από την Έλενα Μουτεβελή, ερευνήτρια στην υποομάδα «Κοινωνικά & Ανθρωπιστικά Ζητήματα»

H προπαγάνδα άρχισε να λαμβάνει σημαντικές διαστάσεις μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο κατά την διάρκεια του οποίου αποδείχθηκε ότι οι μοντέρνες τεχνικές προπαγάνδας μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα για να συγκεντρώσουν μαζικά στρατεύματα και να διατηρήσουν το ηθικό των πολιτών ακμαίο κατά τη διάρκεια των μακροχρόνιων πολεμικών επιχειρήσεων. (Ποτέ ως τότε δεν είχαν κινητοποιηθεί τόσοι πολλοί άνθρωποι για να πολεμήσουν για τόσο μεγάλη χρονική περίοδο, υπό άθλιες συνθήκες  και να οδηγηθούν στο θάνατο ).Ο Harold Lasswell, πολιτικός επιστήμονας που ανέπτυξε ποικίλες θεωρίες για τα ΜΜΕ, έκρινε άξια αναφοράς και σεβασμού τις προπαγανδιστικές ενέργειες που επιστρατεύτηκαν στο βωμό του πολέμου όταν είχαν εξαντληθεί τα περιθώρια βοήθειας και εμπιστοσύνης ενώ τις απόψεις αυτές συμμερίστηκαν πολλοί ερευνητές της δεκαετίας του 20 και του 30.

Η προπαγάνδα συνιστώντας ένα αποτελεσματικό εργαλείο κινητοποίησης των μαζών ενόψει του εθνικού ανταγωνισμού και ελέγχου των κοινωνικών επιταγών ,μετά τον Α ΠΠ εξαπλώθηκε στην Ευρώπη καθώς τα έθνη επιζητούσαν να αυξήσουν την επίδρασή τους και νέα πολιτικά κινήματα να προσελκύσουν μέλη. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 20,το ραδιόφωνο και ο κινηματογράφος αποδείχθηκαν ισχυρότατα νέα μέσα για τη διάδοση προπαγανδιστικών μηνυμάτων ενώ παραδείγματος χάριν η άνοδος του Χίτλερ στη Γερμανία μεθοδεύτηκε από την παράλληλη κυριαρχία/εδραίωσή του στον τύπο, το ραδιόφωνο και την κινηματογραφική βιομηχανία. Στις ΗΠΑ τα όρια στον πόλεμο της προπαγάνδας χαράχθηκαν ταχύτατα με αντιμαχόμενες δυνάμεις την κοινωνική και οικονομική ελίτ αφενός που περιελάμβανε μεγάλη μερίδα πολιτικών παρατάξεων, επιχειρήσεων, σχολείων και πανεπιστημίων και αφετέρου  μια πληθώρα κοινωνικών κινημάτων και μικρών εξτρεμιστικών πολιτικών ομάδων(παραλλαγές του σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού) με ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Η ελίτ που έλεγχε τις μεγάλες εφημερίδες και ραδιοφωνικούς σταθμούς θεωρούσε ότι η επιρροή των τελευταίων έπρεπε να καμφθεί προτού ισοπεδώσει τον τρόπο ζωής τους και επιτρέψει την έξωθεν επέμβαση. Η δεκαετία του 30 ήταν η πλέον γόνιμη για τη διάδοση των μηνυμάτων των εξτρεμιστών προπαγανδιστών διότι το κοινό ήταν περισσότερο δεκτικό σε αυτά και όχι λόγω αποτελεσματικής χρήσης των υπαρχόντων μέσων καθώς μόνο ένα μικρό μέρος της επιτυχίας των εξτρεμιστών μπορεί να αποδοθεί σε φυλλάδια, εγχειρίδια και πολιτικές συγκεντρώσεις. Η δημαγωγική προπαγάνδα προσέλκυε ταχύτατα τον μέσο άνθρωπο που βίωνε ένα καθεστώς αβεβαιότητας, απώλειας του αισθήματος ασφάλειας που προσέφεραν οι παραδόσεις και οι κοινωνικοί κανόνες, ψυχικής και πολιτιστικής  απομόνωσης και σταδιακής οικονομικής κατάρρευσης.

Συμπεριφορισμός και Φροϋδισμός

Μία αρχική προσέγγιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς έγινε από τον John B. Watson, ο οποίος ανέπτυξε τη θεωρία του συμπεριφορισμού (= behaviorism).  Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά αποτελεί απλώς μια κλινική απάντηση σε εξωτερικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος και όχι προϊόν υψηλότερης νοητικής διεργασίας καθώς οι άνθρωποι προετοιμάζονται να ενεργούν με ορισμένο τρόπο σε θετικά ή αρνητικά ερεθίσματα (για να κερδίσουν αμοιβή ή να αποφύγουν τιμωρίες αντίστοιχα). Μία εφαρμογή της θεωρίας του συμπεριφορισμού παρατηρείται στα ΜΜΕ τα οποία παρέχουν εξωτερικά ερεθίσματα προκαλώντας αντίστοιχες αντιδράσεις. (π.χ.  Η ναζιστική προπαγανδιστική ταινία του F. Hippler, «Ο Αιώνιος Εβραίος». η εξίσωση των Εβραίων στα μάτια των θεατών με αρουραίους και η επανειλημμένη έκθεση σε τέτοιες εικόνες θα συνεπιφέρει αρνητικές αντιδράσεις όποτε βλέπουν ή σκέφτονται ανθρώπους της εβραϊκής πίστης.)

Από την άλλη πλευρά, ο Sigmund Freud μεταξύ άλλων παρατήρησε στη συμβουλευτική υστερικών ότι «κατά τη διάρκεια των υστερικών ρυθμών, τα φαινομενικά συνήθη άτομα θα «σπάσουν» και θα εμφανίσουν ανεξέλεγκτη και εξαιρετικά συναισθηματική συμπεριφορά ». Τη στιγμή εκείνη διαδραματίζεται μία μάχη για κυριαρχία ανάμεσα στο Id —το Αυτό (η σκοτεινότερη πλευρά του εαυτού) , το Εγώ (Ego-η λογική) και το Υπερεγώ (Superego- ο περιορισμός βάσει πολιτιστικών κανόνων) .Εάν κυριαρχήσει το Id, επέρχεται υστερία ή χειρότερα αποτελέσματα ενώ εάν κυριαρχήσει το Superego , οι άνθρωποι μετατρέπονται σε υποχείρια μη δημοκρατικών, καταθλιπτικών κοινωνικών επιταγών. Επομένως η προπαγάνδα θα ήταν αποτελεσματικότερη εφόσον απευθυνθεί άμεσα στο Id βραχυκυκλώνοντας ή περιορίζοντας το Εγώ ή εφόσον οι πολιτιστικοί κανόνες (Superego) κατευθύνουν στοχευμένα το Εγώ προς το Id , παρουσιάζοντας αυτές τις σκοτεινές παρορμήσεις (Id) ως κανονικές. Ορισμένοι θεωρητικοί της προπαγάνδας υποστήριξαν ότι η θεωρία αυτή εφαρμόστηκε επιδέξια από τους Ναζί.

Συνδυάζοντας τις δύο προαναφερθείσες θεωρίες ο μέσος άνθρωπος παρουσιάζεται ως  ο πλέον ευάλωτος στην προπαγάνδα και τις τεχνικές χειραγώγησης των ΜΜΕ, ως ανίκανος για ορθολογικό έλεγχο καθώς το Εγώ δεν μπορεί να αντισταθεί στο ισχυρότατο Ιd και καταλήγει να λογικοποιεί  ανορθόδοξες πράξεις και αντιδράσεις χωρίς να αποκλείεται η πιθανότητα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να έχουν στιγμιαία μαζική επιρροή στην κοινωνία ακόμη και στους πιο μορφωμένους ανθρώπους.

Η θεωρία της προπαγάνδας

O H. Lasswell προχώρησε σε έναν ακόμη πιο απαισιόδοξο συνδυασμό των δυο παραπάνω θεωριών. Υποστήριξε ότι η οικονομική ύφεση και η κλιμάκωση των πολιτικών συγκρούσεων είχαν προκαλέσει εκτεταμένη ψύχωση κάνοντας τους περισσότερους ανθρώπους ευαίσθητους ακόμη και σε ακατέργαστες μορφές προπαγάνδας, η οποία αποτελούσε ένα τρόπο αυτό-επιβεβαίωσης και αντιμετώπισης της απειλής. Σύμφωνα με την άποψή του η δημοκρατία έχει ένα θανατηφόρο ελάττωμα, την αναζήτηση της αλήθειας και τη λήψη αποφάσεων μέσω ανοιχτά διεξαγόμενων συζητήσεων μεταξύ υποστηρικτών ποικίλων ιδεών ενώ οι συζητήσεις αυτές, ως εγγενώς παθολογικές,  μπορεί να κλιμακωθούν οδηγώντας σε σύγκρουση ή και εκτεταμένη ψύχωση τραυματίζοντας το ακροατήριο.( Παράδειγμα κλιμάκωσης της σύγκρουσης είναι η εύκολα χειραγωγούμενη Γερμανία  κατά τη δεκαετία του 30).

Κατά τον  Lasswell,  η λύση για την αποφυγή των συγκρούσεων είναι ο έλεγχος των μορφών επικοινωνίας που οδηγούν σε αυτές καθώς κάθε πολιτική συζήτηση είναι εν δυνάμει πηγή κλιμακωτών κοινωνικών συγκρούσεων. Μολονότι φαίνεται να υποστηρίζει ο Lasswell (βλ. Fl. Matson) ότι «η πολιτική δράση είναι ακατάλληλη, η πολιτική συμμετοχή είναι παράλογη και η πολιτική έκφραση είναι άνευ σημασίας» o ίδιος αντιπροτείνει λύση, την αντικατάσταση του δημόσιου λόγου με δημοκρατική προπαγάνδα απορρίπτοντας απλουστευτικές συμπεριφοριστικές αντιλήψεις. Η προπαγάνδα δηλαδή δεν αποσκοπεί στη χρήση μέσων μαζικής ενημέρωσης για ψευδολογία και προσωρινό έλεγχο των ανθρώπων.  Εναργέστερα, ο προπαγανδιστής έχει ως ρόλο τον πολλαπλασιασμό ή τον περιορισμό των ερεθισμάτων εκείνων που θα προκαλέσουν  τις επιθυμητές ή ανεπιθύμητες αντίστοιχα αντιδράσεις ενώ υπό ένα ευρύτερο κοινωνικό πρίσμα και μια μακροπρόθεσμη στρατηγική ορισμένα καλά στοχοθετημένα μηνύματα δεν θα έθεταν σε κίνδυνο μια δημοκρατική κοινωνική τάξη. Μέσω μιας λεπτομερώς οργανωμένης από τους υπεύθυνους επικοινωνίας εκστρατείας πολλαπλασιασμού των επιθυμητών ερεθισμάτων οι άνθρωποι θα προετοιμαστούν να δεχθούν ριζικά διαφορετικές ιδέες και ενέργειες καθώς θα διδαχθούν να συσχετίζουν σταδιακά συγκεκριμένα συναισθήματα όπως η αγάπη ή το μίσος με τα προβαλλόμενα σύμβολα.

Οι επιτυχείς στρατηγικές καλλιέργειας δημιουργούν το «κύριο (ή συλλογικό) σύμβολο». Τα βασικά σύμβολα συνδέονται με ισχυρά συναισθήματα και ,εάν χρησιμοποιηθούν σωστά, μακροχρόνια και με ποικίλα μέσα(όχι μόνο το ραδιόφωνο ή οι εφημερίδες)μπορούν να διεγείρουν μεγάλες μάζες  καθιστώντας επιτυχημένα μαζικά κοινωνικά κινήματα και πολιτικές εκστρατείες. Ενδεικτικά αναφέρονται τα συναισθήματα που βιώνει κάποιος αντικρίζοντας τη σημαία του κράτους του ή ακούγοντας τον εθνικό ύμνο ως αποτέλεσμα όχι μιας μόνο προηγούμενης έκθεσης αλλά εξαιτίας αμέτρητων προηγηθεισών καταστάσεων και της έντασης των συναισθημάτων που συνδυάζονταν με την προβολή των συμβόλων (Η σημαία και ο ύμνος έχουν αποκτήσει συναισθηματικό νόημα εξαιτίας όλων αυτών των προηγούμενων εμπειριών. Όταν βλέπουμε τη σημαία στην τηλεόραση με τον ύμνο στο παρασκήνιο, κάποια από αυτά τα συναισθήματα μπορεί να προκληθούν και να ενισχυθούν. Μόλις καθιερωθούν, αυτά τα κύρια σύμβολα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε πολλούς διαφορετικούς τύπους προπαγάνδας).

Παρά ταύτα ο Lasswell πίστευε ότι η προηγούμενη διάδοση των περισσότερων κύριων συμβόλων έγινε σε ένα βαθμό τυχαία καθώς για κάθε επιτυχημένο προπαγανδιστή υπήρξαν εκατοντάδες που απέτυχαν. Αμφέβαλλε δηλαδή εάν οι Ναζί αντιλαμβάνονταν τον τρόπο που χρησιμοποιούσαν και τις επιθυμητές επεκτάσεις  της προπαγάνδας ενώ πρότεινε την καταπολέμηση του Χίτλερ και αντίστοιχων φαινομένων με μια νέα στρατηγική χρήσης της προπαγάνδας, την «επιστήμη της δημοκρατίας» (Smith, 1941). Ειδικότερα, πρότεινε τη συγκέντρωση της εξουσίας ελέγχου της παράδοσης προπαγάνδας μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης στα χέρια μιας επιστημονικής- τεχνοκρατικής ελίτ που θα δεσμευόταν να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις της μόνο για καλό — τη διάσωση της δημοκρατίας. Εντούτοις γεννήθηκε το ερώτημα κατά πόσο θα μπορούσε μια δημοκρατική κοινωνική τάξη να σφυρηλατηθεί από την προπαγάνδα εκτός του πλαισίου ενός ελεύθερου και ανοιχτού δημοσίου διαλόγου. Όπως ο ίδιος υποστήριξε, δεδομένου ότι στον κόσμο μας ο ορθολογικός πολιτικός διάλογος είναι αδύνατος, επειδή οι μέσοι άνθρωποι είναι φυλακισμένοι από τις δικές τους κλινικές και ψυχώσεις και επομένως υπόκεινται σε χειραγώγηση από προπαγανδιστές, ως μόνη ελπίδα παρουσιάζεται η εκμετάλλευση της δύναμης της προπαγάνδας για το καλό. Άποψη που υιοθέτησαν αρκετοί από τους  ερευνητές των μέσων ενημέρωσης θεωρώντας το αποστολή τους διότι η μοίρα του κόσμου βρισκόταν στα χέρια τους.

Η θεωρία του Walter Lippmann για τη δημιουργία της κοινής γνώμης

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 εμφανίστηκε Ο Walter Lippmann, ένας αρθρογράφος των New York Times. Στην κοινή γνώμη (1922), επεσήμανε το αναπόφευκτο χάσμα ανάμεσα στον έξω κόσμο και τις εικόνες που έχει ο καθένας «στο κεφάλι του» αμφιβάλλοντας για την δυνατότητα δημοκρατικής αυτοκυριαρχίας. Καθώς η δεκαετία του 30 χαρακτηριζόταν από έντονες πολιτικές αναταραχές και ένα χαώδες περιβάλλον , η πληροφόρηση απ τα ΜΜΕ καθίστατο ανεπαρκής για τους πολίτες οι οποίοι ομοίαζαν  (όπως περιγράφεται στο βιβλίο του The Phantom Public, το 1925),με ένα «μπερδεμένο κοπάδι» των «ανίδεων και ανυπότακτων ξένων», οι οποίοι πρέπει να παραμεριστούν ως «ενδιαφερόμενοι θεατές της δράσης» και όχι περισσότερο . Ο πολιτικός δοκιμιογράφος Eric Alterman συνοπτικά σκιαγραφεί τον μέσο πολίτη σε έναν ανίδεο θεατή στην πίσω σειρά,ο οποίος «Ζει σε έναν κόσμο που δεν μπορεί να δει, δεν καταλαβαίνει και δεν είναι σε θέση να κατευθύνει». Εφόσον «Κανείς δεν περιμένει από έναν χαλυβουργό να καταλάβει τη φυσική, γιατί πρέπει να αναμένεται να καταλάβει την πολιτική;» , κατ επέκταση μήπως είναι προτιμότερο  να ασκεί τη διακυβέρνηση μια «εξειδικευμένη κατηγορία ανδρών» με εμπιστευτικές πληροφορίες ; Εάν η αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων απορροφά και φθείρει τον μέσο άνθρωπο πώς θα βρει χρόνο και διανοητική ενέργεια για περαιτέρω εμβάθυνση και τριβή σε παγκόσμια ζητήματα;  Ωστόσο έτσι κλονίζεται η βιωσιμότητα της δημοκρατίας και ο ρόλο του ελεύθερου Τύπου σε αυτήν.

Όπως και ο Lasswell, ο Lippmann πίστευε ότι η προπαγάνδα αποτελούσε τόσο σοβαρή πρόκληση ώστε να απαιτούνται δραστικές αλλαγές στο πολιτικό μας σύστημα. Το κοινό ήταν ευάλωτο στην προπαγάνδα, οπότε χρειάστηκε κάποιος μηχανισμός για να προστατευτεί από αυτό ενώ παράλληλα καθίστατο απαραίτητη . μία καλοήθης αλλά εξαιρετικά ισχυρή μορφή ελέγχου των μέσων  χωρίς να επαρκεί η  αυτογνωσία από τα μέσα ενημέρωσης .Ο Lippmann μοιράστηκε το συμπέρασμα του Lasswell ότι η καλύτερη λύση σε αυτά τα προβλήματα ήταν ο έλεγχος της συλλογής και της διανομής πληροφοριών στα χέρια μιας καλοπροαίρετης τεχνοκρατίας – μιας επιστημονικής ελίτ – που θα μπορούσε να εμπιστευτεί τη χρήση επιστημονικών μεθόδων για να διαλέξει το γεγονός από τη μυθοπλασία και να λάβει σωστές αποφάσεις ποιος θα πρέπει να λαμβάνει διάφορα μηνύματα. Για να το επιτύχει αυτό, ο Lippmann πρότεινε την ίδρυση ενός οιονεί κυβερνητικού γραφείου πληροφοριών το οποίο θα αξιολογούσε προσεκτικά τις πληροφορίες και θα το προσέφερε σε άλλες ελίτ για λήψη αποφάσεων καθορίζοντας ποιες πληροφορίες θα έπρεπε να μεταδίδονται μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης και ποιες θα ήταν προτιμότερο να μη δημοσιοποιηθούν. Πίστευε ότι αυτοί οι κοινωνικοί μηχανικοί και οι επιστήμονες, με την επιβολή της «νοημοσύνης και ελέγχου των πληροφοριών», θα ήταν σε θέση να «προσφέρουν στο σύγχρονο κράτος ένα θεμέλιο πάνω στο οποίο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μια νέα σταθερότητα» .Αν και αυτή η υπηρεσία δεν δημιουργήθηκε ποτέ, η αντίληψη ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να ενεργεί ως φύλακας για προβληματική πληροφόρηση κέρδισε ευρεία αποδοχή μεταξύ των αμερικανικών ελίτ κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου και του Ψυχρού Πολέμου. Ένα καλό παράδειγμα ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι πληροφορίες για τα ατομικά όπλα και την ατομική ενέργεια ελέγχονταν προσεκτικά, έτσι ώστε σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου να ελαχιστοποιούνται οι δυσμενείς δημόσιες αντιδράσεις.

Η θεωρία της Προπαγάνδας

Κατά το τέλος του καταστροφικού Πολέμου ο κόσμος βρισκόταν σε γενικευμένη αναταραχή ενώ  εμφανίσθηκε ένας σοβαρός αντίλογος  από τον φιλόσοφο John Dewey, υπέρμαχο της δημόσιας εκπαίδευσης ως αντιστάθμισμα στον ολοκληρωτισμό. Πίστευε ότι αν οι άνθρωπο διδαχθούν και αποκτήσουν τις σωστές άμυνες μπορούν μόνοι τους, χωρίς τεχνοκρατική-επιστημονική παρέμβαση να αυτοαμυνθούν και να αντισταθούν στην προπαγάνδα. Όπως έγραψε ο Alterman, Η δουλειά των μέσων ενημέρωσης, στη σύλληψη του Dewey, ήταν «να στρέψουν το ενδιαφέρον  του κοινού για το δημόσιο συμφέρον»

Υποστήριξε ότι οι εφημερίδες έπρεπε να κάνουν περισσότερα από ό, τι απλώς χρησιμεύουν ως πίνακες ανακοινώσεων για πληροφορίες σχετικά με τα τρέχοντα γεγονότα αλλά να αποτελέσουν μέσα για τη δημόσια εκπαίδευση και τη συζήτηση, την αναζήτηση ιδεών,τη φιλοσοφία και την κριτική σκέψη. Ο Dewey πίστευε ότι οι κοινότητες, όχι απομονωμένα άτομα, χρησιμοποιούν την επικοινωνία (και τα μέσα επικοινωνίας) για να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν την κουλτούρα που τους συνδέει και τις διατηρεί. Όταν τα μέσα αναλαμβάνουν το ρόλο εξωτερικών παραγόντων και δουλεύουν για να χειραγωγήσουν τις «εικόνες στα κεφάλια των ανθρώπων», χάνουν την εξουσία τους να λειτουργούν ως αξιόπιστοι διαμεσολαβητές και κηδεμόνες της δημόσιας συζήτησης. γίνονται απλώς ένας άλλος ανταγωνιστής για την προσοχή μας. Η δυνητικά παραγωγική αλληλεξάρτηση μεταξύ της κοινότητας και των μέσων ενημέρωσης διαταράσσεται και το ίδιο το δημόσιο φόρουμ πιθανόν να καταστραφεί.

Αναγέννηση του Ελευθερισμού (Λιμπερταριανισμού)

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, η απαισιοδοξία για το μέλλον της δημοκρατίας ήταν ευρέως διαδεδομένη. Τα περισσότερα μέλη των ελίτ της παλιάς γραμμής ήταν πεπεισμένα ότι ο ολοκληρωτισμός δεν ηδύνατο να σταματήσει και η μόνη ελπίδα ήταν η τεχνοκρατία και η επιστήμη, αναβιώνοντας παλαιότερες έννοιες της δημοκρατίας και των ΜΜΕ (βάσει θεωριών όπως αυτές του Lasswell και του Lippmann δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν τους μέσους ανθρώπους) διότι κατ αυτούς η απειλή της τότε σύγχρονης δημοκρατίας οφειλόταν στην απομάκρυνση από τις παλιές αξίες και τα ιδανικά. Θεωρούσαν ότι αν τα ιδανικά αυτά αποκατασταθούν τότε οι σύγχρονοι κοινωνικοί θεσμοί θα μπορούσαν κάπως να καθαριστούν και να ανανεωθούν. Διατύπωσαν έτσι σταδιακά τη θεωρία της επικοινωνίας για τις πρώτες δεκαετίες της ιστορίας της πειθαρχίας (Jowett και O’Donnell, 1999, Sproule, 1987) καθιερώνοντας σημαντικούς όρους της συζήτησης σχετικά με την επιρροή των μέσων ενημέρωσης, τη δυνατότητα ή μη των ανθρώπων να αντισταθούν σε αυτή καθώς και το ερώτημα περιορισμού της αρνητικής επιρροής τους κατά τη λειτουργία των μέσων προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ευρύτερης κοινωνίας.

Συμπεράσματα

Οι έντονες αμφιγνωμίες, οι κριτικές και οι αντικρουόμενες απόψεις αναφορικά με τη φύση και τη λειτουργία της προπαγάνδας σε συνάρτηση ιδίως με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συνιστούν έναν αέναο διάλογο που δεν θα πάψει ποτέ να κεντρίζει το ενδιαφέρον των θεωρητικών και μη. Επιχειρώντας μια ανακεφαλαίωση, για τους θεωρητικούς όπως τον Harold Lasswell η προπαγάνδα αποτελεί ένα μέσο χειραγώγησης που παθητικοποιεί μεθοδικά το κοινό δημιουργώντας νέα κύρια σύμβολα, τα οποία με τη σειρά τους προκαλούν αιτιωδώς νέες μορφές σκέψης και δράσης. Ο  Walter Lippmann, αμφέβαλλε για τις ικανότητες αυτεξούσιου του μέσου θεατή επισημαίνοντας παράλληλα την  έλλειψη επαγγελματικής και κοινωνικής ευθύνης των ιθυνόντων των ΜΜΕ ,η οποία απειλεί αναπόφευκτα τη δημοκρατία λόγω των ατελών και ανακριβών «εικόνων στα κεφάλια των ανθρώπων» . Αντιθέτως ο John Dewey πρότεινε τον εκδημοκρατισμό και την μεγαλύτερη εκπαίδευση του κοινού για τον αποτελεσματικότερο περιορισμό της προπαγάνδας. Τέλος, η σύγχρονη θεωρία προπαγάνδας, επικεντρωμένη στην κριτική θεωρία, υποστηρίζει ότι ο δημόσιος λόγος διαμορφώνεται και περιορίζεται από ισχυρές ελίτ για να εξυπηρετήσει τους δικούς του σκοπούς ενώ η τάση της μαζικής κοινωνίας στη θεωρία των μέσων ενημέρωσης συνεχίζει να ανθίζει.


Βιβλιογραφία

[1] Watson, J. B.  and. Kimble, G. A. (1997), Behaviorism , London, England. Αvailable here

[2] Adorno, T. W. (1951) ,Freudian Theory and the Pattern of fascist propaganda, Available here

[3] Naveed, F. (2016) Freudianism in Propaganda. Mass Communication Talk. Αvailable here

[4] Sproule, M. J. (1987) Propaganda studies in American social science: The rise and fall of the critical paradigm, Quarterly Journal of Speech. 73(1),60 -78. Αvailable here

[5] Baran, S. J. and  Davis, K. D. (1995) Mass Communication Theory: Foundations, Ferment, and Future, Canada, Canada. Available here

[6] Jansen, S. C. (2012) Walter Lippmann: A Critical Introduction to Media and Communication Theory , New York, USA

[7] Lewis, W. S. (2005). Art or Propaganda? Dewey and Adorno on the Relationship between Politics and Art, The Journal of Speculative Philosophy . New Series, 19 (1), 42-55, Pennsylvania, USA

[8] Curnalia, R.  M.L. (2006) A Retrospective on Early Studies of Propaganda and Suggestions for Reviving the Paradigm, Review of Communication. 5:4 , 237-257 Available here