του Αργύρη Χατζηηλία, ερευνητή στην ομάδα «Πολιτική & Διεθνείς Σχέσεις»

Το ζήτημα των γερμανικών οφειλών απασχολεί έντονα την κοινή γνώμη τόσο της Ελλάδας όσο και άλλων κρατών που επλήγησαν από την ναζιστική λαίλαπα κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ιδιαίτερη έμφαση αποκτά το ζήτημα δεδομένης της στάσης της Γερμανίας, η οποία προσπαθεί με νομικά και ρητορικά τεχνάσματα, να απαλλαγεί από την υποχρέωση των βαρών που την ακολουθούν εδώ και 75 χρόνια. Τούτο θα αποδειχθεί και με την παρούσα έρευνα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών εμφανίζεται διαχρονικά καθώς τα τελευταία χρονιά έρχεται στο προσκήνιο μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση και φαίνεται να αποτελεί προεκλογική τουλάχιστον δέσμευση πολλών ελληνικών κυβερνήσεων.

Ποιες είναι λοιπόν οι λεγόμενες γερμανικές οφειλές; Τι εννοούμε με τον ορό; Ποιες οι διαφορές των επιμέρους ειδών που προκύπτουν; Έχουν γίνει μέχρι σήμερα προσπάθειες; Που κατέληξαν; Πως πλαισιώθηκαν στο παρελθόν αλλά και στο παρόν οι σχέσεις των δυο κρατών δεδομένου του ενυπάρχοντος αυτού αγκαθιού; Όλα αυτά είναι ερωτήματα που θα απαντηθούν μέσα από αυτήν την μελέτη.

Ορισμός γερμανικών οφειλών

Αναφερόμενοι στον όρο «γερμανικές οφειλές» εννοούμε τις υποχρεώσεις που κατά τον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο, δημιούργησε το ναζιστικό Γ’ Ράιχ με τις πράξεις του απέναντι στην Ελλάδα. Οι οφειλές αυτές χωρίζονται σε τουλάχιστον τέσσερις κατηγορίες: α) τις αποζημιώσεις για εγκλήματα πολέμου[1], β) το κατοχικό δάνειο[2], γ) τις επανορθώσεις[3] και δ) τις αρχαιότητες που κλάπηκαν κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Αν και εξίσου σημαντικό, το θέμα των αρχαιοτήτων δεν επηρεάζει τις διεθνείς σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας με τον ίδιο τρόπο που τις επηρεάζουν οι συζητήσεις πάνω στα πρώτα τρία θέματα. Δεδομένης της σύγχυσης λοιπόν που παρατηρείται για τους παραπάνω όρους, καλό θα ήταν να γίνουν κατανοητοί μέσω μια σύντομης ιστορικής αναδρομής.

Τα γεγονότα του πολέμου

Τέλη Μαρτίου 1941. Τελικώς, μετά την αποτυχία της Ιταλίας, οι ναζί κατακτούν την Ελλάδα ολοκληρώνοντας το σχέδιο Marita.[4] Η χώρα χωρίζεται σε ιταλική, βουλγαρική, και γερμανική ζώνη κατοχής.

Αρχίζει λοιπόν έτσι ένα συστηματικό σχέδιο αφαίμαξης της Ελλάδας. Η Ελλάδα παρά τον αποκλεισμό που υποβλήθηκε από τους Βρετανούς (όπως άλλωστε είχε γίνει και με κάθε άλλη κατακτημένη χωρά της Ευρώπης), υπολογιζόταν πως θα μπορούσε να θρέψει τους πολίτες της αν το κράτος συνέλεγε και διένειμε τα τρόφιμα με δελτίο[5]. Ένα μεγάλο παρά ταύτα μέρος της παραγωγής της χωράς τροφοδοτούσε της στρατιές του Rommel στην Αφρική[6]. Οι ναζί άφησαν τον ελληνικό λαό να λιμοκτονήσει. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά του Ερυθρού Σταυρού, 250.000-300.000 θάνατοι καταγράφονται από πεινά στο διάστημα μεταξύ 1941-1943[7]. Η λεηλασία την οποία υπέστη η Ελλάδα επεκτάθηκε σε πολλούς τομείς πέραν της γεωργίας. Κατασχέθηκαν επίσης πρώτες ύλες για την κίνηση της γερμανικής μηχανής και ακόμα και αντικείμενα ιδιωτών που κλάπηκαν από Γερμανούς.[8]

Ο ναζιστικός στρατός επίσης συντηρούταν από έξοδα της τράπεζας της Ελλάδος και του ελληνικού δημοσίου όπως μαθαίνουμε από σειρά συμφωνιών[9] που υπογράφηκαν μεταξύ Βερολίνου και ελληνικής κυβέρνησης Quisling[10]. Το παραπάνω είναι το λεγόμενο κατοχικό δάνειο. Το Γερμανικό κράτος δανείστηκε ένα χρηματικό ποσό από την Τράπεζα της Ελλάδος και χρησιμοποίησε ένα άλλο για τα έξοδα κατοχής από τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Σύμφωνα με τα πορίσματα της απόρρητης έκθεσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του 2013, το κατοχικό δάνειο ανέρχεται στα 10 δισεκατομμύρια 340 εκατομμύρια ευρώ.

Τα λεγόμενα εγκλήματα πολέμου και οι επανορθώσεις που ζητούνται, αναφέρονται στις τακτικές εξόντωσης και τρομοκρατίας του ελληνικού λαού από τις γερμανικές δυνάμεις με απώτερο σκοπό τον έλεγχο των πολιτών και την εξάλειψη κάθε είδους αντίστασης. Χαρακτηριστικά τέτοιων τακτικών αποτελούν οι διαταγές του Γερμανού στρατηγού Kurt Student στην Κρήτη: «1) Εκτελέσεις. 2) Αναγκαστικές επιτάξεις. 3) Κάψιμο των χωρίων. 4) Εξόντωση του άρρενα πληθυσμού όλης της περιοχής… Όλες οι επιχειρήσεις πρέπει να διεξαχθούν με μεγάλη ταχύτητα, αφήνοντας κατά μέρος όλες τις τυπικότητες και οπωσδήποτε χωρίς την συγκρότηση εκτάκτων Δικαστηρίων.».[11]

Οι ακόλουθες θηριωδίες βασίζονταν στην λογική της συλλογικής ευθύνης και ήταν αντίποινα για την αντίσταση που έδειχναν οι ελληνικές αντάρτικες ομάδες: 511 άνδρες εκτελέστηκαν στα Καλάβρυτα. 218 χωρικοί ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλλου στο Δίστομο. 200 όμηροι από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου στην Καισαριανή. 318 χωρικοί στους Πύργους Κοζάνη. 215 χωρικοί στην Κλεισούρα Μακεδονίας. Και τα νούμερα συνεχίζουν να ανεβαίνουν.

Οι σχέσεις των χωρών από το 1940 μέχρι και το 1995 με επίκεντρο τις γερμανικές οφειλές

Παραδόξως, η μόνη μεγάλη διπλωματική ρήξη Ελλάδας Γερμανίας από το 1940 έως και σήμερα, παρατηρείται κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής (1941-1944).

Κατά το διάστημα αυτό, η Γερμανία εγκατέστησε κυβερνήσεις Quisling στην Ελλάδα (κυβερνήσεις δηλαδή που συνεργάζονταν με τον εχθρό, την Γερμανία) μιας και δεν επιθυμούσε να την κάνει μέλος της επικράτειας της όπως έγινε για παράδειγμα στην περίπτωση της Πολωνίας. Τρεις ήταν οι κυβερνήσεις – μαριονέτες που διετέλεσαν σε αυτήν την περίοδο, μια υπό τον στρατηγό Τσολάκογλου, μια υπό τον καθηγητή Λογοθετόπουλο και μια από τον πολιτικό Ράλλη. Αυτές δεν είχαν την ικανότητα να ασκήσουν εξωτερική πολιτική μιας και δεν υπήρχε καν υπουργός εξωτερικών καθώς δεν διορίστηκε ένας από το γερμανικό Ράιχ[12]. Οι κυβερνήσεις αυτές έπρατταν σύμφωνα με το συμφέρον του άξονα. Υπήρχε παράλυτα αυτοεξόριστη ελληνική κυβέρνησή στην Αίγυπτο που συνέχιζε να αγωνίζεται κατά των δυνάμεων του άξονα στο πλευρό των συμμάχων.

Κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, Ελλάδα και Γερμανία βρέθηκαν κοντά η μια στην άλλη πάρα το πρόσφατο παρελθόν. Αυτό συνέβη στα πλαίσια του ψυχρού πολέμου και της μάχης κατά του κομμουνισμού. Οι πρώτες μεταπολεμικές ελληνικές και γερμανικές κυβερνήσεις θέλησαν να προσεγγίσουν η μια την άλλη με τα οικονομικά συμφέροντα να έχουν κύριο ρολό στο γεγονός αυτό[13]. Η Ελλάδα αποτελούσε τόσο έναν ατέρμονο επενδυτικό παράδεισο όσο και έναν σημαντικό σύμμαχο στο ΝΑΤΟ λόγω της στρατηγικής της θέση σε σχέση με την Σοβιετική Ένωση. Η Γερμανία από την άλλη αποτελούσε για την Ελλάδα έναν επενδυτή και έναν προμηθευτή για να σταθεί η χωρά και πάλι στα πόδια της. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως σε υψηλό επίπεδο πραγματοποιήθηκαν πλήθος επισκέψεων από του ηγέτες των χωρών και υπογράφηκαν εμπορικές συμφωνίες. Η πίστη της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή ιδέα βοήθησε επίσης στην στήριξη της από την πλευρά της Ελλάδας. Οι συντηρητικές τουλάχιστον κυβερνήσεις Καραμανλή και Παπάγου, υποστήριζαν την συνένωση της Γερμανίας και ήταν κοντά ιδεολογικά με τον τότε καγκελάριο της Γερμανίας Κόνραντ Άντεναουερ. Τον Νοέμβριο του 1958, δόθηκε ακόμα και οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα με μορφή δανείου ύψους 200 εκατομμυρίων μάρκων την στιγμή που λόγω του κυπριακού, παρόμοιες προσεγγίσεις σε άλλες δυτικές χώρες δεν έγιναν αποδέκτες. Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφερθεί, πως η προσέγγιση αυτή το 1958 οδήγησε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να ψηφίσει νόμο και προεδρικό διάταγμα στην βουλή, με τα οποία η Ελλάδα παραιτούνταν από τη δίωξη εγκληματιών πολέμου και εξέδιδε στην Γερμανία τον Max Meten, τον σφαγέα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης[14].

Ωστόσο,η Ελλάδα όμως δεν παραιτήθηκε από την επιδίωξη των επανορθώσεων και του κατοχικού δάνειου, γεγονός που οδήγησε τις σχέσεις των δυο κρατών ανά καιρούς σε τριβές. Σε κάθε περίπτωση που η χωρά έφερνε το  θέμα στο προσκήνιο, η γερμανική πλευρά ισχυριζόταν πως δεν έχει καμία υποχρέωση ακόμα και να μιλήσει για το συγκεκριμένο θέμα μέχρι την επανένωση της και την υπογραφή συνθήκης ειρήνης (Friedensabkommen) σύμφωνα με την συμφωνία του Λονδίνου της 27ης Φεβρουαρίου 1953.

Εξαίρεση στο ζήτημα των αποζημιώσεων αποτελεί η εθελουσία επανόρθωση που αποφάσισε να καταβάλει η Γερμανία στην Ελλάδα ύψους 115 εκατομμυρίων μάρκων στης 18 Μαρτίου 1960 για τα θύματα του εθνοσοσιαλισμού[15].

Στα επόμενα χρονιά, η ελληνική κυβέρνηση έφερνε με κάθε ευκαιρία το θέμα επί τάπητος και ουδέποτε παραιτήθηκε από τις αξιώσεις της. Μερικά μόνο παραδείγματα είναι τα έξης: το 1964 o οικονομικός σύμβουλος της κυβέρνησης Α. Αγγελόπουλος. Το 1965, ο τότε βουλευτής της Ένωσης Κέντρου Αντρέας Παπανδρέου. Το 1966, ο υπουργός προεδρίας της κυβέρνησης, Στέφανος Στεφανόπουλος. Το 1966 και πάλι, ο υπουργός εξωτερικών, Ι. Τούμπας. Τέλος το 1974, ο υπουργός συντονισμού, Ξενοφών Ζολώτας[16].

Μέχρι το 1990 και την επανένωση της Γερμανίας, η Ελλάδα επωφελείται από τα επενδυτικά ταμεία της ΕΟΚ και τον κοινοτικό προϋπολογισμό γενικότερα στα οποία κυρίαρχος μέτοχος ήταν η Γερμανία. Το επιχείρημα της αποπληρωμής των υποχρεώσεων της Γερμανίας με αυτόν τον τρόπο απέναντι στην Ελλάδας ήρθε στο προσκήνιο μετά την επανένωση της Γερμανίας. Τα χρήματα βέβαια αυτά σε μεγάλο μέρος τους γύρισαν στην Γερμανία καθώς τις υποδομές και αλλά έργα τα οποία χρειαζόταν η χωρά, ανέλαβαν γερμανικές επιχειρήσεις[17].

Στις 12 Σεπτεμβρίου 1990 υπογράφεται στην Μόσχα η λεγομένη «Συνθήκη  για την τελική ρύθμιση όσων αφορά την Γερμανία» μεταξύ των νικητών του Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και των δυο Γερμανιών. Δίνεται όμως μεγάλη προσοχή στον τίτλο και στο κείμενο της συνθήκης. Πουθενά δεν χρησιμοποιείται η λέξη «Friedensabkommen» δηλαδή, «Συνθήκη Ειρήνης».

Χρησιμοποιήθηκε δηλαδή ένα νομικό τέχνασμα, ώστε να μην εγερθούν αξιώσεις για αποζημιώσεις και επανορθώσεις ακόμα και μετά την επανένωση, καθώς τεχνικά, δεν έχει υπογραφεί συνθήκη ειρήνης. Οι Γερμανοί δεν θεώρησαν την συμφωνία αυτή ως Συνθήκη Ειρήνης, συνεπώς το δικαίωμα τους να μείνει το θέμα ως έχει, παραμένει αμετάβλητο με βάση την συμφωνία του Λονδίνου.

Ιστορικά αυτήν την περίοδο, οι σχέσεις των δυο κρατών είναι καλές αφού βρίσκονται στην ίδια ευρωπαϊκή οικογένεια, τα ζητήματα όμως του πολέμου εκκρεμούν ακόμα.

Προσεγγίσεις από την Ελλάδα για τα ζητήματα αυτά έγιναν τόσο το 1991 από τον τότε υπουργό εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά σε επίσημη συνάντηση του με τον ομόλογο του H.-D. Genscher, όσο και με πρωτοβουλία του τότε πρωθυπουργού της χωράς Ανδρέα Παπανδρέου, από τον πρεσβευτή της Ελλάδας στη Βόννη Ι. Μπουρλογιάννη-Τσαγκαρίδη στις 14 Νοεμβρίου 1995 με ρηματική διακοίνωση που αφορούσε το κατοχικό δάνειο και την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την διευθέτηση της αποπληρωμής του. Οι επαφές αυτές δεν είχαν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα[18].

Η εκδίκαση του γερμανικού κράτους και η ετεροδικία

Μια μεγάλη προσπάθεια για την διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών άρχισε 15 μέρες μετά την διακοίνωση Παπανδρέου. Η προσπάθεια αυτή άρχισε  από Έλληνες πολίτες και όχι από την ελληνική κυβέρνηση. Επιζώντες της σφαγής του Δίστομου και συγγενείς των θυμάτων καταφεύγουν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λιβαδειάς με αγωγή κατά του γερμανικού κράτους για την αποζημίωση τους για εγκλήματα πολέμου. Το Πρωτοδικείο τελικώς θα τους δικαιώσει επιδικάζοντας αποζημίωση πάνω από 22 εκατομμύρια ευρώ. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Λιβαδειάς είχε ουσιαστικά δικάσει το γερμανικό κράτος για πράξεις που έκαναν οι ένοπλες δυνάμεις του κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας εν καιρώ πολέμου.

Η Γερμανία, επικαλούμενη την αρχή της ετεροδικίας του διεθνούς δίκαιου[19], ασκεί απευθείας αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, υποστηρίζοντας πως κανένα εθνικό δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα και την ικανότητα να δικάσει το γερμανικό δημόσιο στο σύνολο του για πράξεις του. Το μόνο αρμόδιο για μια τέτοια πράξη, θα ήταν ένα γερμανικό δικαστήριο.

Το ζήτημα φθάνει στον Άρειο Πάγο, η ολομέλεια του οποίου, τον Μάιο του 2000 αναγνωρίζει πως πράγματι η Γερμανία φέρει ευθύνη για όσα συνέβησαν. Η στασιμότητα του θέματος όμως οδήγησε τους Έλληνες πολίτες να διεκδικήσουν την αποζημίωση τους μέσω κατασχέσεων περιουσιών του γερμανικού δημοσίου στην Ελλάδα. Και εδώ όμως προσκρούουν πάνω σε έναν νόμο της Μεταξικής νομοθεσίας που προβλέπει πως για να πραγματοποιηθεί μια τέτοια ενέργεια θα πρέπει να υπάρχει η προσυπογραφή του υπουργού δικαιοσύνης[20]. Το πολιτικό κόστος μια τέτοιας ενέργειας είναι προφανές και γίνεται με αυτόν τον τρόπο κατανοητό το γιατί μια τέτοια πράξη δεν έχει ποτέ δρομολογηθεί. Οι υπουργοί δικαιοσύνης, πολύ απλά, δεν θα έθεταν σε ρίσκο την θέση τους και τις διπλωματικές σχέσεις των δυο κρατών για αυτόν τον λόγο.

Η υπόθεση θα συνεχιστεί στο εξωτερικό, στο εφετείο της Φλωρεντίας, το οποίο δικαιώνει και αυτό με την σειρά του τους Έλληνες πολίτες.

Η Γερμανία επικαλούμενη και πάλι τον θεσμό της ετεροδικίας, θα καταφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης εναντίον της Ιταλίας. Εκεί δικάστηκαν τόσο η υπόθεση του Διστόμου όσο και παρόμοιες υποθέσεις που διαδραματίστηκαν σε ιταλικό έδαφος και αφορούσαν εγκλήματα πολέμου των Γερμανών. Στην Χάγη, η Ελλάδα καταφέρνει να παρέμβει στην δική ως μη διάδικος. Τελικώς το δικαστήριο παρότι αναγνώρισε ότι επρόκειτο για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας τα οποία δεν παραγράφονται και ότι η Γερμανία έχει ευθύνη για τις πράξεις του Γ’ Ράιχ, επιβεβαιώνει τον κανόνα της ετεροδικίας και συμβουλεύει τα κράτη να ακολουθήσουν τον δρόμο των διμερών διαπραγματεύσεων[21].

Συμπεράσματα

Επιστρέφοντας στα όσα λέχθηκαν στην αρχή του κειμένου και κάνοντας και πάλι τον διαχωρισμό:

αποζημιώσεις για εγκλήματα πολέμου και οι επανορθώσεις, είναι θέματα που πρέπει να συζητηθούν σε διμερές επίπεδο και έχουν νομικά κολλήσει. Όσο η Γερμανία δεν κάθετε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, είναι καλυμμένη από νομικής πλευράς.

Όσων αφορά όμως το κατοχικό δάνειο, πρέπει να προσεγγιστεί με διαφορετικό τρόπο. Το δάνειο είναι μια τραπεζική πράξη[22]. Αυτό το ποσό, η Ελλάδα δικαιούται να το διεκδικήσει. Οι δηλώσεις Σταινμάιερ στις 10ης Φεβρουάριου 2015 σύμφωνα με τις οποίες «όλα τα ζητήματα που αφορούν τις γερμανικές αποζημιώσεις, συμπεριλαμβανομένου και του κατοχικού δάνειου, έχουν νομικά κλείσει» αντιπροσωπεύουν την πάγια θέση της Γερμανίας για τις οφειλές απέναντι στην Ελλάδα. Οι δηλώσεις αυτές όμως παραμένουν αστήριχτες και καινές.

Ανεξαρτήτως πολιτικών σκοπιμοτήτων, διεθνών σχέσεων, νομικών κόλπων και ηθικής, το γεγονός παραμένει. Οι Έλληνες δεν έχουν πλήρως αποζημιωθεί για την ολοκληρωτική καταστροφή που υπέστη η χωρά από τα στρατεύματα κατοχής.


[1] Δηλαδή την αποζημίωση ιδιωτών για τις παραβιάσεις του δίκαιου του πολέμου από τον γερμανικό στρατό.

[2] Για το δάνειο έχουν διατυπωθεί δεκάδες εκτιμήσεις ανά τα 70 χρονιά από το τέλος του πολέμου. Στην ερευνά αυτήν θα χρησιμοποιηθούν τα πιο επίκαιρα στοιχεία που έχουμε στην διάθεση μας. Τα πορίσματα της απόρρητης έκθεσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (2013)

[3] Αναφέρονται στις υλικές ζημίες που υπέστη το ελληνικό κράτος στο σύνολο του. Και πάλι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της απόρρητης έκθεσης του γενικού λογιστηρίου του κράτους (2013), αυτές ανέρχονται στα 332 δισεκατομμύρια ευρώ.

[4] Ακόμα και ο ίδιος ο Hitler εμφανίζεται εντυπωσιασμένος από την αντίσταση των Ελλήνων που ήταν ήδη εξουθενωμένοι από τον πόλεμο ενάντιων της Ιταλίας(Mazower: 158).

[5] (Mazower: 26)

[6] Ο στρατός του Rommel, «Africa Korps», υπολογίζεται ότι τροφοδοτούνταν κατά ¾ από την Ελληνική παραγωγή (Γρηγοριάδης: 86).

[7] (Helger: 618 – 15), (Mazower: 41)

[8] Ο μουσικολόγος Μίνως Δούνιας έγραφε: «Αδειάζουν τα σπίτια απ’ ότι τους χτυπάει στο μάτι… Από τα φτωχόσπιτα της επαρχίας έκλεψαν τα σεντόνια και τις βελέντζες. Από άλλες κατοικίες άρπαξαν ελαιογραφίες και αφαίρεσαν και αυτά τα μετάλλινα πόμολα της πόρτας» (Ντελόπουλος: 50, citato από τον Mazower: 50 της ελληνικής έκδοσης).

[9] Συμφωνία της Ρώμης (14 Μαρτίου 1942), κατά την οποία προβλεπόταν να δίνεται 1,5 τρισεκατομμύρια δραχμές μηνιαίως από την Τράπεζα της Ελλάδος, σε Γερμανία και Ιταλία. Το ποσό αυτό θα χωριζόταν σε 7,5 τρισεκατομμύρια δραχμές για κάθε χώρα. Συμφωνία των Αθηνών (1-2 Δεκεμβρίου 1942), κατά την οποία το προηγούμενο ποσό αυξήθηκε σε 8 τρισεκατομμύρια δραχμές (Μίντσης: 41).

[10] Η λέξη Quisling προέρχεται από το όνομα του Νορβηγού στρατηγού και πολιτικού Vidkun Quisling,  ο οποίος συνεργάστηκε με το γερμανικό καθεστώς κατά τον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Από τότε είναι συνώνυμη με τον ορό «προδότης».

[11] (Bundesarchiv και Militararchiv, RH – 28-5/46, «Vergeltungs-massnahmen», 31 Μαΐου 1941, citato από τον Mazower: 173, 394)

[12] (Μίντσης: 34)

[13] (Αποστολόπουλος: 2)

[14] Νομός υπ’ αριθ. 3933 του 1959 Περί αναστολής διώξεως εγκληματιών πολέμου και Νομοθετικό Διάταγμα υπ’ αριθ. 4016 του 1959 Περί τροποποιήσεως της περί εγκλημάτων πολέμου νομοθεσίας.

[15] (The Times-London, 21.3.1960, citato από τον Αποστοπόλουλο: 5)

[16] Αναλυτική περιγραφή των διπλωματικών αυτών προσεγγίσεων κάνει ο Ηλιαδάκης (:199 et seq.)

[17] (Αποστολόπουλος: 11)

[18] (Μίντσης: 117)

[19] Η Αρχή της Κυριαρχικής Δικαστικής Ασυλίας ή αλλιώς γνωστή ως Ετεροδικία των Κρατών, αποτελεί έναν θεσμό του Διεθνούς και Δικονομικού Δίκαιου που προβλέπει πως τα κράτη έχουν ασυλία μπροστά στα εσωτερικά δικαστήρια των υπολοίπων κρατών. Βασίζεται στην αρχή «par in parem non habet jurisdictionem» ( Brownlie 1990:324).

[20] Πρόκειται για το άρθρο 923 που βρίσκεται στο όγδοο βιβλίο του Κώδικα Πολιτική Δικονομίας, στις αναγκαστική εκτέλεση, στο κεφάλαιο 1, και στις γενικές διατάξεις και προβλέπει πως «Αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού της Δικαιοσύνης».

[21] Στην Χάγη, οι δικαστές βρέθηκαν να προβληματίζονται με δυο είδη κανόνων του Διεθνούς Δίκαιου. Με εκείνους του αναγκαστικού δίκαιου, που είναι το δίκαιο που όλα τα κράτη ανεξαρτήτως έχουν την υποχρέωση να ακολουθούν, και με εκείνους του εθιμικού δίκαιου, που και πάλι είναι πρακτικές που απλώς τα κράτη ακολουθούν και αφού μια πρακτική επαναληφθεί για αρκετές φορές, τα υπόλοιπα κράτη έχουν την υποχρέωση να τους ακολουθήσουν καθώς δημιουργείται το λεγόμενο «έθιμο». Η Γερμανία παραβίασε κανόνα αναγκαστικού δίκαιου παραβιάζοντας τα ανθρωπινά δικαιώματα, το δίκαιο του πολέμου και κάνοντας εγκλήματα κατά τις ανθρωπότητας. Η αρχή της ετεροδικίας όμως είναι κανόνας εθιμικού δικαίου. Έτσι για να παρθεί μια απόφαση έπρεπε να συγκριθούν δυο ανόμοια πράγματα, ένας όπως τον αποκάλεσε «ουσιαστικός κανόνα» και ένας «διαδικαστικός κανόνας». Το δικαστήριο τελικά αποφάσισε πως η ίδια η φύση της δίκης χαρακτηριζόταν από την ετεροδικία οπότε θεώρησε πως η Ιταλία ήταν εκείνη που παραβίασε το Διεθνές Δίκαιο ανακηρύσσοντας τον εαυτό της αρμόδιο να δικάσει το γερμανικό δημόσιο (Ρούκουνας: 440-451).

[22] (Αποστολόπουλος: 11)


Βιβλιογραφία

  1. Mazower, M. (2001). Inside Hitler’s Greece. New Haven [Conn.]: Yale University Press.
  2. Γρηγοριάδης, Σ. (1986). Συνοπτική Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης. 3rd ed. Αθήνα: Καπόπουλος.
  3. Ηλιαδάκης, Τ. (1997). Οι Επανορθώσεις και το Γερμανικό Κατοχικό Δάνειο. 1st ed. Αθήνα: Πελασγός.
  4. Μίντσης, Γ. (1998). Εγκλήματα Πολέμου και Αποζημιώσεις. 1st ed. Αθήνα – Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σακκούλα.
  5. Brownlie, I. (1991). International law and use of force by states. Oxford: Clarendon Press.
  6. Χατζηκωνσταντίνου, Κ., Αποστολίδης, Χ. and Σαρηγιαννίδης, Μ. (2014). Θεμελιώδεις Έννοιες στο Διεθνές Δημόσιο Δίκαιο. 2nd ed. Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σακκούλα.
  7. Ρούκουνας, Ε. (2015). Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο. 2nd ed. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη ΑΕΒΕ.
  8. Καρεκλάς, Ι. (2014). Διεθνές Δίκαιο με Έμφαση στο Δίκαιο του Πολέμου. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη ΑΕΒΕ.

Διατριβές

  1. Αποστολόπουλος, Δ. (2014). Συνέχειες, ασυνέχειες, ρίξεις στη σχέση Ελλήνων-Γερμανών: από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατοχή στον Ψυχρό Πόλεμο και την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Διδάκτωρ. Τεχνικό πανεπιστήμιο Βερολίνου, Τμήμα ιστορίας
  2. Πασπάτης, Α. (2016). Οι γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Διπλωματική εργασία. Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Τμήμα Νομικής, Τομέας Διεθνών Σπουδών.

Άρθρα

  1. Περράκης, Σ. (2012). Η Ελλάδα στην Χάγη. [online] Foreign Affairs the Hellenic Edition. Available here. [Accessed 18 Nov. 2018].

Ιστοσελίδες

  1. Dsa.gr. (2018). Άρθρο 923: Κατά αλλοδαπού δημοσίου | Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών. [online] Available here.[Accessed 19 Nov. 2018].

Τηλεοπτικά Ντοκιμαντέρ

  1. Μια Γερμανική λέξη από «F». (2015). Directed by Α. Λουκάκος. Τηλεοπτικό Ντοκιμαντέρ: Mega TV.

Κρατικά Έγγραφα

  1. Υπουργείο Οικονομικών, Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (2013). ΑΠΟΡΡΙΤΗ ΕΚΘΕΣΗ της ομάδας εργασίας για την έρευνα των αρχείων του Γ.Λ.Κ. που αναφέρονται στον Α’ και Β’ παγκόσμιο πόλεμο.
  2. ΦΕΚ 31 Τεύχος Α’/ 19.2.1959 Ν. 3933/1959 Άρθρον μόνον
  3. ΦΕΚ 237 Τεύχος Α’/ 3.11.1959 Ν.Δ. 4016/1959