από τον Τζόνη Τζανάρη, ερευνητή στην ομάδα «Οικονομικές Δυναμικές»

Ιστορική διαμόρφωση και εξέλιξη της κρίσης

Η οικονομική κρίση της Ιταλίας ήρθε ξανά στο προσκήνιο χάρη στη ρήξη που επήλθε ανάμεσα στην κυβέρνηση της χώρας και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή  σε σχέση με την κατάρτιση του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού, τον Οκτώβριο του 2018. Συγκεκριμένα, το σχέδιο που κατάρτισε η ιταλική κυβέρνηση για τον προϋπολογισμό του νέου έτους προέβλεπε έλλειμμα της τάξης του 2,4 % του ΑΕΠ. Η Επιτροπή από την άλλη, θεώρησε το ποσοστό αυτό αρκετά υψηλό. Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο, όλα τα κράτη μέλη της Οικονομικής και της Νομισματικής Ένωσης ή τα υποψήφια προς ένταξη κράτη οφείλουν να διατηρούν δημοσιονομικό έλλειμμα έως 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος έως 60% του ΑΕΠ (βλ. Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος, άρθρο 126 ΣΛΕΕ). Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη το δημόσιο χρέος της Ιταλίας, που ανέρχεται σε 131,4% του ΑΕΠ, δικαιολογείται η ένσταση που προέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Συνεχίζοντας, λοιπόν, να διατρέχει δημοσιονομικά ελλείμματα, θα της είναι δύσκολο να αποπληρώσει τα χρέη της και το δημόσιο χρέος θα εξακολουθεί να βρίσκεται σε επικίνδυνα υψηλό επίπεδο.

Προβαίνοντας σε μια ανασκόπηση, μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι η Ιταλία παρουσιάζει συνεχώς έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό τα τελευταία 20 χρόνια. Τοιουτοτρόπως, γίνεται αντιληπτό πως το χρέος συσσωρεύτηκε σταδιακά κατά την πάροδο του χρόνου, φτάνοντας πλέον να κατέχει ένα από τα υψηλότερα εθνικά χρέη -2,3 τρις ευρώ, το 4ο μεγαλύτερο παγκοσμίως και δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη ως ποσοστό του ΑΕΠ, μετά την Ελλάδα. Αν και τα αίτια του διαρκούς ελλείμματος είναι δομικά, η κατάσταση επιδεινώθηκε με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, όπου το έλλειμμα έφτασε στο 5,2% του ΑΕΠ. Έκτοτε, η οικονομία της Ιταλίας βρίσκεται σε στασιμότητα, εμποδιζόμενη από ορισμένους εγγενείς παράγοντες να προσεγγίσει την ανάπτυξη της προ κρίσης εποχής (το ΑΕΠ της εκτιμάται σε απόλυτους αριθμούς 5% χαμηλότερο από την προ κρίσης εποχή).

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, από την άλλη, έλαβε δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης στην ευρωζώνη. Συγκεκριμένα, προέβη σε σημαντική μείωση του επιτοκίου κύριας αναχρηματοδότησης- θέτοντας ακόμη και αρνητικά ποσοστά. Προέβη, επίσης, σε πράξεις ανοικτής αγοράς για τον ίδιο σκοπό, αγοράζοντας ομόλογα της Ιταλίας, της Ελλάδας και της Πορτογαλίας. Με αυτό τον τρόπο επιδίωξε να παράσχει ρευστότητα στα εν λόγω θιγόμενα κράτη, εκδίδοντας σε κυκλοφορία πάνω από 2 τρις ευρώ στην αγορά το 2010-11.

Ωστόσο, το 2012, ακολούθησε ένας νέος κύκλος κρίσεων στην ευρωζώνη, με την ιταλική οικονομία να βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Τότε, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, ο Ιταλός Mario Draghi πήρε την εξής θέση «Θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να διατηρήσουμε το ευρώ. Και, πιστέψτε με, θα είναι αρκετά». Έτσι, προέβη σε περαιτέρω αγορές κρατικών ομολόγων- μια πράξη έναντι του ευρωπαϊκού δικαίου επί της αρχής σύμφωνα με τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της ΕΕ. Εντούτοις, με τη μέθοδο αυτή που είναι γνωστή ως «Outright Monetary Transactions», θεωρείται ότι σώθηκε η ευρωζώνη από την κατάρρευση. Με τις αγορές αυτές η ΕΚΤ έφτασε να κατέχει το 15% των κρατικών ομολόγων της Ιταλίας.

Μάλιστα, το 2014 ο Draghi έθεσε σε εφαρμογή την «ποσοτική χαλάρωση» (quantitative easing) για τους ίδιους σκοπούς και, με αυτή την πολιτική, η ΕΚΤ αγοράζει απευθείας ομόλογα από την αγορά, παρέχοντας την αναγκαία ρευστότητα στις τράπεζες και καταπολεμώντας τον αρνητικό πληθωρισμό και τις κρίσεις χρέους.

Μολαταύτα, πλέον το πρόγραμμα φτάνει στη λήξη του, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το επιτόκιο δανεισμού των κεντρικών τραπεζών. Ως συνέπεια αυτού αυξάνεται και το κόστος δανεισμού. Αυτό, ωστόσο, είναι κάτι που δυσχεραίνει τα κράτη, όπως η Ιταλία, που βρίσκονται σε ύφεση και αντιμετωπίζουν υπερβολικά υψηλό επίπεδο δημοσίου χρέους. Συνεπώς, οι όροι του δανεισμού πρόκειται να γίνουν δυσχερέστεροι και, έτσι, καθίσταται δυσχερέστερη η εξυπηρέτηση των χρεών. Το εάν θα δοθεί παράταση του προγράμματος μέσα στους επόμενους μήνες είναι κάτι που θα απασχολήσει τη διεθνή οικονομική κοινότητα.

Η σημασία της ιταλικής οικονομίας για την ευρωζώνη και την παγκόσμια οικονομία

Το ερώτημα που δημιουργείται σε πολλούς είναι γιατί  η ιταλική οικονομία είναι τόσο σημαντική και γιατί θέτει σε άμεσο κίνδυνο την ευρωζώνη και την παγκόσμια οικονομία; Προκειμένου να είναι κανείς σε θέση να αναλογιστεί την ενδεχόμενη επίδραση που δύναται να ασκήσει στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία μια οικονομική κατάρρευση/ αθέτηση χρέους της Ιταλίας θα πρέπει να ανατρέξει στα μεγέθη που χαρακτηρίζουν την οικονομία της, καθώς και στις οικονομικές σχέσεις με άλλες χώρες.

Από τη μία, η Ιταλία αποτελεί την 3η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, μετά από τη Γερμανία και τη Γαλλία αντίστοιχα.  Μαζί με τις χώρες αυτές αποτελούν τους πυλώνες του ευρωσυστήματος, διατηρώντας το 44% του συνολικού κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το ΑΕΠ της ανέρχεται σε 1,9  τρις ευρώ, ενώ το χρέος, όπως επισημάνθηκε, αγγίζει τα 2,3 τρις ευρώ.

Από την άλλη, αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο εντός της ΕΕ, μετά τη Γερμανία. Το 56% των εξαγωγών της προωθείται προς κράτη-μέλη της ΕΕ (Γερμανία 13 %, Γαλλία 11%, Ισπανία και Ην. Βασίλειο 5%), ενώ εκτός ΕΕ, 9% ωθείται προς τις ΗΠΑ και 5% προς την Ελβετία. Ταυτόχρονα, το 61% των εισαγωγών προέρχονται από τα κράτη μέλη της ΕΕ (Γερμανία 16%, Γαλλία 9%, Κάτω Χώρες 6%), ενώ, εκτός ΕΕ το 7% προέρχεται από την Κίνα και το 4% από τις ΗΠΑ.

Συνεπώς από τα παραπάνω προκύπτει, πρώτον, η σημαντικότητα της Ιταλικής οικονομίας για την ΕΕ και για την παγκόσμια οικονομία λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους της. Δεύτερον, η διασύνδεση και αλληλεξάρτηση της οικονομίας της με τις οικονομίες των άλλων κρατών μελών, καθώς και με άλλες μεγάλες οικονομίες του κόσμου. Οι δύο αυτοί παράγοντες αποδεικνύουν τη «ζωτικότητα» της οικονομίας της Ιταλίας και συνεπάγονται πως μια ενδεχόμενη κατάρρευσή της, πιθανόν να προκαλούσε σοβαρό πλήγμα στις υπόλοιπες χώρες- στην καλύτερη περίπτωση- ή ακόμη και  «ντόμινο πτωχεύσεων», ιδίως στις χώρες της ευρωζώνης, δεδομένης της αλληλεξάρτησης του χρηματοπιστωτικού και τραπεζικού τομέα. Σύμφωνα με τον αρχισυντάκτη του «The Independent», Sean O’Grady, «ενώ η Ελλάδα ήταν αρκετά μικρή ώστε να διασωθεί από τις χώρες της ευρωζώνης, η Ιταλία, αντίθετα, είναι αρκετά μεγάλη» [ ‘’too big to fail and too big to save’’].

Αίτια της οικονομικής κρίσης

Ποια είναι όμως τα αίτια κρίσης της ιταλικής οικονομίας; Όπως απεδείχθη, η Ιταλία διατρέχει χρόνια ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών της. Από αυτό, ενδεχομένως προκύπτει  ότι τα αίτια της κρίσης είναι δομικά και εγγενή με τη διάρθρωση της οικονομίας της. Γενικότερα, τα αίτια είναι δυνατό να κατηγοριοποιηθούν σε πολιτικά και οικονομικά.

α) Πολιτικά αίτια: Αρχικά, λαμβάνοντας υπόψη τη σύγχρονη κατάσταση που επικρατεί στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι η χώρα τους τελευταίους μήνες έχει βρεθεί σε ένα πολιτικό αδιέξοδο. Βέβαια, αυτό μπορεί να αποτελεί συγχρόνως αιτία και αποτέλεσμα της κρίσης.

Από τη μία, η κυβερνητική αστάθεια με τη συνεχή εναλλαγή κυβερνήσεων που έλαβε χώρα, καθώς και η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης- που έγκεινται στην οικονομική στασιμότητα, στην υψηλή ανεργία, στην προσφυγική κρίση και στην παρεπόμενη κοινωνική αστάθεια- είχαν ως αποτέλεσμα το πολιτικό αδιέξοδο και την άνοδο της ακροδεξιάς και του λαϊκισμού.

 Από την άλλη, όμως, η άνοδος της συμμαχικής κυβέρνησης της απαρτιζόμενης από την ακροδεξιά «Λέγκα του Βορά» και το ριζοσπαστικό «Κίνημα των Πέντε Αστέρων» (μετά τις εκλογές του Μαρτίου του ’18) θα είχε ως συνέπεια την τροφοδότηση αστάθειας στις αγορές.

Η νέα κυβέρνηση έχει ταχθεί κατά του ευρώ και χάρη στη στάση της, βέβαια, επήλθε και η ρήξη με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφορικά με την κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού. Ρητός στόχος της εν λόγω κυβέρνησης είναι να μειώσει το όριο συνταξιοδότησης, καθώς και να αυξήσει τις δαπάνες κοινωνικής ευημερίας και υποδομών. Σκοπός, όμως, είναι να χρηματοδοτηθούν οι ανάγκες αυτές με επιπλέον δανεισμό, κάτι το οποίο αντίκειται στις σχετικές διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου, δεδομένου του επιπέδου του δημοσίου χρέους της.

Γενικότερα, δεδομένων των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων- και της παρεπόμενης πολιτικής αστάθειας- που αντιμετωπίζει η χώρα, ο λαός μοιάζει διχασμένος όσο ποτέ. Η αυξανόμενη ένταση της διάστασης βορά-νότου, πλουσίων-φτωχών, λαϊκιστών/νεοφασιστών- μετριοπαθών κ.λπ. διχάζει την κοινωνία και προκαλεί περαιτέρω αστάθεια. Επιπλέον, χάσμα υφίσταται και μεταξύ της κυβέρνησης και του προέδρου της χώρας Sergio Mattarella, με τον τελευταίο να είναι υπέρ της θέσης Ιταλίας στους διεθνείς και ευρωπαϊκούς θεσμούς, ενώ η πρώτη, όπως αναλύθηκε παραπάνω, επιδιώκει να αναθεωρήσει τον ρόλο και τη θέση της, επιχειρώντας να τηρήσει μια αντισυμβατική στάση που θα εξυπηρετεί τους στόχους της.

β) Οικονομικά αίτια: Τα οικονομικά ζητήματα είναι που αφορούν ουσιωδώς στην οικονομική κρίση, τα πολιτικά δύνανται να αποδοθούν και ως συμπτώματα των αρνητικών οικονομικών εξελίξεων. Η ιταλική οικονομία, προκύπτει πως πάσχει από αρκετές παθογένειες, οι οποίες την ακολουθούν διαχρονικά, αφού σχετίζονται με την διάρθρωση και το αναπτυξιακό της μοντέλο.

Αναλυτικότερα, το κύριο αίτιο στο οποίο οφείλεται η κρίση είναι η αργά αναπτυσσόμενη οικονομία της ( ‘’slow or no-growth trap’’), που την χαρακτηρίζει καθ’ όλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα, μετά την ένταξή της στο ευρώ. Ως αποτέλεσμα αυτού, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της, προσαρμοσμένο στον τρέχοντα πληθωρισμό, εκτιμάται χαμηλότερο από αυτό του 2000.

Που όμως έγκειται η «αργοπορία» αυτή αναφορικά με την οικονομική μεγέθυνση/ανάπτυξη;  Σύμφωνα με σχετική έρευνα του ΟΟΣΑ, η υπο-απόδοση οφείλεται: πρώτον, στην υστέρηση επί του βιομηχανικού εκσυγχρονισμού. Το παραγωγικό οικονομικό μοντέλο της Ιταλίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις οικογενειακές επιχειρήσεις, οι οποίες μάλιστα αποδεικνύεται ότι είναι μικρότερες και λιγότερο παραγωγικές από τις ομόλογές τους σε άλλες χώρες. Παρεπόμενα, καθώς οι εταιρίες αυτές δεν επένδυσαν σε Έρευνα και Ανάπτυξη και, έχοντας έλλειψη σε διοικητικές ικανότητες και ικανό ανθρώπινο κεφάλαιο, δεν μπόρεσαν να ανταγωνιστούν σε διεθνή κλίμακα.

Συνεπώς, αποφαίνεται ότι η παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού στις μικρές επιχειρήσεις είναι χαμηλή- ιδίως σε σχέση με άλλων χωρών της ΕΕ. Μάλιστα, ανάλογη τάση- αποτυχίας καινοτομίας- εκδηλώνεται και σε μεγαλύτερες εταιρίες. Όσον αφορά την ψηφιακή παρουσία των εταιρειών, παρατηρείται ότι λιγότερο από 1 στις 10 – μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις- διεξάγει πωλήσεις στο διαδίκτυο.

Ένας επιπρόσθετος παράγοντας που συμβάλλει άμεσα στη στασιμότητα της ιταλικής οικονομίας είναι το δυσλειτουργικό εκπαιδευτικό της σύστημα. Κατά τον Massimo Bassetti, «το υψηλά συγκεντρωτικό και συνδικαλιστικό εκπαιδευτικό σύστημα φέρνει φτωχά αποτελέσματα σε όρους πραγματικών δεξιοτήτων». Έτσι, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, λιγότερο από 1 στους 3 Ιταλούς μεταξύ των ηλικιών 25-34 κατέχει πτυχίο πανεπιστημίου- ποσοστό αρκετά χαμηλότερο από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ.

Επιπλέον, παρατηρείται ότι οι μαθητές της ηλικίας των 15 σημειώνουν αρκετά αρνητική σχολική επίδοση σε σχέση με τους ομολόγους τους στα άλλα κράτη μέλη του Οργανισμού. Τέλος, σημειώνεται ότι μια μεγάλη μερίδα της ιταλικής νεολαίας (ηλικίες 15-34) δεν βρίσκεται ούτε στην επαγγελματική απασχόληση ούτε στην εκπαίδευση (το άνω του 25%).

Τρίτον, η ιταλική οικονομία χαρακτηρίζεται από μη φιλικό/μη ελκυστικό επιχειρηματικό περιβάλλον. Η κυβερνητική αποτελεσματικότητα και οι δημόσιες υπηρεσίες της κρίνονται ανεπαρκείς. Σύμφωνα με σχετική έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας η Ιταλία κατατάσσεται 111η από τις 190 χώρες αναφορικά με την εκτέλεση των συμβάσεων.

Επιπρόσθετα, η γραφειοκρατία της αποφαίνεται αναποτελεσματική αναφορικά με την επίλυση των αφερεγγυοτήτων, την πληρωμή των φόρων και τη διαχείριση των οικοδομικών αδειών. Όσον αφορά το σύστημα αστικής δικαιοσύνης της χώρας, κατατάσσεται 2ο από το τέλος μεταξύ των 35 χωρών υψηλού εισοδήματος, κατά το «World Justice Project». Όλα αυτά, βέβαια, αποτελούν αποθαρρυντικά στοιχεία για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων.  Έτσι, παρότι, για παράδειγμα, η Ιταλία είναι μεγαλύτερη οικονομία από την Ισπανία, έχει υποδεχτεί λιγότερο από τις μισές νέες- εκ του μηδενός- άμεσες ξένες επενδύσεις (greenfield foreign investments) από το 2003, σύμφωνα με έκθεση του «fDi Markets».

Πέραν της αργά αναπτυσσόμενης οικονομίας- που οφείλεται στους ως άνω παράγοντες- καθοριστικό αίτιο της ύφεσης της ιταλικής οικονομίας αποτελεί και το δημογραφικό πρόβλημα. Ο πληθυσμός αποτελεί τον πυρήνα της οικονομίας. Είναι αυτός που καθορίζει το επίπεδο της παραγωγικότητας και κατ’ επέκταση τη σχετική ανταγωνιστικότητα της χώρας διεθνώς, ανάλογα με την κατάρτιση, τις δεξιότητες και, φυσικά, το μέγεθός του. Αν ανατρέξει κανείς στην τρέχουσα κατάσταση που επικρατεί στην Ιταλία σχετικά με το ζήτημα αυτό, θα διαπιστώσει ότι πολλοί ηλικιωμένοι συντηρούνται από μικρότερο αριθμό εργαζόμενων νέων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ο μέσος όρος του πληθυσμού να γερνάει και, βεβαίως, η παραγωγικότητα της χώρας να μειώνεται.

Επιπλέον, θεμελιώδες συστατικό της ύφεσης- που είναι και παρεπόμενο των παραπάνω παραγόντων- είναι το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο, όπως σημειώθηκε, ανέρχεται σε ποσοστό 131,4 του ΑΕΠ (που αντιστοιχεί σε 2,3 τρις ευρώ περίπου). Το υψηλό δημόσιο χρέος προκύπτει από τη σταδιακή και συνεχή συσσώρευση δημοσιονομικών ελλειμμάτων, για την κάλυψη των οποίων το κράτος υποχρεώνεται να δανείζεται από ξένους, ιδιώτες, κράτη ή οργανισμούς. Κάθε έτος, λοιπόν, όταν το κράτος διατρέχει έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό, προβαίνει σε δημόσιο δανεισμό για την κάλυψή του. Το έλλειμμα προκύπτει όταν οι αναγκαίες δημόσιες δαπάνες είναι μεγαλύτερες από τα φορολογικά έσοδα του κράτους και το τελευταίο δανείζεται προκειμένου να καλύψει το εισοδηματικό κενό.

Επομένως, το υψηλό δημόσιο χρέος, σε συνδυασμό με την αργά αναπτυσσόμενη οικονομία και με το δημογραφικό πρόβλημα, αφενός αποτελούν αποσταθεροποιητικά και αποθαρρυντικά στοιχεία για προσέλκυση επενδύσεων, αφετέρου και συνεπώς, μειώνουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας διεθνώς και το επίπεδο ανάπτυξης και ευημερίας της εν γένει.

Επιπτώσεις, προκλήσεις και προοπτικές

Από την παραπάνω ανάλυση συνεπάγεται ότι τα αίτια της κρίσης ποικίλουν και τα σημαντικότερα εξ αυτών είναι δομικά. Από την προηγηθείσα ανάλυση φαίνεται ότι ορισμένες παθογένειες της κρίσης αποτελούν εκ νέου αίτια για ανατροφοδότηση αυτής. Έτσι, η άνοδος του λαϊκισμού και της ακροδεξιάς, ωθεί στον ευρωσκεπτικισμό και κατ’ επέκταση στη διχόνοια μεταξύ του λαού και στην αστάθεια των αγορών. Το δημογραφικό πρόβλημα αποτελεί, συγχρόνως, μεγάλη πρόκληση. Με έναν από τους χαμηλότερους δείκτες γεννητικότητας (1,34 παιδιά ανά γυναίκα) και με γερασμένο, συνεπώς, πληθυσμό η παραγωγικότητα της χώρας φθίνει και η ύφεση διαιωνίζεται.

Από την άλλη, η στασιμότητα αυτή της οικονομίας σε συνδυασμό με την υστέρηση του βιομηχανικού εκσυγχρονισμού, το μη ελκυστικό επιχειρηματικό περιβάλλον και το φτωχό εκπαιδευτικό σύστημα, έχουν φέρει μια πολύ υψηλή ανεργία στους νέους, τάξεως του 35%. Η συνολική ανεργία κορυφώθηκε το 2013 φτάνοντας το 12,5%, ενώ σήμερα ανέρχεται σε ποσοστό 10,7% αποτελώντας ακόμη σημαντική πρόκληση.

Ταυτόχρονα, ως αποτέλεσμα των παραπάνω δυναμικών, το ΑΕΠ της χώρας υπέστη σημαντική συρρίκνωση. Το 2009, μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης η συρρίκνωση ανήλθε στο υψηλό ποσοστό (!) του 5,5%, ακολουθώντας περαιτέρω μειώσεις- μετά την κρίση της ευρωζώνης το 2012. Σήμερα, παραμένει μειωμένο κατά 5% σε σχέση με το επίπεδο πριν από την εκδήλωση της κρίσης.

Αναφορικά με το εμπορικό ισοζύγιο, αν και σήμερα εμφανίζεται πλεονασματικό (3,6 δις ευρώ) παρουσιάζει συνεχείς προσαυξήσεις, ανάλογες με την πολιτική και οικονομική αστάθεια της χώρας.

Το επίπεδο του δημοσίου χρέους, από την άλλη, παραμένει αρκετά υψηλό. Κατά συνέπεια, η αύξηση του δημοσίου χρέους αυξάνει με τη σειρά της τις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων και, ως εκ τούτου, το κόστος δανεισμού- ήτοι τα επιτόκια- και εξυπηρέτησης του χρέους. Αντίστοιχα, ανακύπτει μια διαφορά των spread (gap in the yield) μεταξύ του ιταλικού και του γερμανικού 10ετούς ομολόγου. Το δεύτερο υπερέχει σε απόδοση κατά περίπου 5,78%, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης στο πρώτο.

Γενικότερα, επικρατεί φόβος των επενδυτών περί αθέτησης των ομολογιακών υποχρεώσεων της Ιταλίας. Ο φόβος αυτός αποτυπώνεται και στη συναλλαγματική ισοτιμία, όπου το ευρώ υποτιμήθηκε κατά 2% έναντι του δολαρίου σε αντιστοιχία με την ιταλική κρίση. Ως αποτέλεσμα του υψηλού της χρέους, η Ιταλία αναγκάζεται να δαπανά υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ της ετησίως (3,7%) για την αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων, ποσοστό το οποίο είναι διπλάσιο του μέσου όρου των κρατών της ΕΕ. Βέβαια, το γεγονός αυτό από τη μία είναι αποθαρρυντικό για το επιχειρηματικό περιβάλλον, από την άλλη στερεί σημαντικά ποσά, τα οποία ενδεχομένως να επενδύονταν σε υποδομές και έργα κοινωνικής ευημερίας.

Ακόμη, παρεπόμενο της κρατικής υπερχρέωσης είναι και ο ασθενής τραπεζικός τομέας. Εφόσον τα επίπεδα χρέους παραμένουν υψηλά, το κόστος δανεισμού είναι και αυτό υψηλό και άρα το περιθώριο αθετήσεων αυξάνεται. Έτσι, οι περισσότερες ιταλικές τράπεζες διαθέτουν υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων (non-performing loans). Από την άλλη, ο τραπεζικός τομέας της χώρας έχει υψηλή έκθεση σε μια ενδεχόμενη κρίση του δημοσίου, αφού διατηρεί το ¼ του κυβερνητικού χρέους. Σε μια πιθανή αθέτηση, λοιπόν, εκ μέρους του κράτους, το πλήγμα θα ήταν τεράστιο για τις ιταλικές τράπεζες.

Σύμφωνα με την έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Φεβρουάριος 2019) για την ιταλική οικονομία «οι μακροχρόνιες οικονομικές αδυναμίες έχουν συμβάλλει σε μια προκλητική οικονομική κατάσταση, σε αργή εισοδηματική αύξηση, σε υψηλή ανεργία και υψηλό δημόσιο χρέος». Η σχετική προτροπή των διευθυντικών στελεχών του ΔΝΤ προς την Ιταλία αφορά τρεις προτεραιότητες στις οποίες θα πρέπει να δώσει έμφαση η ιταλική κυβέρνηση προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα μακροχρόνια εμπόδια στην ανάπτυξη.

Αυτές αφορούν πρώτον, μια ολοκληρωμένη δέσμη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, δεύτερον, μια φιλική προς την ανάπτυξη και χωρίς αποκλεισμούς δημοσιονομική εξυγίανση και τρίτον, περεταίρω ενίσχυση των ισολογισμών των τραπεζών.

Ειδικότερα, το πρώτο αφορά την εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων, όπως ο περιορισμός και η απλοποίηση γραφειοκρατικών και διοικητικών διαδικασιών, η βελτίωση της διαχείρισης των δημοσίων επενδύσεων, μέτρα κατά της διαφθοράς και η υιοθέτηση πλαισίου αφερεγγυότητας. Η εφαρμογή αυτών ως ολοκληρωμένη δέσμη, κατά το ΔΝΤ, θα αποφέρει σημαντικές συνέργειες, θα μειώσει τη διαρθρωτική ανεργία, θα αυξήσει την παραγωγικότητα και την επένδυση.

Όσον αφορά το δεύτερο, μια υψηλής ποιότητας δημοσιονομική εξυγίανση θα αποτελέσει το κλειδί για να τεθεί το δημόσιο χρέος σε μια πτωτική πορεία και να μειωθούν οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων. Για αυτό, το ΔΝΤ πρότεινε μια σταδιακή και ισορροπημένη προσαρμογή για την επίτευξη ενός μικρού πλεονάσματος μεσοπρόθεσμα. Αναγνώρισε παράλληλα, την ανάγκη προστασίας των φτωχών μέσω ενός προγράμματος εγγύησης ελάχιστου εισοδήματος και αύξηση της δημόσιας επένδυσης. Ταυτόχρονα, πρότεινε τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης εξορθολογίζοντας συγχρόνως τις φορολογικές δαπάνες και μειώνοντας τον φόρο της εργασίας.

Αναφορικά με το τρίτο, τόνισε τη σημασία της συνεχόμενης μείωσης του κόστους των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της ενίσχυσης της διακυβέρνησης των τραπεζών. Επεσήμανε ότι η ενοποίηση των συνεταιριστικών τραπεζών σε τρεις νέους τραπεζικούς ομίλους θα πρέπει να ολοκληρωθεί εγκαίρως, ενώ  παράλληλα θα υπάγονται και οι τρεις όμιλοι σε επισκόπηση ποιότητας ενεργητικού (asset quality review).

Τέλος, σημείωσε ότι η ταχεία ανακεφαλαιοποίηση των ασθενέστερων τραπεζών ή η έγκαιρη και αποτελεσματική χρήση του πλαισίου εξυγίανσης είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση των αδυναμιών που εκκρεμούν, ώστε να αποφευχθεί το υπερβολικό κόστος για τους φορολογούμενους και το υπόλοιπο του τραπεζικού συστήματος.

Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας, η πρόσφατη διάσταση μεταξύ ιταλικής κυβέρνησης και Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με το ποσοστό το ελλείμματος του προϋπολογισμού επιλύθηκε. Συγκεκριμένα, συμφωνήθηκε το ποσοστό 2,04% του ΑΕΠ. Εντούτοις, η οικονομία της Ιταλίας δεν έχει ανακάμψει ακόμη από τις επιπτώσεις της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης χρέους της ευρωζώνης. Αν και έχει σημειωθεί κάποια μείωση της ανεργίας και ορισμένων «κόκκινων» δανείων, εντούτοις τα διαρθρωτικά οικονομικά αίτια παραμένουν αθεράπευτα, καθώς και η πολιτική κρίση που τα συνοδεύει, διοχετεύοντας περεταίρω αστάθεια και ανασφάλεια στο οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον.  Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ παραμένει σε επίπεδα προ δύο δεκαετιών και φέρεται σε δυσχερέστερη θέση σταδιακά, συγκρίνοντας με την οικονομική πορεία άλλων χωρών της ΕΕ.

Η αργά αναπτυσσόμενη οικονομία- οφειλόμενη σε διαρθρωτικούς παράγοντες, ήτοι -υστέρηση βιομηχανικού εκσυγχρονισμού, ανασταλτική γραφειοκρατία και κρατικός μηχανισμός, αλλά και το ανεπαρκές εκπαιδευτικό σύστημα- οδηγεί σε χαμηλή παραγωγικότητα και ύφεση. Το δημογραφικό ζήτημα, με τη χαμηλή γεννητικότητα και το γερασμένο πληθυσμό αμβλύνει εξίσου την παραγωγικότητα της οικονομίας. Ενώ, το δημόσιο χρέος, εξαιτίας των αδυναμιών της οικονομίας και των συνεπαγόμενων ελλειμμάτων που δημιουργούνται στον κρατικό προϋπολογισμό, παραμένει αρκετά υψηλό.

Η παραπάνω ανάλυση καθιστά φανερή τη σημαντικότητα της ιταλικής οικονομίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την παγκόσμια οικονομία, δεδομένης της υψηλής αλληλεξάρτησης στις εμπορικές και τραπεζικές σχέσεις. Συνεπαγόμενα, είναι φανερός ο κίνδυνος που υποβόσκει σε με ενδεχόμενη αθέτηση της Ιταλίας για τις υπόλοιπες οικονομίες, καθότι θα μπορούσε να συμπαρασύρει και αυτές στη δίνη.

Τέλος, όπως σε κάθε κρίση έτσι και σε αυτή, η ιδανική διαχείριση θα αφορούσε την εστίαση της κυβερνητικής πολιτικής στα βαθύτερα- δομικά αίτιά της. Συνεπώς μια σειρά μέτρων κατά τις προτάσεις του ΔΝΤ, που εστιάζουν στα πραγματικά προβλήματα της οικονομίας, θα μπορούσαν να επουλώσουν τις πληγές και να φέρουν τη χώρα, ξανά, σε τροχιά ανάπτυξης.


Βιβλιογραφία

  1. Bassetti, M. (2018). Why Italy’s economy is stagnating| Financial Times. [online] Ft.com. Available here. [Accessed 16 Feb. 2019].
  2. Carvalho, R., Ranasinghe, D. and Wilkes, T. (2018). The life and times of ECB quantitative easing, 2015-18. [online] U.S. Available here. [Accessed 16 Feb. 2019].
  3. Coface.com. (2019). Italy / Economic Studies – Coface. [online] Available here. [Accessed 16 Feb. 2019].
  4. Eur-lex.europa.eu. (2012). EUR-Lex – 12012E/TXT – EN – EUR-Lex. [online] Available here. [Accessed 16 Feb. 2019].
  5. Eur-lex.europa.eu. (2019). Glossary of summaries – EUR-Lex. [online] Available here. [Accessed 16 Feb. 2019].
  6. Eur-lex.europa.eu. (2019). Glossary of summaries – EUR-Lex. [online] Available here.  [Accessed 16 Feb. 2019].
  7. European Union. (2019). Italy | European Union. [online] Available here. [Accessed 16 Feb. 2019].
  8. Farrell, N. (2018). Forget Brexit – Italy’s populists are a far bigger problem for the EU | The Spectator. [online] The Spectator. Available here. [Accessed 16 Feb. 2019].
  9. FocusEconomics | Economic Forecasts from the World’s Leading Economists. (2019). Italy Economy – GDP, Inflation, CPI and Interest Rate. [online] Available here. [Accessed 16 Feb. 2019].
  10. IMF. (2019). IMF Executive Board Concludes 2018 Article IV Consultation with Italy. [online] Available here. [Accessed 16 Feb. 2019].
  11. Investopedia. (2018). All About the Italian Economic Crisis of 2018. [online] Available here. [Accessed 16 Feb. 2019].
  12. Martin, W. (2018). Is Italy the new Greece? These 6 charts explain why Italy is rattling markets. [online] Business Insider. Available here. [Accessed 16 Feb. 2019].
  13. O’ Grady, S. (2018). Italy is pushing Europe to the brink of another economic crisis. [online] The Independent. Available here. [Accessed 16 Feb. 2019].
  14. Tradingeconomics.com. (2019). Italy – Economic Indicators. [online] Available here. [Accessed 16 Feb. 2019].
  15. Walker, A. (2019). Italy in recession amid sluggish eurozone. [online] BBC News. Available here. [Accessed 16 Feb. 2019].
  16. Walker, A. (2018). What’s behind Italy’s economic turbulence?. [online] BBC News. Available here. [Accessed 16 Feb. 2019].
  17. De Grauwe, P. (2005). Τα Οικονομικά της Νομισματικής Ένωσης. 6th ed. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΕΒΕ.