του Γιάννη Χουλιάρα, ερευνητή στην ομάδα «Πολιτική & Διεθνείς Σχέσεις»

Οι πολιτικές σχέσεις ανάμεσα στο Κράτος του Ισραήλ και την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν αποτελούν ένα εκ των πιο νευραλγικών στοιχείων για την ισορροπία της ισχύος στην ταραγμένη Μέση Ανατολή. Τα δύο αυτά κράτη χωρίζουν μια απόσταση περίπου 1,730 χιλιομέτρων και ως εκ τούτου δεν υφίστανται κοινά σύνορα, με αποτέλεσμα ούτε εδαφικές διεκδικήσεις, ούτε άμεσο κίνδυνο για στρατιωτικές εισβολές. Οι σχέσεις τους ωστόσο, χαρακτηρίζονται εδώ και παραπάνω από τρεις δεκαετίες από ένταση, με προοπτικές βελτίωσης να παραμένουν εξαιρετικά ισχνές,

Η παρούσα έρευνα εστιάζει στην στρατηγική του Ισραήλ περί του ζητήματος του Ιράν. Η μελέτη του θέματος γίνεται στο πλαίσιο της θεωρίας της ρεαλιστικής προσέγγισης των διεθνών σχέσεων. Διερευνάται η ιστορία των ιρανοϊσραηλινών σχέσεων και δίνεται έμφαση στην περίοδο από την υπογραφή του Joint Comprehensive Plan of Action που αφορά τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν το 2015 με αλλαγές που αφορούν στη στρατηγική του Ισραήλ και την ισραηλινή αντίληψη για τις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τις ευρύτερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή. Η συμφωνία δεν βρίσκεται πλέον σε ισχύ, μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ τον Μάιο του 2018. Η υπογραφή της ωστόσο, καταδεικνύει πως η αμερικανική στήριξη στο Ισραήλ δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη λόγω της παρουσίας φιλοϊσραηλινών λόμπυ, αλλά ότι η εξάρτηση γίνεται από αμερικανικούς στρατηγικούς υπολογισμούς στη βάση του κρατικού συμφέροντος. Ακόμη, τα αμερικανικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή μακροπρόθεσμα ταυτίζονται, πιθανότατα, όλο και λιγότερο με αυτά του Ισραήλ.

Ιστορική εξέλιξη των σχέσεων Ισραήλ – Ιράν

Η κατάσταση των ιρανοϊσραηλινών σχέσεων ήταν πολύ διαφορετική κατά τις πρώτες δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου, σε σχέση με τη σημερινή αντιπαλότητα. Οι σχέσεις Ισραήλ και Ιράν μπορούν γενικά να διακριθούν σε δύο περιόδους, προ και μετά του 1979, όταν ξέσπασε η Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν. Η διάκριση αυτή είναι βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, αρκετά γενική και δεν καλύπτει ολόκληρο το φάσμα των διμερών σχέσεων, οι οποίες κυμαίνονταν  σε περιόδους συνεργασίας, αντιπαλότητας ή ύφεσης (détente).

Η περίοδος από την ίδρυση του Ισραήλ το 1948 έως και την Ισλαμική Επανάσταση χαρακτηριζόταν από έντονη συνεργασία, σε πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο. Η συνεργασία αυτή πήγαζε από μια σειρά κοινών χαρακτηριστικών και συμφερόντων. Τόσο το Ισραήλ, όσο και το Ιράν διακρίνονταν από εξαιρετικά τεταμένες, έως και εχθρικές, στην περίπτωση του Ισραήλ, σχέσεις, με τα γειτονικά τους αραβικά κράτη και τη γεωπολιτική ταύτιση με το δυτικό – αμερικανικό στρατόπεδο. Το Ιράν προσέφερε de facto αναγνώριση στο Ισραήλ, με τη παραχώρηση πρεσβείας στην Τεχεράνη το 1950. Το Ισραήλ εφάρμοσε την ίδια περίοδο το “Δόγμα της Περιφέρειας”, υπό τον πρωθυπουργό Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, το οποίο προέβλεπε την συμμαχία με μη αραβικά, ισλαμικά κράτη της Μέσης Ανατολής, όπως το Ιράν και η Τουρκία, με στόχο την ενίσχυση της ασφάλειας του Ισραήλ, το οποίο βρισκόταν υπό τη διαρκή απειλή των Αράβων γειτόνων του. Το Ιράν, κράτος στρατηγικής σημασίας για τον δυτικό συνασπισμό, λόγω της σπουδαιότητας της γεωγραφικής θέσης του για την παρεμπόδιση της σοβιετικής εξάπλωσης στον Περσικό Κόλπο και των μεγάλων πετρελαϊκών αποθεμάτων του, έδειξε έντονη προθυμία για προσέγγιση με το Ισραήλ. Η στάση αυτή του Ιράν υπαγόταν από την διπλωματική απομόνωσή του στην περιοχή, όπως επίσης και από την άποψη της ιρανικής ηγεσίας πως η συνεργασία με το Ισραήλ θα οδηγήσει σε σύσφιξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ (Kaye D. et al, σελ. 11, 2011). Παρά τα κατά περιόδους ανοίγματα του Ιράν προς τα αραβικά κράτη, οι σχέσεις με το Ισραήλ παρέμειναν σε εξαιρετικά θετικό κλίμα μέχρι και την πτώση του Σάχη του Ιράν, με τα δύο κράτη να συνεργάζονται σε θέματα στρατού, οικονομίας και πληροφοριών (Kaye D. et al, σελ. 10-13, 2011).

Η κατάσταση αλλάζει όμως ριζικά το 1979. Η Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν ανατρέπει την παραδοσιακή περσική μοναρχία και εγκαθιδρύει ένα σιτικό θεοκρατικό καθεστώς. Η νέα κυβέρνηση του Ιράν απέσυρε την αναγνώριση του Ισραήλ και αποκήρυξε κάθε συνεργασία με αυτό. Για τον Αγιατολάχ Χομεϊνί, τον νέο ηγέτη του Ιράν, το κράτος του Ισραήλ δεν είχε δικαίωμα ύπαρξης και καθήκον πάνω τους και στόχος όλων των Μουσουλμάνων ήταν ο αγώνας εναντίον του. Σε αντίθεση με τα αραβικά κράτη, των οποίων η αντίθεση προς το Ισραήλ βασιζόταν σε εθνικιστικούς, κυρίως λόγους ειδικά όσον αφορούσε το Παλαιστινιακό ζήτημα, κίνητρο της στάσης του Ιράν ήταν ο ισλαμικός φονταμενταλισμός. Η ρεαλιστική πολιτική, ωστόσο δεν εξαφανίστηκε πλήρως (Weisser A., σελ. 34-35, 2016). Το Ισραήλ παρείχε όπλα και υποστήριξη στο Ιράν κατά τον πόλεμό του με το Ιράκ (1980 – 1988), καθώς το ισχυρό καθεστώς του Σαντάμ Χουσέιν αποτελούσε κοινή και άμεση απειλή. Εντούτοις, το Ιράν δεν εγκατέλειψε την αντιισραηλινή στάση του. Ο πόλεμος δι’ αντιπροσώπων (proxy warfare) κατέστη από νωρίς σημαντικότατος για την ιρανική στρατηγική, λόγω της μειονεκτούσας στρατιωτικής θέσης της χώρας. Το 1982, κατά την εισβολή του Ισραήλ στο Λίβανο, το Ιράν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία της οργάνωσης Χεζμπολάχ και υποστήριξε άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως το Ισλαμικό Τζιχάντ και η Χαμάς, οι οποίες απείλησαν και συνεχίζουν να απειλούν το Ισραήλ. Ήταν φανερό πως η ρήξη ήταν οριστική (Kaye D. et al, σελ. 13-16, 2011).

Μετά τον θάνατο του Χομεϊνί του 1989, η άνοδος πιο μετριοπαθών κυβερνήσεων στην εξουσία του Ιράν, μέχρι και το 2005 και η σταδιακή υποχώρηση της επαναστατικής ορμής, μετέβαλαν αρκετά τα δεδομένα[1]. Η στάση και η ρητορική του Ιράν έναντι του Ισραήλ απέκτησαν ηπιότερο τόνο και η χώρα άρχισε να ανοίγεται διπλωματικά στον υπόλοιπο κόσμο. Οι ιρανικές κυβερνήσεις εξέφρασαν υποστήριξη στις διαπραγματεύσεις ειρήνης του Παλαιστινιακού ζητήματος και υπήρξαν σημαντικές επαφές με τους Ισραηλινούς ηγέτες (Weisser A., σελ. 36-37, 2016). Ωστόσο, δεν διακόπηκε η υποστήριξη στη Χεζμπολάχ και η εχθρικότητα της θρησκευτικής ηγεσίας προς το Ισραήλ. Ενισχύθηκε επίσης για τους Ισραηλινούς η εικόνα του Ιράν ως απειλή, λόγω της σταδιακής πτώσης της περιφερειακής δύναμης του Ιράκ, από τον Πόλεμο του Κόλπου το 1991 έως και την αμερικανική εισβολή το 2003 (Weisser A., σελ. 23-24, 2016)

Η ανάληψη της εξουσίας στο Ιράν από τον συντηρητικό Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ το 2005 έφερε νέες εντάσεις. Ο Αχμαντινετζάντ, υποστηριζόμενος από τη θρησκευτική ηγεσία και τους Φρουρούς της Επανάστασης, υιοθέτησε μια συγκρουσιακή πολιτική, με συχνές απειλές προς το Ισραήλ και αντισημιτικές δηλώσεις, όπως άρνηση του Ολοκαυτώματος (Kaye D. et al, σελ. 17, 2011). Οι εξελίξεις σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν[2] την ίδια περίοδο και οι άκαρπες διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ και άλλα κράτη πάνω στο ζήτημα αυτό, ώθησαν τους Ισραηλινούς ηγέτες να υπολογίζουν ενδεχόμενο χτύπημα του Ισραήλ στις ίδιες τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν (Weisser A., σελ. 27, 2016). Σημειώθηκαν επίσης φαινόμενα σαμποτάζ, μέσω κυβερνοπολέμου (Stuxnet)[3] και δολοφονιών Ιρανών επιστημόνων (τα οποία αποδόθηκαν στο Ισραήλ, αν και χωρίς ξεκάθαρες αποδείξεις)[4].

Η ισορροπία μεταβλήθηκε σημαντικά με την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην προεδρία των ΗΠΑ το 2008. Η πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα στη Μέση Ανατολή στόχευε αφενός στη βελτίωση της εικόνας των ΗΠΑ στον μουσουλμανικό κόσμο, μέσω μιας πιο διαλλακτικής διπλωματίας και αφετέρου στην σταδιακή απεμπλοκή από τις συγκρούσεις της περιοχής[5]. Από νωρίς προέκυψαν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις κυβερνήσεις Ομπάμα και Μπέντζαμιν Νετανιάχου, με το Ισραήλ να υποστηρίζει την τήρηση επιθετικής και αδιάλλακτης στάσης έναντι του Ιράν και τις ΗΠΑ να επιχειρούν την προσέγγιση. Η στήριξη Νετανιάχου στον Μιτ Ρόμνεϊ στις αμερικανικές εκλογές του 2012, επιδείνωσε περαιτέρω την αντίληψη της κυβέρνησης Ομπάμα προς το Ισραήλ. Το 2013, μετά την επανεκλογή του ο Ομπάμα ξεκίνησε νέο γύρο διαπραγματεύσεων με το Ιράν, στις οποίες το Ισραήλ ήταν κάθετα αντίθετο. Οι διαπραγματεύσεις αυτές διευκολύνθηκαν από την απομάκρυνση του Αχμαντινετζάντ και την άνοδο του πιο μετριοπαθούς Χασσάν Ρουχανί το ίδιο έτος. Η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν υπεγράφη τελικά στις 14 Ιουλίου του 2015 και η άρση των οικονομικών κυρώσεων του ΟΗΕ εναντίον του Ιράν ολοκληρώθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2016, κινήσεις τις οποίες το Ισραήλ αποκήρυξε δημοσίως (Weisser A., σελ. 50-55, 2016).

Εξετάζοντας την πορεία των σχέσεων Ιράν και Ισραήλ μετά την Ισλαμική Επανάσταση, γίνεται αντιληπτό το ότι η ανησυχία της ισραηλινής ηγεσίας έναντι του Ιράν δεν προκύπτει μόνο λόγω της σύγκρουσης στρατηγικών συμφερόντων και γεωπολιτικών επιδιώξεων. Το Ιράν ακολουθούσε πολιτική υπέρ των ΗΠΑ και του Ισραήλ από τις αρχές του Ψυχρού Πολέμου έως και την Επανάσταση, και η μετατροπή του σε κράτος αντι-αμερικανικό και αντι-ισραηλινό μετά από αυτή προήλθε περισσότερο εκ της επαναστατικής ιδεολογίας, παρά από στρατηγικούς υπολογισμούς. Επομένως, καθοριστικό ρόλο παίζουν η φονταμενταλιστική ισλαμική ιδεολογία της ιρανικής επανάστασης και του καθεστώτος που προέκυψε από αυτή, η οποία ωθεί την ιρανική κυβέρνηση σε εξαιρετικά έντονη αντι-ισραηλινή ρητορική, λόγω της εικόνας του Ισραήλ ως εχθρό και καταπιεστή των Μουσουλμάνων και εκπρόσωπο των ιμπεριαλιστικών βλέψεων των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Η ιρανική ηγεσία άλλωστε, συχνά ταυτίζει πλήρως τις ΗΠΑ με το Ισραήλ, θεωρώντας πως οι ΗΠΑ βρίσκονται «υπό τον έλεγχο του Σιωνισμού» (Weisser A., σελ. 18). Η ρητορική αυτή εντείνει την ισραηλινή ανησυχία έναντι του Ιράν. Εντούτοις, η αποδοχή από το Ιράν της ισραηλινής υποστήριξης κατά τον πόλεμο εναντίον του Ιράκ, όπως και η υπογραφή της πυρηνικής συμφωνίας, η οποία θα εξεταστεί παρακάτω, αποδεικνύουν πως οι Ιρανοί ηγέτες  είναι σε θέση να παραβλέπουν την επίσημη ιδεολογία για την εξυπηρέτηση  άμεσων κρατικών συμφερόντων.

Το Ισραήλ και η πυρηνική συμφωνία

Η συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, υπό την επίσημη ονομασία Joint Comprehensive Plan of Action (JCPOA), υπήρξε αποτέλεσμα επίπονων διαπραγματεύσεων ανάμεσα στους P5+1 (τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και τη Γερμανία) και την κυβέρνηση του Ιράν. Έγινε ευρέως αποδεκτή ως ένα βήμα προς τη σταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής και εντάσσεται στη γενικότερη στρατηγική της κυβέρνησης Ομπάμα για τη δημιουργία μιας ισορροπίας ισχύος στην περιοχή, η οποία θα επέτρεπε στις ΗΠΑ να αποδεσμεύσουν δυνάμεις από τη Μέση Ανατολή και να επικεντρωθούν στην Ασία, μία από τις  προτεραιότητες της εξωτερικής της πολιτικής (Rothkopf D., 2015). Η αντίδραση του Ισραήλ υπήρξε άμεση. Ο πρωθυπουργός Νετανιάχου χαρακτήρισε σε ομιλία του τη συμφωνία ως “ιστορικό λάθος” (The Times of Israel, 2015) και άλλα κρατικά στελέχη εξέφρασαν τη δυσαρέσκεια ή τις επιφυλάξεις τους.

Η ισραηλινή ηγεσία πρόβαλε διάφορους λόγους για τους οποίους η συμφωνία τέθηκε σε λάθος βάση (Kaye D., σελ. 2-8, 2016):

  • Λήξη πολλών εκ των βασικών όρων της συμφωνίας, όπως της μέγιστης ποσότητας εμπλουτισμένου ουρανίου που μπορεί να κατέχει το Ιράν, μετά από μια χρονική περίοδο 10 – 15 ετών.
  • Μη αναφορά στη συμφωνία του ιρανικού προγράμματος ανάπτυξης βαλλιστικών πυραύλων, οι οποίοι μπορούν δυνητικά να απειλήσουν το Ισραήλ. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ έλαβε τον Ιούλιο του 2015 απόφαση, η οποία περιόριζε τις σχετικές δραστηριότητες του Ιράν για τα επόμενα οκτώ χρόνια, ωστόσο η δοκιμή βαλλιστικών πυραύλων από το Ιράν το 2016 θεωρήθηκε από το Ισραήλ ως παραβίαση της συμφωνίας.
  • Ανησυχία του Ισραήλ για την αυξανόμενη στρατιωτική παρουσία του Ιράν στην Συρία. Το καθεστώς Άσαντ σταθεροποιεί την εξουσία του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, με ρωσική και ιρανική στήριξη. Αναδύθηκε, επομένως, η πιθανότητα για μόνιμη ανάπτυξη ιρανικών στρατευμάτων και βάσεων σε συνορεύουσες με το Ισραήλ περιοχές, για παροχή εξελιγμένου οπλισμού στη Χεζμπολάχ, καθώς και για δημιουργία ενός “διαδρόμου” ιρανικής επιρροής ως τη Μεσόγειο, μέσω Ιράκ, Συρίας και Λιβάνου. Η συμφωνία δεν προέβλεπε κάποιον περιορισμό στις μη πυρηνικές, στρατιωτικές δραστηριότητες του Ιράν στα κράτη αυτά.
  • Η μεγάλη αύξηση των εξαγωγών πετρελαίου του Ιράν μετά την άρση των κυρώσεων το 2016 προκάλεσαν στο Ισραήλ φόβους για πιθανή χρήση, από το Ιράν, των προερχόμενων από την οικονομική ανάπτυξη εσόδων για την υποστήριξη ένοπλων συμμαχικών οργανώσεων.
  • Αποδοχή του Ιράν ως μιας «νόμιμης δύναμης» στην Μέση Ανατολή, λόγω και του ρόλου του στην αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους και κατά συνέπεια μείωση της στρατηγικής σημασίας του Ισραήλ για τις ΗΠΑ.

Για το Ισραήλ, όπως γίνεται αντιληπτό, το πυρηνικό πρόγραμμα και η περιφερειακή εξάπλωση του Ιράν είναι μέρη της ίδιας ευρύτερης, ιρανικής ηγεμονικής στρατηγικής, ενώ υπό την οπτική της κυβέρνησης Ομπάμα αποτελούσαν ξεχωριστά ζητήματα (Weisser A., σελ. 60, 2016) Η διαφωνία επομένως, των κυβερνήσεων Ομπάμα και Νετανιάχου επί του ζητήματος ήταν καθολική και προερχόταν από διαφορές αντίληψης και στρατηγικών προτεραιοτήτων.

Η ισραηλινή στρατηγική μετά τη συμφωνία

Η επιθετική και αδιάλλακτη στάση, την οποία τήρησε η ισραηλινή πλευρά καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την συμφωνία, όπως και μετά την υπογραφή αυτής, ήταν εξ’ αρχής ασυμβίβαστη με την πιο ήπια διπλωματική στρατηγική των ΗΠΑ και επέφερε σημαντικές δυσκολίες στις σχέσεις ΗΠΑ και Ισραήλ κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Ομπάμα. Βλέποντας τη διαμόρφωση μιας επικίνδυνης για το Ισραήλ κατάστασης στην ευρύτερη περιοχή και με ολοένα αυξανόμενες αμφιβολίες για τις εγγυήσεις των ΗΠΑ, η ισραηλινή ηγεσία εγκατέλειψε την άσκηση πίεσης για τον τερματισμό του πυρηνικού προγράμματος και ξεκίνησε προσπάθειες για την ανάσχεση της ιρανικής επέκτασης (Spyer J., 2017).

Βασική συνιστώσα της νέας πολιτικής αποτέλεσε η αυξημένη ισραηλινή στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία. Κατά τα προηγούμενα έτη, το Ισραήλ ακολούθησε κυρίως πολιτική ουδετερότητας έναντι του συριακού πολέμου, καθώς μία εξαντλητική σύγκρουση ανάμεσα στην κυβέρνηση Άσαντ και τις εξτρεμιστικές ισλαμιστικές οργανώσεις, αμφότεροι εχθροί του Ισραήλ, αποτελούσε μία θετική για την ισραηλινή κυβέρνηση προοπτική (Spyer J., 2017). Η κατάσταση ωστόσο άρχισε να αναδιαμορφώνεται σε βάρος του Ισραήλ την ίδια περίοδο με την διπλωματική προσέγγιση ΗΠΑ – Ιράν για το πυρηνικό ζήτημα, καθώς η συριακή κυβέρνηση σταθεροποίησε τη θέση της με την υποστήριξη κυρίως της Ρωσίας και του Ιράν, σκοπός του οποίου ήταν επίσης να καταστήσει τη Συρία ένα τρίτο μέτωπο εναντίον του Ισραήλ, αποκτώντας μόνιμη στρατιωτική παρουσία στη χώρα. Tα άλλα δύο μέτωπα αποτελούν ο Λίβανος, δια της Χεζμπολάχ και η Λωρίδα της Γάζας, δια της Χαμάς (Spyer J., 2017). Το Ισραήλ προχώρησε έτσι σε αύξηση των αεροπορικών βομβαρδισμών στη Συρία, καθώς δυνάμεις του Ιράν και της Χεζμπολάχ άρχισαν να αναπτύσσονται κοντά στα Υψίπεδα του Γκολάν, στα σύνορα Ισραήλ – Συρίας[6]. Από την αρχή του πολέμου έως τον Μάιο του 2018 το Ισραήλ διεξήγε περισσότερα από 100 αεροπορικά χτυπήματα σε συριακό έδαφος (Jones S. et al, 2018). Σύμφωνα με το CSIS (Center for Strategic and International Studies), τα χτυπήματα αυξήθηκαν απότομα από το 2016 και οι στόχοι ήταν κυρίως εγκαταστάσεις αποθήκευσης και οχήματα μεταφοράς εξοπλισμού (Jones S. et al, 2018). Η παρεμπόδιση μεταφορών στρατιωτικού υλικού, προκειμένου να μην καταλήξει στη Χεζμπολάχ, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της στρατηγικής του Ισραήλ (Jones S. et al, 2018) (Byman D., 2018). Οι ισραηλινές δυνάμεις παρείχαν επίσης υποστήριξη σε οργανώσεις μαχόμενες εναντίον της κυβέρνησης Άσαντ και των συμμάχων της (Spyer J., 2017). Τελικός στόχο του Ισραήλ αποτελεί η αποφυγή μονιμοποίησης της ιρανικής στρατιωτικής παρουσίας στη Συρία. Φόβο των Ισραηλινών ηγετών αποτελεί πως αυτό θα οδηγούσε, σε συνδυασμό με την παρουσία της Χεζμπολάχ στο Λίβανο και της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας, στη δημιουργία ενός κλοιού γύρω από το Ισραήλ, το οποίο θα είχε πλέον να αντιμετωπίσει ένα συμπαγές ιρανικό μέτωπο σε Συρία και Λίβανο, με την ύπαρξη παράλληλα της απειλής από τη Γάζα (Sobelman D., 2017)[7] . Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Αλί Ακμπάρ Βελαϊατί, σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής της ιρανικής κυβέρνησης, ”Η γραμμή της αντίστασης ξεκινά από την Τεχεράνη και περνώντας μέσα από τη Βαγδάτη, τη Δαμασκό και τη Βηρυτό, φτάνει στην Παλαιστίνη[8].

ghdhghg

Στρατιωτικές δυνάμεις του Ιράν και των συμμάχων του στη Συρία, 2018 (κόκκινο)
Πηγή: The New York Times

Μία ακόμα συνέπεια της αύξησης της ιρανικής ισχύος αποτέλεσε η προσέγγιση του Ισραήλ με τα αραβικά κράτη του Κόλπου[9]. Η Σαουδική Αραβία τάχθηκε επίσης κατά της συμφωνίας, μοιραζόμενη το φόβο του Ισραήλ για την ενίσχυση του Ιράν (Kaye D., σελ. 11, 2016). Η ένταση στις σχέσεις Σαουδικής Αραβίας – Ιράν, παρούσα ήδη από  την επικράτηση του ιρανικού θεοκρατικού καθεστώτος το 1979, αυξήθηκε ραγδαία το 2015[10]. Την ίδια περίοδο με τις τελικές διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία, η Σαουδική Αραβία και ο υπό δική της ηγεσία συνασπισμός ξεκίνησαν την παρέμβασή τους στην Υεμένη, εναντίον των, κατά τη Σαουδική Αραβία υποστηριζόμενων από το Ιράν, ανταρτών Χούθι. Τα κοινά συμφέροντα με το Ισραήλ ως προς την αντιμετώπιση του Ιράν, επέφεραν τελικά τη συνεργασία. Η συνεργασία αυτή ωστόσο παραμένει σε μεγάλο βαθμό παρασκηνιακή, λόγω της αρνητικής εικόνας του Ισραήλ στο εσωτερικό των αραβικών κρατών (Kaye D., σελ.11, 2016).

Το Ισραήλ κατέφυγε επίσης σε διπλωματικές συνομιλίες με τη Ρωσία. Η εμπλοκή της Ρωσίας στον συριακό εμφύλιο πόλεμο την κατέστησε βασικό παράγοντα της περιφερειακής ισορροπίας δυνάμεων.  Η προσέγγιση με τη Ρωσία λειτούργησε για τους Ισραηλινούς ως διπλωματικό αντίβαρο στην μειωμένη παρουσία των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή (Shaiel E., 2018). Ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου προέβη από το 2016 έως το 2018 σε εννέα συναντήσεις με τον Βλαντιμίρ Πούτιν με στόχο την εύρεση κοινού εδάφους και την εξασφάλιση ρωσικής ουδετερότητας στην ιρανοϊσραηλινή σύγκρουση στη Συρία (Shaiel E., 2018). Το Ισραήλ επίσης δεν συμμετείχε στις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Η Μόσχα, έχοντας εξασφαλίσει την διατήρηση του καθεστώτος Άσαντ, δεν επιθυμούσε μια κλιμάκωση ανάμεσα σε Ισραήλ και Ιράν και ως εκ τούτου περαιτέρω αποσταθεροποίηση στη Συρία (Srivastana M., 2018). Η Ρωσία διατήρησε, μέχρι και την αύξηση της έντασης με το Ισραήλ το 2018, καλές σχέσεις και με τα δύο κράτη, επιτρέποντας στο Ισραήλ τη διεξαγωγή βομβαρδισμών εντός της Συρίας, αλλά ταυτόχρονα επιτρέποντας και την παρουσία των ιρανικών στρατιωτικών δυνάμεων στη χώρα. Ρώσοι κρατικοί αξιωματούχοι εξέφρασαν επίσης την επιθυμία τους για απόσυρση των ξένων στρατευμάτων από τη Συρία.  Οι δύο χώρες έχουν προχωρήσει σε τακτικές επαφές και στη δημιουργία μιας “κόκκινης” τηλεφωνικής γραμμής ανάμεσα στις ένοπλες δυνάμεις τους, για τον συντονισμό των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Συρία (Srivastana M., 2018).

Η ισραηλινή στρατηγική επομένως έπαψε να δίνει έμφαση στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, καθώς η ηγεσία της χώρας αντελήφθη πως το τέλος της διπλωματικής απομόνωσης του Ιράν λόγω της πυρηνικής συμφωνίας αποτελούσε πλέον μια de facto κατάσταση. Το Ισραήλ στράφηκε στις πιο άμεσες απειλές, την αυξανόμενη ιρανική παρουσία στη Συρία και την ενίσχυση της Χεζμπολάχ. Η πυρηνική συμφωνία και οι διαφορές ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις οδήγησαν στην επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ – Ισραήλ και την προσέγγιση του Ισραήλ με την Ρωσία, σε μια περίοδο μάλιστα κατά την οποία οι αμερικανορωσικές σχέσεις ήταν εξαιρετικά τεταμένες. Εξ’ αυτού αναδεικνύεται το γεγονός πως η συμμαχική σχέση ΗΠΑ – Ισραήλ δεν είναι δεδομένη. Η επιδίωξη της αμερικανικής κυβέρνησης για σταθερότητα στη Μέση Ανατολή κατέστη φανερό πως συγκρουόταν πλήρως με την επιθυμία του Ισραήλ για διατήρηση της έντασης ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ιράν. Παρά το ότι οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν από τη συμφωνία, αυτό αποδεικνύει πως στο μέλλον ίσως η θέση του Ισραήλ επιδεινωθεί και πάλι, καθώς θα καταστεί, πιθανώς, αναγκαίο για τις ΗΠΑ να αποσυρθούν από τις δαπανηρές συγκρούσεις της Μέσης Ανατολής, τόσο λόγω της πίεσης της κοινής γνώμης όσο και από την ανάδειξη σημαντικότερων στρατηγικών προτεραιοτήτων σε άλλες περιοχές. Η στήριξη άλλωστε της συντηρητικής κυβέρνησης Νετανιάχου προς τους Ρεπουμπλικανούς, λόγω των διαφωνιών με τον Μπαράκ Ομπάμα ενδέχεται να καταστήσει το θέμα της στήριξης προς το Ισραήλ καθαρά κομματικό και να αυξηθεί ο κίνδυνος περαιτέρω απομόνωσης του Ισραήλ από τις ΗΠΑ, σε περίπτωση μελλοντικής αποδυνάμωσης ή και ήττας του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.

Συμπεράσματα

Η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα προκάλεσε βαθύτατες αλλαγές στην εξωτερική πολιτική τόσο του Ιράν, όσο και του Ισραήλ. Το Ισραήλ είδε τη συμφωνία ως μια προσέγγιση ανάμεσα στον πιο επικίνδυνο αντίπαλό του, το Ιράν και τον εγγυητή της ασφάλειάς του, τις ΗΠΑ (Rothkopf D., 2015). Επιπλέον, η συμφωνία υπεγράφη σε μια περίοδο κατά την οποία αυξανόταν επικίνδυνα, για το Ισραήλ, η ιρανική στρατιωτική παρουσία σε γειτονικά κράτη. Ήταν επομένως λογική η σφοδρότατη αντίδραση του Ισραήλ προς αυτή, δεδομένου και του ότι η χώρα δεν συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις. Στρατηγική του Ιράν αποτελεί η εκμετάλλευση της αποσταθεροποίησης στη Μέση Ανατολή, από το 2011, για τη δημιουργία όσο το δυνατόν περισσότερων φιλικών προς αυτό καθεστώτων και στρατιωτικών αντιπροσώπων (proxies) στις γειτονικές χώρες. Δια αυτής της στρατηγικής, το Ιράν αφενός αποκτά στρατηγικό βάθος και αφετέρου αυξάνει την αποτρεπτική του ικανότητα, καθώς δύναται, μαζί με το σύμμαχό του Χεζμπολάχ και των υπόλοιπων συμμάχων, να προχωρήσει σε μαζικά χτυπήματα εναντίον του Ισραήλ, από πολλαπλές κατευθύνσεις, χωρίς να αντιμετωπίσει κίνδυνο εντός του δικού του εδάφους (Sobelman D., 2017)[11]. Το Ισραήλ επομένως ακολουθεί μια αμυντική στρατηγική επιθετικών προληπτικών χτυπημάτων και προσπάθειας για προσέγγιση άλλων κρατών με σκοπό τη δημιουργία αντι-ιρανικού συνασπισμού, προκειμένου να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η ιρανική στρατηγική βρίσκεται, όπως γίνεται φανερό, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τη ρεαλιστική θεωρία, κατά την οποία τελικός σκοπός των ενεργειών του κράτους είναι η εγγύηση της ασφάλειας και της επιβίωσής του, είτε αυτές είναι επιθετικές είτε αμυντικές. Με τις αμερικανικές επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ και τη παρουσία ισχυρών συμμάχων των ΗΠΑ στην περιοχή, όπως η Τουρκία, το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία, είναι επόμενο το Ιράν, με το αντι-αμερικανικό και αντι-ισραηλινό καθεστώς του, να θεωρεί πως η εθνική ασφάλεια και τα ζωτικά συμφέροντά του βρίσκονται σε κίνδυνο. Η προσπάθεια όμως να ενισχύσει την επιρροή του στην περιοχή και κατά συνέπεια την γεωπολιτική θέση και την ασφάλειά του, προκάλεσαν έντονη ανησυχία στο Ισραήλ, εξαιτίας του εγγενούς φόβου των κρατών για ενδεχόμενη απόπειρα απόκτησης ηγεμονίας και ειδικότερα, στην περίπτωση του Ισραήλ, της ύφεσης των εντάσεων ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ιράν και της ισλαμιστικής ιδεολογίας του ιρανικού καθεστώτος.

hhh

Ισραήλ (πράσινο) και Ιράν, κράτη-σύμμαχοι του Ιράν ή με ιρανική στρατιωτική παρουσία (πορτοκαλί)
Πηγή: Geopolitical Futures

Όσον αφορά τις επιπτώσεις στις σχέσεις ΗΠΑ – Ισραήλ, οι συγκρούσεις ανάμεσα στις κυβερνήσεις Ομπάμα και Νετανιάχου ως προς την προσέγγιση έναντι του Ιράν και η επακόλουθη απομάκρυνση της ισραηλινής κυβέρνησης από τους Δημοκρατικούς, διέψευσαν την κοινή αντίληψη πως η ασφάλεια και προστασία του Ισραήλ είναι μία σταθερή και απόλυτη προτεραιότητα της πολιτικής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ συνέχισαν φυσικά τη στήριξη στο Ισραήλ και η κυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ απέσυρε τελικά τη χώρα από τη συμφωνία, τασσόμενη στο πλευρό του Ισραήλ στη σύγκρουση με το Ιράν. Η προσέγγιση όμως ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ιράν, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα ισραηλινά αιτήματα, προκάλεσε αναμφίβολα αβεβαιότητα στους Ισραηλινούς ηγέτες ως προς την σταθερότητα της αμερικανικής αφοσίωσης στη συμμαχία. Παρά τις διάφορες τοποθετήσεις για την επιρροή του περίφημου “Ισραηλινού λόμπυ” στην αμερικανική πολιτική (Mearsheimer J. et al, 2006), όπως αυτή των Τζον Μιρσχάιμερ και Στίβεν Βαλτ, οι υποστηρικτές του Ισραήλ εντός των ΗΠΑ δεν ήταν ικανοί να εμποδίσουν την υπογραφή της συμφωνίας. Εξ αυτών συμπεραίνεται πως, παρά την ισχύ των αμερικανικών φιλοϊσραηλινών οργανώσεων και των αναμφισβήτητα στενών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, οι ΗΠΑ θα διαμορφώσουν εν τέλει την εξωτερική τους πολιτική στη βάση ορθολογικών κρατοκεντρικών συμφερόντων (στην περίπτωση της κυβέρνησης Ομπάμα η επιθυμία για σταθερότητα στη Μέση Ανατολή), ανεξαρτήτως της συμπάθειας της κοινής γνώμης και των μέσων ενημέρωσης προς το Ισραήλ ή των δραστηριοτήτων διάφορων λόμπυ στο εσωτερικό.



[1]
Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος του Ιράν Ακμπάρ Χασεμί Ραφσανγιανί (1989-1997) δήλωσε πως το Ιράν δεν θα ήταν ενάντια σε μια ειρηνική λύση του Παλαιστινιακού ζητήματος, αν αυτή ικανοποιούσε και τις δύο πλευρές. Ο  Ραφσανγιανί, όπως και ο διάδοχός του πρόεδρος Μοχάμεντ Καταμί (1997-2005) ακολούθησαν μια πιο πραγματιστική – ρεαλιστική πολιτική, που στόχευε στη βελτίωση των σχέσεων του Ιράν με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ (Weisser, 2016).

[2] Το 2004, η CIA δημοσίευσε πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες το Ιράν κατασκεύαζε πυρηνικές κεφαλές. Τον Αύγουστο του 2005, το Ιράν ενημέρωσε την International Atomic Energy Agency) πως θα συνεχίσει τις πυρηνικές δραστηριότητες, παραβιάζοντας σχετική συμφωνία του 2004 με την Ευρωπαϊκή Ένωση (NTI, Iran’s Nuclear Program Timeline and History).

[3] Το Stuxnet αποτελεί εξαιρετικά προηγμένο κακόβουλο λογισμικό (malware), το οποίο προκάλεσε σοβαρότατες ζημιές σε πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν το 2010. Ειδικοί υπολογίζουν πως η ανάπτυξή του ξεκίνησε το 2005, μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε Ιράν, ΕΕ και ΗΠΑ. Η δημιουργία του αποδόθηκε στις αμερικανικές και ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών.

[4] Από το 2010 έως το 2012, τουλάχιστον τέσσερις Ιρανοί επιστήμονες, οι οποίοι εργάζονταν στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, δολοφονήθηκαν. Δύο άτομα καταδικάστηκαν στο Ιράν για τις ενέργειες αυτές, ως πράκτορες της Μοσάντ (Reuters, Iran sentences ‘Mossad agent’ to death over scientist killings).

[5] Η πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα υπαγορεύτηκε από την εξαιρετικά κακή αντίληψη για τις ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, λόγω της εισβολής στο Ιράκ το 2003 και γενικότερα των ενεργειών προηγούμενων κυβερνήσεων. Το πρώτο διεθνές τηλεφώνημα του Μπαράκ Ομπάμα ήταν προς τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς.

[6] Το Ιράν υπολογίζεται πως έχει παρατάξει τουλάχιστον 2,500 στρατιώτες σε συριακό έδαφος, οι οποίοι προέρχονται τόσο από τους Φρουρούς της Επανάστασης, όσο και από τις ιρανικές τακτικές ένοπλες δυνάμεις. Το Ιράν υποστηρίζει επίσης με οπλισμό τη Χεζμπολάχ και έχει επιβλέψει τη μεταφορά έως και 12,000 Σιιτών μαχητών από διάφορες χώρες, όπως το Ιράκ και το Αφγανιστάν, στη Συρία. Οι ιρανικές δυνάμεις χρησιμοποιούν για τις επιχειρήσεις τους συριακές βάσεις και αεροδρόμια (CSIS, The Escalating Conflict with Hezbollah in Syria).

[7] Οι μαχητές της Χεζμπολάχ στη Συρία υπολογίζονται σε 7,000 έως 12,000. Ήδη από την αρχή του συριακού πολέμου, η οργάνωση υποστήριξε το καθεστώς Άσαντ. Αν και οι στόχοι Ιράν και Χεζμπολάχ δεν ταυτίζονται απόλυτα, εντούτοις και οι δύο επιθυμούν την διατήρηση του status quo στη Συρία και την ενίσχυση του αντι-ισραηλινού άξονα. (CSIS, The Escalating Conflict with Hezbollah in Syria).

[8] Ο όρος “Άξονας της Αντίστασης” ή “Γραμμή της Αντίστασης” χρησιμοποιείται για την περιγραφή μιας αντι-δυτικής και αντι-ισραηλινής συμμαχίας ανάμεσα σε Ιράν, Συρία και Χεζμπολάχ. Η συμμαχία στρέφεται επίσης εναντίον του συνασπισμού των αραβικών σουνιτικών κρατών, υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας.

[9] Το Νοέμβριο του 2017, ήρθαν στην δημοσιότητα απόρρητα ισραηλινά διπλωματικά έγγραφα, σύμφωνα με τα οποία το Υπουργείο Εξωτερικών του Ισραήλ ζητούσε από τις πρεσβείες να τονίσουν, σε διάφορα κράτη, τον κίνδυνο από την ιρανική στρατιωτική επέκταση. Σύμφωνα με τα έγγραφα επίσης, έπρεπε να υποστηριχθεί η Σαουδική Αραβία στην παρέμβασή της στην Υεμένη κατά των Χούθι, τους οποίους κατηγορεί για συνεργασία με το Ιράν (Al Jazeera, Israel instructs diplomats to support Saudis: Cable).

[10] Στις 2 Ιανουαρίου του 2016, εκτελέστηκε στη Σαουδική Αραβία ο Σιίτης κληρικός Νιμρ αλ-Νιμρ, λόγω κατηγοριών για τρομοκρατία. Το Ιράν, ως ”προστάτιδα δύναμη” των σιιτικών πληθυσμών, αντέδρασε άμεσα. Την ίδια μέρα, διαδηλωτές στην Τεχεράνη επιτέθηκαν στην πρεσβεία της Σαουδικής Αραβίας και τα δύο κράτη διέκοψαν επίσημα κάθε διπλωματική σχέση. Τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν την επισημοποίηση της σύγκρουσης Σαουδικής Αραβίας – Ιράν και του φόβου της σαουδικής ηγεσίας για την αύξηση της ιρανικής επιρροής σε Ιράκ, Συρία και Λίβανο (BBC, Sheikh Nimr al-Nimr: Saudi Arabia executes top Shia cleric).

[11] Για παράδειγμα, η Χεζμπολάχ σήμερα διαθέτει πάνω από 100,000 πυραύλους και έχει τη δυνατότητα να εκτοξεύσει περισσότερους από 1,000 εξ αυτών τη μέρα, πλήττοντας κάθε σημαντική πόλη και στρατηγική τοποθεσία στο Ισραήλ. Οι στρατιώτες της έχουν επίσης αποκτήσει σημαντική μαχητική εμπειρία στον πόλεμο της Συρίας, έχοντας συνεργαστεί μάλιστα με ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις (Byman, 2018).


Βιβλιογραφία

[1] Byman, D. (2018). Another War in Lebanon?’. [online] Brookings. Available here. [τελευταία επίσκεψη: 17/11/2018].

[2] Jones, S. and Marcusen, M. (2018). The Escalating Conflict with Hezbollah in Syria’. [online] Center for Strategic & International Studies. Available here. [τελευταία επίσκεψη: 17/11/2018].

[3] Kayne, D. (2016). Israel’s Iran Policies After the Nuclear Deal. RAND Corporation. Available here. [τελευταία επίσκεψη: 17/11/2018].

[4] Kaye, D., Nader, A. and Roshan, P. (2011). ‘Israel and Iran: A Dangerous Rivalry’. RAND Corporation. Available here. [τελευταία επίσκεψη: 19/11/2018].

[5] Mearsheimer, J. and Walt, S. (2006). ‘The Israel Lobby and US Foreign Policy’. MIddle East Policy Council, [online] XIII(3). Available here. [τελευταία επίσκεψη: 27/11/2018].

[6] Reuters. (2017). Iran’s Velayati says east Syria, Idlib to be cleared ‘soon‘. [online] Available here. [τελευταία επίσκεψη: 17/11/2018].

[7] Shaiel, E. (2018). Netanyahu in Moscow: Israel, Russia cooperation grows. [online] Asia Times. Available here. [τελευταία επίσκεψη: 19/11/2018].

[8] Sobelman, D. (2017).On A Collision Course: Avoiding a War Between Israel and the «Axis of Resistance«’. [online] War on the Rocks. Available here. [τελευταία επίσκεψη: 19/11/2018]

[9] Spyer, J. (2017). Israel Is Going to War in Syria to Fight Iran. [online] Available at: here. [τελευταία επίσκεψη: 27/11/2018].

[10] Srivastava, M. (2018). Israel reaps rewards of unlikely alliance with Vladimir Putin. [online] Financial Times. Available here. [τελευταία επίσκεψη: 19/11/2018].

[11] The Times of Israel. (2015). Netanyahu calls Iran deal ‘historic mistake for world. [online] Available here. [τελευταία επίσκεψη: 17/11/2018].

[12] Weisser, A. (2016). ‘Israel and Iran: Past, Present and Future. Georgetown University. Available here. [τελευταία επίσκεψη: 17/11/2018].

[13] Rothkopf, D. (2015). ‘The Middle East’s Pivot to Asia. [online] Foreign Policy. Available here. [τελευταία επίσκεψη: 1/12/2018].