από την Γεωργία Αναγνωστάκη, ερευνήτρια της ομάδας «Πολιτική & Διεθνείς Σχέσεις»
Ο όρος πολιτική ορθότητα έκανε την εμφάνισή του στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με αρχές του 1990, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αντίστοιχη συμπεριφορά δεν είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Η γλώσσα έχει την τάση να μεταβάλλεται ανά τα χρόνια, δημιουργώντας μια ακολουθία επιρροής με τις κοινωνικές δομές: πότε η κοινωνία επηρεάζει την γλώσσα και πότε η γλώσσα την κοινωνία; Για πολλούς, η πολιτική ορθότητα καλείται να κάνει το δεύτερο. Μεγάλος αριθμός υποστηρικτών της ισχυρίζεται πως πρόκειται για μια εθελούσια νόρμα όπου καθένας θέτει τον εαυτό του υπόλογο των λεκτικών του επιλογών, αποσκοπώντας σε μια πιο συμπεριληπτική (inclusive) επικοινωνία και κατ’ επέκταση κοινωνική συμπεριφορά (Vox: Explained, ep.17, 2018). Οι επικριτές/αντίπαλοι της εν λόγω ιδέας δεν ασπάζονται (ενίοτε) ούτε τον σκοπό ούτε και τα μέσα που χρησιμοποιούν οι «πολιτικά ορθοί» για να ευαγγελίσουν την πολιτική ορθότητα. Κι ενώ τον προηγούμενο αιώνα η έννοια συσχετιζόταν επί το πλείστον με χώρους πανεπιστημίων, σήμερα έχει μπει στο παιχνίδι αυτής της διαμάχης και η πολιτική. Πιο συγκεκριμένα, η πολιτική ορθότητα φαίνεται να έχει επηρεάσει τον πολιτικό λόγο και την πολιτική σκηνή, κυρίως ως κομμάτι της πολιτικής επικοινωνίας και των νέων τάσεων που τη διαμορφώνουν (μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Ύστερα από περίπου τρεις δεκαετίες «ζωής», η πολιτική ορθότητα αρχίζει να μελετάται σε πλαίσια κοινωνικής ψυχολογίας, πολιτικών ιδεολογιών, επικοινωνίας, γενόμενη αντικείμενο διαμάχης ή πολύ συχνά όπλο σε δημόσιες συζητήσεις περί σοβαρών ζητημάτων, όπως το μεταναστευτικό και η προσφυγική κρίση, το κίνημα Black Lives Matter και ο φεμινισμός (μόλις ελάχιστα παραδείγματα). Πώς λοιπόν έχει επηρεάσει η πολιτική ορθότητα τον πολιτικό λόγο και την πολιτική επικοινωνία; Ποια η παρουσία της στην καθημερινή ζωή και ποια η αξία της; Πώς εξηγείται το φαινόμενο Trump ως απόφυση της πολιτικής ορθότητας (ή μάλλον της κριτικής της);
Τι εννοούμε με τον όρο Πολιτική Ορθότητα και πώς προέκυψε;
a. Η Πολιτική Ορθότητα ως απόρροια των κοινωνικών αλλαγών του 20ου αιώνα.
Ο προηγούμενος αιώνας μας άφησε με πολλές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Στον χάρτη, εθνικά σύνορα άλλαξαν, ιδεολογικοί χρωματισμοί κρατών μεταβλήθηκαν από τα άκρα προς το κέντρο, οι δημοκρατίες πλήθυναν (Fukuyama, 2018). Ωστόσο και στο εσωτερικό των κρατών παρατηρήθηκε, κυρίως στη νομολογία, μια αλλαγή προς μια κοινωνία πιο ευρεία, που αγκαλιάζει και αποδέχεται μειονότητες και περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες, γυναίκες, μετανάστες, Αφροαμερικανούς και (με την αυγή αυτού του αιώνα) άτομα της ΛΟΑΤΚΙ (LGBTQI) κοινότητας. Αυτή η τάση ήρθε ως αποτέλεσμα μεταβολών στις δομές και τα θεμέλια της κοινωνίας (πχ η είσοδος των γυναικών στους χώρους εργασίας και το φεμινισμό) αλλά με τη σειρά της προκάλεσε ένα νέο κύμα μεταβολών. Συγκεκριμένα, άλλαξαν τα δημογραφικά στους χώρους εργασίας, στις αίθουσες πανεπιστημίων, στην πολιτική. Κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 έβλεπες στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα[1] περισσότερες γυναίκες και ανθρώπους χρώματος, εξισορροπώντας τα ποσοστά σε σύγκριση με το στερεοτυπικό ποσοστό λευκών αρσενικών φοιτητών ή/και κατ’ επέκταση λευκών αρσενικών εργαζομένων. Αυτή η εξισορρόπηση ανέδειξε μια νέα δυναμική διαδικασία συζητήσεων για ευρέα θέματα σεξιστικού ή φυλετικού (για παράδειγμα) προσανατολισμού, δημιουργώντας ίσως την ανάγκη χρήσης μιας πιο φιλικής γλώσσας που θα σέβεται τα νέα δημογραφικά δεδομένα στον εκάστοτε χώρο. (Vox: Explained, ep.17, 2018)
Ωστόσο, παρά την εισαγωγή νέων νομικών πρακτικών που ανταποκρίνονταν σε αυτή την τάση κοινωνικής «ανακούφισης» και συμπερίληψης/συμπεριληπτικότητας, η ουσία δεν είχε ενσωματωθεί στους κόλπους της κοινωνίας και της οικονομίας, ενώ παράλληλα υπήρχαν άνθρωποι που έβλεπαν μια ανάγκη στη μεταβολή του τρόπου που μιλάμε για ορισμένες ομάδες ή ζητήματα. Έτσι ουσιαστικά γεννήθηκε ο όρος «πολιτική ορθότητα», θέλοντας να περικλείσει αυτή τη νέα τάση αντικατάστασης λεξιλογικών όρων και εισαγωγής καινών πρακτικών και πολιτικών που θα ανακουφίζουν τέως ιστορικές και κοινωνικές πληγές που είχαν ως επίκεντρο διακρίσεις σε βάρος μειονοτικών ή ευπαθών ομάδων του πληθυσμού. Στην πράξη, η πολιτική ορθότητα πήρε μεγάλες διαστάσεις, αρχικά στις πανεπιστημιουπόλεις και σταδιακά στο σύνολο της κοινωνίας, κυρίως από το 2014 κι ύστερα . Κι ενώ ο πυρήνας αυτής της νόρμας βασίζεται στην εθελούσια προσπάθεια των πολιτών να γίνουν πιο κοινωνικά ευαισθητοποιημένοι προς «το άλλο» (αν μου επιτρέπεται η έκφραση), υπάρχουν ορισμένα εξτρεμιστικά στοιχεία που προκαλούν εναντίωση και αποστροφή από μεγάλη μερίδα τόσο υποστηρικτών της πολιτικής ορθότητας όσο και των επικριτών της (anti-PC). Πολλές φορές λοιπόν η πολιτική ορθότητα ταυτίζεται με λογοκρισία, απολυταρχική συμπεριφορά και απειλή κατά της ελευθερίας του λόγου[2]. Άλλες περιγραφές της πολιτικής ορθότητας από τους επικριτές της την παρουσιάζουν σαν εργαλείο μιας διεφθαρμένης και ολοκληρωτικής κυβέρνησης, σαν ένα παρακλάδι του παρεμβατικού φιλελευθερισμού (pervasive liberalism)[3].
b. Η πολιτική ορθότητα ως απότοκο της πολιτικής της ταυτότητας[4].
Κατά τον 20ο αιώνα, η πολιτική βασιζόταν σε θεωρίες οργάνωσης της οικονομίας[5], σήμερα αυτό έχει αλλάξει. Η παγκοσμιοποίηση έφερε ραγδαίες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές μέσω των οποίων ανέκυψαν κοινωνίες πιο ποικιλόμορφες, με εντονότερα στοιχεία διαφορετικότητας απ’ ότι προηγουμένως. Συνεπώς, οι αριστερές ιδεολογίες άρχισαν να επικεντρώνονται σε περιθωριοποιημένες ομάδες και τα δικαιώματά τους, προωθώντας πολιτικές προστασίας τους και κάνοντας έντονη προβολή των προβλημάτων τους. Αυτή η στροφή προς την πολιτική της ταυτότητας γέννησε και την πολιτική ορθότητα (Fukuyama, 2018).
Στην Πολιτεία του Πλάτωνα, ο Σωκράτης κάνει λόγο γι’ αυτό που ονομάζει «θυμός» και περιγράφει την επιθυμία για αξιοπρέπεια, προσθέτοντας έτσι μια έννοια στην πολιτική σκέψη, πέρα από τη βασική δυτική θεώρηση πως ο άνθρωπος παρακινείται από επιθυμία για υλικά αγαθά. Ο Σωκράτης, λοιπόν, διακρίνει τον θυμό σε μεγαλοθυμία[6] και ισοθυμία[7]. Οι σύγχρονες δημοκρατίες είναι αποφύσεις της κυριαρχίας της ισοθυμίας επί της μεγαλοθυμίας, όπως διαφαίνεται από την αμερικάνικη πολιτική ιστορία περί δουλείας, εργατικών δικαιωμάτων και ισότητας των γυναικών (για να αναφέρουμε ενδεικτικά παραδείγματα). Και αργότερα, μέσα από τα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του 1960, περιθωριοποιημένες ομάδες διαμόρφωσαν μια ξεχωριστή και συλλογική ταυτότητα για τα μέλη τους, διεκδικώντας κι ενίοτε απαιτώντας τον σεβασμό αυτής από τις «κυρίαρχες» ομάδες, δηλαδή κυρίως από λευκούς άνδρες. Η πολιτική της ταυτότητας είναι μια φυσική και αναπόφευκτη απάντηση στην αδικία, ωστόσο η ισότητα υπό του νόμου που επιτεύχθηκε δεν συνεπάγεται απόλυτα και την μετάφρασή της σε οικονομική και κοινωνική ισότητα (Fukuyama, 2018).
Η διαμάχη λοιπόν για την πολιτική ορθότητα ενυπάρχει στην αλλαγή της πολιτικής κουλτούρας, αυτής της αναγνώρισης, της ταυτότητας, της διαφοράς (Fairclough, 2003). Όμως, καθώς οι υπέρμαχοι της ΠΟ την χρησιμοποιούν σαν εργαλείο εκ νέου διαμόρφωσης της σκέψης και πράξης μέσω της ανανέωσης της γλώσσας, η πρακτική που προβάλλεται από τα συντηρητικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (λογοκρισία και αυταρχισμός) καθίσταται όντως ως απειλή στην ελευθερία του λόγου. Το χειρότερο είναι πως δόθηκε πάτημα στη δεξιά για στροφή στην πολιτική της ταυτότητας (Western, 2015). Έτσι, τα δεξιά/συντηρητικά κόμματα επικαλούνται την προστασία της παραδοσιακής εθνικής ταυτότητας, συνδεδεμένης με τη φυλή (race), την εθνικότητα κλπ.
Η σύνδεση της πολιτικής ορθότητας με την επικοινωνία και τη γλώσσα και η εκλογή Trump ως απόφυσή της.
Όσον αφορά την πολιτική ορθότητα στον πολιτικό λόγο, θα πρέπει αρχικά να αναφερθούμε στη σημασία της επικοινωνίας μεταξύ πολιτικών και ψηφοφόρων, από τη μια, αλλά και μεταξύ ανθρώπων από την άλλη.
Η επικοινωνία συνοδεύει αναπόσπαστα τις κοινωνίες μας από τη στιγμή της συγκρότησής τους μέχρι και σε κάθε προοδευτική αλλαγή ή περίοδο διατήρησης του status quo. Και καθώς η πολιτική λαμβάνει χώρα στους κόλπους της κοινωνίας, η επικοινωνία καθίσταται μια σημαντική πολιτική δραστηριότητα που εισβάλλει στην εκπαίδευση, την πληροφόρηση, τη χειραγώγηση κ.α. Και η ελεύθερη ροή πληροφοριών ως κομμάτι της επικοινωνίας αποτελεί κριτήριο βάσει του οποίου τείνουμε να διακρίνουμε μεταξύ φιλελεύθερων και ανελεύθερων δημοκρατιών ή απολυταρχικών καθεστώτων. (Hague & Harrop, 2011). Με αυτό, συνδέεται ο φόβος πολλών πολιτών και επικριτών της Πολιτικής Ορθότητας περί λογοκρισίας και απολυταρχικών τάσεων της Πολιτική Ορθότητα. Άλλωστε, και η χειραγώγηση που έχει συνδεθεί με την εν λόγω έννοια είναι προϊόν της επικοινωνίας, ανάλογα με το πλαίσιο εντός του οποίου μελετάται. Για κάποιους, η Πολιτική Ορθότητα είναι ένα εργαλείο μιας αυταρχικής κυβέρνησης για να ελέγχει τους πολίτες, συνολικά και ατομικά (Kitrosser, 2017). Μια άλλη πτυχή της επικοινωνίας είναι αυτή που εκφράζεται μέσα από τον δημόσιο διάλογο: υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ αυτών που οι άνθρωποι κάνουν και με το πώς οι ίδιοι αντιλαμβάνονται, αξιολογούν και αναπαριστούν το ποιόν και το πράττειν τους, η οποία σύνδεση διαφαίνεται μέσα από το λόγο που χρησιμοποιούν (Fairclough, 2003). Η επικοινωνία/ ο λόγος είναι ένα μέσο έκφρασης και οριοθέτησης των ιδεολογιών μας που προϊδεάζει τους άλλους για τις πράξεις μας αλλά θέτει κι εμάς τους ίδιους σε ένα πλαίσιο συνειδητοποίησης τους.
Επομένως, η γλώσσα (στοιχείο της επικοινωνίας) συνδέεται άρρηκτα με τη δημιουργία κουλτούρας, και το αντίστροφο. Ένθεν και η αντίληψη των υποστηρικτών της Πολιτική Ορθότητα ότι με το να αντικατασταθούν συγκεκριμένες εκφράσεις και λέξεις με άλλες πιο «φιλικές» ή με το να καταργηθούν έθιμα και να γκρεμιστούν αγάλματα που θυμίζουν ένα συντηρητικό παρελθόν θα αλλάξει και η στάση των ανθρώπων απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα που οι παραπάνω πράξεις εύχονται να απαλύνουν. Εν μέρει, το ζήτημα της Πολιτικής Ορθότητας είναι ένα γλωσσικό ζήτημα, υπό την υπόθεση πάντα ότι η γλωσσική/λεξιλογική μεταβολή θα επιφέρει και την αντίστοιχη μεταβολή στην κουλτούρα (Fairclough, 2003).
Όσον αφορά τον πολιτικό λόγο, είναι ένα μέσο επικοινωνίας μηνυμάτων. Επί το πλείστον, πομπός ήταν ο πολιτικός και δέκτης του μηνύματος ήταν οι πολίτες, αλλιώς ψηφοφόροι. Πολιτικός λόγος όμως είναι οποιοσδήποτε λόγος πολιτικού περιεχομένου. Έχουμε λοιπόν κι άλλα σχήματα αποστολής μηνυμάτων, αυτή τη φορά με πομπό τους πολίτες ή την κοινωνία των πολιτών και δέκτες τους πολιτικούς. Σε αυτό έχει συμβάλλει πολύ η εδραιωμένη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στη «διαντίδραση», μία από τις κύριες τάσεις στην επικοινωνία κατά τον 20ο αιώνα.[8] Τα ηλεκτρονικά μέσα πληροφόρησης και επικοινωνίας προσέφεραν σε κοινωνίες που ήταν διχασμένες (πολιτικά, ταξικά, θρησκευτικά) έναν κοινό χώρο ανταλλαγής μηνυμάτων, απόψεων, καθιστώντας αυτά τα νέα μέσα φορείς εθνικής ενσωμάτωσης (Hague & Harrop, 2011). Από την άλλη, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι κατεξοχήν διαδραστικά μέσα. Δίνουν τη δυνατότητα σε πολίτες από κάθε γωνιά του πλανήτη με πρόσβαση στο διαδίκτυο τη δυνατότητα να ενημερώνονται και να σχολιάζουν, παράγοντας διάλογο, τόσο μεταξύ τους όσο και με τον πομπό του εκάστοτε μηνύματος. Συνολικά, τα social media επηρεάζουν τον πολιτικό λόγο – αυτός γίνεται πιο άμεσος, πιο απλοϊκός, πιο προσβάσιμος αλλά και πιο απρόσωπος. Ο καθένας μπορεί να αλληλοεπιδράσει με άλλους χρήστες, επιδοκιμάζοντας ή αποδοκιμάζοντας τις απόψεις που εκφράζονται, χλευάζοντας ή και προσβάλλοντας ευθέως τον πομπό. Ακόμα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δίνουν σε πολλούς χρήστες τη δυνατότητα της ταυτόχρονης και άμεσης σύνδεσης με έναν σκοπό που τους εκφράζει, προσδίδοντας μεγάλη δύναμη στον πολιτικό λόγο που μεταφέρεται μέσω αυτών. Αν ο πομπός αυτός είναι κάποιος πολιτικός, τότε υπάρχει άμεση επικοινωνία και ανταπόκριση από τους ψηφοφόρους. Έτσι, οι πολιτικοί σήμερα καλούνται να ενσωματώσουν νέες επικοινωνιακές δεξιότητες (Hague & Harrop, 2011), ώστε στις επίσημες εμφανίσεις τους να μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πολιτών, όπως αυτές διαμορφώνονται μέσα από τις νέες τάσεις: αμεσότητα, απλότητα, διαφάνεια, ταχεία ανταπόκριση και άμεση αλληλεπίδραση.
Ο πολιτικός που ανταποκρίνεται με ιδιαίτερη επιτυχία σε αυτή τη νέα τάση επικοινωνίας φαίνεται να είναι ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Donald Trump. Πέρα από την εκτεταμένη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (βλ. Twitter), ο λόγος του Trump έχει ορισμένα στοιχεία που τον καθιστούν πιο φιλικό στο κοινό που τον παρακολουθεί. Σύμφωνα κυρίως με μια ανάλυση του λόγου που εκφώνησε ο πολιτικός την ημέρα της ορκωμοσίας του, αυτός τείνει να είναι σύντομος με περιεκτικές προτάσεις και απλοϊκό λεξιλόγιο (Anon., 2018). Κοινά στοιχεία παρατηρεί κανείς και σε άλλους λόγους του ή συνεντεύξεις τύπου, όπως για παράδειγμα στον λόγο που εκφώνησε στη Montana τον περασμένο Σεπτέμβριο (Cillizza, 2018). Εκτιμάται ότι για την κατανόηση των λόγων του, απαιτείται ως μέγιστο επίπεδο μόρφωσης η γυμνασιακή. Ως προς το περιεχόμενο, οι λόγοι του Trump συγκεντρώνουν αναφορές γύρω από την Αμερική, τον λαό, το έθνος, το καθήκον του πολιτικού, ενώ κάνει συχνή χρήση νοημάτων ενότητας και του «εμείς». Μέσα από τους λόγους του προάγει τη χώρα του ως προτεραιότητα, τις έννοιες «όνειρο» και «προστασία», ενώ τείνει να χρησιμοποιεί περισσότερο αρνητικές εκφράσεις. Εν γένει, τα συναισθήματα που φαίνεται πως θέλει να εμπνεύσει είναι αυτά του φόβου, της επιτυχίας και της αφοσίωσης (Anon., 2018). Συνολικά, από τα παραπάνω στοιχεία μπορούμε να πούμε πως οι λόγοι του Trump έχουν ευρεία απήχηση, τόσο λόγω του περιεχομένου τους όσο και της απλής δομής τους[9].
Στο περιεχόμενο και τη δομή της έκφρασης του εν λόγω πολιτικού έρχεται να κολλήσει και η πολιτική ορθότητα ως ενίσχυση της εκλεξιμότητάς του. Πέρα από την ιδεολογική ταύτιση ή έστω συσχέτιση των συντηρητικών ψηφοφόρων με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, μερίδα ακαδημαϊκών υποστηρίζει πως η μαζική αντίδραση κατά της κουλτούρας της Πολιτική Ορθότητα λειτούργησε θετικά προς την εικόνα του (Repke, et al., 2017). Ήδη από την προεκλογική του εκστρατεία έδειξε ότι δεν προσαρμόζεται στη στερεοτυπική εικόνα και ομιλία που ο Αμερικανός πολίτης γνώριζε μέχρι πρότινος, γεγονός που τον έκανε πιο δημοφιλή σ’ ένα σύνολο το οποίο ένιωθε μάλλον καταπιεσμένο και παραγκωνισμένο[10]. Ανεξαρτήτως πολιτικής ιδεολογίας, μεγάλη μερίδα των πολιτών έχουν δηλώσει πως συμφωνούν με τη δήλωση Trump: «Πιστεύω πως ένα μεγάλο πρόβλημα που έχει αυτή η χώρα είναι η προσπάθεια να είμαστε πολιτικά ορθοί»[11] (Vox, 2018). Παρά τη συχνά χυδαία και προσβλητική έκφρασή του, ο Trump κερδίζει το κοινό του χάριν της αμεσότητας του λόγου του και της προκλητικότητας που προβάλλει, καθώς δείχνει πως δεν συμβιβάζεται με κοινωνικές και πολιτικές τάσεις αλλά λέει αυτό που σκέφτεται και (κατά πάσα πιθανότητα) αυτό που πρεσβεύει. Πέρα από το γεγονός ότι πλήθος πολιτών ασπάζονται τις απόψεις του περί μεταναστευτικού, περί προτεραιότητας της Αμερικής έναντι άλλων κρατών και επιστροφής σ’ ένα ένδοξο παρελθόν οικονομικής ευμάρειας και υπεροχής, ο Trump έχει γίνει σύμβολο κατά της Πολιτικής Ορθότητας εκφράζοντας σκέψεις που πολλοί πολίτες φοβόντουσαν να εκφράσουν λόγω πολιτικής ορθότητας (Guo, 2015). Άλλωστε, ο εν λόγω πολιτικός δίνει απλές λύσεις σε μεγάλα προβλήματα («αν δεν σας αρέσει η μετανάστευση, χτίστε ένα τείχος»), τις οποίες εκφράζει με αυτοπεποίθηση και δυναμισμό, προβάλλοντας εξουσία, με αποτέλεσμα να κερδίζει ένα ακροατήριο που πλέον νιώθει ασφάλεια με τα λεγόμενά του (Guo, 2015).
Συμπεράσματα
Συνδυάζοντας τα στοιχεία που παρουσιάζονται περί επικοινωνίας, γλώσσας, πολιτικής ταυτότητας, η εκλογή Trump επηρεάστηκε και από τα τρία. Δίχως να είναι πολιτικός, μοιάζει να αφουγκράστηκε σωστά τα αιτήματα τόσο των ομοϊδεατών του όσο και ψηφοφόρων άλλων παρατάξεων, ως προς το θέμα τουλάχιστον της Πολιτικής Ορθότητας. Από τη μία, η έντονη και αφιλτράριστη έκφραση του Προέδρου τραβάει την προσοχή των ΜΜΕ, καθώς όπως αναφέρθηκε λέει ό,τι σκέφτεται αψηφώντας οποιαδήποτε κριτική πάνω στον τρόπο που εκφράζεται και στις ιδέες που επικοινωνεί, γεγονός που το τον καθιστά υπέρμαχο της πολιτικής μη-ορθότητας (political incorrectness ή PIC). Το επικοινωνιακό πλεονέκτημα που προσφέρει η PIC είναι ότι καταρρίπτει το μοτίβο των καλό-κουρδισμένων πολιτικών με τους στημένους λόγους (Fairclough, 2003). Παράλληλα, οι ιδέες που προάγει ελκύουν ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό το οποίο επιθυμεί να δει μια Αμερική ως παγκόσμια υπερδύναμη μεν, με οικονομική ευρωστία στο εσωτερικό δε. Επομένως, οι πολιτικές κατά προσφύγων και μεταναστών, η επευφημία της αστυνομίας, τα ρατσιστικά σχόλια και η γέννηση ενός οράματος σπουδαιότητας και πλούτου κάνει μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος να τον υποστηρίζει, καθώς αναπολούν μέρες ενός ένδοξου παρελθόντος, όπου η θέση τους στην κοινωνία ήταν ασφαλέστερη και ισχυρότερη[12]. Και καθώς άτομα τόσο φιλελεύθερης όσο συντηρητικής ιδεολογίας αισθάνονται καταπίεση από την πολιτική ορθότητα, επόμενο είναι να στηρίξουν έναν υποψήφιο που αντιτίθεται σε αυτό που «περιορίζει» το δικαίωμά τους στην έκφραση και κατ’ επέκταση στην πράξη.
[1] Βασιζόμαστε κυρίως σε φαινόμενα που παρατηρήθηκαν στις ΗΠΑ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παρόμοιες αλλαγές δεν παρατηρήθηκαν σε άλλα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, σε διαφορετικό βαθμό.
[2] Ως προς αυτό, πολλοί κάνουν αναφορά σε επιθετικότητα κατά των δικαιωμάτων που προστατεύονται από την Πρώτη Τροπολογία (First Amendment), όπως αυτό της ελευθερίας του λόγου και του τύπου. Ωστόσο, η Πρώτη Τροπολογία προστατεύει τα εν λόγω δικαιώματα μόνο από πράξεις του Κογκρέσου. Οπότε πρακτικά, κάθε πολίτης έχει κυριολεκτικά το δικαίωμα να εκφράζεται ελεύθερα, ακόμα κι αν πρόκειται για προκλητικό και προσβλητικό λόγο, για λόγο που προτρέπει σε βία, πόλεμο ή κινητικότητα κατά της κυβέρνησης.
[3] Δυστυχώς για τους πολιτικά ορθούς (politically correct), υπάρχει πληθώρα παραδειγμάτων που επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς των επικριτών της ΠΟ περί λογοκρισίας και ολοκληρωτικών συμπεριφορών. Πέρα από προσωπική ανασκόπηση και «φιλτράρισμα» των λέξεων προς χρήση, η ΠΟ πέρασε στην πράξη μέσω κωδίκων ομιλίας (speech codes), προειδοποιήσεις πυροδότησης συναισθηματικών ξεσπασμάτων (trigger warnings), περιορισμό λέξεων που φαινομενικά είναι «αβλαβείς» (microaggressions) (Western, 2015), καθώς και πιο επιθετικές πρακτικές, όπως η αποσιώπηση ομιλητών σε πανεπιστημιακές διαλέξεις ή η ακύρωσή πρόσκλησής τους. Πρέπει εδώ να αναφέρω και τη δημιουργία «ασφαλών χώρων» (safe spaces), εννοώντας πως δημιουργούνται πλαίσια όπου η έκφραση του ενός δεν θα προσβάλλει ή προκαλέσει την ταυτότητα του άλλου. Ύστερα υπήρχαν περιστατικά κατά πανεπιστημιακών εφημερίδων, έντονη παρενόχληση και ισχυροί διαπληκτισμοί, ενώ η πολιτική ορθότητα κατάφερε εν τέλει να περάσει σε πιο καθημερινά φαινόμενα, όπως έθιμα και εορτασμοί. Πιο συγκεκριμένα, οι υποστηρικτές της ΠΟ τείνουν να κατακρίνουν κοστούμια του Halloween ή έθιμα όπως αυτό αναφορικά με τον Black Pete, τον ακόλουθο του Αγίου Νικολάου, που συναντάται στην Ολλανδία (Vox: Explained, ep.17, 2018)
[4] Identity politics
[5] Παραγωγή, καταμερισμός πλούτου, κεφάλαιο, εργασιακά δικαιώματα κ.α.
[6] Η επιθυμία κάποιου να αναγνωρίζεται ως υπέρτερος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα κοινωνικό σχήμα ενός που υπερτερεί και πολλών κατωτέρων του (Fukuyama, 2018).
[7] Η επιθυμία κάποιου που θεωρείται «κατώτερος» να είναι/εκλαμβάνεται το ίδιο άξιος με όλους τους υπόλοιπους.
[8] Κατά τον 20ο αιώνα, οι κύριες τάσεις στην επικοινωνία είναι τέσσερις: εμπορευματοποίηση, κατακερματισμός, παγκοσμιοποίηση και διαντίδραση. (Hague & Harrop, 2011)
[9] Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αντιπαραβάλλουμε τους λόγους G.W.Bush και Obama, μεταξύ των οποίων έγινε και η σύγκριση με τον λόγο του Trump για την ανάλυση που αναφέρεται παραπάνω. Σαφώς ο λόγος του Trump προσομοίαζε τον λόγο του Bush περισσότερο, ωστόσο οι λόγοι των Bush και Obama ήταν εκτενέστεροι και χρησιμοποιούσαν πιο πλούσιο λεξιλόγιο. Μάλιστα ως μορφωτικό επίπεδο, ο λόγος του Obama εκτιμάται πως απευθυνόταν σε κολεγιακό επίπεδο.
[10] Ασφαλώς δεν αναφέρομαι σε μειονότητες που προσπαθεί να προστατέψει η Π.Ο., αλλά στους εργαζόμενους πολίτες που λόγω των παγκόσμιων αλλαγών που αναφέρονται ενδεικτικά πιο πάνω αποκλείστηκαν από την πρόσβαση στα προϊόντα της οικονομικής ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να ενταθούν οι οικονομικές ανισότητες (Fukuyama, 2018).
[11] Πιο συγκεκριμένα, 4 στους 5 Ρεπουμπλικάνους και 3 στους 5 Δημοκράτες, σύμφωνα με έρευνα του Fairleigh Dickinson University, το 2015. (Vox, 2018)
[12] Το προφίλ αυτό περιγράφει κυρίως λευκούς άνδρες της εργατικής τάξης με μέγιστη γυμνασιακή εκπαίδευση που νιώθουν ότι παραμερίστηκαν απ’ όσους ήρθαν να διεκδικήσουν δικαιώματα και εργασία (Fukuyama, 2018).
Βιβλιογραφία
- 2018. Expert System – Trump speech analysis: What words tell us about the 45th president. [Online] Available here [Accessed 10 December 2018].
- Cillizza, C., 2018. The 59 most out-of-this-world lines in Donald Trump’s Montana speech – CNN. [Online] Available here [Accessed 9 December 2018].
- Explained-Political Correctness. [Documentary], episode 17, Directed by Ezra Klein Joe Posner. s.l.: Vox.
- Fairclough, N., 2003. ‘Political correctness’: the politics of culture and language. Discourse and Society, 14(1), pp. 17-28.
- Feldstein, R. & Brennan, T., 1997. Political Correctness: A response from the Cultural Left. In: The PC Lexicon . l.:University of Minnesota Press, pp. 1-12.
- Fukuyama, F., 2018. Against Identity Politics. Foreign Affairs, Volume 97, pp. 90-114.
- Guo, J., 2015. The real reasons Donald Trump’s so popular — for people totally confused by it , The Washington Post. [Online] Available here. [Accessed 10 December 2018].
- Hague, R. & Harrop, M., 2011. Συγκριτική πολιτική και Διακυβέρνηση. Νέα αναθεωρημένη έκδοση ed. s.l.:Εκδόσεις Κριτική.
- Kitrosser, H., 2017. Free Speech, Higher Education, and the PC Narrative. Minnesota Law Review , 102(6), pp. 1987-2064.
- Loury, G. C., 1994. Self-Censorship in Public Discourse. Rationality and Society , 6(4), pp. 428-461.
- Morris, S., 2001. Political Correctness. Journal of Political Economy, April, 109(2), pp. 231-265.
- Repke, M. A., Houck, S. C. & Conway, L. G., 2017. Donald Trump as a Cultural Revolt Against Perceived Communication Restriction: Priming Political Correctness Norms Causes More Trump Support. Journal of Social and Political Psychology, 5(1), pp. 244-259.
- Western, S., 2015. Political Correctness and Political In-correctness, a psychoanalytic study of new authoritarians. [Online] Available here.[Accessed December 2018].