από την Λία Πολιτοπούλου, ερευνήτρια της ομάδας «Κοινωνικά & Ανθρωπιστικά Ζητήματα»
Η πολιτιστική κληρονομιά είναι το κληροδότημα μας από τις παλαιότερες γενιές και δεν απαντάται σε μία μόνο έκφανση όπως θα ήταν εύκολο να συμπεράνουμε. Ο όρος της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν αφορά μόνο τον απτό πολιτισμό(όπως κτίρια, μνημεία, τοπία, βιβλία, έργα τέχνης και τεκμήρια), αλλά επίσης και τον άυλο πολιτισμό (όπως τη λαογραφία, τις παραδόσεις, τη γλώσσα, τη γνώση, τις τέχνες του θεάματος, τις κοινωνικές πρακτικές και την παραδοσιακή χειροτεχνία) και τη «φυσική» κληρονομιά, που περιλαμβάνει σημαντικά πολιτιστικά τοπία και τη βιοποικιλότητα. Στην σύγχρονη τεχνοκρατική εποχή έχει εμφανιστεί ακόμα μία μορφή πολιτιστικής κληρονομιάς , η «ψηφιακή» δηλαδή οι πόροι που έχουν δημιουργηθεί σε ψηφιακή μορφή (για παράδειγμα, ψηφιακή τέχνη ή κινούμενα σχέδια) ή που έχουν ψηφιοποιηθεί για να διατηρηθούν (συμπεριλαμβανομένων κειμένων, εικόνων, βίντεο και αρχείων).
Καθώς η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί αναμφισβήτητα έναν ανεκτίμητο πλούτο για κάθε χώρα αλλά και παγκοσμίως, οι ενέργειες που στοχεύουν στην προστασία και την διαφύλαξη της εντάσσονται στο πλαίσιο του επίσημου όρου Διατήρηση (Preservation)(American English) ή συντήρηση Conservation (British English).Παράλληλα έχει καταχωρηθεί και σχετική νομοθεσία που στοχεύει στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και ορίζει το θεσμικό πλαίσιο το οποίο καθορίζει τον τρόπο που θα δημιουργούνται και θα διακινούνται τα ψηφιακά υποκατάστατα μνημείων της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Όμως παρόλο που είναι ευρέως γνωστή η σημασία που φέρει η πολιτιστική κληρονομιά για κάθε λαό και για το κάθε άτομο ξεχωριστά που προσπαθεί να προσδιορίσει την ταυτότητα του και να έρθει σε βαθύτερη επαφή με την ιστορία και το παρελθόν του λαού του, τις τελευταίες δεκαετίες επικρατεί μία διαστρεβλωμένη ανάγνωση και προσέγγιση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Με άλλα λόγια ολοένα και γιγαντώνεται το φαινόμενο του μαζικού και τυποποιημένου τουρισμού. Είναι γεγονός ότι η τουριστική αυτή έκρηξη συμβάλλει στην οικονομική άνθηση της χώρας υποδοχής αλλά συγχρόνως φέρει πληθώρα αρνητικών συνεπειών στην πολιτιστική κληρονομιά, στο φυσικό περιβάλλον και στην διατήρηση του αυθεντικού χαρακτήρα των ευρωπαϊκών χωρών που αποτελούν πόλο έλξης αναρίθμητων τουριστών κάθε χρόνο. Παρόλο που θα μπορούσα να επεκταθώ σε πολυάριθμες επιπτώσεις του φαινομένου του μαζικού τουρισμού στις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες όπως ρύπανση φυσικού περιβάλλοντος, διατάραξη της καθημερινότητας των ντόπιων και αλλοίωση των τοπικών ηθών και εθίμων εώς και κατασκευή και διαιώνιση στερεοτύπων και ξενοφοβίας, θα εστιάσω σε μια άλλη πτυχή του φαινομένου αυτού.
Σε τι βαθμό η έντονη αυτή επιθυμία που οριακά αγγίζει τα όρια της μανίας, υποκινείται και αντικατοπτρίζει πλέον μία ειλικρινής και ουσιαστική θέληση για γνωριμία με την πολιτιστική κληρονομιά και την εγχώρια και την παγκόσμια; Πόσοι από τους εκατομμύρια τουρίστες που συρρέουν καθημερινά στο μουσείο του Λούβρου ή περιμένουν με τις ώρες για να θαυμάσουν το εσωτερικό της Σαγράδα Φαμίλια γνωρίζουν ή θέλουν να μάθουν κάτι παραπάνω για το εκατοστέ μνημείο, μουσείο κ.α. πέραν μίας ωραίας φωτογραφίας και της γνωστοποίησης στον ιντερνετικό κόσμο της παρουσίας τους εκεί; Μήπως εντέλει η επαφή του σύγχρονου ανθρώπου πλέον με την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά έχει λάβει τη μορφή λαϊκού προσκυνήματος, ανούσιου και με καταστροφικές συνέπειες στο πέρασμα του; Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να θέσω ένα ερώτημα, δυστυχώς ρητορικό, πότε έπαψε ο ανθρώπινος πληθυσμός να ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό και την κληρονομιά του και αντικατέστησε τον σεβασμό που θα έπρεπε να υφίσταται με ένα τυποποιημένο και επιφανειακό μόνο καλούπι γνώσης; Πως φτάσαμε στο σημείο να είναι η επιφάνεια το ζητούμενο;