από την Λία Πολιτοπούλου, ερευνήτρια στην ομάδα «Κοινωνικά & Ανθρωπιστικά Ζητήματα»
Το συναίσθημα αδιαμφισβήτητα αποτελεί μία από τις κυρίαρχες πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, τόσο σε προσωπικό επίπεδο γνωριμίας και κατανόησης του εαυτού, όσο και σε κοινωνικό, ως μέσο αντίληψης του εξωτερικού περιβάλλοντος. Για αυτό το πολύπλοκο ζήτημα έχει διατυπωθεί πληθώρα ορισμών, με την προσπάθεια για τον ορισμό και την κατηγοριοποίηση των συναισθημάτων να παραμένει μετέωρη, εν τέλει. Στην έρευνα αυτή θα γίνει μια προσπάθεια ορισμού των συναισθημάτων ώστε να διασαφηνιστεί ως ένα βαθμό η έννοια των διαφορετικών νοημάτων που αποδίδει κάποιος με γνώμονα το τι συν-αισθάνεται (και όχι τη λογική). Επιπλέον θα επιχειρηθεί η εξέταση των συναισθημάτων σε συνάρτηση με το φύλο. Με άλλα λόγια, υφίστανται όντως διαφορές φύλου στο βίωμα και στην έκφραση των συναισθημάτων; Τέλος, θα παρουσιαστούν και ορισμένα παραδείγματα πειραμάτων και μελετών που έχουν γίνει, για την ουσιαστικότερη κατανόηση των διαφορών φύλου.
Το άτομο μπορεί να αδυνατεί να περιγράψει, να ονομάσει αυτό που αισθάνεται ή να το μεταπλάσει όπως αυτό επιθυμεί, δυσκολεύοντας τον εντοπισμό του αρχικού συναισθήματος. Επιπροσθέτως, σημαντική καθίσταται η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι τα συναισθήματα, ή αλλιώς πάθη, αποτελούν αντιδιαμετρικά αντίθετες διεργασίες με αυτές της λογικής, αν όχι παρεμβατικές σε αυτή. Όταν κυριαρχούν τα συναισθήματα, δεν αξιολογείται πλέον με λογική η σκέψη, αλλά μετουσιώνεται σε μια πράξη παρορμητική, η οποία υποδαυλίζει την κριτική ικανότητα.
1. Επικρατέστεροι ορισμοί σχετικά με το συναίσθημα
Ένα από τα κύρια προβλήματα στην μελέτη του συναισθήματος είναι η απόδοση πολλών και διαφορετικών ερμηνειών, με αποτέλεσμα να προκύπτει μια σύγχυση ή να γίνονται επιδερμικές προσεγγίσεις. Ένας από τους επικρατέστερους ορισμούς τείνει να οριοθετεί το συναίσθημα ως συνθήκη που οι επιστήμονες προσπαθούν να κατανοήσουν με ερωτηματολόγια αυτοαναφοράς. Με άλλα λόγια πόση χαρά, λύπη, θυμό, φόβο αισθάνεται έκαστος, σε μια κλίμακα από το 1 μέχρι το 7. Μέσω του πρίσματος αυτού τα συναισθήματα προσεγγίζονται, λανθασμένα, ως συνειδητές καταστάσεις, τις οποίες το άτομο μπορεί να στοχαστεί εν γνώση του και να προκαλέσει την αυξομείωση τους. Ένας δεύτερος ορισμός εστιάζει στον προσδιορισμό των συναισθημάτων μέσω των σωματικών αντιδράσεων από τα ερεθίσματα που δίνονται από το περιφερειακό νευρικό σύστημα. Υπό αυτή την οπτική γωνία, σημασία δίνεται στο είδος της διέγερσης και την ένταση αυτής, και ιδιαίτερα στην προσπάθεια του οργανισμού να εντάξει σε κάποια κατηγορία την διέγερση ώστε να μπορέσει να την κατανοήσει. Ο τρόπος με τον οποίο ελέγχονται οι αντιδράσεις αυτές είναι με την παρατήρηση των καρδιακών παλμών και ηλεκτροφυσιολογικών αντιδράσεων του οργανισμού. Παράλληλα κάποιοι άλλοι επιχειρούν να κατανοήσουν τα συναισθήματα αναλύοντας τις εκφράσεις του προσώπου, όπως οι Ekman, Freisen και Ancoli σε πειράματα τους το 1980. Τέλος, ένας σημαντικός αριθμός μελετητών του συναισθήματος το ορίζουν ως τη σχεσιακή διαδικασία γνωστικής αποτίμησης και κατηγοριοποίησης. Χρησιμοποιούν, δηλαδή, την μέθοδο των αυτοαναφορών για να οδηγηθούν σε συμπεράσματα.
2.1 Διαφορές στο βίωμα των συναισθημάτων
Οι διαφορές στη συναισθηματική εμπειρία εξετάζονται μέσω της προαναφερθείσας μεθόδου (των αυτοαναφορών), με τη μελέτη της έντασης και των διαφοροποιήσεων των συναισθημάτων αλλά και με τις αυτοβιογραφικές συναισθηματικές εμπειρίες. Μέσα από μελέτη προσωπικών εμπειριών αλλά και πειραμάτων, στην διάρκεια των οποίων άνδρες και γυναίκες κλήθηκαν να φανταστούν υποθετικές καταστάσεις συναισθηματικής φόρτισης, έγινε κατανοητό το ευρύτερο πλαίσιο, ότι δηλαδή είτε σε φυσικές συνθήκες είτε σε φανταστικές (που και στις δυο περιπτώσεις εγείρουν συναισθήματα) οι γυναίκες, κατά μέσο όρο, βιώνουν πιο έντονα το εκάστοτε (συν)αίσθημα, εκτός από την υπερηφάνεια που παρατηρείται εντονότερα στο αντρικό φύλο.
Το εύρημα αυτό μπορεί να εξηγηθεί με τις διαφορετικές τεχνικές που χρησιμοποιεί το κάθε φύλο για να προσδιορίσει και να ελέγξει τα συναισθήματα του. Παραδείγματος χάριν, η γυναίκα έχει μεγαλύτερη ροπή προς την κατάθλιψη λόγω της τάσης να υπεραναλύει τα γεγονότα και να προβληματίζεται πολύ σχετικά με τις κακουχίες, την ίδια στιγμή που ο άντρας θα επιλέξει να ασχοληθεί με κάτι άλλο αποφεύγοντας να προβληματιστεί. Παράλληλα έχει διατυπωθεί μια θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι οι γυναίκες βιώνουν πιο έντονα τα συναισθήματά τους, γιατί διακατέχονται από μεγαλύτερη συναίσθηση και κατανόηση τόσο των εαυτών τους όσο και των γύρω τους. Ειδικότερα, πέραν της μεγαλύτερης ευαισθησίας τους και καλύτερης αντίληψης όσον αφορά τα συναισθήματα των ατόμων που τις περιβάλλουν, οι γυναίκες «διακατέχονται από ισχυρή συναισθηματική μετάδοση», δηλαδή μπορούν σχεδόν πάντα να αντιληφθούν την συναισθηματική διάθεση του συνομιλητή τους και να προσαρμόσουν την δική τους ανάλογα. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί ένα είδος ενσυναίσθησης
2.2 Διαφορές στην έκφραση των συναισθημάτων
Πολυάριθμες έρευνες, με διαφορετικές προσεγγίσεις η καθεμία, έχουν διεξαχθεί ανά καιρούς σχετικά με την εξωτερίκευση των συναισθημάτων των δυο φύλων. Το αποτέλεσμα ήταν κατηγορηματικό. Συνολικά οι γυναίκες εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά συναισθηματικής φόρτισης (χωρίς να παραβλέπεται το είδος του συναισθήματος ούτε και η κατάσταση κατά τη διάρκεια της οποίας εκδηλώνεται).
Σε μία πρώτη προσέγγιση, τα δυσάρεστα συναισθήματα στο πρόσωπο γίνονται αντιληπτά με την ενεργοποίηση των μυών του προσώπου, πάνω από τα φρύδια-σφιγκτήρας μυς του μετώπου- ενώ τα ευχάριστα εντοπίζονται στο κάτω μέρος του προσώπου με την κίνηση του κατώτερου τμήματος των παρειών-κύριος ζυγωματικός μυς-. Χρησιμοποιώντας ως ερέθισμα φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζονται δυσάρεστα γεγονότα οι Bradley, Codispoti, Sabatinelli και Lang το 2001 ζήτησαν από άτομα να φανταστούν υποθετικά δυσάρεστα για αυτούς σενάρια, με αποτέλεσμα ο σφιγκτήρας μυς του μετώπου των γυναικών να ενεργοποιείται αισθητά περισσότερο από τον αντίστοιχο των αντρών. Το ίδιο ισχύει και με τον κύριο ζυγωματικό μύ των γυναικών, πάντα σε αντιπαράθεση με τον αντίστοιχο των αντρών. Από την άλλη, όταν χρησιμοποιήθηκαν πρόσωπα με χαρούμενη έκφραση, εντοπίστηκε εμφανέστερη κίνηση του κύριου ζυγωματικού μυός των γυναικών, αλλά δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στην κίνηση του σφιγκτήρα μεταξύ αντρών και γυναικών σε κατάσταση θυμού.
Ένα ακόμα πείραμα που διεξήχθη από τον Βuck ήταν το εξής : ζήτησε από προπτυχιακούς φοιτητές και των δύο φύλων να παρακολουθήσουν φωτογραφίες που είχαν την δυνατότητα να διεγείρουν το αίσθημα της χαράς, της λύπης, του θυμού, όπως επίσης και φωτογραφίες με παράδοξα αλλά και εικόνες από τη φύση. Καθ’ όλη τη διάρκεια μαγνητοσκοπήθηκαν με διακριτικό τρόπο οι εκφράσεις των θεατών-συμμετεχόντων και έπειτα ελέχθησαν οι σωματικές τους αντιδράσεις. Oι εκφράσεις μελετήθηκαν προσεκτικά από τους αποκωδικοποιητές, χωρίς τη συνοδεία ήχου. Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν αυτό που ήδη έχει αναφερθεί, δηλαδή την μεγαλύτερη συναισθηματική εκφραστικότητα των γυναικών.
2.3 Η συναισθηματική έκφραση των φύλων μέσω των αυτοαναφορών
Μέσω της μεθόδου των αυτοαναφορών δίνεται η δυνατότητα να εξεταστεί η συναισθηματική έκφραση της προδιάθεσης του ατόμου, το πώς θα εκφραστούν δηλαδή ορισμένα συναισθήματα είτε υπό το πλαίσιο μιας συγκεκριμένης κατάστασης είτε υπό ορισμένες υποθετικές συνθήκες που εγείρουν συναισθήματα. H προδιάθεση των ατόμων στην συναισθηματική εκφραστικότητα μετράται με την κλίμακα αυτοαναφοράς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η κλίμακα της συναισθηματικής εκφραστικότητας, το ερωτηματολόγιο συναισθηματικής εκφραστικότητας ΕΕQ και το ερωτηματολόγιο εκφραστικότητας του Berkeley BEQ, τα οποία εξετάζουν την γενική προδιάθεση του ατόμου να εκφράζει τα συναισθήματα του. Τα πορίσματα των μελετών αυτών συμφωνούν με τα κυρίαρχα στερεότυπα φύλου που θέλουν την γυναίκα να είναι πιο εκφραστική σε σύγκριση με τους άντρες και να εμφανίζουν πιο έντονη προδιάθεση στο να εξωτερικεύουν τα συναισθήματα τους. Παρεμφερή αποτελέσματα έχουν παρατηρηθεί και σε μελέτες ερωτηματολογίου, στην διάρκεια των οποίων άντρες και γυναίκες, κατόπιν ερωτήσεων, επιχειρούν να αξιολογήσουν πόσο συχνά και πόσο έντονα εκφράζουν συγκεκριμένα συναισθήματα, ανεξαρτήτως του κοινωνικού πλαισίου. Τα στερεότυπα φύλου, σε γενικό επίπεδο επιβεβαιώνονται-οι γυναίκες εκφράζουν περισσότερο τα τυπικά θηλυκά συναισθήματα της χαράς, της λύπης, της αγάπης, του φόβου, ενώ οι άντρες αντίστοιχα εκφράζουν πιο πολύ και πιο συχνά το τυπικά αρσενικό συναίσθημα του θυμού όπως και της περηφάνιας και της περιφρόνησης-.
Οι διαφορές, όμως, των φύλων στην έκφραση των συναισθημάτων τους απαντάται κατά κύριο λόγο στον τρόπο που τα άτομα που θα επιλέξουν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και όχι τόσο στην ένταση του συναισθήματος που βιώνουν και ειδικά στο αίσθημα του θυμού. Οι άντρες εκφράζονται πλέον σωματικά με θυμό, ενώ οι γυναίκες κατά κύριο λόγο κλαίγοντας. Επιπρόσθετα, έχουν παρατηρηθεί διαφορές στις αυτοαναφορές της συναισθηματικής έκφρασης που προκύπτει μετά τον οραματισμό φανταστικών καταστάσεων που εγείρουν συναισθήματα. Μελέτες εκπονήθηκαν από τον Hess, τους Senecal, Kirouac, Herrera, Philippot και Kleck το 2000, στις οποίες ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να φανταστούν τι είδους συναισθήματα θα εκδήλωναν και με ποιο τρόπο σε υποθετικές καταστάσεις. Οι γυναίκες ανέφεραν ότι είναι πιο πιθανό να εκδηλώσουν συναισθήματα, ανάλογα με την κατάσταση, λύπης, ενοχής, φόβου. Οι άντρες από την άλλη, σε αντίστοιχες περιστάσεις, ανέφεραν ως πιο πιθανό να εκφράσουν ήρεμα και χαρούμενα συναισθήματα και συμπεριφορές-χαμόγελο,γέλιο,ηρεμία-, και αν βιώσουν κατάσταση η οποία τους προκαλεί θυμό ή περιφρόνηση να χτυπήσουν ένα αντικείμενο, να εκφραστούν, δηλαδή, με αρνητικό τρόπο. Η γενική εικόνα που προέκυψε μέσω των αυτοαναφορών των συμμετεχόντων σχετικά με τις συναισθηματικές τους εκφράσεις και συμπεριφορές σε υποθετικές συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις συμφωνεί, εν τέλει και ξανά, με τα υπάρχοντα στοιχεία που διαφοροποιούν τον άνδρα και τη γυναίκα ως προς τη συναισθηματική διέγερση και εξωτερίκευση.
Τα, λανθασμένα αποκαλούμενα, «στερεότυπα φύλου» επιβεβαιώθηκαν και όταν ζητήθηκε από συμμετέχοντες να περιγράψουν ορισμένες αυτοβιογραφικές εμπειρίες που τους είχαν προκαλέσει δυσάρεστα συναισθήματα σχετικά με οικογενειακά γεγονότα. Οι γυναίκες εντρύφησαν περισσότερο σε σκηνικά που τους είχαν προξενήσει λύπη, ενώ οι άντρες σε περιστατικά που τους προκάλεσαν θυμό.
Σε μια κοινή γραμμή, και τα δύο φύλα αξιολόγησαν τα γεγονότα που ανακάλεσαν με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή αντιλήφθηκαν με τον ίδιο τρόπο τα ευχάριστα και δυσάρεστα γεγονότα, τα δίκαια και τα άδικα συμβάντα, το πώς επηρέασαν τα γεγονότα αυτά την πραγμάτωση των στόχων τους, την αυτοπεποίθησή τους και τις κοινωνικές τους σχέσεις. Μια τελευταία μελέτη αποτελεί η προσπάθεια των Grossman & Wood να ζητήσουν από άνδρες και από γυναίκες να κρίνουν πόσο έντονα και πόσο συχνά εκφράζουν είτε οι ίδιοι, είτε το πρότυπο του τυπικού άντρα είτε το πρότυπο της τυπικής γυναίκας (αυτοαναφορές και στερεοτυπικές πεποιθήσεις), τα «θηλυκά» συναισθήματα (χαρά, αγάπη, λύπη, φόβο) αλλά και το «αρσενικό» συναίσθημα του θυμού. Οι αυτοαναφορές όσον αφορά τη συναισθηματική έκφραση των αρσενικών και των θηλυκών συναισθημάτων σχετίζεται και ταυτίζεται, μέχρι ενός σημείου, με το βαθμό που το κάθε άτομο είχε ενστερνιστεί τα κυρίαρχα στερεότυπα για την εκφραστικότητα των φύλων. Οι γυναίκες δηλαδή που είχαν υιοθετήσει σε μεγαλύτερο βαθμό την άποψη ότι οι γυναίκες εκφράζονται μέσω θηλυκών συναισθημάτων και οι άντρες μέσω του θυμού, τείνουν και οι ίδιες να εκφράζουν περισσότερο την χαρά, την λύπη, την αγάπη και το φόβο τους και σπανιότερα το θυμό τους, που θεωρείται πιο «αρσενικό» συναίσθημα. Το ίδιο παρατηρήθηκε από την αντίθετη οπτική και στους άντρες συμμετέχοντες, με τα ευρήματα να προκύπτουν μέσω συσχετισμού και επομένως χωρίς σαφή επιστημονική επιβεβαίωση.
Συμπεράσματα
Με βάση τα προαναφερθέντα συμπεραίνεται η υπερίσχυση της συναισθηματικής εκφραστικότητας των γυναικών, μέσω του προσώπου, σε σχέση με τους άντρες. Δηλαδή ότι οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα και τείνουν να κάνουν εμφανή και διακριτά τα συναισθήματά τους μέσω του προσώπου τους. Όπως παρουσιάστηκε και προηγουμένως οι άντρες και οι γυναίκες βιώνουν κατά βάση με τον ίδιο τρόπο τα συναισθήματά τους, με τις βιολογικές διαφορές όμως να είναι ευδιάκριτες. Αναφορικά με την εκδήλωση των συναισθημάτων οι διαφοροποιήσεις μεταξύ τους οφείλονται τόσο στο είδος του συναισθήματος και στο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εκφράζεται όσο και στο ίδιο το άτομο, δηλαδή στις βιολογικές διαφοροποιήσεις. Επομένως, οι διαφορές φύλου γίνονται πιο αισθητές στην συνολική συναισθηματική έκφραση του ατόμου συγκριτικά με τη συναισθηματική εμπειρία. Τέλος, το γεγονός ότι οι διαφορές φύλου έχουν κάποια μερική ταύτιση με τις κυρίαρχες στερεοτυπικές αντιλήψεις δείχνει και αναδεικνύει την ανάγκη για περισσότερες μελέτες πάνω στο ακανθώδες αυτό ζήτημα της προέλευσης, κατανόησης και εκδήλωσης των φορτισμένων συναισθηματικά εμπειριών του homo sapiens sapiens.
Βιβλιογραφία
[1]Ευσταθίου Γιώργος. Συναίσθημα και Γνωστικές διεργασίες. Ινστιτούτο Έρευνας και Θεραπείας της Συµπεριφοράς. Αvailable here
[2] M. Niedenthal P., Krauth-Grube S., Ric F. (2006). Ψυχολογία του Συναισθήματος διαπροσωπικές, βιωματικές και γνωστικές προσεγγίσεις. Σελ. 22-23, 367 – 369 πριν το κεφάλαιο “Διαφυλικές διαφορές στη συναισθηματική εμπειρία”, 369-πρώτη παράγραφος, σελ. 376 και σελ 397-398 [έντυπη μορφή]. Εκδόσεις: Τόπος.
[3] Ντούνης Α. (2013). Προσδιορίζοντας το συναίσθημα. Αvailable here
[4] Πλατσίδου Μ. (2005). ∆ιερεύνηση της συναισθηµατικής νοηµοσύνης εφήβων µε τη µέθοδο των αυτοαναφορών και της αντικειµενικής επίδοσης. Αvailable here.