να δίνουν έμφαση στη συνέχιση της διασυνοριακής συνεργασίας και στη στήριξη της οικονομίας στο σύνολο του νησιού. Επιπλέον, ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στη διατήρηση της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής. Τι είναι όμως το σχέδιο Backstop;

Το σχέδιο Backstop

Μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό αν παρομοιαστεί με ένα δίχτυ ασφαλείας το οποίο θα αποτρέπει την ύπαρξη ενός σκληρού οικονομικού συνόρου[16] που θα χωρίζει τη  Βόρεια Ιρλανδία με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Πρόκειται για ένα σύστημα το οποίο «τοποθετεί» τη Βόρεια Ιρλανδία σε ορισμένους κανόνες της ενιαίας αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί διμερής Συμφωνία στο χρονικό διάστημα της μεταβατικής περιόδου. Αυτό συμβαίνει προκειμένου να διατηρηθεί το ανοιχτό σύνορο και η ελεύθερη διασυνοριακή επικοινωνία ανάμεσα στην Ιρλανδία και τη Βόρεια Ιρλανδία. Η Συμφωνία προϋποθέτει επίσης την ύπαρξη ενός προσωρινού ενιαίου τελωνειακού εδάφους για το σύνολο του Ηνωμένου Βασιλείου έως ότου, συμφωνηθεί πως κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο. Το σχέδιο Backstop αποτελεί έσχατη λύση και λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας για τα ιρλανδικά σύνορα.

Οι πρώτες αρνητικές αντιδράσεις

Το μέτρο διασφάλισης των ιρλανδικών συνόρων συνοδεύτηκε από παραιτήσεις στη Βρετανική κυβέρνηση με χαρακτηριστικές τις παραιτήσεις του υπουργού αρμόδιου για το Brexit, Ντόμινικ Ραμπ ( Dominic Raab) και του Υπουργού αρμόδιου για τη Βόρεια Ιρλανδία, Σέλις Βάρα( Shailesh Vara). Ακολούθως, δέχτηκε αρνητική κριτική από το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα της Βόρειας Ιρλανδίας, DUP (Democratic Unionist Party). Tο DUP[17] κατηγόρησε την πρωθυπουργό Τερέζα Μέι για αθέτηση της υπόσχεσης που έδωσε, ότι η Βόρεια Ιρλανδία δεν θα αντιμετωπιστεί διαφορετικά από το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι δεν θα δεχθεί πρόσθετους ελέγχους μόνο στη Βόρεια Ιρλανδία, ανεξάρτητα από το πού και πώς συμβαίνουν. «Πράσινο φως» έλαβε το προσχέδιο συμφωνίας από το Ευρωκοινοβούλιο και τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ωστόσο οι συζητήσεις στη Βουλή των Κοινοτήτων θα επανεκκινήσουν τον Ιανουάριο. Η προσοχή είναι στραμμένη στην επερχόμενη ψηφοφορία που θα λάβει χώρα στο Βρετανικό Κοινοβούλιο. Θα εγκριθεί το προσχέδιο συμφωνίας; Η Ευρωπαϊκή Ένωση πάντως απορρίπτει το ενδεχόμενο επαναδιαπραγμάτευσης των όρων εξόδου της χώρας.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση το σχέδιο Backstop που περιέχεται στο προσχέδιο της Συμφωνίας μπορεί να επιλύει το πρόβλημα των ιρλανδικών συνόρων φαίνεται όμως να διχάζει τις εθνότητες του Ηνωμένου Βασιλείου. Αφενός, λειτουργεί ως προστατευτικό μέτρο της οικονομικής αλληλεξάρτησης ανάμεσα στον ιρλανδικό βορρά και νότο, αφετέρου, παρέχει ένα ασαφές περιβάλλον σχετικά με τις μελλοντικές ρυθμίσεις. Ακολούθως, το Brexit δημιουργεί πλεονάζουσες πολυπλοκότητες νομικού, πολιτικού και κοινωνικού περιεχομένου οι οποίες αντικατοπτρίζονται σημαντικά στη Βόρεια Ιρλανδία. Αθροιστικά, κάθε μορφή διαφορετικής αντιμετώπισης της Βορείου Ιρλανδίας από το σύνολο του Ηνωμένου Βασιλείου κρίνεται ικανή να επηρεάσει δυνητικά τη σχέση της Μεγάλης Βρετανίας με το βορειοανατολικό τμήμα της Νήσου. Παρ’ όλα αυτά, είναι σημαντικό να κατανοηθεί πως η επισφράγιση του προσχεδίου αποχώρησης βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη.


[1]Στις 23 Ιουνίου 2016 διεξήχθη δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο για την παραμονή της χώρας ή την αποχώρησή της από την Ευρωπαϊκή Ένωση. [Αποτελέσματα:  Αποχώρηση.: 51,9% (17.410.742 ψήφοι) , Παραμονή: 48,1% (16.141.241 ψήφοι)]

[2] Στο Άρθρο 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζεται η διαδικασία για την αποχώρηση κράτους μέλους από την Ε.Ε. εφόσον το επιθυμεί. Το κράτος μέλος που αποφασίζει να αποχωρήσει γνωστοποιεί την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Υπό το πρίσμα των προσανατολισμών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η Ένωση προβαίνει σε διαπραγματεύσεις και συνάπτει με το εν λόγω κράτος συμφωνία που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ένωση. Η διαπραγμάτευση της συμφωνίας αυτής γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμφωνία συνάπτεται εξ ονόματος της Ένωσης από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.  Οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν στο εν λόγω κράτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση που μνημονεύεται στην παράγραφο 2, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το εν λόγω κράτος μέλος, αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτής. (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2017).

[3] Στις 14 Νοεμβρίου 2018 ανακοινώθηκε ότι τα διαπραγματευτικά σώματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου κατέληξαν σε προσχέδιο συμφωνίας που περιλαμβάνει τους όρους αποχώρησης της χώρας από την Ε.Ε.

[4] H Εσωτερική Αγορά της Ε.Ε. (European Single Market, Internal Market ή Common Market) είναι μια κοινή/ενιαία Αγορά χωρίς εσωτερικά σύνορα η οποία εξασφαλίζει ότι τα πρόσωπα, τα αγαθά, οι υπηρεσίες και τα κεφάλαια μπορούν να κινούνται ελεύθερα στα χωρικά πλαίσια της Ε.Ε και σε έναν αριθμό εξωτερικών χωρών.

[5] Η Ευρωπαϊκή Τελωνειακή Ένωση (European Customs Union) περιλαμβάνει την κατάργηση των τελωνειακών δασμών μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ., την εφαρμογή κοινού δασμολογίου για τις εισαγωγές που προέρχονται από χώρες εκτός της ΕΕ, τη θέσπιση κοινών κανόνων καταγωγής για τα εμπορεύματα που προέρχονται από χώρες εκτός της ΕΕ. και τέλος τον κοινό προσδιορισμό της τελωνειακής αξίας. Η Τελωνειακή Ένωση περικλείει όλα τα Κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έναν αριθμό περιβαλλόντων χωρών.

[6] Hard Border: Όρος που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την ύπαρξη οικονομικού και νοητού συνόρου μεταξύ της Β. Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας κατόπιν αποχώρησης της Β. Ιρλανδίας από την Ε.Ε. Η ύπαρξη τελωνειακής πολιτικής, η ανελεύθερη μετακίνηση πολιτών στα ιρλανδικά σύνορα και η στρατιωτική φύλαξη των συνόρων αποτελούν πιθανά ενδεχόμενα τα οποία μπορούν να οδηγήσουν στο λεγόμενο «Hard Border» ή «Σκληρό Σύνορο».

[7] Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του κλάδου της Γεωργίας  καθώς πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους παρόχους  θέσεων εργασίας στη Β. Ιρλανδία και θα επηρεαστεί ιδιαίτερα από οποιοδήποτε μοτίβο τελωνειακής αρχιτεκτονικής. Επιπρόσθετα μια πιθανή επιβολή δασμολογικού καθεστώτος θα ασκήσει επίδραση στην ενιαία αγορά ηλεκτρικής ενέργειας η οποία συνδέει τη Βόρεια Ιρλανδία με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας  και μέχρι σήμερα δεν επηρεάζεται από τα ιρλανδικά σύνορα στα πλαίσια της ενιαίας αγοράς και της απουσίας κάθε μορφής τελωνειακής πολιτικής. (McGowan, 2017, σελ 100-101)

[8] Το ιρλανδικό σύνορο εκτείνεται σε μήκος 300 μιλίων και περιλαμβάνει περισσότερα από  200 διασυνοριακά «περάσματα». Περίπου 30.000 εργαζόμενοι διασχίζουν τα ιρλανδικά σύνορα σε καθημερινή βάση ενώ η διασυνοριακή συνεργασία σε διάφορους τομείς έχει αναπτυχθεί σημαντικά. (McGowan, 2017, σελ.101)

[9] Η Εσωτερική Αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης διασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων μεταξύ των 28 κρατών μελών της Ε.Ε. Στην κοινή αγορά της Ε.Ε. ανήκουν η Δημοκρατία της Ιρλανδίας και η Β. Ιρλανδία ως επαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου.

[10] Δεν θα είναι επιτρεπτή η ελεύθερη κυκλοφορία πολιτών μεταξύ της Ιρλανδίας και της Β. Ιρλανδίας κατόπιν αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Εσωτερική Αγορά( ελεύθερη μετακίνηση προσώπων, αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίου εντός της Ε.Ε.) στα πλαίσια που ορίζει η απόφαση εξόδου της χώρας από την Έ.Ε. Εν τούτοις, τόσο η Συμφωνία Εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ε.Ε. όσο και οι όροι αποχώρησης θα καθορίσουν τις μελλοντικές σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ένωση και τα κράτη μέλη.

[11] Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής ή Συμφωνία του Μπέλφαστ (Good Friday Agreement ή Belfast Agreement. Υπογράφηκε στις 10 Απριλίου 1998 από τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και το Ηνωμένο Βασίλειο και έδωσε τέλος στην τριακονταετή εμφύλια πολιτική σύγκρουση που επικρατούσε στη Βόρεια Ιρλανδία ανάμεσα στους ενωτικούς (που υποστήριζαν την Παραμονή της Β. Ιρλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο) και στους εθνικιστές (οι οποίοι στάθηκαν υπέρ της απόσχισης από το Ηνωμένο Βασίλειο και υποστήριζαν την Ένωση της Β. Ιρλανδίας με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας). Η Ειρηνευτική Συμφωνία «βρήκε» τη Β. Ιρλανδία τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου.

[12] Το πολιτικό σύστημα της Β. Ιρλανδίας χαρακτηρίζεται από αποκεντρωμένη Κυβέρνηση μέσα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Υπάρχει μια Εκτελεστική Εξουσία της Βόρειας Ιρλανδίας μαζί με την Συνέλευση της Βόρειας Ιρλανδίας με 108 μέλη να αντιμετωπίζουν τα αποκεντρωμένα ζητήματα με την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και το Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου για τα reserved matters.

[13] Συμφωνία του Μπέλφαστ ή Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής: Υπογράφηκε στις 10 Απριλίου 1998 και επανέφερε την Ειρήνη στη Β Ιρλανδία έπειτα από μια εμφύλια διαμάχη 30 ετών, γνωστή ως  «Ταραχές».

[14]Αποσαφηνίζοντας την έννοια της Ειρηνευτικής Διαδικασίας: Η συνέχιση της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής, η διακοινοτική συνεργασία στο σύνολο της Ιρλανδίας και η εξάλειψη κάθε μίσους και σύγκρουσης στη  Β. Ιρλανδία διασφαλίζουν τη σταθερότητα στη βορειοανατολική Ιρλανδία μόλις 20 χρόνια μετά από την Ειρηνευτική Συμφωνία του 1998.

[15] Ένα από τα σημαντικά σημεία στη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής είναι η νομιμοποίηση από πλευράς Ηνωμένου Βασιλείου της Ένωσης ανάμεσα στη Β. Ιρλανδία και στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας εφόσον αυτό ζητηθεί και από τις δύο πλευρές.

[16] Σκληρό οικονομικό σύνορο: Το λεγόμενο «Hard Border» μεταξύ της Ιρλανδίας και της Β. Ιρλανδίας, το οποίο θα περιλαμβάνει κάποιο καθεστώς τελωνειακής πολιτικής, δασμών και συνοριακών ελέγχων, ακολούθως θα δυσχεραίνει την εμπορική επικοινωνία και τη διακοινοτική συνεργασία στα ιρλανδικά σύνορα.

[17] Το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (Democratic Unionist Party, DUP) είναι πολιτικό κόμμα της Β. Ιρλανδίας, πρόκειται για το μεγαλύτερο κόμμα στην Εθνοσυνέλευση της Β. Ιρλανδίας. Το DUP και το κόμμα του  Ulster(Ulster Unionist Party) αποτελούν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα στη Β. Ιρλανδία που τάσσονται υπέρ της παραμονής της Β. Ιρλανδίας στην επικράτεια του Ηνωμένου Βασιλείου. Αντίθετα το πολιτικό κόμμα Σιν Φέιν (Sinn Fein) αποτελεί το δεύτερο κόμμα στην Εθνοσυνέλευση και τάσσεται υπέρ της Ένωσης της Β. Ιρλανδίας με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.


Παραπομπές

[1] Αλεξανδρίδου, Α. (2017), ‘Το Brexit και το ζήτημα της Βόρειας Ιρλανδίας’.  Διαθέσιμο εδώ. [Τελευταία επίσκεψη:15/11/2018].

[2] Allen, M. (2016), Northern Ireland’s agri-food sector – background and possible ‘Brexit considerations’, Belfast: Northern Ireland Assembly.

[3] ΑΠΕ-ΜΠΕ. (2018), ‘Μπαράζ παραιτήσεων στην κυβέρνηση Μέι λόγω Brexit’. Διαθέσιμο εδώ. [Τελευταία επίσκεψη 15/11/2018].

[4] BBC History. (2013), ‘More Information about: The Troubles’. Διαθέσιμο εδώ. [Τελευταία επίσκεψη 20/11/2018].

[5] Birrell, D. (2012), ‘Intergovernmental Relations and Political Parties in Northern Ireland’, The British Journal of Politics and International Relations, 14(2), σσ.270-284.

[6] Bulmer, S. και Quaglia, L. (2018),‘The politics and economics of Brexit’, Journal of European Public Policy, 25(8), σσ.1089-1098.

[7] Campbell, J. (2018), ‘The Irish border Brexit backstop’. Διαθέσιμο εδώ. [Τελευταία επίσκεψη 20/11/2018].

[8] De Mars, S., Murray, C., O’Donologhue, A. και Warwick, B. (2018), Bordering two unions: Northern Ireland and Brexit. Bristol: Bristol University Press, Policy Press.

[9] Doherty, B., Temple Lang, J., McCrudden, C., McGowan, L., Phinnemore, D., και Schiek, D. (2017),  Northern Ireland and Brexit: the European Economic Area option. Brussels: European Policy Centre

[10] Ευρωπαϊκή Επιτροπή. (2017), ‘Άρθρο 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση – Ερωτήσεις και Απαντήσεις’. Διαθέσιμο εδώ. [Τελευταία επίσκεψη 20/11/2018]

[11] European Commission. (2018). ‘Brexit Negotiations: What is in the Withdrawal Agreement’. Διαθέσιμο εδώ. [Τελευταία επίσκεψη 14/11/2018].

[12] European Commission. (2018). ‘Statement by Michel Barnier’. Διαθέσιμο εδώ. [Τελευταία επίσκεψη 14/11/2018].

[13] Gormley-Heenan, C. και Aughey, A. (2017), ‘Northern Ireland and Brexit: Three effects on ‘the border in the mind’, The British Journal of Politics and International Relations, 19(3), σσ.497-511.

[14] Hunt, A. και Wheeler, Β. (2018). ‘Brexit: All you need to know about the UK leaving the EU’. Διαθέσιμο εδώ. [Τελευταία επίσκεψη: 28/11/2018].

[15] Martill, B. και Staiger, U. (2018), Brexit and Beyond: Rethinking the Furures of Europe. London: UCL Press.

[16] McGowan, L. (2017), Preparing for Brexit: Actors, Negotiations and Consequences. Belfast: Palgrave Macmillan.

[17] Owen, J., Lloyd, L., Durrant, T. και Rutter, J. (2018), Brexit: six months to go. London: Institute for Government

[18] Perry, R. (2010), ‘Revising Irish history: The Northern Ireland conflict and the war of ideas’, Journal of European Studies, 40(4), σσ.329-354

[19] The Electoral Commission. (2016), ‘EU Referendum Results’. Διαθέσιμο εδώ. [Τελευταία επίσκεψη 10/11/2018].

[20] UN Peacemaker. (1998), Northern Ireland Peace Agreement (The Good Friday Agreement. Διαθέσιμο εδώ. [Τελευταία επίσκεψη: 20/11/2018].