από τη Σάντυ Γαλαίου, ερευνήτρια της ομάδας «Οικονομικές Δυναμικές»

Το φαινόμενο του οικονομικού εθνικισμού κυριαρχούσε στη δυτικοευρωπαϊκή οικονομική και πολιτική σκέψη από το δέκατο έκτο έως τα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνα. Κατά τον AdamSmith, μια «μερκανταλιστική» κυβέρνηση επιδιώκει να ισχυροποιήσει το κράτος περιορίζοντας τις εισαγωγές και ενθαρρύνοντας τις εξαγωγές, με σκοπό την επίτευξη ενός ευνοϊκού εμπορικού ισοζυγίου που θα εμπλουτίσει μακροπρόθεσμα τη χώρα και θα διατηρούσε την εγχώρια απασχόληση. Ένας ύστερος πολιτικός οικονομολόγος, ο FriedrichList, θα αναπτύξει περαιτέρω την θεωρία του οικονομικού εθνικισμού, ενθαρρύνοντας την προστασία των εμπορικών δραστηριοτήτων για την επικράτηση εθνικής ευημερίας κόντρα στην θεωρία του ελεύθερου εμπορίου.

Στον σύγχρονο πολιτικό και οικονομικό κόσμο, ο οικονομικός εθνικισμός γενικά θεωρείται ως μια ξεπερασμένη προσέγγιση που αντιτίθεται στην παγκοσμιοποίηση και στην φιλελεύθερη σχολή. Παρόλα αυτά, οπαδοί του «νεομερκαντιλισμού» συνεχίζουν να πιστεύουν στον οικονομικό εθνικισμό με απώτερο σκοπό την εδραίωση ενός πλούσιου και ισχυρού κράτους.  Πρόκειται για μια πολιτική που ενθαρρύνει τις εξαγωγές, μειώνει τις εισαγωγές, ελέγχει την κίνηση κεφαλαίων και συγκεντρώνει τις αποφάσεις συναλλάγματος στα χέρια μιας κεντρικής κυβέρνησης. Ο στόχος των νεομερκαντιλιστικών πολιτικών είναι να αυξηθεί το επίπεδο των συναλλαγματικών διαθεσίμων που κατέχει η κυβέρνηση, επιτρέποντας έτσι μια πιο αποτελεσματική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Σε μια περίοδο όπου οι οικονομικές κρίσεις έχουν αναπτύξει εκτεταμένα φαινόμενα εθνικισμού τόσο στην Ευρώπη όσο και παγκοσμίως, και, καθώς τα κράτη κατέχουν διαφορετικά πειθαρχικά συμφέροντα μεταξύ τους, οι νεομερκαντιλιστικές πρακτικές φαίνονται να επανέρχονται στην επιφάνεια.

Ορισμός θεωρίας οικονομικού εθνικισμού

Η θεωρία του οικονομικού εθνικισμού περιλαμβάνει διάφορα ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά πλαίσια, και για αυτόν τον λόγο είναι δύσκολο να καθοριστεί εφόσον τα εννοιολογικά του όρια είναι μάλλον αόριστα.

Μια μερίδα οικονομολόγων (Gilpin, 1987; Nakano, 2004) υποστηρίζουν ότι ο κρατισμός (statism) και ο οικονομικός εθνικισμός είναι ταυτόσημες έννοιες, καθώς ο οικονομικός φιλελευθερισμός θεωρείται ως μία από τις τρεις κυρίαρχες σχολές στην παγκόσμια πολιτική οικονομία (με τις υπόλοιπες δύο να είναι ο φιλελευθερισμός/νεοκλασική οικονομία και οι κριτικές προσεγγίσεις). Ενώ, ο φιλελευθερισμός συμπεριλαμβάνει θεσμούς όπως η ελεύθερη αγορά, το laissez-faire και τα ανοιχτά σύνορα, ο οικονομικός εθνικισμός χαρακτηρίζεται από περιορισμούς που εφαρμόζονται για τον έλεγχο και την προστασία της εγχώριας αγοράς από την εισβολή ‘ξένων’.

Αντιθέτως, μια άλλη άποψη (Abdelal, 2005) υποστηρίζει πως ο οικονομικός εθνικισμός δεν είναι ισοδύναμος με τον κρατισμό, διότι αυτές οι δύο έννοιες προέρχονται από ένα εντελώς διαφορετικό θεωρητικό υπόβαθρο. Για να κατανοήσουμε εκτενέστερα τον οικονομικό εθνικισμό, θα πρέπει πρώτα να καταλάβουμε την έννοια του εθνικισμού. Ο εθνικισμός είναι μια πολιτική ιδέα που περιέχει την έννοια της εθνικής ταυτότητας – μια έννοια που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην οικονομική πολιτική. Η κοινή εθνική ταυτότητα επιτρέπει

Επομένως, ο οικονομικός εθνικισμός είναι μια πολιτική που ακολουθεί τον εθνικό σκοπό και περιέχει την έννοια της εθνικής ταυτότητας. Δεν αποτελεί μόνο ένα απλό σύνολο ιδεών, αλλά και ένα σύνολο διαφορετικών ενεργειών και πρακτικών που προστατεύουν και προάγουν κλασσικά εθνικά συμφέροντα όπως, για παράδειγμα, την κοινωνική ευημερία, την πολιτική εξουσία και την οικονομική ανάπτυξη.

Πρακτικές οικονομικού εθνικισμού

Οι βασικές πρακτικές που τα κράτη εφαρμόζουν για να επιτευχθεί αυτονομία και αυτάρκεια στις οικονομικές σχέσεις είναι ο προστατευτισμός (protectionism), ο κρατικός παρεμβατισμός στις οικονομικές, νομισματικές και εμπορικές σχέσεις, και η επέκταση της βιομηχανοποίησης.

Προστατευτισμός

Ο οικονομικός εθνικισμός έχει συνδεθεί στενά με τον «προστατευτισμό», o οποίος ενθαρρύνει την προστασία των εγχώριων επιχειρήσεων και του εθνικού κεφαλαίου από τις ξένες επιχειρήσεις και επενδύσεις. Ως προστατευτισμός θεωρείται οποιαδήποτε πολιτική πράξη που περιορίζει άμεσα και έμμεσα την ξένη παρουσία στην εγχώρια οικονομία. Παρόλα αυτά, στη σύγχρονη εποχή, ένα κράτος μπορεί να αποκτήσει κύρος και ευημερία μέσω μιας ποικιλίας οικονομικών πολιτικών που συχνά περιλαμβάνουν την απελευθέρωση του εμπορίου και των επενδύσεων υπό το πρίσμα του οικονομικού φιλελευθερισμού. Οι διεθνείς εμπορικές συμφωνίες συνεχίζονται να αναζητούνται ενεργά, υπό την προϋπόθεση ότι θα ωφελήσουν ασύμμετρα το σχετικό κράτος έναντι των τρίτων.

Κρατικός παρεμβατισμός στις εμπορικές, νομισματικές και οικονομικές σχέσεις

Η επίτευξη οικονομικής αυτάρκειας είναι ένα στοιχείο της νεομερικαντιλιστικής συμπεριφοράς. Αυτή επιτυγχάνεται μέσω της ενθάρρυνσης εξαγωγών των τεχνολογικά προηγμένων βιομηχανικών προϊόντων, ενισχύοντας παράλληλα την εισαγωγή πρώτων υλών. Κατά αυτόν τον τρόπο αυξάνεται τόσο η παραγωγικότητα του κράτους όσο και η κατανάλωση του εμπορικού τους εταίρου. Αυτό διατηρεί τεχνητά υψηλή απασχόληση και οικονομική δραστηριότητα, γεγονός που μειώνει την επιβάρυνση της κοινωνικής πρόνοιας στην κυβέρνηση.Η κρατική παρέμβαση μπορεί να παρέχει στήριξη σε εγχώριες επιχειρήσεις και ιδρύματα χωρίς απαραίτητα να περιορίζει τον ξένο ανταγωνισμό, καθώς σκοπός του παρεμβατισμού είναι η επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης τόσο στην εγχώρια όσο και στην ξένη αγορά.

Επέκταση βιομηχανοποίησης

Πολλοί μελετητές έχουν εξετάσει οικονομικό εθνικισμό όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του κράτους και του βιομηχανικού τομέα. Ο Friedrich List χρησιμοποίησε τον όρο «infant industry» για να αναδείξει την αναγκαιότητα ενός κράτους να προστατεύσει τις εγχώριες βιομηχανίες από τον ανταγωνισμό του εξωτερικού και να τις καλλιεργεί ώστε να γίνουν αρκετά ισχυρές και ανταγωνιστικές στην παγκόσμια αγορά. Συνεπώς, οι κυβερνήσεις των κρατών προσπαθούν να αλλάξουν τη θέση τους στην παγκόσμια οικονομική τάξη μέσω εκτεταμένων βιομηχανικών πολιτικών.

Το φαινόμενο στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Ο μερκαντιλισμός αναπτύχθηκε διαδόθηκε στην Δυτική Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 1500, αντικαθιστώντας το φεουδαρχικό σύστημα και οδηγώντας σε ένα από τα πρώτα περιστατικά πολιτικής εποπτείας και ελέγχου της οικονομίας. Το δόγμα αυτό βασίστηκε στην αντίληψη ότι ο πλούτος και η εξουσία ενός έθνους εξυπηρετούνταν καλύτερα με την αύξηση των εξαγωγών και τη συλλογή πολύτιμων μετάλλων, όπως ο χρυσός και το ασήμι.

Σήμερα, αν και το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης περιλαμβάνει την ελεύθερη αγορά μεταξύ των κρατών-μελών, ιδιαίτερα καθοριστική είναι η εφαρμογή περιοριστικών ρυθμίσεων των εισαγωγή και ορισμού εμπορικών δασμών στις διεθνείς συναλλαγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Τον Μάιο του 2015, η Ε.Ε. επέβαλε δασμούς αντιντάμπινγκ διάρκειας έξι μηνών σε συγκεκριμένες εισαγωγές από την Κίνα και την Ταϊβάν, ενώ παράλληλα ακύρωσε τις εμπορικές σχέσεις και συναλλαγές με τη Ρωσία λόγω της Κρίσης στην Κριμαία. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη το εμπορικό ισοζύγιο μεταξύ των κρατών-μελών της Ένωσης και τρίτων χωρών, προβαίνοντας στην υποτίμηση του νομίσματος ούτως ώστε να γίνουν οι ευρωπαϊκές εξαγωγές πιο ανταγωνιστικές.

Το φαινόμενο στον υπόλοιπο κόσμο

Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα για το δόγμα του οικονομικού εθνικισμού είναι η Ιαπωνία μεταπολεμικά, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής κατά την δεκαετία του ’80 αλλά και η Κίνα σήμερα. Η Ιαπωνία παρατήρησε ραγδαία βιομηχανοποίηση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και υιοθέτησε μέτρα διαρθρωτικών φραγμών για την αποφυγή εισόδου ξένων εταιρειών στην εγχώρια αγορά, ενώ η κυβέρνηση εφαρμόζει μέχρι και σήμερα περιορισμούς στην ξένη ιδιοκτησία των εγχώριων επιχειρήσεων. Όσον αφορά την περίπτωση της Λατινικής Αμερικής (και ιδιαίτερα της Αργεντινής), κατά τη δεκαετία του ’80 ορισμένα κράτη υιοθέτησαν

Στη σημερινή εποχή, παρατηρείται ανοδική τάση στα γενικά μέτρα προστατευτισμού που εφαρμόζουν τα μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ιδιαίτερα μετά την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Σύμφωνα με τη πιο πρόσφατη ετήσια έρευνα του Παγκόσμιου Συμβουλίου Χρυσού, παρατηρείται εκτεταμένη συγκέντρωση χρυσού στα πιο ανεπτυγμένα κράτη, επαναφέροντας έτσι στο προσκήνιο τη πρακτική της συγκέντρωσης πολύτιμων μετάλλων.

Επίλογος

Συνοψίζοντας, ο οικονομικός εθνικισμός υποστηρίζει ότι η μεγιστοποίηση των καθαρών εξαγωγών (δηλαδή η μείωση των εισαγωγών και αύξηση των εξαγωγών) και η κρατική παρέμβαση στις εμπορικές συναλλαγές είναι οι καλύτεροι μέθοδοι για οικονομική ευημερία. Δεν αποτελεί απλά μια οικονομική πολιτική με συγκεκριμένες πρακτικές, αλλά είναι κυρίως ένα σύνολο οικονομικών στόχων που αποβλέπουν στη γενικότερη αύξηση της κρατικής ισχύος. Ρεαλιστικά, το κάθε κράτος επιδιώκει το δικό του εθνικό συμφέρον. Όμως, τα μέλη του ΠΟΕ πρέπει να αποφύγουν την επιβολή φραγμών στο εμπόριο προκειμένου να αντιμετωπιστεί η αργή παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί τόσο μέσα στα fora και τους κανονισμούς του ΠΟΕ, όσο και μέσω διμερών και πολυμερών συμφωνιών εμπορίου.


Παραπομπές

  1. OECD, WTO, UNCTAD. (2018). Reports on G20 Trade and Investment Measures. Available here.
  2. WTO. (2016). Report urges WTO members to resist protectionism and “get trade moving again. Available here.
  3. Goldhub. (2018). Gold Demand Trends Full Year 2017. Available here.
  4. Abdelal, R. (2005). National Purpose in the World Economy: Post-Soviet States in Comparative Perspective. Ithaca, N.Y.: Cornell University Press
  5. Guerrieri, P. and P. C. Padoan (1986). Neomercantilism and International Economic Stability. International Organization, Vol. 40 No. 1, pp. 29-42.
  6. Gilpin, R. G. (1987). The Political Economy of International Relations. Princeton, N.J.:  Princeton University Press.
  7. Helleiner, E. (2004). Economic Nationalism in a Globalizing World. Ithaca, N.Y.: Cornell University Press.
  8. Nakano, T. (2004). Theorizing Economic Nationalism. Nations and Nationalism. Vol. 10, no. 3, pp. 211-29.
  9. Pickel, A. (2003). Explaining, and Explaining With, Economic Nationalism. Nations and Nationalism. Vol. 9, no. 1, pp. 105-127
  10. Selwyn, B. (2012). The Global Development Crisis. Cambridge: PolityPress