της Μαίρης Πλέσσα
Από σειρά ερευνών προκύπτει ότι το ποσοστό των μαθητών μεταναστευτικής καταγωγής στις χώρες του ΟΟΣΑ με πρόσβαση στη διδασκαλία της γλώσσας καταγωγής τους δεν υπερβαίνει το 10% στο πλαίσιο της τυπικής εκπαίδευσης, ενώ υψηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στις χώρες που υποδέχονται μετανάστες με κοινό γλωσσικό υπόβαθρο. Παρά το γεγονός ότι πολλά σχολεία περιλαμβάνουν μαθητές από διαφορετικά γλωσσικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα, στις περισσότερες χώρες δεν υπάρχει μέριμνα για μια ιδιαίτερη εκπαιδευτική και γλωσσική μέριμνα υπέρ αυτών των παιδιών, των οποίων η κυρίαρχη γλώσσα του σχολείου δεν είναι η ομιλούσα γλώσσα της οικογένειας.
Παρατηρούμε, ωστόσο, ότι τις τελευταίες δεκαετίες πολλαπλασιάζεται η κινητικότητα εξαιτίας μεταναστευτικών ή προσφυγικών ροών κι ο δίγλωσσος πληθυσμός συνεχώς αυξάνεται, οι ιστορικές γλωσσικές μειονότητες και οι μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς ομιλούν τη μητρική τους γλώσσα, η οποία ομιλείται παράλληλα με την κυρίαρχη γλώσσα. Πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ (OECD (2018). The Resilience of Students with an Immigrant Background. Factors That Shape Well-Being. Paris: OECD Publishing, σ. 118) αναφέρει τα εξής:
- Η γλώσσα που ομιλείται στο σπίτι επηρεάζει την ικανότητα των μαθητών μεταναστών να αποκτήσουν τις κατάλληλες ακαδημαϊκές γνώσεις, όπως αυτές παρέχονται στην κυρίαρχη γλώσσα του σχολείου. Κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ, οι μετανάστες μαθητές που δεν μιλούν τη γλώσσα του σχολείου στο σπίτι είναι 8% λιγότερο πιθανό να αποκτήσουν ακαδημαϊκά επαρκείς γνώσεις στο σχολείο από ό,τι μετανάστες μαθητές που μιλούν τη μητρική τους γλώσσα (ποσοστό 9% λιγότερο πιθανό σε χώρες της Ε.Ε.).
- Κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ, οι φυσικοί ομιλητές μετανάστες μαθητές με τουλάχιστον ένα γονέα που έχει γεννηθεί στο εξωτερικό είναι 2% λιγότερο πιθανό να επιτύχουν τα επίπεδα επάρκειας στα θέματα του διαγωνισμού PISA, ενώ μη φυσικοί ομιλητές μετανάστες μαθητές είναι περίπου 17% λιγότερο πιθανό να το πετύχουν (Στην Ε.Ε. οι αριθμοί κυμαίνονται σε 3% και 18% αντίστοιχα).
- Μετανάστες μαθητές μη φυσικοί ομιλητές είναι 5% λιγότερο πιθανό από ό,τι εκείνοι που είναι φυσικοί ομιλητές να αισθανθούν ότι ενσωματώθηκαν στο σχολείο, κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ (6% λιγότερο πιθανό σε χώρες της ΕΕ).
Επομένως, αποδεικνύεται ότι όσο μεγαλύτερη γλωσσική απόσταση αναπτύσσεται μεταξύ της γλώσσας που ομιλείται στο σπίτι και της γλώσσας του σχολείου, τόσο λιγότερο πιθανό ένας μαθητής θα επιτύχει στις ακαδημαϊκές του επιδόσεις και θα ενσωματωθεί στο σχολείο. Η εκπαιδευτική πολιτική εξακολουθεί να σκοπεύει στην αφομοίωση των αλλόγλωσσων παιδιών στην κυρίαρχη γλώσσα, παρά τις διεθνείς εξαγγελίες για αποδοχή της πολυπολιτισμικότητας και ενδυνάμωση της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης.
Ο δημόσιος διάλογος βρίθει από απόψεις με έντονη κινδυνολογική διάθεση ότι η διγλωσσία δυσχεραίνει την εκπαιδευτική πράξη και μειώνει το παρεχόμενο επίπεδο εκπαίδευσης. Η ρητορική που αναπτύσσεται για τα προγράμματα δίγλωσσης εκπαίδευσης είναι πολιτική αλλά και επιστημονική. Αντιμετωπίζοντας την ετερότητα ως εσωτερικό εχθρό, εκφράζονται απόψεις ότι η ενθάρρυνση πολιτικών πολυγλωσσίας στο σχολείο μπορεί μακροπρόθεσμα να λειτουργήσει διαλυτικά για την εθνική συνοχή και να οδηγήσει σε απώλεια και αλλοίωση της εθνικής ταυτότητας και του εθνικού πολιτισμού.
Για τη μεγάλη πλειοψηφία, επομένως, μαθητών με μεταναστευτική καταγωγή η πρόσβαση στη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας ή γλώσσας καταγωγής είτε δεν υφίσταται είτε περιορίζεται σε μη τυπικές ή άτυπες μορφές, στο πλαίσιο των μεταναστευτικών κοινοτήτων. Η παρουσία μαθητών ξενικής καταγωγής με διαφορετική γλώσσα και κουλτούρα δημιουργεί στα σύγχρονα σχολεία συνθήκες πολιτισμικής ετερότητας κι απαιτεί εκπαιδευτικές πολιτικές με νέα παιδαγωγική προσέγγιση. Όταν η ταυτότητα του αλλόγλωσσου μαθητή αποξενώνεται από τη σχολική ζωή, οι μαθητές χάνουν το ενδιαφέρον τους για μάθηση.
Μια σειρά μελετών με σημαντικότερο το έργο του Jim Cummins αναδεικνύει ότι η διγλωσσία φαίνεται να επηρεάζει θετικά τόσο την ενσωμάτωση των αλλόγλωσσων μαθητών όσο και τις σχολικές τους επιδόσεις και συμβάλλει στον εμπλουτισμό των γλωσσικών δεξιοτήτων και στην γνωστική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη ακαδημαϊκών δεξιοτήτων στην κυρίαρχη γλώσσα επηρεάζεται από τη γνώση και τα νοήματα που έχουν στο μυαλό τους τα παιδιά στην μητρική τους γλώσσα. Αυτό σημαίνει ότι η διγλωσσία ανοίγει τους ορίζοντες του μαθητή βοηθώντας τον να αντιλαμβάνεται τη γνώση μέσα από διαύλους που ενυπάρχουν και στις δύο γλώσσες, με αποτέλεσμα να δημιουργείται νέα γνώση τόσο σε επίπεδο γλώσσας όσο και γενικότερα.
Προγράμματα που καλλιεργούν την διγλωσσία οδηγώντας στην καλλιέργεια γλωσσικής ικανότητας και στις δύο γλώσσες αποτελούν τα δίγλωσσα προγράμματα διπλής κατεύθυνσης (two-way bilingual programs), τα οποία εστιάζουν στην εκμάθηση της κυρίαρχης γλώσσας ταυτόχρονα με τη γλώσσα της μειονοτικής ομάδας-στόχου και αφορούν τόσο στην πλειονότητα όσο και στη μειονότητα των μαθητών. Τα προγράμματα αυτά βοηθούν τα αλλόγλωσσα παιδιά να αποκτήσουν τις απαιτούμενες γνώσεις του αναλυτικού προγράμματος με διδασκαλία στη μητρική τους γλώσσα. Καλλιεργείται με αυτόν τον τρόπο η διγλωσσία και η διγλωσσική ικανότητα γραπτού λόγου (biliteracy).
Προγράμματα διπλής κατεύθυνσης στην τυπική εκπαίδευση εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια με επιτυχία στην Αυστραλία, στον Καναδά, στην Ολλανδία και στη Σουηδία. Αυτή η τυπολογία προγραμμάτων δίγλωσσης εκπαίδευσης είναι δυνατόν να τελεσφορήσει σε σχολεία με μεγάλο αριθμό δίγλωσσων μαθητών και τα οποία έχουν στη διάθεσή τους αρκετούς πόρους και αμιγή αλλόγλωσσο μαθητικό δυναμικό (όπως για παράδειγμα σχολεία των Ηνωμένων Πολιτειών με ισπανόφωνους μαθητές). Επιπλέον, αυτού του είδους οι δομές απαιτούν πρόσληψη προσωπικού με εξειδικευμένη κατάρτιση στη διγλωσσία και στη διδασκαλία της κυρίαρχης γλώσσας ως δεύτερης γλώσσας και με επάρκεια στη γλώσσα των αλλόγλωσσων μαθητών.
Ως εκ τούτου, η προώθηση της πολυγλωσσίας στην τυπική εκπαίδευση διεθνώς θεωρείται sine qua non, καθώς τα γλωσσικά δικαιώματα νομιμοποιούνται από το Ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο και τις εξαγγελίες διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΗΕ και η UNESCO. Το θεσμικό αυτό πλαίσιο είναι άκρως επίκαιρο εξαιτίας και της οικονομικής κρίσης που επηρεάζει την παγκόσμια οικονομία από το 2008 καθώς και από την πιο πρόσφατη προσφυγική κρίση. Η ενσωμάτωση και προώθηση της γλώσσας των μεταναστών στην τυπική εκπαίδευση αποτελεί κρίσιμο ζήτημα, το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί, δεδομένου ότι οι μετανάστες μαθητές εξακολουθούν να αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό του μαθητικού πληθυσμού.
* τυπική εκπαίδευση: Η εκπαίδευση που παρέχεται στο πλαίσιο του θεσμοθετημένου εκπαιδευτικού συστήματος, οδηγεί στην απόκτηση πιστοποιητικών αναγνωρισμένων από το κράτος και αποτελεί μέρος της διαβαθμισμένης εκπαιδευτικής κλίμακας.
H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.