της Ευτυχίας Σουφλέρη
Στην Ελλάδα υπάρχει μακρόχρονη παράδοση αλληλεξάρτησης Κράτους και Εκκλησίας, ήδη από την ίδρυση του Κράτους και την ψήφιση του πρώτου Συντάγματος που όριζε ως «επικρατούσα» τη θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στοιχείο του Συντάγματος που διατηρείται αναλλοίωτο μέχρι σήμερα. Το ακανθώδες ζήτημα του διαχωρισμού Εκκλησίας – Κράτους εμπίπτει με τον ιερό δεσμό θρησκείας και κοινωνίας με αποτέλεσμα να παραμένει διαχρονικά άλυτο αλλά και επίκαιρο λόγω της Αναθεώρησης του Συντάγματος που επανήρθε στο προσκήνιο. Είναι ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει φιλοσόφους του Διαφωτισμού (Λοκ , Μοντεσκιέ, Βολταίρος , Ντιντερό) και που θα συνεχίσει να απασχολεί τις ελληνικές κυβερνήσεις, εφόσον οι κατά καιρούς εξαγγελίες για οριστική ρύθμιση του ζητήματος αποτελούν ρητορικά σημαίνοντα, «πυροτεχνήματα», χωρίς συγκεκριμένο σημαινόμενο.
Το χρονικό των υποτονικών και φαινομενικών προσπαθειών της ελληνικής Πολιτείας να διαχωρίσει την θέση της από την Συνταγματικά κατοχυρωμένη επικρατούσα θρησκεία, στην κατεύθυνση μιας θεμιτής εκκοσμίκευσης, ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Οι κυβερνήσεις τόσο του Ανδρέα Παπανδρέου όσο και του Κωνσταντίνου Καραμανλή δεν τόλμησαν -αν και είχαν την ευκαιρία- μία μετωπική αντιπαράθεση με την Εκκλησία, για λόγους καθαρά εκλογικούς. Ωστόσο, η πανηγυρική ταφή του θέματος συντελέστηκε το 1995 που οι συζητήσεις για μερική Αναθεώρηση του επίμαχου Άρθρου 3 δεν οδήγησαν πουθενά, με τις ευλογίες των δύο μεγαλύτερων πολιτικών δυνάμεων της εποχής. Το πάγιο δημοκρατικό αίτημα του διαχωρισμού απασχόλησε και την σημερινή Κυβέρνηση που στο πλαίσιο του «εξορθολογισμού των σχέσεων» με την Εκκλησία και έπειτα από ένα κοινό ανακοινωθέν με τον Αρχιεπίσκοπο ορίστηκε η «διακριτότητα Kράτους και Eκκλησίας, με πλήρη σεβασμό στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τον ιστορικό της ρόλο». Πράγματι, η Ορθόδοξη Εκκλησία καθόρισε την φυσιογνωμία του ελληνικού έθνους, υπήρξε θεματοφύλακας εθίμων και παραδόσεων και έδρασε ως ενωτικός παράγοντας του ελληνισμού.
Ωστόσο, ένας πραγματικά πλήρης διαχωρισμός θα συνεπαγόταν περισσότερα από αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις του κράτους με τον τον κλήρο, όπως για παράδειγμα την κατάργηση προσευχής και εκκλησιασμού στα σχολεία, αντικατάσταση της ορθόδοξης κατήχησης (Θρησκευτικά) από ένα μάθημα θρησκειολογίας, απομάκρυνση θρησκευτικών συμβόλων από δημόσια κτίρια και υπηρεσίες (σχολεία, δικαστήρια). Επίσης, θα έπρεπε να διακανονιστούν πλήρως οι εκατέρωθεν οικονομικές εκκρεμότητες που αφορούν εκκλησιαστική περιουσία με ταυτόχρονη ρύθμιση του κτηματολογίου, ώστε να αποκατασταθεί πλήρως αυτό το δαιδαλώδες ζήτημα προς όφελος της αυτοδυναμίας της Εκκλησίας. Ταυτόχρονα, δεδομένου ότι η Εκκλησία, οι Μητροπόλεις και οι Ιερές Μονές είναι μη κυβερνητικοί οργανισμοί (όπως έχει κρίνει και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) θα έπρεπε να απωλέσουν τον χαρακτήρα των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, ώστε να μην απολαμβάνουν της αντίστοιχης προστασίας και των προνομίων. Περαιτέρω βήμα αποτελεί η κατάργηση της νομοθεσίας περί Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας και του καθεστώτος του Αγίου Όρους, όπου πρακτικά θα καταργούταν το λεγόμενο «άβατο». Επιπλέον, θα έπαυαν να ισχύουν οι διοικητικές αρμοδιότητες της Εκκλησίας, η οποία κατ’ επέκταση θα φορολογούταν ως Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου.
Μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα πολιτικού παιχνιδιού που διαχρονικά στήνεται σαν γαϊτανάκι γύρω από κάθε επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση, έχει περισσότερη σημασία η αποδόμηση της κοινής γνώμης από ότι η υπερανάλυση και τα σενάρια για την έκβαση αυτών των παιχνιδιών. Όπως προκύπτει από περσινή δημοσκόπηση (Palmos Analysis), πριν το ζήτημα αποκτήσει φλέγοντα χαρακτήρα ενόψει εκλογών, η κοινή γνώμη ήταν οριακά μοιρασμένη με 42% υπέρ, 54% κατά και 5% χωρίς άποψη. Και ενώ η πλειονότητα τάσσεται κατά, στο επόμενο ερώτημα που αφορά την φορολόγηση της Εκκλησιαστικής περιουσίας το 84% απαντάει ένα ηχηρό «ναι». Αντίθετα, η κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία βρίσκει ελάχιστους υποστηρικτές, αφού το 85% τάσσεται κατά, ενώ το ζήτημα δημιουργίας αποτεφρωτηρίων αντιμετωπίζεται θετικά από το 71% των ερωτηθέντων. Αυτή η δημοσκόπηση (με μέγιστο στατιστικό λάθος 3%) δεν είναι αυθεντία αλλά θα μπορούσε να δράσει ως πυξίδα στην εξαγωγή συμπερασμάτων, διότι οι απαιτήσεις των καιρών που είναι η αφηρημένη αφορμή για κάθε αλλαγή έχουν πραγματικούς και συγκεκριμένους αποδέκτες ανθρώπους που οι θεσμοθετούμενες αλλαγές θα επηρεάσουν.
Η πολιτική δεν θα έπρεπε να φοράει ράσα και η εκκλησία δεν θα έπρεπε να ορίζει πολιτικές, καθιστώντας την Ελλάδα του 2018 μία από τις ελάχιστες χώρες στον κόσμο που έχουν κρατική θρησκεία, όπως στην Ισλαμική Ανατολή που κυβερνά το –παρερμηνευμένο πολλές φορές- Κοράνι. Γιατί όταν η πολιτική αναμειγνύεται με την θρησκεία, συνδιαμορφώνει η μία την άλλη με αποτέλεσμα το ισοζύγιο να προκύπτει αμοιβαία αρνητικό. Όταν οι δεισιδαιμονίες αποκτούν θεσμικότητα, η πνευματικότητα και η κατάνυξη μετατρέπονται σε εργαλεία πολιτικής σκοπιμότητας. Και ενώ αυτό ενισχύει την δημοφιλία της Εκκλησίας και ίσως και της εκάστοτε Κυβέρνησης, εξασθενεί τους ρόλους τους. Ούτως ή άλλως, η νοοτροπία της δημοσιοϋπαλληλίας είναι καταδικασμένη να σβήσει, σε μία χώρα που έχει πληγεί από βαθιά οικονομική ύφεση. Επομένως, το ζήτημα ενώ ανακύπτει με τον μανδύα του προοδευτισμού και της ανάγκης για ανεξιθρησκεία στην πράξη, αφορά περισσότερο οικονομικά, δημοσιονομικά και περιουσιακά ζητήματα αμφότερων των πλευρών, αιτία υπεύθυνη για την αγκύλωση στην ημι-μονιμότητα. Οι αποσπασματικές ενέργειες είναι ανίκανες να δώσουν την χρυσή τομή. Είναι φυσικό η Ορθοδοξία να κατέχει δεσπόζουσα θέση στην ελληνική κοινωνία, αλλά είναι αναχρονιστικό να αρνούμαστε να δούμε την προοπτική υλοποίησης ενός κοινή συναινέσει διαζυγίου, μακρυά από κάθε δογματισμό αλλά και κάθε ακαδημαϊκού τύπου αντικληρικαλισμό, όπως οραματίστηκε ο Τόμας Τζέφερσον δύο αιώνες πριν.
«Πιστεύοντας μαζί σας ότι η θρησκεία είναι ένα θέμα το οποίο αφορά αποκλειστικά τον άνθρωπο και το Θεό του, ότι κανείς δεν είναι υπόλογος σε κανέναν άλλο για την πίστη του ή τη λατρεία του, ότι οι νόμιμες εξουσίες της κυβέρνησης αφορούν ενέργειες μόνο και όχι απόψεις, με ευλάβεια θεωρώ ότι η πρόθεση του συνόλου του [..] λαού -όπως αποτυπώνεται στη νομοθεσία του- είναι ότι δεν θα πρέπει να θεσμοθετηθεί κανένας κανόνας δικαίου για την καθιέρωση της θρησκείας ή την απαγόρευση της ελεύθερης άσκησής της, δημιουργώντας έτσι ένα τείχος διαχωρισμού μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους».
H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.