από την Μάρω Κυριακοπούλου, ερευνήτρια της ομάδας «Πολιτική & Διεθνείς Σχέσεις»
Φτώχεια μπορεί να σημαίνει κάτι περισσότερο από την έλλειψη αυτού που είναι απαραίτητο για την υλική ευημερία. Η φτώχεια μπορεί να αντανακλάται ως απουσία ευκαιριών και επιλογών βασικών για την ανθρώπινη ζωή, ευκαιρίες που οδηγούν σε μια μακρά, υγιή και δημιουργική ζωή, με αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, αυτοεκτίμηση, και σεβασμό από τους άλλους. Αυτή η έννοια της φτώχειας, που αναφέρεται ως «ανθρώπινη φτώχεια» είναι η διαφορετική όψη του νομίσματος της «εισοδηματικής φτώχειας». Η λεγόμενη εκθήλυνση της φτώχειας [feminized poverty], αναφέρεται στο ότι οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες φτωχοποίησης από ότι οι άνδρες. Σημαντικό αποτελεί το γεγονός ότι η εκθήλυνση της φτώχειας πλήττει εκτός από το φύλο «γυναίκα» και την ιδιότητα «μητέρα» ως κηδεμόνα μονογονεϊκής οικογένειας, άρα κατ’ακολουθίαν, σύμφωνα με ερευνητές[1], και τα παιδιά των γυναικών-μητέρων αυτών. Αποτελεί λοιπόν η εκθήλυνση της φτώχειας, πραγματικότητα; Και αν ναι, ποιοι παράγοντες είναι αυτοί που ενθαρρύνουν τα μεγαλύτερα ποσοστά φτωχοποίησης των γυναικών;
Παράγοντες που ενθαρρύνουν την εκθήλυνση της φτώχειας
Το οτι «η φτώχεια έχει καταστεί γένους θηλυκού» λοιπόν, αποτελεί κοινοτοπία και τα στατιστικά έρχονται για να το επιβεβαιώσουν . Τα 2/3 του συνολικού αριθμού αναλφάβητων στον κόσμο αποτελούν γυναίκες και τα 3/5 των παιδιών που δεν πηγαίνουν σχολείο είναι κορίτσια. Επίσης όσον αφορά την πολιτική συμμετοχή παγκοσμίως οι γυναίκες κατέχουν μόνο 7,5% των υπουργικών θέσεων στις κυβερνήσεις και το 13% στο Κοινοβούλιο[3]. Οι αριθμοί αυτοί θα έπρεπε να μας εγείρουν αμέτρητους προβληματισμούς, εφόσον τα ποσοστά γυναικείας ύπαρξης στον πλανήτη[4] δεν αντιστοιχούν στα ποσοστά αντιπροσώπευσής τους στο ευρύτερο φάσμα πολιτικής, εργασιακής και οικονομικής ζωής. Είναι σημαντικό λοιπόν να εξετάσουμε τα κριτήρια και το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναδύονται και ενισχύονται πρακτικές που οδηγούν τις γυναίκες σε κατώτερες θέσεις στον εργασιακό χώρο ,σε χαμηλότερους μισθούς, σε χαμηλή πολιτική συμμετοχή , και συγκεκριμένο εργασιακό προσανατολισμό.
Οι παράγοντες που δημιουργούν μεγαλύτερη φτώχεια των γυναικών έχουν τις ρίζες τους σε άνισες σχέσεις εξουσίας, στο μεγαλύτερο φάσμα των θεσμών δηλαδή σε πολιτικούς θεσμούς[5], οικονομικούς οργανισμούς [6], αλλά και στο σπίτι[7]. Αυτές οι σχέσεις εξουσίας είναι βαθιά ριζωμένες στους κανόνες και τις αξίες της κοινωνίας και αναπαράγονται μέσω μηχανισμών διακρίσεων. Μεταξύ των κύριων καθοριστικών παραγόντων που προσδιορίζει η κοινωνικοοικονομική βιβλιογραφία για να εξηγήσει τα επίμονα χάσματα μεταξύ των φύλων στην ευρωπαϊκή αγορά είναι και τα ατομικά χαρακτηριστικά όπως αυτά αναπτύσσονται από την πιο μικρή ηλικία. Τα στερεότυπα αναπαράγονται σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας. «Παρά τις αλλαγές που έχουν σηµειωθεί στην κοινωνική θέση των γυναικών στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες, στερεότυπα φύλου εξακολουθούν να επικρατούν και να τέµνουν κάθετα ηλικία, θρήσκευµα, φύλο, οικογενειακή κατάσταση και µορφωτικό επίπεδο (Μαραγκουδάκη, 2000). Πράγματι, σε μεγάλη εμπειρική έρευνα του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Έμφυλη Ισότητα (EIGE, 2012), σημειώνεται ότι, παρά τις σημαντικότατες αλλαγές στα καθεστώτα φύλου στις χώρες της ΕΕ, τα στερεότυπα φύλου εξακολουθούν να λειτουργούν μαζικότατα και δυναμικά προς την κατεύθυνση των διακρίσεων και του αποκλεισμού των γυναικών, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο χώρο. Κάτι που ισχύει ακόμη περισσότερο στις χώρες με πιο παραδοσιακό σύστημα έμφυλων σχέσεων, όπως είναι αυτές του ευρωπαϊκού Νότου».[8]
Το σχολείο και ο ρόλος του στη διαιώνιση των έμφυλων ρόλων
Εκτός από το οικογενειακό περιβάλλον, το σχολείο είναι αυτό που δίνει τα θεμέλια για την ανάπτυξη του χαρακτήρα καθώς και οι συνθήκες ισότιμης (ή μη) μεταχείρισης που επικρατούν εκεί. Η διαφορετική θέση στον κύκλο ζωής παίζει καθοριστικό ρόλο ως προς αυτό. Ο τρόπος με τον οποίο το κάθε άτομο εκλαμβάνει την κοινωνική «πραγματικότητα», συμβάλλει στη διαμόρφωση της συνολικής κοσμοαντίληψης, στάσης και καθορίζει την μελλοντική δραστηριότητά του. Μέσα από τον θεσμό του σχολείου τα παιδιά διαπραγματεύονται τις δικές τους ταυτότητες, ταυτότητες οι οποίες αλλάζουν και πλάθονται. Ωστόσο εντός του θεσμικού αυτού πλαισίου ένα µέρος του κρυφού αναλυτικού προγράµµατος «διδάσκει» στα αγόρια και τα κορίτσια για τη θέση των ανδρών και των γυναικών στην αγορά εργασίας. Συγκεκριμένα όπως αναφέρει σε προφορική εισήγησή της η Δήμητρα Κογκίδου[9] «το σχολείο ως χώρος διαπαιδαγώγησης και επαγγελµατικού προσανατολισµού, µέσα από το περιεχόµενο των σχολικών εγχειριδίων και όλου του παιδαγωγικού υλικού, τις διδακτικές µεθόδους, την οργάνωση της καθηµερινότητας, τον καταµερισµό της εργασίας ανάµεσα σε άνδρες και γυναίκες εκπαιδευτικούς στο πλαίσιο της διδακτικής πράξης και την κατανοµή της εξουσίας, δίνει έµµεσα µηνύµατα στα αγόρια και τα κορίτσια για την επιλογή σπουδών και, κατ’ επέκταση, για το είδος της εργασιακής απασχόλησης και τη θέση τους αργότερα στην επαγγελµατική ιεραρχία. Πιο συγκεκριµένα, οι µαθήτριες και οι µαθητές παίρνουν πολλά µηνύµατα από τα εξής:
• διαφοροποιήσεις στην κατανοµή ανδρών/γυναικών στις διάφορες βαθµίδες της εκπαίδευσης και στις ειδικότητες
• µικρή εκπροσώπηση των γυναικών σε όλες τις θέσεις-κλειδιά της επιστήµης και της έρευνας
• υποαντιπροσώπευση των γυναικών στη διοικητική ιεραρχία όλων των βαθµίδων της εκπαίδευσης καθώς και άλλων θεσµών της εκπαίδευσης – συµπεριλαµβανοµένων και των συνδικαλιστικών οργάνων
• καταµερισµό των αρµοδιοτήτων των εκπαιδευτικών στο σχολείο που γίνεται συχνά µε κριτήριο το φύλο (π.χ. εκδηλώσεις, δραστηριότητες).
• διαφορετικές αναπαραστάσεις ανδρών και γυναικών εκπαιδευτικών για το ρόλο τους που έχει ως αποτέλεσµα οι γυναίκες να αποτελούν πλειονότητα στις τάξεις και µειονότητα στη διοίκηση, ή την κοινωνική πρακτική που επιβιώνει ακόµη της ανάληψης της πρώτης τάξης, κυρίως, από γυναίκες (όπως και των θέσεων στην προδηµοτική εκπαίδευση)
• προσδοκία ότι οι άνδρες εκπαιδευτικοί είναι πιο αποτελεσµατικοί στο τοµέα της πειθαρχίας
• ύπαρξη σεξουαλικής παρενόχλησης»[10]
Οικογενειακές ευθύνες και διαθεσιμότητα χρόνου
Σημαντικός παράγοντας για τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα στην αγορά εργασίας από την πλευρά των γυναικών αποτελούν και οι οικογενειακές ευθύνες που επαφίενται ως επί το πλείστον στις γυναίκες. Οι εργοδότες τείνουν να κάνουν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών για τις καλύτερες αμειβόμενες θέσεις εργασίας ή την αναβάθμιση των καθηκόντων, γιατί γνωρίζουν ότι «είναι πιο αφοσιωμένες στην οικογένειά τους». Η οικογένεια για πολλούς,-ές επηρεάζει αρνητικά την επαγγελματική θέση και κατά συνέπεια την οικονομική ανεξαρτησία μιας γυναίκας.Η δομή των καθηκόντων των νοικοκυριών οδηγεί σε χαμηλότερες αποδοχές για τις γυναίκες (Budig 2001, Folbre 1987, Waldfogel 1997). Συγκεκριμένα, οι διαφορές μεταξύ των φύλων στο ανθρώπινο κεφάλαιο τείνουν να συνδέονται με τη μη ισορροπημένη διαίρεση των οικιακών δραστηριοτήτων φροντίδας μεταξύ ανδρών και γυναικών σε ένα νοικοκυριό, με τις γυναίκες, ως αποτέλεσμα ,να βιώνουν όλο και μεγαλύτερο αποκλεισμό από την αγορά εργασίας. Αυτό αντιστοιχεί σε μη ανταγωνιστικότητα στα πλαίσια της αγοράς εργασίας και κατά συνέπεια μικρότερο εισόδημα. Μπορεί επίσης να αποτρέψει τις γυναίκες από τη λήψη θέσεων εργασίας που απαιτούν μεγαλύτερες ώρες και σημαντικά ταξίδια. Επιπλέον, οι οικογένειες με επικεφαλής ανύπαντρη μητέρα είναι πιθανό να έχουν μόνο ένα ενήλικο μισθωτό. Αυτό όχι μόνο μειώνει το εισόδημα των νοικοκυριών, αλλά και κάνει το εισόδημα του νοικοκυριού ευπαθές σε μεγάλες διακυμάνσεις.
Εργασιακό και μισθολογικό χάσμα μεταξύ γυναικών και ανδρών
Το πεδίο της αμειβόμενης εργασίας ήταν ο πρώτος τομέας στον οποίο με τη Συνθήκη της Ρώμης το 1957 απέκτησε νομική υπόσταση το πρόταγμα της έμφυλης ισότητας. Το Άρθρο 119 που όριζε ίση αμοιβή για άνδρες και γυναίκες για εργασία ίσης αξίας αποτέλεσε το έναυσμα για τη θεσμική κατοχύρωση της ισότητας, η οποία αποτυπώθηκε σε δεσμευτικά νομικά κείμενα στις έννομες τάξεις των κρατών μελών μερικές δεκαετίες αργότερα. Στη χώρα μας η χρονιά σταθμός είναι το 1984, όπου ψηφίζονται οι Ν. 1414/84 «Εφαρμογή της αρχής της ισότητας των φύλων στις εργασιακές σχέσεις» και Ν. 1483/84 «Προστασία και διευκόλυνση των εργαζομένων με οικογενειακές υποχρεώσεις», με τους οποίους εισάγονται στην ελληνική έννομη τάξη η αρχή της ισότητας αμοιβής και της ίσης μεταχείρισης στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση, τον επαγγελματικό προσανατολισμό και την κοινωνική ασφάλιση. Σύμφωνα με την αποτίμηση του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας (1998: 193-229), η νομική αυτή πρωτοβουλία αποτελεί την πρώτη σημαντική επίδραση της ευρωπαϊκής πολιτικής για τη ισότητα των φύλων στην Ελλάδα.
Η εργασία λοιπόν αποτελεί ένα από τους πρωταρχικούς παράγοντες για την ισότητα των δύο φύλων. Και οι ίσες ευκαιρίες στον εργασιακό τομέα θα οδηγούσαν σε μηδενικό χάσμα μεταξύ φύλων ως προς τη φτώχεια. Ωστόσο, οι γυναίκες υπερεκπροσωπούνται σε θέσεις μερικής και προσωρινής απασχόλησης και σε τομείς με χαμηλό μισθό και επαγγέλματα, γεγονός που μειώνει την οικονομική τους ανεξαρτησία, ακόμη και αν τείνουν να έχουν υψηλότερο μέσο μορφωτικό επίπεδο από τους άνδρες. Το χάσμα των φύλων στα ποσοστά απασχόλησης είναι υψηλότερο στην Ελλάδα, την Ιταλία και τη Μάλτα, ενώ παραμένει χαμηλό σε βόρειες χώρες όπως η Φινλανδία, η Λετονία, η Λιθουανία και η Σουηδία. Το 2014, σχεδόν το 32,2% των γυναικών στην ΕΕ ήταν εργαζόμενες μερικής απασχόλησης, σε σύγκριση με το 8,8% των ανδρών. Οι γυναίκες επίσης υποεκπροσωπούνται μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων. Το μερίδιο της αυτοαπασχόλησης στη συνολική απασχόληση της ΕΕ ήταν περίπου 10% για τις γυναίκες και 18% για τους άνδρες το 2014. Ο διαχωρισμός στην απασχόληση εξακολουθεί να είναι ένα διάχυτο φαινόμενο. Το 2014, σχεδόν το 30% της γυναικείας απασχόλησης ήταν σε τομείς που κυριαρχούνται από γυναίκες (εκπαίδευση, ανθρώπινη υγεία και κοινωνικές δραστηριότητες), σε σύγκριση με το 8% των ανδρών. Το χάσμα των φύλων στον τομέα του διαχωρισμού της απασχόλησης αυξήθηκε το 2008 – 2014. Τέλος, κατά μέσο όρο, οι γυναίκες στην ΕΕ κερδίζουν περίπου 16,1% λιγότερο ανά ώρα από τους άνδρες το 2014. Το κόστος του αποκλεισμού μιας γυναίκας από την απασχόληση καθ ‘ όλη τη διάρκεια της εργασίας της υπολογίζεται μεταξύ €1.200.000 και €2.000.000, ανάλογα με το μορφωτικό της επίπεδο. Παρά τη νομοθεσία ίσης αμοιβής, που υπάρχει εδώ και 30 χρόνια, το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων παραμένει σε όλα τα κράτη-μέλη, ανεξαρτήτως του συνολικού επιπέδου της γυναικείας απασχόλησης, των εθνικών μοντέλων πρόνοιας ή της νομοθεσίας για την ισότητα.
Μη πολιτική αντιπροσώπευση των γυναικών και σύνδεση με την εκθήλυνση της φτώχειας
Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα για την εκτεταμένη φτωχοποίηση των γυναικών αποτελεί η συμμετοχή του εργατικού δυναμικού της FHHs[11] η οποία δεν είναι πιθανό να είναι η ίδια με εκείνη των άλλων νοικοκυριών. Η μειωμένη συμμετοχή στην αγορά εργασίας ισούται με χαμηλό εισόδημα για τις FHHs και αυξάνει την πιθανότητα η FHHs να βρίσκεται στα όρια της φτώχειας. Έτσι υπογραμμίζεται η σημασία των πολιτικών αποφάσεων, εφόσον οι FHHs βασίζονται στην κυβερνητική υποστήριξη για να αποφύγουν τη φτωχοποίηση. Τα καθεστώτα πολιτικής και τα θεσμικά όργανα επηρεάζουν τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας. Μέτρα του κράτους πρόνοιας, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών πολιτικών που παρέχουν επιδοτήσεις για τη φροντίδα των παιδιών, τη γονική άδεια και τις ευέλικτες ρυθμίσεις του χρόνου εργασίας μπορούν να λειτουργήσουν βοηθητικά ή αποτρεπτικά αντίστοιχα. Επιπροσθέτως, ιδρύματα της αγοράς εργασίας, όπως η νομοθεσία για την προστασία της απασχόλησης, τα φορολογικά καθεστώτα και τα συστήματα επιδόματος ανεργίας επηρεάζουν σημαντικά την γυναικεία κινητικότητα στην εργασία.
Οι περισσότερες από τις μελέτες[12] που ερευνούν τις πολιτικές και αφορούν οικογένειες, όπως οι επιδοτούμενες υπηρεσίες παιδικής μέριμνας, η πληρωμένη άδεια μητρότητας και γονικής άδειας διαπιστώνουν ότι αυτές θα είχαν θετικό αντίκτυπο στην ενθάρρυνση συμμετοχής των μητέρων στην αγορά εργασίας. Όσον αφορά τα θεσμικά χαρακτηριστικά, η ευελιξία ή η ακαμψία των αγορών εργασίας (όροι πρόσληψης) καθώς και τα συστήματα φορολογίας και παροχών έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην επιθυμία ή την ικανότητα της γυναίκας να εισέλθει στο εργατικό δυναμικό. Ορισμένες εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι η αυστηρή νομοθεσία για την προστασία της απασχόλησης μειώνει τις ευκαιρίες απασχόλησης για τις γυναίκες , λόγω δυσκολιών στον συνδυασμό της εργασίας και της οικογενειακής ζωής (βλ. Cipollone et al, 2014).
[13]
Έχει υποστηριχτεί σε μεγάλο βαθμό η σύνδεση της γυναικείας φτώχειας με την χαμηλή πολιτική συμμετοχή. Η συνιστώσα του GEM για το μερίδιο των γυναικών στις κοινοβουλευτικές έδρες είναι σχετική με τη φτώχεια. Ο Baden[14], για παράδειγμα, αναφέρει « η αύξηση της πολιτικής εκπροσώπησης των γυναικών μπορεί να συμβάλει στη μείωση της φτώχειας των γυναικών»[15]. Ωστόσο παρατηρούμε αριθμητική υστέρηση των γυναικών στη θεσμοθετημένη πολιτική διαδικασία η οποία συνδέεται και με τη συνολική μειονεκτική «αντιπροσώπευση» των γυναικών σε όλες τις ηγετικές ομάδες, όπου με τη σειρά της παραπέμπει στην πολλαπλότητα του δομικού-ιδεολογικού αποκλεισμού των γυναικών και στα διαφοροποιημένα πρότυπα ζωής των φύλων. Η αντίληψη αυτή περί διαχωρισμού ιδιωτικού και δημόσιου χώρου επιβεβαιώνει την κριτική για κοινωνική ανισότητα. Η ιδεολογία των χωριστών πεδίων δράσης για τα δύο φύλα υπάρχει ήδη από τον 19ο αιώνα (Αβδελά 1999α) . Η ιδεολογία αυτή αφορά την διαπλοκή που υπάρχει ανάμεσα στον ιδιωτικό χώρο δηλαδή στην αποκαλούμενη γυναικεία κουλτούρα και τον δημόσιο χώρο κυρίως ως χώρο της πολιτικής (Αβδελά, Ψαρρά 1997 σελ. 32-35) .Τα άτομα γυναικείου φύλου αποθαρρύνονται έμμεσα από την πολιτική διαδικασία, δέχονται κοινωνικοποιητικά μηνύματα τα οποία ενισχύουν τις έμφυλες διαφορές και δεν τις ενθαρρύνουν για ανάπτυξη ιδιοτήτων που θα τους επέτρεπαν να λειτουργήσουν ουσιαστικά ως πολίτες. Αυτή η υποαντιπροσώπευση των γυναικών λοιπόν συνδέεται ακράδαντα με την εκθήλυνση της φτώχειας. Αναφερόμενη στην «αντίληψη της εξουσίας», υπογραμμίζω ότι οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων συνδέονται με το κατά πόσο ένα υποκείμενο μπορεί να διαπραγματεύεται επιτυχώς για τα συμφέροντα που τον-την αφορούν. Παίρνοντας ως δεδομένη, σύμφωνα με τα παραπάνω, την υπάρχουσα φτωχοποίηση των γυναικών, η ανδροκεντρική αντίληψη του πεδίου πολιτικής δράσης λειτουργεί αρνητικά ως προς την βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης.
Τρόποι Αντιμετώπισης
Οι απόλυτες λύσεις συνεπάγονται βαθύτατες αλλαγές στις κοινωνικές πολιτικές, στους πολιτικούς θεσμούς αλλά και στην ευρύτερη κουλτούρα. Καθίσταται αναγκαία η αποδυνάμωση κάθε άμεσης[16] αλλά και έμμεσης διάκρισης[17]. Κάποιοι από τους τρόπους αντιμετώπισης της ισχύουσας κατάστασης σύμφωνα με την Γενική Γραμματεία Ισότητας Φύλων και το Europen Anti Poverty Network:
- αύξηση της συμμετοχής της γυναικείας εργασίας και της οικονομικής ανεξαρτησίας των γυναικών, παρέχοντας προσιτές εγκαταστάσεις παιδικής μέριμνας.
- εξάλειψη του χάσματος αμοιβών των δύο φύλων, των κερδών και των συνταξιοδοτικών κενών και έτσι καταπολέμηση της φτώχειας μεταξύ των γυναικών.
- κύρωση οποιασδήποτε διαδικασίας διάκρισης κατά των γυναικών.
- εφαρμογή ποσοστώσεων[18], τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, με ισχυρές κυρώσεις, τακτικούς ελέγχους και ενδιάμεσους στόχους.
- συμφιλίωση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής μέσω εναλλασσόμενων ωραρίων και αποφυγή υπερωριών
- βελτίωση της νομοθεσίας για την άδεια μητρότητας και ανατροφής
- χρήση γονικής άδειας από τους άνδρες
- αύξηση προσφερόμενων παιδικών σταθμών και βρεφονηπιακών σταθμών με σκοπό την στήριξη των εργαζόμενων γονέων
- υποστήριξη της μητρότητας και της φροντίδας των παιδιών ως καίριο ρόλο στην κοινωνία.
- προώθηση της ισότητας στη λήψη αποφάσεων στα νοικοκυριά.
- καμπάνιες για την ίση κατανομή των οικιακών ευθυνών και την εξάλειψη των στερεοτύπων για τον ρόλο της γυναίκας και του άνδρα.
συγκεκριμένα μέτρα κατά της φτώχειας σε συγκεκριμένες ευάλωτες ομάδες γυναικών, όπως τα θύματα διακίνησης, οι πρόσφυγες και οι εθνοτικές μειονότητες.
Συμπεράσματα
Αυτό το δυσανάλογα γυναικείο πρόσωπο της φτώχειας λοιπόν ενθαρρύνεται σε ένα πεδίο πολλαπλών διακρίσεων με αρνητικό πρόσημο για τις γυναίκες. Οι γυναίκες ως θύματα πολλαπλών ειδών αποκλεισμού και διάκρισης, τόσο στον εργασιακό τομέα όσο και στις ευρύτερες κοινωνικές δομές , παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά κινδύνου φτωχοποίησης συγκριτικά με τους άνδρες. Ο Ν.4443/2016 άρθρο 2 , ο οποίος αναφέρεται στην απαγόρευση διακρίσεων στον εργασιακό χώρο, κάνει αισθητό ότι τέτοιου είδους αποκλεισμοί είναι εμφανείς πλέον. Το γεγονός ότι δεν εφαρμόζεται όμως μας προξενεί προβληματισμούς όχι μόνο για την οικονομική κατάσταση των γυναικών αλλά και για την πορεία της «δημοκρατίας» σε συνολικό πλαίσιο. Το 2017 υπήρξαν 64 καταγγελίες ως προς αυτό. Οι 61 αφορούσαν το φύλο εκ των οποίων οι 24 αφορούσαν καταγγελία για απόλυση ,λόγω εγκυμοσύνης.[19] Επιπλέον σύμφωνα με το Amnesty International το 60% των γυναικών εργαζομένων δεν δικαιούται άδεια μητρότητας. Η λειτουργία των έμφυλων ρόλων και των διυποκειμενικών σχέσεων στο πεδίο της εργασίας αλλά και της καθημερινότητας οδηγούν σε στρεβλώσεις της ουσίας των ατομικών δικαιωμάτων των υποκειμένων και κάνουν αναγκαία την κατάργηση των έμφυλων διακρίσεων σε κάθε πτυχή της ζωής. Τόσο η φτώχεια , ως απότοκο των χαμηλών ευκαιριών και «υποκινούμενης» χαμηλής βλέψης επιλογών εκ μέρους των γυναικών , όπως και η ανισότητα των φύλων αναφέρονται ηχηρά στην κοινωνική αδικία του σύγχρονου «αναπτυγμένου» κόσμου μας. Οι γυναίκες εξακολουθούν να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση στις κοινωνίες μας, και επομένως σε υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας. Οι γυναίκες που βιώνουν τη φτώχεια εκτίθενται σε διττό κίνδυνο και αδικία – πρώτον με βάση το φύλο και δεύτερον με βάση το καθεστώς της φτώχειας. Η παρακολούθηση των πτυχών της φτώχειας που αφορούν το φύλο είναι απαραίτητη για να κατανοήσουμε τις μορφές και τις αιτίες της φτώχειας για το φύλο και-σύμφωνα με αυτό-να υποστηρίξουμε κατάλληλες πολιτικές και μέτρα που μπορούν να την εξαλείψουν.
[1]Baker, 1987, Sterin & Davis, 1982, McLindon, 1987,Roou & Lown, 1989; Roou & Morrow, 1988, Weitzman, 1981, Wishik, 1986: Μελετώντας την οικονομική κατάσταση των γυναικών αναφέρουν ότι οι γυναίκες και τα παιδιά τους υποφέρουν από απότομη πτώση του εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου μετά το διαζύγιο. Οι ερευνητές σε κάθε κράτος, χρησιμοποιώντας πρωτογενή δεδομένα, έχουν τεκμηριώσει την άμεση σχέση μεταξύ της φτώχειας των γυναικών και των παιδιών.
[2] “Women and Poverty” Informal Group, 2017: «Το 2015, οι γυναίκες ήταν πιο πιθανό να βιώσουν τη φτώχεια ή τον κοινωνικό αποκλεισμό από τους άνδρες κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες (το ποσοστό για τις γυναίκες ήταν 24,4%, ενώ για τους άνδρες ήταν 23,0%). Τα στοιχεία της Eurostat από 2015 μας λένε επίσης ότι σχεδόν το 50% όλων των ανύπαντρων γονέων ήταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικής ένταξης. Οι γυναίκες έχουν ιδιαίτερη επίδραση καθώς αποτελούν σχεδόν το 85% όλων των μονογονικών οικογενειών στην ΕΕ» (Eapn.eu. (2017). Gender and Poverty in Europe EAPN BRIEFING NOTE σελ.5 [online] Available here. [Accessed 27 Dec. 2018]
[3] Fukuda-Parr, S. (1999). What Does Feminization of Poverty Mean? It Isn’t Just Lack of Income. Feminist Economics, 5(2) σελ.102 .doi:10.1080/135457099337996
[4] Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, υπάρχουν πιο πολλοί άνδρες παρά γυναίκες στον κόσμο σήμερα. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών υπολογίζει ότι οι άνδρες είναι περίπου 3,776,294,273 ενώ οι γυναίκες εκτιμάται ότι είναι περίπου 3,710,295,643. Αναλογικά, 107 αγόρια γεννιούνται για κάθε 100 κορίτσια. (John Misachi , Are There More Men Or Women In The World?, available here)
[5] το μερίδιο της ΕΕ-28 των γυναικών μεταξύ των μελών των εθνικών κοινοβουλίων είναι μόνο 22% (Διαθέσιμο εδώ)
[6] στην ΕΕ-28 μόνο το 16% μεταξύ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου των εταιρειών, είναι γυναίκες (Διαθέσιμο εδώ)
[7] οι γυναίκες εκτελούν το 77,1% του συνόλου των οικιακών δραστηριοτήτων στην ΕΕ-28 (Διαθέσιμο εδώ)
[8] Μάρω Παντελίδου Μαλούτα , Πολιτισμικές συνιστώσες της πολιτικής διαδικασίας ,σελ.51
[9] Καθηγήτρια του Παιδαγωγικού Τµήµατος ∆ηµοτικής Εκπαίδευσης , Κοσµητόρισσα της Παιδαγωγικής Σχολής στο ΑΠΘ
[10] Κογκίδου Δήμητρα, Το σχολείο ως πολιτισµικό πλαίσιο κατασκευής έµφυλων ταυτοτήτων και ως ένα προνοµιακό πεδίο για την άρση του σεξισµού (προφορική εισήγηση), Διαθέσιμο εδώ.
[11] female-headed households
[12] Paull and Taylor, 2002; Jaumotte, 2003, Sánchez-Mangas and Sánchez-Marcos, 2008, Del Boca et al, 2009, Anxo et al, 2011 ,Cipollone et al, 2013
[13] Τα μέτρα που χρησιμοποιούνται στο GDI και GEM είναι, όπως υπογραμμίζει ο Willis (2005, p. 135) περιγράφει, με βάση τις «από πάνω προς τα κάτω» προοπτικές της «ανάπτυξης» και τη «δημόσια σφαίρα της αμειβόμενης απασχόλησης και της επίσημης πολιτικής»
[14] 1999, σελ. 6
[15] βλ. επίσης UNMP/TFEGE, 2005, σ. 14
[16] Είναι αυτή που χρησιμοποιεί το κριτήριο του φύλου για να ιδρύσει μια λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από αυτήν την οποία υφίσταται (ή δυνητικά μπορεί να υποστεί ή υπέστη στο παρελθόν) ένα άλλο πρόσωπο (Οδηγία 2002/73). Η άμεση διάκριση μπορεί να προέρχεται από διατάξεις νόμων, κανονιστικών πράξεων, συλλογικών συμβάσεων εργασίας, εν γένει επιχειρησιακών πρακτικών. Η έννοια της άμεσης διάκρισης αποκτά νόημα εφόσον δύο ή περισσότερα πρόσωπα βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση. Σύμφωνα με τη διεξοδική επισκόπηση της νομολογίας του ΔΕΚ, την οποία παραθέτει η Γιαννακούρου (2008: 55), βασικές αποφάσεις για την άμεση διάκριση λόγω φύλου είναι οι εξής: y άρνηση πρόσληψης εγκύου (απόφαση Dekker), y απαγόρευση απόλυσης εγκύου (απόφαση Webb), y άρνηση ανανέωσης σύμβασης ορισμένου χρόνου εγκύου (απόφαση Melgar), y άρνηση επανόδου μιας εργαζόμενης στη θέση που είχε πριν από τη χορήγηση άδειας εγκυμοσύνης (απόφαση Busch).
[17] «Ορίζεται ότι αυτή συντρέχει όταν μία εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική θα μπορούσε να θέσει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τους εκπροσώπους του άλλου φύλου, εκτός αν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική δικαιολογείται από νόμιμο στόχο και τα μέσα για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι πρόσφορα και αναγκαία (Οδηγίες 2000/43 και 2000/78). Οι παραπάνω αρχές ισχύουν με αυστηρό τρόπο στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου, όπου τίθενται αυστηρές προϋποθέσεις για τις επαγγελματικές δραστηριότητες που επιτρέπεται να εξαιρεθούν από την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Αυτές περιορίζονται στις περιπτώσεις όπου το φύλο είναι γνήσιο επαγγελματικό προσόν για την απασχόληση προσώπου. Και πάλι όμως, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ, ο επιδιωκόμενος σκοπός πρέπει να είναι νόμιμος και τα ληπτέα μέτρα σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας» Ιωάννα Αθανασάτου, ΕΘΝΙΚΕΣ KAI ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ 4η ΘΕΜΑΤΙΚΉ ΕΝΌΤΉΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΌΥ ΥΛΙΚΌΥ
[18] Συνταγματική έκρινε το Γ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (υπό διευρυμένη επταμελή σύνθεση) την ποσόστωση υπέρ των γυναικών στις νομαρχιακές και δημοτικές εκλογές.
Με σειρά αποφάσεών του το Γ’ Τμήμα του ΣτΕ έκρινε ότι οι διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα που προβλέπουν να συμμετέχουν υποχρεωτικά οι γυναίκες σε ποσοστό 1/3 επί του συνόλου των υποψηφίων των συνδυασμών, είναι ένα θετικό μέτρο που βοηθάει στην πραγματική ισότητα των δύο φύλων και πως η καθιέρωσή του δεν παραβιάζει τις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της καθολικότητας της ψήφου (Διαθέσιμο εδώ.)
[19] Σταθοπούλου Θεοδώρα (Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης) σε προφορική εισήγηση στο Διεθνές Συνέδριο για την καταπολέμηση των πολλαπλών διακρίσεων στην Ελλάδα του ΕΚΚΕ
Βιβλιογραφία
[1] Batler, J. (2006). Παραστασιακές επιτελέσεις και συγκρότηση του φύλου: Δοκίμιο πάνω στη φαινομενολογία και τη φεμινιστική θεωρία. Αθήνα: Νήσος.
[2] Bourdie, P. (2007). Η ανδρική κυριαρχία. Αθήνα: Πατάκης.
[3] Casper, L. M., McLanahan, S. S., & Garfinkel, I. (1994). The Gender-Poverty Gap: What We Can Learn from Other Countries. American Sociological Review, 59(4), 594. doi:10.2307/2095933
[4] CHANT, S. (2006). Re-thinking the ‘‘Feminization of Poverty’’ in Relation to Aggregate Gender Indices. [online] Routleg Taylor & Francis Group. Available here [Accessed 27 Dec. 2018].
[5] CONNELL, R. (n.d.). ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΥΛΟ. Εκδόσεις Επίκεντρο.
[6] Eapn.eu. (2017). Gender and Poverty in Europe EAPN BRIEFING NOTE. [online] Available here. [Accessed 27 Dec. 2018].
[7] European women’s lobby (?) Women on boards in Europe: Second Progress Report, Cracks in the glass ceiling or just a trick of the light? , Available here
[8]FAUSTO-STERLING, Α. (2018). Φύλο φυλή και έθνος: Η συγκριτική ανατομία των «Οττεντοτισσών» στην Ευρώπη, 1815-1817.
[9] Fukuda-Parr, S. (1999). What Does Feminization of Poverty Mean? It Isn’t Just Lack of Income. Feminist Economics, 5(2), 99–103.doi:10.1080/135457099337996
[10] THE ‘FEMINIZATION OF POVERTY’ AND WOMEN’S HUMAN RIGHTS. (2005). 2nd ed. [ebook] SHS Papers in Women’s Studies/ Gender Research. Available here [Accessed 27 Dec. 2018].
[11] ΕΘΝΙΚΕΣ KAI ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ. (2014). 4η ΘΕΜΑΤΙΚΉ ΕΝΌΤΉΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΌΥ ΥΛΙΚΌΥ , ΚΕΘΙ.
[12] ΝΕΑ ΦΤΩΧΕΙΑ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ : ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ & ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΕΝΟΣ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ΕΓΓΥΗΜΕΝΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ. (2012). Δ/ΝΣΗ ΕΚΔΟΣΕΩΝ & ΕΚΤΥΠΩΣΕΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ.
[13] Παντελίδου Μαλούτα, Μ., 2015. Πολιτισμικές συνιστώσες της πολιτικής διαδικασίας. [ηλεκτρ. βιβλ.] Αθήνα:Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Διαθέσιμο εδώ.
[14] ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ ΜΑΛΟΥΤΑ, Μ. (2012). ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ : ΘΕΩΡΙΑ, ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Εκδόσεις Σαββάλας.
[15] ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ ΜΑΛΟΥΤΑ, Μ. (2002). ΤΟ ΦΥΛΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ : ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΚΑΙ ΕΜΦΥΛΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ. 3rd ed. Εκδόσεις Σαββάλας.
[16] ΠΑΠΑΤΑΞΙΑΡΧΗΣ, Ε. (1997). ΤΟ ΦΥΛΟ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ (ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ): ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ. ΜΝΗΜΩΝ
[17] Joan D. Atwood PhD & Frank Genovese PhD (1997) The Feminization of Poverty, Journal of Feminist Family Therapy, 9:2, 21-40, DOI: 10.1300/J086v09n02_03
[18] Sakiko Fukuda-Parr (1999) What Does Feminization of Poverty Mean? It Isn’t Just Lack of Income, Feminist Economics, 5:2, 99-103, DOI: 10.1080/135457099337996