από την Μαρία Κοτσώνη, ερευνήτρια της Ομάδας «Διεθνές & Ευρωπαϊκό Δίκαιο»

Σήμερα, 8 Μαρτίου, παγκοσμίως εορτάζεται η Ημέρα της Γυναίκας, μέρα αφιερωμένη στους αγώνες του γυναικείου κινήματος για την διεκδίκηση και προάσπιση των δικαιωμάτων του. Στις 8 Μαρτίου του 1857 στην Νέα Υόρκη εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας διαδήλωσαν ζητώντας αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, και ως ανάμνηση του γεγονότος αυτού ορίστηκε ο παγκόσμιος εορτασμός στην Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το 1977, όταν τα κράτη μέλη κλήθηκαν να ανακηρύξουν την συγκεκριμένη ημερομηνία ως Ημέρα του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των γυναικών. Πριν από την θέσπιση της συγκεκριμένης ημερομηνίας από τον ΟΗΕ, πρώτη φορά εορτασμός υπήρξε το 1911 μεμονωμένα στην Αυστρία, την Γερμανία, την Ελβετία και την Δανία.

Οι αγώνες του φεμινιστικού κινήματος πέρα από την διεκδίκηση καλύτερων εργασιακών συνθηκών, πρωτοστάτησαν στην πολιτική χειραφέτηση των γυναικών, με την αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου στο πρόσωπό τους και την διεξαγωγή ενιαίων καθολικών εκλογών. Αποφασιστικής σημασίας υπήρξε το κίνημα των Σουφραζετών, που δραστηριοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα. Η εφημερίδα DailyMail επινόησε τον όρο «Σουφραζέτες» (ετυμολογείται από την λέξη «suffragist», που υποδηλώνει τον υποστηρικτή του δικαιώματος ψήφου), χαρακτηρίζοντας υποτιμητικά τις γυναίκες που διεκδικούσαν την συμμετοχή στα κοινά και την ισάξια μεταχείριση τους με τους άνδρες. Μάλιστα, η Νέα Ζηλανδία το 1893 υπήρξε η πρώτη χώρα που απέδωσε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες άνω των 21 ετών. Στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ το δικαίωμα ψήφου εκχωρήθηκε το 1916 και το 1920 αντίστοιχα, και στην Ελλάδα το 1952, όταν με τον νόμο 2159 ορίστηκε ότι οι Ελληνίδες «δικαιούνται να εκλέγουν και να εκλέγονται εις απάσας τας εκλογάς επί ίσοις όροις με τους άνδρας, άνευ ουδεμιάς διακρίσεως». Την αμέσως επόμενη χρονιά, στις επαναληπτικές εθνικές εκλογές στην Θεσσαλονίκη εξελέγη η πρώτη γυναίκα βουλευτής στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, η Ελένη Σκούρα.

Στην Ελλάδα, η χειραφέτηση των γυναικών πέρα από το σκέλος της πολιτικής ισότητας, απαιτούσε επιτακτικό εκσυγχρονισμό και από άποψη κοινωνικής αποκατάστασης, με την αναγκαία μεταρρύθμιση του Αστικού Κώδικα στον κλάδο του Οικογενειακού Δικαίου. Μέχρι τότε ο άντρας κυριαρχούσε ως προστάτης της οικογένειας. Το 1930 συγκροτήθηκε επιτροπή για την σύνταξη νέου σχεδίου Αστικού Κώδικα, η «επιτροπή Δεμερτζή», όπως ονομάστηκε, η οποία με τις προοδευτικές της μεταρρυθμίσεις, κατοχύρωνε την ισότητα των δύο φύλων μέσα στην οικογένεια και στην έγγαμη συμβίωση του ζευγαριού. Ωστόσο, ακολούθησαν τα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά και η συγκεκριμένη πρόταση δεν κατατέθηκε ποτέ με την παραπάνω προοδευτική μορφή, αντιθέτως η μεταρρύθμιση του Αστικού Κώδικα ήταν πολύ συντηρητικότερη και αυταρχική. Μετά την Μεταπολίτευση, το Σύνταγμα που ψηφίστηκε το 1975, με τις αναθεωρήσεις του 1986 και 2001, ορίζει ρητά στο άρθρο 4 παράγραφος 2 την ισότητα των δύο φύλων, και κατ’ επέκταση ακολούθησε η μεταρρύθμιση του Αστικού Κώδικα το 1983, όπου η συνταγματική αρχή της ισότητας των δυο φύλων εφαρμόστηκε στις διατάξεις του οικογενειακού δικαίου.

Πλέον η θέση της γυναίκας στην σύγχρονη κοινωνία είναι προοδευτικά βελτιωμένη. Ωστόσο, ειδικά εκτός του δυτικού κόσμου, πρωταρχικά δικαιώματα των γυναικών κάθε ηλικίας παραβιάζονται. Μπορεί η νομική και η κοινωνικοπολιτική θέση των γυναικών να έχει βελτιωθεί σημαντικά, ωστόσο σημαντικές ανισότητες δεν έχουν εξαλειφθεί τελείως. Οι μισθολογικές ανισότητες, τα εργασιακά δικαιώματα των γυναικών, η πρόσβαση στην εκπαίδευση, η προστασία της γυναικείας σεξουαλικότητας και της μητρότητας δέχονται σοβαρότατες προκλήσεις καθημερινά στον σύγχρονο κόσμο και εκατομμύρια γυναίκες κρατούνται όμηροι των ανισοτήτων αυτών. Η νομική ισότητα είναι επαρκής, μόνο όταν έχει εδραιωθεί στην κοινή συνείδηση κάθε πολίτη.