από την Κωνσταντίνα Γκέκα, ερευνήτρια της ομάδας «Κοινωνικά & Ανθρωπιστικά Ζητήματα»

Εισαγωγή

Αυτή τη στιγμή υπολογίζεται πως υπάρχουν περίπου 370 εκατομμύρια αυτόχθονες, οι οποίοι κατοικούν σε 90 χώρες του κόσμου[1]. Δεν υφίσταται ένας παγκοσμίως αποδεκτός ορισμός για τους αυτόχθονες λαούς, υπάρχουν, όμως πολλοί και διαφορετικοί τους οποίους χρησιμοποιούν ανάλογα και με τους πολιτικούς τους σκοπούς, οι διάφορες χώρες. Ωστόσο, η ουσιαστικότερη πτυχή είναι πως αποτελούν πληθυσμούς, οι οποίοι κατοικούσαν σε μία περιοχή τη στιγμή κατά την οποία κάποιος άλλος πολιτισμός έφθασε εκεί και κυριάρχησε επί του εδάφους τους μέσω κατάκτησης ή εποικισμού[2].

Με την πάροδο των ετών και με τη μετάβαση των κοινωνιών από την αποικιοκρατική περίοδο στην αποαποικιοποίηση, παρατηρούνται πολλές αλλαγές ως προς τη συγκρότηση κυβερνητικών πολιτικών που αφορούν τους αυτόχθονες[3]. Δυστυχώς, η αποικιοκρατική προσέγγιση παρέμεινε στην πολιτική ατζέντα για πολλά χρόνια και οδήγησε σε πολλά σφάλματα και αφοριστικές γενικεύσεις, οι οποίες ενέτειναν τα προβλήματα των αυτοχθόνων λαών και παρεμπόδιζαν την αρμονική συμβίωση και ένταξή τους. Η σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα επιδεικνύει ένα διαφορετικό και εξελιγμένο πρόσωπο, όσον αφορά τα ζητήματα μειονοτήτων και αυτοχθόνων, διατηρώντας ωστόσο πολλά προβλήματα[4].

Η παρούσα έρευνα θα επικεντρωθεί στα παραδείγματα των ΗΠΑ και της Αυστραλίας και θα προχωρήσει σε μία συγκριτική μελέτη όσον αφορά τις συνεχώς εξελισσόμενες πολιτικές των δύο κρατών, καθώς και το πέρασμα από την εξαναγκαστική αφομοίωση στην ένταξη. Πιο συγκεκριμένα, θα ερευνηθεί η ανεπιτυχής ένταξη των Αβορίγινων στην Αυστραλία σε σύγκριση με την επιτυχή ένταξη των αυτοχθόνων των ΗΠΑ και θα αναδειχθούν οι βασικοί συντελεστές διαφοροποίησης, σε συνδυασμό με πολιτικές θεωρίες περί ένταξης. Θα εξετασθεί, αφενός, το έργο του κράτους, οι τρόποι δηλαδή με τους οποίους έχει δομήσει τη σχέση του με τους αυτόχθονες και η εξέλιξη των κυβερνητικών πολιτικών και, αφετέρου, η στάση των αυτοχθόνων, ο τρόπος με τον οποίο δηλαδή επιθυμούν να αλληλεπιδρούν με το κράτος και τα ποσοστά πολιτικής τους συμμετοχής και εκπροσώπησης.

Ι. Σχέση κράτους – αυτοχθόνων πληθυσμών

Α) Αυτόχθονες και αμερικανικό κράτος

Για να γίνει αντιληπτή η εξέλιξη της σχέσης μεταξύ κράτους και αυτοχθόνων, είναι σημαντικό να διερευνηθεί η ιστορική της βάση. Με τη διερεύνηση αυτή αποκαλύπτονται οι αρχικές λανθασμένες προσεγγίσεις, οι οποίες συνεχίζουν να δυσχεραίνουν τις προσπάθειες των κρατών μέχρι και σήμερα.

Πιο συγκεκριμένα, στις ΗΠΑ οι αυτόχθονες πληθυσμοί συμπεριλαμβάνουν τους Ινδιάνους της Αμερικής, τους ιθαγενείς της Αλάσκας και τους αυτόχθονες της Χαβάης[5], κοινότητες οι οποίες έχουν συμβάλει σημαντικά στη ζωή της χώρας, αντιμετωπίζοντας ωστόσο σημαντικές προκλήσεις εξαιτίας εσφαλμένων και αμφιλεγόμενων κυβερνητικών πολιτικών. Η σχέση των πληθυσμών αυτών με το αμερικανικό κράτος ξεκινά με την εισβολή ευρωπαϊκών δυνάμεων στην αμερικανική ήπειρο το 1492, η οποία εξόντωσε ένα μεγάλο μέρος των ιθαγενών[6] και ταυτόχρονα σηματοδότησε την απαρχή μιας πολιτικής προσέγγισης από την πλευρά διαφόρων κυβερνήσεων, η οποία παρατηρείται και σε άλλα κράτη με αυτόχθονες πληθυσμούς, την αποκαλούμενη «εξαναγκαστική αφομοίωση» (forced assimilation) [7].

Η εξαναγκαστική αφομοίωση των ιθαγενών Αμερικανών ήταν μια πολιτική προσπάθεια, η οποία εφαρμόστηκε και εξελίχθηκε μεταξύ 1790 και 1920 και είχε ως βασικό στόχο την εξομοίωση των αυτοχθόνων πληθυσμών και του πολιτισμού τους με ευρωπαϊκά και μετέπειτα αμερικανικά πρότυπα[8]. Η πολιτική της αφομοίωσης βασίστηκε στο δόγμα υπεροχής του δυτικού πολιτισμού έναντι των νέων, «βάρβαρων» δοξασιών, το οποίο υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές κατά της αποικιοκρατίας[9]. Η πολιτική αυτή προσέγγιση κινήθηκε στους τομείς της εκπαίδευσης και του πολιτισμού αλλά εγκαταλείφθηκε με την εξέλιξη του αμερικανικού κράτους και την αναγνώριση του προβληματικού της υποβάθρου[10].

Προσεγγίζοντας τη σχέση των αυτοχθόνων πληθυσμών με το κράτος των ΗΠΑ από μία διαφορετική πλευρά, παρατηρείται ότι τόσο οι Βρετανοί αποικιοκράτες όσο και οι κυβερνήσεις του ανεξάρτητου αμερικανικού κράτους προσπάθησαν να προσφέρουν ένα ποσοστό αυτονομίας στους αυτόχθονες πληθυσμούς, έχοντας βέβαια συγκεκριμένες πολιτικές επιδιώξεις. Αναγνωρίζοντας την πολιτική και οικονομική σημασία των πράξεων τους επέλεξαν να διατηρήσουν καλές σχέσεις με τους ιθαγενείς, προσφέροντας πολιτικές και νομοθετικές εξουσίες στις διαφορετικές φυλές έτσι ώστε να τις εφαρμόζουν μέσα στα πλαίσια των αναγνωρισμένων συνόρων τους. Η προσέγγιση αυτή χαρακτηρίζεται διφορούμενη ως και υποκριτική από τη Συνέλευση του ΟΗΕ του 2012, διότι προηγούμενες νομοθετικές πράξεις αναγνώριζαν αποκλειστική δικαιοδοσία του Κογκρέσου σε νομικά και εμπορικά ζητήματα που αφορούσαν τις φυλές[11]. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέχισαν τη χρήση των αυτοχθόνων Αμερικανών ως συμμάχων[12], σύμφωνα όμως με το Frederick Hoxie, οι σχέσεις των ΗΠΑ με αντίπαλα κράτη εξομαλύνθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα και η ανάγκη για τέτοιες φιλικές σχέσεις τελείωσε, ενώ οι φυλές θεωρήθηκαν εμπόδιο όσον αφορά την επέκταση των Ηνωμένων Πολιτειών.

Με το τέλος του Εμφυλίου και κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων οι σχέσεις μεταξύ κράτους και αυτοχθόνων ομαλοποιήθηκαν και έγιναν σημαντικές πολιτικές προσπάθειες ενδυνάμωσης των κοινοτήτων, όπως η συγκρότηση πολιτικών οργάνων που αφορούσαν μόνο τους αυτόχθονες[13] και η συγκρότηση διαφορετικών κυβερνητικών πολιτικών που θα μελετηθούν παρακάτω.

Β) Αβορίγινες και αυστραλιανό κράτος

Οι αυτόχθονες στην Αυστραλία αποκαλούνται «Αβορίγινες», όρος ο οποίος περιλαμβάνει τους πληθυσμούς Αβορίγινων και τους ιθαγενείς των νησιών Torres Strait[14]. Η σχέση μεταξύ των αυτοχθόνων της Αυστραλίας και του κράτους έχει ακολουθήσει μία πορεία, η οποία θυμίζει το αμερικανικό παράδειγμα.

Ξεκινά και πάλι με ευρωπαϊκή εισβολή στις 13 Μαΐου του 1787[15], μέρα η οποία γιορτάζεται ακόμα ως εθνική επέτειος και έχει εγείρει πλήθος αντιδράσεων σε τοπικό και διεθνές επίπεδο[16], αποδεικνύοντας τις προβληματικές πτυχές που διακρίνουν τα πολιτικά σχέδια του αυστραλιανού κράτους σε σχέση με τους αυτόχθονες. Η εισβολή αυτή και η μετέπειτα κατάκτηση των εδαφών οδήγησε αντίστοιχα σε εξόντωση των ιθαγενών με κάποιους να διεκδικούν αναγνώριση γενοκτονίας[17]. Επιπλέον, η Αυστραλία αποτέλεσε εξαίρεση όσον αφορά τις ιμπεριαλιστικές πρακτικές της βρετανικής αποικιοκρατίας καθώς μετά την ευρωπαϊκή εισβολή δεν υπήρξε καμία διαπραγμάτευση και δε διαμορφώθηκε καμία συνθήκη με τους ιθαγενείς, βήματα τα οποία είχαν συντελεστεί ήδη στη Βόρεια Αμερική και τη Νέα Ζηλανδία[18]. Τα χρόνια μετά την εισβολή χαρακτηρίζονταν από έλλειψη πολιτικών σε σχέση με τους αυτόχθονες ενώ όσες πολιτικές κινήσεις κατάφεραν να πραγματοποιηθούν έγιναν από άτομα που είχαν λάβει μέρος στις στρατιωτικές εκστρατείες στο βόρειο ημισφαίριο και προσπάθησαν να «αναλύσουν» τους Αβορίγινες με βάση συστήματα και έννοιες[19] τα οποία ήταν άγνωστα σε αυτούς. Η ένταση που διέκρινε την εξεταζόμενη σχέση κορυφώθηκε με αιματηρές διαμάχες ανάμεσα σε αποικιοκράτες και αυτόχθονες, οι οποίες στοίχειωσαν την ιστορία της Αυστραλίας για περισσότερα από 150 χρόνια και έμειναν γνωστές ως Frontier Wars[20].

Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις συνέχισαν να καταπιέζουν τους Αβορίγινες για πολλά χρόνια, εξωθώντας ένα μεγάλο αριθμό ατόμων σε δουλεία, ενώ έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για την ουσιαστική αναγνώριση και εφαρμογή των πολιτικών τους δικαιωμάτων στα πλαίσια της Κοινοπολιτείας[21]. Οι ομαλότερες πολιτικές προσεγγίσεις του μοντέρνου και σύγχρονου κόσμου θα μελετηθούν παρακάτω.

Η πολιτική της εξαναγκαστικής αφομοίωσης που αναφέρθηκε παραπάνω ισχύει και για το παράδειγμα της Αυστραλίας. Από το 1810 το κράτος και η εκκλησία προσπαθούν μέσω διαφορετικών πολιτικών να «εκπολιτίσουν» τους αυτόχθονες και να τους διδάξουν τις δυτικές αξίες, παραμένοντας πιστοί στο δόγμα υπεροχής που διέκρινε τους αποικιοκράτες[22]. Η συγκεκριμένη περίοδος χαρακτηρίζεται από πολιτικές προστατευτισμού και οδηγεί σε μία απόπειρα πλήρους αφομοίωσης των ιθαγενών η οποία συνδέεται με ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της αυστραλιανής ιστορίας, αυτό των «Κλεμμένων Γενεών». Μεταξύ 1910 και 1970 φορείς του αυστραλιανού κράτους και της εκκλησίας, στηριζόμενοι σε συγκεκριμένες νομικές πράξεις[23] απομάκρυναν παιδιά Αβορίγινων από τις βιολογικές τους οικογένειες δίνοντας τα για υιοθεσία σε οικογένειες λευκών έτσι ώστε να επιτύχουν την απόλυτη αφομοίωση τους στη «λευκή» κοινωνία[24]. Η δημόσια συγγνώμη του πρωθυπουργού σχετικά με τα αναφερθέντα γεγονότα έγινε μόλις το 2008 και δεν κατάφερε να αποκαταστήσει τη σχέση μεταξύ Αβοριγίνων και κράτους, ενώ στατιστικά στοιχεία αποδεικνύουν πως η πολιτική αυτή συνεχίζεται ακόμη και σήμερα[25].

ΙΙ) Από την εξαναγκαστική αφομοίωση στην ένταξη: Σύγχρονες κυβερνητικές πολιτικές

Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο, καθώς και στο επόμενο, θα αναλυθούν οι σύγχρονες πολιτικές ένταξης και ο βαθμός πολιτικής συμμετοχής των αυτοχθόνων με βάση τη θεωρία της εθνικής ένταξης, όπως αυτή διατυπώθηκε από τους James S. Coleman και Carl G. Rosberg Jr. στο βιβλίο τους Political Parties and National Integration in Tropical Africa[26], στο οποίο αναλύουν την εθνική ένταξη μετά το τέλος της αποικιοκρατίας και κατά τη διάρκεια της μοντέρνας εποχής. Η συγκεκριμένη θεωρία ορίζει την εθνική ένταξη ως μία ευρεία διαδικασία με δύο κύριες διαστάσεις, η πρώτη σε κάθετο και η δεύτερη σε οριζόντιο επίπεδο. Η πρώτη είναι η πολιτική ένταξη, η οποία αναφέρεται στην προοδευτική γεφύρωση του χάσματος πολιτικής δυνάμεως (power gap) και τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης πολιτικής διαδικασίας και μιας πολιτικής κοινότητας με δικαιώματα συμμετοχής. Η δεύτερη είναι η χωρική (ή περιφερειακή) ένταξη, η οποία αναφέρεται στην προοδευτική μείωση των πολιτισμικών και περιφερειακών εντάσεων, η οποία θα οδηγήσει στη δημιουργία μιας ομοιογενούς εδαφικής πολιτικής κοινότητας.

Α) Αυτόχθονες στις ΗΠΑ

Περνώντας από την περίοδο, η οποία ταυτίστηκε με την πολιτική της εξαναγκαστικής αφομοίωσης, στην αποαποικιοποίηση και τη σύγχρονη εποχή, οι ΗΠΑ προχώρησαν σε σημαντικά βήματα με σκοπό τη συγκρότηση ενιαίας πολιτικής σχετικά με τους αυτόχθονες πληθυσμούς, η οποία είχε ως βασική επιδίωξη την εθνική τους ένταξη. Η συγκρότηση αυτή αποτελεί μία δύσκολη απόπειρα καθώς, όπως ήδη αναφέρθηκε, στις ΗΠΑ κατοικεί μεγάλος αριθμός διαφορετικών φυλών αυτοχθόνων, γεγονός που δυσχεραίνει την έννοια της ενιαίας πολιτικής και την εφαρμογή της.

Με τη συγκρότηση ξεχωριστών πολιτικών οργάνων σχετικά με τις υποθέσεις αυτοχθόνων πληθυσμών, όπως το Γραφείο για τις Υποθέσεις Ιθαγενών[27], την υπαγωγή των καταυλισμών των αυτοχθόνων σε αυτό και τη μετάβαση από την περίοδο σύναψης συνθηκών στην περίοδο εφαρμογή τους, συντελέστηκε ένα σημαντικό βήμα αναφορικά με την εθνική ένταξη καθώς δόθηκε στους αυτόχθονες ένας βαθμός αυτονομίας. Ωστόσο, μέχρι και τη δεκαετία του 1950 οι κεντρικές πολιτικές του κράτους των ΗΠΑ συνέχισαν να διατηρούν προβληματικά στοιχεία και να επιμένουν στη διαδικασία της αφομοίωσης και όχι στο σεβασμό των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η termination policy, η οποία αποτέλεσε σημαντικό εμπόδιο ως προς την εθνική ένταξη και τον τρόπο με τον οποίο την εξετάζουμε σε αυτή την έρευνα καθώς κατάργησε τη διάσταση της εδαφικής πολιτικής κοινότητας. Η πολιτική αυτή ξεκίνησε το 1953 με απόφαση του Κογκρέσου και υπαγόρευε τη διακοπή προσφοράς κρατικών υπηρεσιών στους καταυλισμούς καθώς και την κατάργηση της αυτονομίας που υπήρχε μέχρι τότε μέσα στα σύνορα των καταυλισμών[28], τονίζοντας έτσι την επείγουσα ανάγκη αφομοίωσης των αυτοχθόνων στη λευκή κοινωνία της Αμερικής. Παρά τη σύντομη διάρκεια της[29] οδήγησε πολλούς καταυλισμούς σε αφανισμό και δημιούργησε νέα προβλήματα σε επίπεδο πολιτικής.

Με το τέλος της πολιτικής αυτής ξεκίνησε μία νέα περίοδος σεβασμού των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων. Με την υπογραφή και εφαρμογή δεκάδων νομοθετικών πράξεων[30] δόθηκε αυτονομία στα πλαίσια των καταυλισμών σε διαφορετικά επίπεδα πολιτικής (εκπαίδευση, κοινωνική πρόνοια, υγεία) και καθιερώθηκε καθεστώς προστασίας των παραδόσεών τους[31]. Παρά την αξιοσημείωτη πρόοδο που συντελέστηκε υπάρχουν παραδείγματα αυτονομίας τα οποία κατακρίνονται καθώς δόθηκαν στα πλαίσια των νέων νομοθεσιών αλλά χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία της κοινότητας[32].

Β) Αβορίγινες στην Αυστραλία

Σε αντίθεση με τα κοινά σημεία που παρουσιάζουν οι αρχικές αποικιοκρατικές πολιτικές σε ΗΠΑ και Αυστραλία, η σύγχρονη πορεία συγκρότησης εθνικής πολιτικής παρουσιάζει αρκετές διαφορές. Η Αυστραλία, έχοντας το σκάνδαλο των «Κλεμμένων Γενεών» να βαραίνει την ιστορία της πολιτικής της σχετικά με τους αυτόχθονες, συνέχισε τη διαμόρφωση πολιτικής «ατζέντας» περνώντας από διαφορετικά είδη πολιτικών. Οι πολιτικές αυτές είναι ο προστατευτισμός, η αφομοίωση  και τέλος η αυτοδιάθεση[33].

Ο προστατευτισμός ήταν μια πολιτική, η οποία όριζε πως πρέπει να τοποθετηθούν επικεφαλής και υπεύθυνοι τόσο σε καταυλισμούς Αβορίγινων όσο και σε πολιτικά όργανα που τους αφορούσαν, με σκοπό την προστασία των φυλών τους από τον αφανισμό.[34] Οι υπεύθυνοι αυτοί ήταν μη Αβορίγινες, γεγονός το οποίο δημιούργησε πλήθος προβλημάτων τόσο σε τοπικό επίπεδο, σε σχέση δηλαδή με τους καταυλισμούς, όσο και σε επίπεδο κρατικής πολιτικής καθώς ήταν τα άτομα τα οποία ενημέρωναν την κεντρική εξουσία σχετικά με τα ζητήματα των αυτοχθόνων και την ανάγκη συγκρότησης πολιτικής. Η πολιτική αυτή συνδέθηκε άμεσα με τη διαδικασία της αφομοίωσης, η οποία αναφέρθηκε στην αρχή, καθώς και με το σκάνδαλο των «Κλεμμένων Γενεών» και οδήγησε στην απομόνωση των κοινοτήτων των αυτοχθόνων.[35] Η περίοδος του προστατευτισμού και της αφομοίωσης είχε ως βασικό πρωταγωνιστή το Aborigines Welfare Board, συμβούλιο το οποίο συγκροτήθηκε με τη Συνθήκη περί Προστασίας των Αβορίγινων, τελούσε υπό τη λειτουργία του Aboriginal Protection Board και παρά το γεγονός πως ήταν υπεύθυνο για την προστασία των αυτοχθόνων συνέδεσε το όνομα του με το σκάνδαλο των παράνομων υιοθεσιών και τις απαλλοτριώσεις γης.[36] Χαρακτηριστικό είναι ότι από τα 11 μέλη του μόνο τα 2 ήταν Αβορίγινες, ενώ το ένα εκ των δύο ήταν μιγάς.[37] Με τη διακοπή λειτουργίας του το 1960 ξεκινάει μία νέα περίοδος θετικών βημάτων για την κρατική πολιτική, η οποία κατευθύνεται προς την ένταξη και τον τρόπο με τον οποίο την ορίσαμε στην αρχή (με βάση το οριζόντιο και κάθετο επίπεδο), ενώ ο όρος «ένταξη» ξεκίνησε να χρησιμοποιείται από νομοθέτες και κρατικούς λειτουργούς. Υιοθετήθηκαν λοιπόν μέτρα για τη βελτίωση της χρηματοδότησης των έργων ανάπτυξης στις κοινότητες των Αβορίγινων και έγιναν τα πρώτα βήματα για τη χορήγηση δικαιωμάτων γης. Το 1972 δημιουργήθηκε ένα χωριστό ομοσπονδιακό Τμήμα Υποθέσεων Αβορίγινων και το 1973 διορίστηκε η Επιτροπή Woodward για να διερευνήσει πώς θα μπορούσαν να εφαρμοστούν τα δικαιώματα της γης για τους Αβορίγινες[38]. Τα βήματα αυτά οδήγησαν τελικά στο νόμο περί δικαιωμάτων των ιθαγενών κατοίκων και συνεπώς ήρθαν πιο κοντά στη διαμόρφωση της ομοιογενούς εδαφικής πολιτικής κοινότητας.

Η σύγχρονη εποχή χαρακτηρίζεται από την πολιτική της αυτοδιάθεσης και της αυτοδιαχείρισης. Η λέξη αυτοδιάθεση ορίζει την ελεύθερη επιλογή των αυτοχθόνων, τους προσφέρει δικαιώματα αυτοδιαχείρισης και συνδέεται με τους πολιτικούς αγώνες του 1970 και 1980 από Αβορίγινες ακτιβιστές[39]. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η μετάβαση σε αυτή την πολιτική ήταν πολύπλοκη και έχει μετέπειτα κατακριθεί[40]. Η αυτοδιάθεση παρέμεινε στην κρατική πολιτική μέχρι την εκλογή της κυβέρνησης Χάουαρντ το 1996, όταν και σταμάτησε μετά από πλήθος αντιδράσεων σχετικά με την εφαρμογή της. Ωστόσο, η έννοια της αυτοδιάθεσης ως διαδικασίας μέσω της οποίας οι κοινότητες αυτοχθόνων ελέγχουν το μέλλον τους και αποφασίζουν πώς θα αντιμετωπίσουν τα δικά τους ζητήματα παραμένει στην κεντρική πολιτική ενώ θεωρείται πολύ σημαντική από παγκόσμιους οργανισμούς για την επίτευξη της υγιούς ένταξης μέσα στα κράτη[41].

ΙΙΙ) Πολιτική συμμετοχή και εκπροσώπηση αυτοχθόνων πληθυσμών

Α) Συμμετοχή και εκπροσώπηση αυτοχθόνων στις ΗΠΑ

Η τελευταία παράμετρος που θα εξετασθεί σχετικά με τις πολιτικές ένταξης αυτοχθόνων στις δύο χώρες είναι η πολιτική συμμετοχή και εκπροσώπηση. Η πολιτική συμμετοχή των κοινοτήτων αυτόχθονων αποτελεί πολύ σημαντικό μέτρο για την επίτευξη της πολιτικής ένταξης όπως αυτή αναλύθηκε από τους James S. Coleman και Carl G. Rosberg Jr. και παράλληλα επιτρέπει τη γεφύρωση του χάσματος πολιτικής δυνάμεως, το οποίο ταλανίζει για χρόνια τις εθνικές μειονότητες.[42]

Στις ΗΠΑ, έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να αναγνωριστούν τα πολιτικά δικαιώματα των αυτοχθόνων. Μετά από αγώνες από την πλευρά των αυτοχθόνων το 1924 συγκροτήθηκε νομική πράξη η οποία τους έδινε το δικαίωμα του πολίτη των ΗΠΑ.[43] Η εφαρμογή της πράξης αποδείχθηκε δύσκολη καθώς ήταν στην ευχέρεια κάθε πολιτείας. Έπρεπε να περάσουν άλλα σαράντα χρόνια για την πλήρη αναγνώριση των πολιτικών τους δικαιωμάτων, η οποία ήρθε με το Indian Civil Rights Act το 1968[44] χωρίς βέβαια να δίνεται ένα τέλος στα προβλήματα των αυτοχθόνων, καθώς προβλήματα σχετικά με τα πολιτικά δικαιώματα και ειδικά με το αναγνωρισμένο δικαίωμα στην ψήφο συνεχίζουν να υφίστανται.

Θα ήταν επίσης σημαντικό να εξετασθούν τα ποσοστά ψηφοφόρων κατά τα τελευταία έτη καθώς και το ποσοστό συμμετοχής αυτοχθόνων στη συγκρότηση πολιτικής που τους αφορά. Το πρόγραμμα ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, έχοντας ως στόχο την ένταξη των αυτοχθόνων, έχει χαρακτηρίσει ως κρίσιμη την πολιτική εκπροσώπηση και συμμετοχή τους[45] η οποία ωστόσο αναπτύσσεται δύσκολα λόγω των ιστορικών αδικιών που έχουν υποστεί οι κοινότητες από το αμερικανικό κράτος. Πράγματι οι αυτόχθονες στις ΗΠΑ έχουν αγωνιστεί για την πολιτική τους εκπροσώπηση και παρά τα χαμηλά ποσοστά που έχουν καταγραφεί έχουν καταφέρει την ένταξη αυτοχθόνων πολιτικών σε σημαντικά όργανα λήψης αποφάσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δημοκρατική υποψήφια Σαρίς Ντέιβιντς, η οποία στις τελευταίες εκλογές του 2018 για τη Βουλή των Αντιπροσώπων, έγινε η πρώτη ιθαγενής στην ιστορία των ΗΠΑ που εξελέγη στο αμερικανικό Κογκρέσο[46]. Σε επίπεδο ψηφοφόρων πρέπει να τονισθεί πως από την κατοχύρωση του δικαιώματος της ψήφου και μετά έχει υπάρξει σημαντική έλλειψη στατιστικών στοιχείων αναφορικά με την ψήφο των αυτοχθόνων. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών και μετά το σκάνδαλο που προέκυψε στις εκλογές του 2018, όταν οι αυτόχθονες της Βόρεια Ντακότα ουσιαστικά αποκλείστηκαν από τις κάλπες[47] συντελέστηκε μία πρωτοβουλία, με το όνομα Native Vote, με σκοπό την ανάδειξη της σημασίας της ψήφου των αυτοχθόνων[48].

Τέλος, σε επίπεδο πολιτικών κινημάτων, οι αυτόχθονες των ΗΠΑ έχουν διαγράψει μία μακρά ιστορική πορεία. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναφερθεί η θεωρία διεθνοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης των κινημάτων των αυτοχθόνων, όπως αυτή αναφέρεται από τη Florence Passy στο Social Movements in a Globalizing World. Η θεωρία αυτή υποστηρίζει πως η διεθνοποίηση των μέσων και της πολιτικής καθώς και η καταπάτηση εδαφών των αυτοχθόνων από πολυεθνικούς ομίλους κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, έχει οδηγήσει στη ριζοσπαστικοποίηση των κινημάτων των αυτοχθόνων καθώς και στην αυξημένη υποστήριξη τους από τη Δύση[49]. Η θεωρία αυτή μπορεί να επιβεβαιωθεί από τα γεγονότα που έλαβαν χώρα το 2018 στη Βόρεια Ντακότα όταν μέλη της φυλής Σίου εναντιώθηκαν στη δημιουργία του Dakota Access Pipeline, ενός πετρελαιαγωγού μήκους 1.880 χιλιομέτρων, ο οποίος θα συνιστούσε περιβαλλοντική απειλή για τα εδάφη τους. Η διαμαρτυρίες τους συγκέντρωσαν χιλιάδες πολίτες των ΗΠΑ, οι οποίοι ταυτίστηκαν με τον αγώνα τους και βρήκαν έναν τρόπο εναντίωσης στην κυβέρνηση Τραμπ[50].

Β) Συμμετοχή και εκπροσώπηση Αβοριγίνων στην Αυστραλία

Ακολουθώντας το παράδειγμα της Αμερικής, έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για την αναγνώριση και κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων των αυτοχθόνων στην Αυστραλία. Το 1962 η κυβέρνηση Menzies ενέκρινε το Commonwealth Electoral Act 1918 το οποίο έδινε τη δυνατότητα στους Αβορίγινες να καταγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους και κατοχύρωνε το δικαίωμα τους στην ψήφο[51]. Η εφαρμογή της νομικής πράξης είχε τελειοποιηθεί μέχρι το 1965 όταν και η τελευταία πολιτεία αναίρεσε όλους τους περιορισμούς αλλά η ψήφος των αυτοχθόνων αποτελεί μέχρι και σήμερα αντικείμενο συζήτησης[52].

Όσον αφορά τα ποσοστά Αβορίγινων ψηφοφόρων, έχουμε μία καλύτερη εικόνα από αυτή των αυτοχθόνων στις ΗΠΑ. Η πιο λεπτομερής καταγραφή των στατιστικών σχετικά με την ψήφο των Αβορίγινων ίσως να οφείλεται στο μικρότερο εκλογικό σώμα και την ύπαρξη λιγότερων φυλών αυτοχθόνων. Λαμβάνοντας ένα ενδεικτικό δείγμα από την καταγραφή της Αυστραλιανής Εκλογικής Επιτροπής, παρατηρείται πως το 2016 περίπου το 58% των Αβορίγινων Αυστραλών εγγράφηκαν στην ψηφοφορία. Ωστόσο, ορισμένοι ηγέτες των Αβορίγινων, μη κυβερνητικοί και κυβερνητικοί οργανισμοί εκτιμούν ότι μόλις το 25 έως 30% των εγγεγραμμένων έφθασαν στην κάλπη[53]. Με τον τρόπο αυτό αποδεικνύεται η δυσκολία ενιαίας εφαρμογής των πολιτικών δικαιωμάτων των αυτοχθόνων, η οποία μπορεί να προκληθεί λόγω γεωγραφικών περιορισμών,[54] προβλημάτων καταγραφής στους καταλόγους εξαιτίας των κριτηρίων καταγωγής και  απροθυμίας των πληθυσμών εξαιτίας των αυξημένων ποσοστών αναλφαβητισμού.

Σε επίπεδο πολιτικής εκπροσώπησης, έχει επιτευχθεί η εκλογή Αβορίγινων σε σημαντικές θέσεις σε κέντρα λήψης αποφάσεων, σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, με σκοπό την εξέλιξη της κυβερνητικής πολιτικής που τους αφορά. Η λίστα ιθαγενών πολιτικών, όπως κατεγράφη από τη Αυστραλιανή Εκλογική Επιτροπή[55], ξεκινάει το 1971 με τον Neville Bonner του Φιλελεύθερου Κόμματος που διορίστηκε από το κοινοβούλιο του Queensland και έγινε ο πρώτος ιθαγενής στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο και τελειώνει με τη Linda Burney, η οποία έγινε η πρώτη ιθαγενής γυναίκα που εκλέχθηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων το 2016.

Επίλογος

Η παρούσα έρευνα αποτέλεσε μία προσπάθεια ανάλυσης των πολιτικών ένταξης που έχουν πραγματοποιηθεί από τα κράτη των ΗΠΑ και της Αυστραλίας σε σχέση με τους αυτόχθονες πληθυσμούς τους. Η έρευνα εξέτασε τα αρχικά πολιτικά λάθη και το φαινόμενο της εξαναγκαστικής αφομοίωσης και στη συνέχεια προχώρησε στην εξέταση των σύγχρονων πολιτικών και του ποσοστού πολιτικής συμμετοχής και εκπροσώπησης των αυτοχθόνων.

Με το πέρας της, είναι πλέον δυνατόν να εκτιμηθεί ο βαθμός ένταξης στον οποίον έχουν φθάσει τα δύο κράτη σε σχέση με τους αυτόχθονες πληθυσμούς και να αναδειχθεί το κράτος, το οποίο εμφάνισε τη θετικότερη πρόοδο. Με βάση τη θεωρία των James S. Coleman και Carl G. Rosberg Jr περί εθνικής ένταξης, που ήδη αναλύθηκε, και λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές των δύο κρατών αναφορικά με τη μορφή, την κοινωνική τους συγκρότηση και την πολιτική τους ιστορία, καθώς επίσης και τα εμπόδια που δυσχέραιναν το ερευνητικό έργο, όπως η έλλειψη στατιστικών στοιχείων, θα μπορούσε να εκτιμηθεί πως οι ΗΠΑ έχουν αναπτύξει την πολιτική της ένταξης σε μεγαλύτερο βαθμό. Η εκτίμηση αυτή προκύπτει από την ύπαρξη περισσότερων πολιτικών οργάνων σχετικά με τις υποθέσεις αυτοχθόνων, το βαθμό αυτονομίας και αναγνώρισης που έχει δοθεί στους καταυλισμούς καθώς και στο γεγονός πως έχει πραγματοποιηθεί σταδιακή εξέλιξη των πολιτικών με βάση διμερείς συνθήκες ενώ δεν έχουν προκύψει μεγάλα πολιτικά σκάνδαλα όπως το σκάνδαλο των «Κλεμμένων Γενεών» στην Αυστραλία. Οι παράγοντες αυτοί οδηγούν στη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης πολιτικής κοινότητας με συγκροτημένη πολιτική διαδικασία και στην προοδευτική μείωση των πολιτισμικών και περιφερειακών εντάσεων.

Παρά την εκτίμηση αυτή καθώς και την αναγνώριση σχετικής προόδου και εξέλιξης των πολιτικών ένταξης και στα δύο κράτη, τα προβλήματα των αυτοχθόνων παραμένουν και η επίλυση τους απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών γινόμαστε μάρτυρες μιας αυξημένης πολιτικής συμμετοχής, τόσο σε κρατικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κινημάτων, η οποία ωστόσο θα πρέπει να εντατικοποιηθεί και να οδηγήσει στη διαμόρφωση εξελιγμένων κρατικών πολιτικών που θα λαμβάνουν υπόψη τις επιθυμίες και τις ανάγκες των αυτοχθόνων. Η διαμόρφωση των πολιτικών και η γεφύρωση του χάσματος σε επίπεδο πολιτικής δύναμης αλλά και ποιότητας ζωής, χρειάζεται την αρωγή της πολιτικής της αυτοδιάθεσης, έτσι ώστε να δοθεί στους αυτόχθονες η φωνή που έχει χαθεί εδώ και χρόνια.


[1] Report of the Special Rapporteur on the Rights of Indigenous Peoples, United Nations General Assembly, Human Rights Council, 30 August 2012

[2] Article 1 (1b) of the International Labour Organisation’s Convention concerning Indigenous and Tribal Peoples (ILO No. 169)

[3] Γ. Τσάλτας, Αναπτυξιακό φαινόμενο και Τρίτος Κόσμος, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήσης, 2010, σελ.60

[4] «Αν και οι ιθαγενείς Αμερικάνοι και οι ιθαγενείς της Αλάσκας μπορούν να λάβουν υγειονομική περίθαλψη μέσω των ινδιάνικων Υπηρεσιών Υγείας, σχεδόν ένας στους τρεις είναι ανασφάλιστος. Όπως πολλές άλλες ομοσπονδιακές υπηρεσίες που εξυπηρετούν ιθαγενείς, η Υπηρεσία Υγείας Ιθαγενών (IHS) ιστορικά έχει υποχρηματοδοτηθεί. Οι τοπικές εγκαταστάσεις της IHS συχνά στερούνται βασικών υπηρεσιών όπως η επείγουσα αντισύλληψη, αναγκάζοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τους ιθαγενείς ασθενείς  να ταξιδέψουν εκατοντάδες μίλια για τη θεραπεία τους. Επιπλέον, τα ινδιάνικα έθνη δεν κατέχουν τη γη στην οποία κατοικούν. Αντίθετα, τα εδάφη τηρούνται σε καταπίστευμα από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Αυτό αποτρέπει τους ιθαγενείς Αμερικανούς που ζουν στους καταυλισμούς να χρησιμοποιήσουν τα  περιουσιακά τους στοιχεία για δάνεια, γεγονός που καθιστά δύσκολο για αυτούς να στήσουν επιχειρήσεις ή να προωθήσουν την οικονομική  ανάπτυξη  στην περιοχή. Επιδεινώνοντας το πρόβλημα αυτό, το 14,5 τοις εκατό των ιθαγενών Αμερικανών δεν έχουν τραπεζικό λογαριασμό, και ως εκ τούτου στερούνται των βασικών οικονομικών πόρων που απαιτούνται για την οικονομική ευημερία.» [πηγή]

[5] Report of the Special Rapporteur on the Rights of Indigenous Peoples, United Nations General Assembly, Human Rights Council, 30 August 2012

[6] Διεκδικείται και αναγνώριση γενοκτονίας.

[7] Είναι σημαντικό εδώ να διακρίνουμε την αφομοίωση από την ένταξη.Η αφομοίωση συνεπάγεται την υιοθέτηση μιας άλλης κουλτούρας με σκοπό την ενσωμάτωση σε μία κοινωνία. Η ένταξη προβλέπει την ύπαρξη ατόμων από διαφορετικές ομάδες στην ίδια κοινωνία με βάση την ισότητα. [πηγή]

[8] F. Hoxie, A Final Promise: The Campaign to Assimilate the Indians, 1880–1920. Lincoln: University of Nebraska Press, 1984, σελ.50

[9]  Γ. Τσάλτας, Αναπτυξιακό φαινόμενο και Τρίτος Κόσμος, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήσης, 2010, σελ. 61

[10] Διάσημα πολιτικά πρόσωπα, όπως ο George Washington και ο Henry Knox ήταν από τους πρώτους που πρότειναν αυτή τη σταδιακή αφομοίωση, μη λαμβάνοντας υπόψη τις επιθυμίες και τα σχέδια των κοινοτήτων των αυτοχθόνων. [πηγή: Report of the Special Rapporteur on the Rights of Indigenous Peoples, United Nations General Assembly, Human Rights Council, 30 August 2012]

[11] Report of the Special Rapporteur on the Rights of Indigenous Peoples, United Nations General Assembly, Human Rights Council, 30 August 2012.

[12] Μεταξύ άλλων κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού επαναστατικού πολέμου και του πολέμου του 1812.

[13] Bureau of Indian Affairs and Bureau of Indian Education (1824), Assistant Secretary for Indian Affairs, Senior Policy Advisor for Native American Affairs etc.

[14] R. Broome, Aboriginal Australians. A History Since 1788, Sydney, Allen & Unwin, 1982, p.5

[15] Ο πρώτος βρετανικός στόλος καταφθάνει από την Αγγλία στην Αυστραλία.

[16] Οι ακτιβιστές την αποκαλούν Μέρα Εισβολής.

[17] H. Reynolds, An indelible stain? A question of genocide in Australia’s History, Ringwood, Vic.: Viking. Warren, K. 2004, p.65

[18] D. Foley, Leadership: the quandary of Aboriginal societies in crises, 1788 – 1830, and 1966, In Macfarlane, Ingereth; Hannah, Mark. Transgressions: Critical Australian Indigenous histories. Australian National University Press, 2007, p.177

[19] Όπως αυτές του αρχηγού και της φυλής.

[20] R. Broome, Aboriginal Australians. A History Since 1788, Sydney, Allen & Unwin, 1982, p.34

[21] Όπερ.

[22] Τσάλτας, Γ., Αναπτυξιακό φαινόμενο και Τρίτος Κόσμος, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήσης, 2010, σελ. 61

[23] Victorian Aboriginal Protection Act 1869.

[24] Η πιο συχνή δικαιολογία ήταν η υποτιθέμενη παραμέληση των παιδιών από τις οικογένειες τους, ενώ πολλοί υποστήριζαν ότι ήταν μια απόπειρα διάσωσης του πληθυσμού μετά τη δραματική μείωση του αριθμού των Αβοριγίνων που ήταν επακόλουθο της επαφής τους με τους Ευρωπαίους. [πηγή]

[25] Υπολογίζεται πως τα τελευταία χρόνια περισσότερα από 16.000 παιδιά Αβορίγινων τοποθετούνται σε ιδρύματα. Αυτό είναι περισσότερο από το ένα τρίτο όλων των υιοθετημένων παιδιών σε ολόκληρο το αυστραλιανό σύστημα φροντίδας, παρόλο που οι Αβορίγινες ανέρχονται μόλις στο τρία τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού. [πηγή]

[26] J. S. Coleman and C. Rosberg, Political Parties and National Integration in Tropical Africa, Jr. University of California Press, 1964

[27] Bureau of Indian Affairs.

[28] Report of the Special Rapporteur on the Rights of Indigenous Peoples, United Nations General Assembly, Human Rights Council, 30 August 2012.

[29] Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1950-1960.

[30] Indian Self-Determination and Education Assistance Act of 1975, Indian Child Welfare Act of 1978, American Indian Religious Freedom Act of 1978, Native American Graves Protection and Repatriation Act of 1990, Native American Languages Act of 1990.

[31] H.R.Doc. No. 91-363, 91st Cong., 2d Sess. (July 8, 1970)

[32] Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Indian Gaming Regulatory Act, πράξη η οποία επιτρέπει την ελεύθερη δημιουργία εγκαταστάσεων για τυχερά παιχνίδια καθώς και η δυσκολία εφαρμογής των νόμων στα πλαίσια των καταυλισμών λόγω της αλληλοεπικάλυψης κρατικών και τοπικών εξουσιών, η οποία έχει οδηγήσει σε άνοδο της εγκληματικότητας. [πηγή: Report of the Special Rapporteur on the Rights of Indigenous Peoples, United Nations General Assembly, Human Rights Council, 30 August 2012]

[33] Australian Government, Australian Law Reform Commission, Recognition of Aboriginal Customary Laws (ALRC Report 31), Aboriginal Societies: The Experience of Contact, Changing Policies Towards Aboriginal People

[34] Όπερ.

[35] A. Heiss, Government policy in relation to Aboriginal people, [πηγή (accessed 29 December 2018)]

[36] Όπερ.

[37] Australian Government, Australian Law Reform Commission, Recognition of Aboriginal Customary Laws (ALRC Report 31), Aboriginal Societies: The Experience of Contact, Changing Policies Towards Aboriginal People

[39] Όπερ.

[39] Όπερ.

[40] Το 1990, η Επιτροπή για τις Υποθέσεις Αβορίγινων κατέθεσε μια έκθεση που κατέκρινε ιδιαίτερα με τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκαν οι πολιτικές αυτοδιάθεσης σε κοινότητες αυτοχθόνων. Προγράμματα, πολιτικές και δομές είχαν επιβληθεί χωρίς επαρκή διαβούλευση και ήταν ασυμβίβαστα με την επιδίωξη των κοινοτήτων των Αβορίγινων να είναι αυτοπροσδιοριζόμενες και να έχουν την ικανότητα να επηρεάζουν και να ελέγχουν τις δικές τους υποθέσεις. Επιπλέον, η επιβολή των συμβουλίων στις κοινότητες των Αβορίγινων αγνόησε την ύπαρξη παραδοσιακών διαδικασιών λήψης αποφάσεων ενώ οι Αβορίγινες δε μετείχαν σε αυτά τα συμβούλια. [πηγή]

[41] Report of the Special Rapporteur on the Rights of Indigenous Peoples, United Nations General Assembly, Human Rights Council, 30 August 2012

[42] J. S. Coleman and C. Rosberg, Political Parties and National Integration in Tropical Africa, Jr. University of California Press, 1964

[43] Indian Citizenship Act

[44] Με το ICRA το 1968, οι ιθαγενείς Αμερικανοί εξασφάλισαν πολλά πολιτικά δικαιώματα για τα οποία αγωνίζονταν. Κάποια από τα δικαιώματα που εξασφάλισε είναι τα εξής: Δικαίωμα στον ελεύθερο λόγο, δικαίωμα του κατηγορουμένου σε γρήγορη δίκη, ενημέρωση των κατηγοριών και αντιμετώπιση κάθε μάρτυρα, δικαίωμα πρόσληψης δικηγόρου σε ποινική υπόθεση, προστασία από εκ των υστέρων νόμους, ίση προστασία σύμφωνα με το νόμο και δίκαιη διαδικασία.

[45] Boosting indigenous peoples’ political participation crucial for development, says UNDP, [πηγή, accessed 29 December 2018]

[46] ΗΠΑ-Εκλογές: Οι Δημοκρατικοί ανακτούν τη Βουλή, διατηρούν τη Γερουσία οι Ρεπουμπλικανοί, [πηγήaccessed 29 December 2018]

[47] ‘’Earlier this month, the Supreme Court decided that it would allow North Dakota’s voter ID law to stand. That means voters will be required to present identification showing their street addresses when they vote at their polling place. There’s one glaring problem with that requirement: Native Americans who live on reservations in North Dakota don’t necessarily have street addresses. They typically use P.O. boxes instead, which are listed on their IDs’’ [πηγή]

[48] To Native Vote έπειτα από έρευνα που διεξήγαγε καταλήγει στο συμπέρασμα πως ακόμη και σε Ενδιάμεσες Εκλογές όπως αυτές του 2018, η ψήφος των αυτοχθόνων παίζει σημαντικό ρόλο. Συγκεκριμένα, στην πολιτεία της Αλάσκα το ποσοστό αυτοχθόνων που μπορούν να ψηφίσουν είναι πάνω από 17%, στην πολιτεία του New Mexico πάνω από δέκα, στη Μοντάνα πάνω από 7%, στην Αριζόνα πάνω από 5%, στη Βόρεια Ντακότα πάνω 5%. [πηγή]

[49] F. Passy, Supranational Political Opportunities as a Channel of Globalization of Political Conflicts. The Case of the Rights of Indigenous Peoples. In: della Porta D., Kriesi H., Rucht D. (eds) Social Movements in a Globalizing World. Palgrave Macmillan, London, 1999

[50] Σ. Μαλαβάκης, Σιού εναντίον του πετρελαιαγωγού Dakota Access Pipeline, [πηγή, accessed 29 December 2018]

[51] Australian Government, Australian Law Reform Commission, Recognition of Aboriginal Customary Laws (ALRC Report 31), Aboriginal Societies: The Experience of Contact, Changing Policies Towards Aboriginal People

[52] A. Heiss, Government policy in relation to Aboriginal people, [πηγή, accessed 29 December 2018]

[53] P. Daley, Only 58% of Indigenous Australians are registered to vote. We should be asking why, [πηγή, accessed 29 December 2018]

[54] Απομακρυσμένοι καταυλισμοί.

[55] Electoral milestones for Indigenous Australians, [πηγή, accessed 29 December 2018]


Βιβλιογραφία

  • Μαλαβάκης, Σ. (2016) Σιού εναντίον του πετρελαιαγωγού Dakota Access Pipeline,   του Σάκη Μαλαβάκη  | Vima. Ανακτήθηκε από εδώ.
  • Παπακωνσταντίνου, Π. (2018). Η πολιτική αφύπνιση των αυτοχθόνων λαών, του Πέτρου Παπακωνσταντίνου | Kathimerini. Ανακτήθηκε από εδώ.
  • Τσάλτας, Γ. (2010). Αναπτυξιακό φαινόμενο και Τρίτος Κόσμος. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση
  • Armitage, A. (1995). Comparing the Policy of Aboriginal Assimilation. ERIC Clearinghouse.
  • National Council of Welfare. (2007). First Nations, Métis and Inuit children and youth. Ottawa.
  • Broome, R. (2010). Aboriginal Australians. Crows Nest, N.S.W.: Allen & Unwin.
  • Fleras, A., & Elliott, J. (1999). The ‘nations within’. Toronto: Oxford University Press.
  • Horse Capture, G., Champange, D., & C. Jackson, C. (2007). American Indian Νations. Altamira Press, U.S.
  • Human Rights Council: Special Rapporteur. (2014). Report of the Special Rapporteur on the rights of indigenous peoples, James Anaya, on the situation of indigenous peoples in Canada. United Nations. Retrieved from here.
  • Maaka, R., & Fleras, A. (2018). The Politics of Indigeneity: Challenging the state in Canada and Aotearoa New Zealand. Otago: Otago University Press.
  • Mair, L. (1966). Political Parties and National Integration in Tropical Africa. Edited by J. S. Coleman and C. Rosberg, Jr. University of California Press, 1964. Pp. xiii, 73s. Africa, 36(01), 96-97. doi: 10.2307/1158134
  • O’ Sullivan, D. (2018). Why the Indigenous in New Zealand have fared better than those in Canada. Ανακτήθηκε από εδώ.
  • Passy F. (1999) Supranational Political Opportunities as a Channel of Globalization of Political Conflicts. The Case of the Rights of Indigenous Peoples. In: della Porta D., Kriesi H., Rucht D. (eds) Social Movements in a Globalizing World. Palgrave Macmillan, London.
  • Rex, J. (1996). Ethnic Minorities in the Modern Nation State. Palgrave.
  • Reynolds, H. (2001). An indelible stain?The question of genocide in Australia’s History, Ringwood, Vic.: Viking.
  • Warren, K. (2004). Indigenous movements, self-representation, and the state in Latin America. Austin, Tex: University of Texas Press.
  • Warren, K. (2018). The Violence Within: Cultural and Political Opposition in Divided Nations. Routledge.