από τις ερευνήτριες της υποομάδας «Κοινωνικά & Ανθρωπιστικά Ζητήματα», Α. Γεωργακοπούλου, Α. Μαχμούντ-Αμπντού, Ε. Μουτεβελή, Ι. Μπάλλα, Κ. Μπριόλα, Ε. Πολιτοπούλου, Σ. Τσατσαρίδου. Συντονισμός: Φ. Δαρμής

Στον σύγχρονο δυτικό κόσμο, το δημοκρατικό πολίτευμα έχει αναχθεί πλέον σε status βασικής προϋπόθεσης για ένα εύρωστο και ανεπτυγμένο κράτος. Οι εκλογές αντιπροσωπεύουν την πιο εξελιγμένη μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δίνοντας την δυνατότητα σε όλους τους ενήλικους πολίτες μίας χώρας να ασκήσουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι.[1] Η Ε.Ε., κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, προσπαθεί να τονώσει τον ρόλο της δημοκρατίας και της διαφάνειας στην διοίκηση των θεσμών της.[2] Οι Ευρωπαίοι πολίτες καλούνται ήδη από το 1979 να συμμετάσχουν όχι μόνο στις εθνικές τους εκλογές αλλά και στην εκλογή των αντιπροσώπων τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από τότε έχει εξελιχθεί στο μόνο σώμα με δυνατότητα άμεσης εκλογής από το λαό και με την πάροδο του χρόνου έχει γίνει διεύρυνση των  αρμοδιοτήτων του  σε νομοθετικές αρμοδιότητες, πολιτικό έλεγχο και συμβουλευτικό ρόλο προς τα άλλα όργανα της Ε.Ε..[3]

Εν όψει των επικείμενων εκλογών, θα αναλυθεί το πλήθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή κοινωνία. Εν πρώτοις, στις Ευρωεκλογές παρατηρούνται μεγάλα ποσοστά αποχής, γεγονός που οδηγεί τις εκλογές αυτές σε δευτερεύοντα ρόλο, παρά το ότι είναι καίριες για τα θέματα της Ε.Ε.. Η νέα σύσταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα κληθεί να αντιμετωπίσει ζητήματα, όπως το προσφυγικό, το μεταναστευτικό και την έντονη παρουσία της ακροδεξιάς που θέτει φραγμούς. Επιπροσθέτως, το αίτημα για πραγματική ισότητα μεταξύ των φύλων γίνεται ολοένα και πιο ορατό ειδικά στον εργασιακό τομέα, ενώ έντονες αντιδράσεις προκύπτουν και με την απασχόληση των νέων και τη συνεχή διόγκωση του φαινομένου του brain drain. Θα μπορέσει, όμως, η ψήφος των Ευρωπαίων πολιτών να δώσει λύση σε όλες τις κοινωνικές αναταραχές μέσα στα πλαίσια της Ε.Ε.;

Η πολιτική ψήφος είναι συνυφασμένη με τη «διαμόρφωση μιας γνώμης» και εκφράζει τόσο τις πολιτικές προτιμήσεις όσο και το ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για το δημόσιο βίο. Μέσω της εκλογικής διαδικασίας, οι πολίτες δηλώνουν το «πώς» και το «ποιος» επιθυμούν να κυβερνήσει τη κοινότητα που ανήκουν[4]. Η δυναμική της ψήφου έχει μία ιδιότυπη χροιά, καθότι είναι μία εξουσία που ανθεί σε ένα δημοκρατικό περιβάλλον και όχι ένα απλό δικαίωμα. Το «εκλέγειν» αποτελεί την κορωνίδα της Δημοκρατίας και μάλιστα κατέχει τόσο ζωτικό ρόλο ούτως ώστε η άσκησή του να θεωρείται επιβεβλημένη ως «αναγκαστικού δικαίου»[5] εξουσία που εν δυνάμει κινεί τα νήματα στα πολιτικά δρώμενα του μέλλοντος ενός τόπου.

Ωστόσο, από τα μέσα του 20ου αι., στις δημοκρατικές κοινωνίες του δυτικού καπιταλισμού, η αποχή των πολιτών αποτελεί μια αρκετά διαδεδομένη συμπεριφορά πολιτικής δράσης. Ενδεικτικά, η μη συμμετοχή των Ευρωπαίων πολιτών σε προηγούμενη πολιτική σφυγμομέτρηση ανήλθε στο 56,9%[6]. Οι ερμηνείες της αποδυνάμωσης της πολιτικής συμμετοχής των ψηφοφόρων είναι πλήστες. Σε μία έρευνα που διεξήχθη στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Andolfatto[7] (1992) δημιούργησε επτά κατηγορίες απεχόντων σε άμεση συνάρτηση με τις πολιτικές συνθήκες, το θρήσκευμα, την οικονομική κατάσταση μιας χώρας, τη μετανάστευση, τις συνθήκες επιβίωσης, την ορθολογική επιλογή και τους σχετιζόμενους ενδοιασμούς τους.

Δέον να σημειωθεί ότι όσο πιο υψηλό είναι το κοινωνικό και εκπαιδευτικό επίπεδο των πολιτών, τόσο μεγαλύτερη φαίνεται να είναι η συμμετοχή και τούμπαλιν. Πολλοί αναλυτές της πολιτικής συμμετοχής τονίζουν την ιδιάζουσα σημασία του πολιτισμικού κεφαλαίου στα διάφορα πεδία συμμετοχής ενώ άλλοι υπογραμμίζουν την καινοφανή ανερχόμενη τάση που συνδέει την υψηλή μόρφωση με μια κλιμακούμενη απάθεια [8] .

Η αποχή μπορεί να ερμηνευθεί με δύο τρόπους: Από τη μία, γεννάται ένας έντονος προβληματισμός αναφορικά με το ίδιον της ατομικής ελευθερίας, ουσιαστικά η επιλογή ανάμεσα στην ψήφο ή την αποχή. Από αυτό το κάτοπτρο, οι ψηφοφόροι διαφαίνονται αρκετά απαιτητικοί. Ο Pierre Bréchon (2002: σελ.84)[9] ισχυρίζεται ότι οι πολίτες των μοντέρνων κοινωνιών ψηφίζουν ολοένα και λιγότερο εξαιτίας του αισθήματος της ευθύνης και των προσωπικών αρχών τους, αναφέροντας ότι «θέλουν να είναι σίγουροι ότι ψηφίζουν για τους σωστούς λόγους πριν βγουν από τα σπίτια τους κατευθυνόμενοι στις κάλπες». Το εκλέγειν ορθολογικοποιείται και εξατομικεύεται, πράγμα που συνιστά τόσο την αβρότητα όσο και την ευθραυστότητα του, δικαιολογώντας εν μέρει και την μεγάλου βαθμού αποχή των  νέων.

Από την άλλη, η συμμετοχή ή όχι των ψηφοφόρων κυμαίνεται σε μεγάλο βαθμό και από τη φαντασιακή σημαντικότητα των εκλογών στα μάτια των πολιτών. Στη σχετική βιβλιογραφία, δημιουργείται ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα σε εκλογές πρωτευούσης σημασίας[10] και δευτερευούσης[11][12]. Οι εκλογές της πρώτης κατηγορίας εκλαμβάνονται τόσο από τους ψηφοφόρους όσο και από τα media και τους πολιτικούς παράγοντες ως πιο κρίσιμες και καθοριστικές, ενώ οι δευτερευούσης σημασίας βιώνονται με λιγότερη ένταση που μπορεί να φθάσει τα όρια της αδιαφορίας, εντείνοντας το φαινόμενο της πολιτικής αποστασιοποίησης.

Σε μία εποχή όπου η οικονομική αστάθεια μετακυλίεται, η ανεργία κορυφώνεται και οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες συνεχώς αμβλύνονται, δε θα αποτελούσε έκπληξη το να γίνουμε θεατές μιας «κοινωνικής αποχής» εντός του πολιτικού παιγνίου[13]. Ξεκάθαρα, η υψηλότερη συμμετοχή στις διαδικασίες εκλογής θέτει τις βάσεις για ένα πιο δίκαιο και δημοκρατικότερο πλαίσιο όπου η πολιτική συμμετοχή όλων των κοινωνικών ομάδων κρίνεται ως ύψιστης σημασίας για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Η συμμετοχή των πολιτών άλλωστε θεωρείται απαραίτητη ώστε να δημιουργηθεί ένα υγιές περιβάλλον για εποικοδομητικό διάλογο, αφού τα ζητήματα που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή κοινωνία δεν επιδέχονται μιας απλής λύσης αλλά αποζητούν την προσοχή όλων. Τα θέματα αυτά αποτελούν κεντρικό πλαίσιο για την πολιτική και την δράση του Κοινοβουλίου.

Εν πρώτοις, θα αναλυθεί η προσφυγική κρίση των τελευταίων ετών που  έχει επηρεάσει έντονα την Ε.Ε. και είναι μείζων σημασίας. Είναι ένα ζήτημα επιτακτικής ανάγκης για την Ε.Ε., το οποίο επηρεάζει την πορεία της αλλά και τις πολιτικές των Κρατών-Μελών. Οι μεταναστευτικές πολιτικές  που υιοθετούν τα κόμματα είναι σημαντικός παράγοντας για  την κρίση του ψηφοφόρου στις ενδοχώριες αλλά και ευρωπαϊκές εκλογές. Σημαντικός είναι ο αριθμός των πολιτών, κυρίως στις χώρες που δέχθηκαν τις μεγαλύτερες ροές προσφύγων, που είδαν εχθρικά την είσοδο των προσφύγων στην Ευρώπη. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε κινητήρια δύναμη για την άνοδο κομμάτων ακροδεξιάς τα οποία έχουν αφυπνιστεί μπροστά στις ροές προσφύγων. Πολλές χώρες αρνήθηκαν να δεχτούν πρόσφυγες κλείνοντας τα σύνορα τους ή άλλες δέχθηκαν συγκεκριμένο αριθμό. Γνωρίζοντας τις αξίες της Ε.Ε., οι στάσεις απομόνωσης δεν συμβαδίζουν με τις αξίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης.[14]

Οι νόμοι δεν είναι ίδιοι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες για το δικαίωμα ψήφου. Πάγια θέση των Κρατών είναι πως όλοι οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν δικαίωμα ψήφου σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα και αν διαμένουν, αρκεί να έχουν κάνει σχετικό αίτημα.  Για τους μη Ευρωπαίους, κύριο κριτήριο είναι το διάστημα διαμονής του προσώπου στην χώρα υποδοχής, που  κυμαίνεται από 3 έως 5 χρόνια. Για την περίπτωση των Ελλήνων πολιτών που κατοικούν σε άλλο Κράτος-Μέλος της Ε.Ε., δικαιούνται να ψηφίσουν είτε για τους υποψήφιους στην χώρα διαμονής τους είτε για υποψήφιους της χώρας τους στο τοπικό τους προξενείο, κατόπιν προηγούμενης καταχώρησης της αίτησής τους.[15] Ως υπήκοοι της Ε.Ε. μπορούν να ψηφίσουν  υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν για τους υπηκόους της χώρας όπου ζουν.

Το δικαίωμα ψήφου είναι μια από τις βασικότερες αξίες της δημοκρατίας. Όλοι οι νόμιμοι κάτοικοι μπορούν να έχουν το δικαίωμα να ψηφίσουν ώστε να μπορούν να ελέγξουν την πολιτική διοίκηση. Οι πρόσφυγες που βρίσκονται στην Ευρώπη είναι ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων που επηρεάζονται έντονα από τις πολιτικές τόσο της Ε.Ε. όσο και των Κρατών οπού φιλοξενούνται ή διαμένουν. Το δικαίωμα ψήφου μπορούν να το αποκτήσουν μετά την παραμονή τους σε Κράτος-Μέλος κάποια έτη. Σε μια περίοδο ιδιαίτερα έκρυθμη και με το προσφυγικό να αποτελεί τον βασικότερο πυλώνα της Ε.Ε., η ψήφος των προσφύγων έχει ύψιστη σημασία. Με το δικαίωμα ψήφου θα μπορέσουν να ενταχθούν γρηγορότερα στην κοινωνία, να κατανοήσουν τις αξίες της δημοκρατίας. Με την άσκηση των πολιτικού τους δικαιώματος η Ε.Ε. δείχνει πως δεν κάνει διακρίσεις και πως όλοι οι κάτοικοι της Ευρώπης είναι ίσοι και μπορούν να εκφράσουν την άποψή τους. Είναι αναγκαίο να μπορούν να ψηφίσουν και να έχουν λόγο στις πολιτικές της Ευρώπης όταν ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών τους αφορά άμεσα.[16]

Ως απότοκο των μεγάλων προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, μπορεί να θεωρηθεί η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων και η αύξηση  των εθνικιστικών φρονημάτων ανάμεσα στους Ευρωπαίους πολίτες[17], ενώ παρατηρείται έντονη διείσδυση σχετικών ιδεολογιών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Από τα 8 κόμματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα 3 αντιπροσωπεύουν εθνικιστικές και ευρωσκεπτικιστικές αντιλήψεις.[18]

Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,  υπάρχουν πολλά μικρά ευρωσκεπτικιστικά κόμματα τα οποία βρίσκονται υπό την ομπρέλα του κόμματος των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών[19] (European Conservatives and Reformists Group), το οποίο καταλαμβάνει 71 θέσεις[20] στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνολικά. Η πολιτική της συνεργασίας των κομμάτων αυτών σε θέματα κοινωνικής δομής προωθεί την ασφάλεια της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Ανάμεσα στις βασικές πρωτοβουλίες τους είναι η δημιουργία πανευρωπαϊκού αρχείου με εγκληματολογικού τύπου δεδομένα, η αύξηση της ασφάλειας σε επίπεδο συνόρων με συχνούς ελέγχους και η ανταλλαγή ταξιδιωτικών δεδομένων  μέσα στα πλαίσια της Ε.Ε.. Μείζονος σημασίας θεωρείται, επίσης, η αντιμετώπιση του μεταναστευτικού και η ορθή διαμόρφωση μιας πιο στεγανής και αποτελεσματικής μεταναστευτικής πολιτικής καθώς η υπάρχουσα θεωρείται ελλιπής και μη κατάλληλη για τις παρούσες ανάγκες της Ε.Ε.

Στο πιο ακραίο φάσμα της δεξιάς, το κόμμα η ‘Ευρώπη των εθνών και της ελευθερίας’(Europe of Nations and Freedom)[21]  αποτελεί την πιο ακραία έκφραση της κρατικής κυριαρχίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Κατέχει 40 έδρες συνολικά[22], ενώ οι θέσεις του σε επίπεδο κοινωνικής πολιτικής στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχουν ως κοινό άξονα τα χαρακτηριστικά κάθε έθνους. Προωθούνται η διατήρηση της ταυτότητας κάθε λαού και οι ιδιαιτερότητες που συνδέονται με αυτόν, ενώ στους στόχους του κόμματος κυρίαρχο ρόλο παίζει η εθνική κυριαρχία κάθε Κράτους και η ελευθερία του στα πλαίσια της Ε.Ε. Το  ECR και το ENF έχουν ανοδική πορεία στα στατιστικά που αφορούν τις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019 και αναμένεται η εξάπλωσή τους[23] σε ακόμη περισσότερες θέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Τα ακροδεξιά κόμματα έχουν κάνει έντονη την παρουσία τους στα εθνικά κοινοβούλια. Στην  Ιταλία[24], την Πολωνία και την Ουγγαρία κυβερνούν εθνικιστικά κόμματα, ενώ ανάλογες ιδεολογίες συναντώνται από την πλευρά της αντιπολίτευσης σε χώρες-κλειδιά για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, όπως η Γαλλία με το Εθνικό Μέτωπο και η Γερμανία με το AfD. Η άνοδος του εθνικισμού και του ευρωσκεπτικισμού μαστίζει την Ευρώπη και συνταράσσει τα θεμέλια της Ε.Ε.

Ένα ακόμη θέμα του οποίου την λύση θα χρειαστεί να αναζητήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι το έμφυλο χάσμα που παρουσιάζεται σε εκπαιδευτικό, εργασιακό -μισθολογικό- και πολιτικό τομέα. Παρά την πληθυσμιακή υπεροχή του γυναικείου φύλου (51,1 % ), παρατηρείται ελλιπής συμμετοχή των γυναικών στα κοινά ενώ έντονη είναι και η διαιώνιση προκαταλήψεων σε θέματα εκπαίδευσης και απασχόλησης  Καθώς η εξάλειψη του χάσματος συνιστά ζήτημα απονομής δικαιοσύνης, ισότητας και εφαρμογής των δημοκρατικών αρχών, η στρατηγική δέσμευση για την ισότητα των φύλων 2016-2019  της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επικεντρώνεται σε πέντε βασικούς πυλώνες: στην αύξηση συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, στην οικονομική ισότητα και στη μείωση του μισθολογικού χάσματος, στην προώθηση των γυναικών σε θέσης ευθύνης, στην μείωση της διεμφυλικής βίας και στην προώθηση των στόχων αυτών σε διεθνές επίπεδο.[25] Από το περιεχόμενο της Στρατηγικής αυτής, εύλογα συμπεραίνει κανείς ότι στοιχεία που θεωρούνται κατά τ’ άλλα δεδομένα και νομικά κατοχυρωμένα από την ΣΛΕΕ δεν αποτελούν ακόμη την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, αλλά δύσκολα επιτεύξιμους στόχους.

Αναφορικά με τον επιστημονικό κλάδο, παρουσιάζονται ενδιαφέροντα στατιστικά καθώς οι γυναίκες επιστήμονες και μηχανικοί καταλαμβάνουν το 41 % ενώ οι άνδρες το 59% των 18 εκατομμυρίων συνολικά στην Ε.Ε. [26] [27] Εντός της Ε.Ε., το 2015, σχεδόν τα τρία πέμπτα (57,6 %) του συνόλου των αποφοίτων ήταν γυναίκες, των οποίων οι σπουδές προσανατολίζονταν κατά φθίνουσα σειρά, στα παιδαγωγικά (80,5 %), την υγεία και την πρόνοια (74,4%), τις τέχνες και τις ανθρωπιστικές επιστήμες (67,4%) και τέλος στις κοινωνικές επιστήμες, τη δημοσιογραφία, την πληροφορική, τη διοίκηση επιχειρήσεων και το δίκαιο (61,0 %). Αντίστοιχα υψηλά ποσοστά παρουσίαζαν οι άνδρες απόφοιτοι στους κλάδους των σπουδών μηχανικού, της βιομηχανικής παραγωγής και των δομικών έργων, φυσικών επιστημών, μαθηματικών, στατιστικής και τεχνολογιών, ενώ εμφανιζόταν εξισορρόπηση μεταξύ των ανδρών και γυναικών αποφοίτων στους δύο μικρότερους τομείς —γεωργία, δασοκομία, αλιεία, κτηνιατρική και υπηρεσίες.[28]

Παρά την έντονη παρουσία των γυναικών ως φοιτήτριες σε ορισμένους κλάδους, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για τους καθηγητές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όπου ο ανδρικός πληθυσμός είναι κυρίαρχος σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους. Σημαντικές εξαιρέσεις αποτελούν η Φινλανδία, η Λετονία και η Λιθουανία, όπου υπερτερούν οι γυναίκες καθηγήτριες. Η γεφύρωση του χάσματος δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση, καθώς αυτή αποτελεί απλώς ένα συχνό πεδίο εκδήλωσης διαιωνιζόμενων στερεοτύπων και κοινωνικών ανισοτήτων. Η Ε.Ε. κάνει επίμονες προσπάθειες για να καταρρίψει τα υπάρχοντα στερεότυπα μέσω νομικών μέτρων, αλλά οι κοινωνικές αντιλήψεις μεταβάλλονται με πολύ αργούς ρυθμούς. Σύμφωνα με το Δείκτη Ισότητας Φύλων, η Ε.Ε. βρίσκεται στα μισά του δρόμου για την επίτευξη της ισότητας ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, με ποσοστό 52.9%. Από τα 28 Κράτη-Μέλη, πιο κοντά στο στόχο της πλήρους ισότητας βρίσκεται η Σουηδία με 74,2% και πιο μακριά η Ρουμανία με 33.7%.

Στον εργασιακό τομέα, τα ποσοστά έχουν φθάσει σε έναν ιστορικά υψηλό επίπεδο για τα δεδομένα της Ε.Ε. (72,2% το 2017) και όλο και περισσότερες γυναίκες βρίσκονται σε θέσεις ισχύος, αλλά το μισθολογικό χάσμα παραμένει. Ενδεικτικά, ο μέσος όρος  του γυναικείου μισθού είναι κατά 16% χαμηλότερος από  τον αντίστοιχο των ανδρών ενώ οι γυναίκες σπάνια φθάνουν τις υψηλότερες διοικητικές θέσεις καταλαμβάνοντας μόλις το 6,3% των  θέσεων Διευθυνόντων Συμβούλων (CEOs) σε μεγάλες εταιρείες. [29][30] Συνεπώς, το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων εκδηλώνεται με δύο τρόπους:  με την υπερεκπροσώπηση των γυναικών σε τομείς εξ αντικειμένου χαμηλότερα αμειβόμενους και παραδοσιακά γυναικείους  και δεύτερον  με την αντιμετώπιση ποικίλων εμποδίων και διακρίσεων κατά την προσπάθεια εισόδου τους σε παραδοσιακά ανδροκρατούμενες θέσεις. [31] [32] [33]

Όσον αφορά την την πολιτική σφαίρα, το 2018, μόνο 6 από τα 28 εθνικά Κοινοβούλια στην Ε.Ε. ηγούνταν από γυναίκες[34] ενώ το ποσοστό των γυναικών Ευρωβουλευτών ανέρχεται κατά προσέγγιση στο 30.2%, με  αξιοσημείωτη διαφοροποίηση ανάμεσα στις Σκανδιναβικές (40% τουλάχιστον) και λοιπές χώρες, Παράλληλα, η συμμετοχή στις προηγούμενες Ευρωεκλογές κατέγραψε ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό (42,6%), το οποίο ήταν ακόμη εντονότερο στις γυναίκες ψηφοφόρους (40,7%).

Σε ανάλογο περιθώριο, σχετικά με την απασχόληση, βρίσκονται και οι νέοι που αντιμετωπίζουν την ανεργία, την υποαπασχόληση και την συνεχώς μεταβαλλόμενη οικονομία. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες επί του παρόντος, με την έλευση της κρίσης, αγωνίζονται να εντάξουν τους νέους στην αγορά εργασίας[35]. Σε όλες τις χώρες, υπάρχει μια βασική ομάδα νέων που καλούνται να αντιμετωπίσουν την υψηλή και επίμονη ανεργία, την κακή ποιότητα θέσεων εργασίας και τον υψηλό κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού[36].  Οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. έχουν αντιμετωπίσει δυσκολίες στην ένταξη των νέων στην αγορά εργασίας για πολλά χρόνια και τα ποσοστά ανεργίας των νέων είναι συνήθως υψηλότερα από αυτά των ενηλίκων[37].

Στο παρακάτω σχήμα, εμφανίζεται το ποσοστό ανεργίας των νέων (15-24 ετών). Αναλυτικότερα, παρατηρείται πως η ανεργία τείνει να είναι υψηλότερη στις αναδυόμενες αγορές από ό,τι στις βιομηχανικές χώρες. Συγκεκριμένα στις χώρες του νότου, που οι οικονομίες τους στηρίζονται κατά κόρον στον πρωτογενή τομέα, στην Ελλάδα την Ισπανία και την Ιταλία, συναντάμε τα ποσοστά 39,9%, 34,4%, και 32,2% αντίστοιχα. Τα ποσοστά αυτά φυσικά έχουν μια πολύ μεγάλη απόκλιση σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, ο οποίος είναι 11,9%.

ghgg.JPG

Σχήμα 1: Ποσοστό ανεργίας των νέων 15-24 ετών (Σύνολο% του εργατικού δυναμικού της νεολαίας, 2018), Πηγή

Τα ποσοστά ανεργίας αποτελούν σημαντικό μακροοικονομικό δείκτη για την περιγραφή της οικονομικής κατάστασης μιας χώρας[38].  Το παρακάτω σχήμα δείχνει τα ποσοστά ανεργίας των νέων -άτομα ηλικίας μεταξύ 15 και 24 ετών- σε σύγκριση με τα συνολικά ποσοστά στις ευρωπαϊκές χώρες το 2015, όπου παρατηρούμε το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας για τους νέους σχεδόν σε όλες τις χώρες. Εντυπωσιακούς ρυθμούς εμφανίζουν οι εξής χώρες: Ελλάδα (49,8%), Ισπανία (48,3%), Κροατία (43%), Ιταλία (40,3%) και Πορτογαλία (32%).

ff.JPG

Σχήμα 2: Ποσοστό νεανικής ανεργίας  και συνολικό ποσοστό ανεργίας, 2015, Πηγή

Οι νεότεροι εργαζόμενοι είναι πιο πιθανό να εγκαταλειφθούν σε σύγκριση με τους γηραιότερους εργαζόμενους, οι οποίοι εργάζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα και έχουν περισσότερες εργασιακές εμπειρίες και ασφάλεια εργασίας[39] [40].

Η υποαπασχόληση, επίσης, αποτελεί συχνό φαινόμενο σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας και ύφεσης,  καθώς μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να βρουν τον τύπο εργασίας που επιθυμούν και  πρέπει να αποδεχθούν την εργασία με προσωρινές συμβάσεις[41].  Το Σχήμα 3 δείχνει ποιο ποσοστό των απασχολούμενων ατόμων σε κάθε χώρα ήταν υποαπασχολούμενο με μερική απασχόληση το έτος 2017. Η Κύπρος και η Ισπανία κατέλαβαν σαφώς την υψηλότερη θέση, με σχεδόν έναν στους δέκα εργαζόμενους να είναι σε μια τέτοια κατάσταση.

jjj.JPG

Σχήμα 3: Υποαπασχολούμενοι εργαζόμενοι ηλικίας 15-74 ετών, ετήσιος μέσος όρος, 2017 (ποσοστό της συνολικής απασχόλησης), Πηγή

Η ψηφιακή επανάσταση θα αλλάξει το μέλλον της ανθρωπότητας. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ταχεία διεύρυνσή της. Μέχρι το 2050, πολλές δουλειές – είτε είναι γαλάζιου είτε λευκού κολάρου – του σήμερα δεν θα υπάρχουν αύριο[42]. Ήδη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει ένα σχέδιο δράσης, το οποίο έχει ως στόχο την αξιοποίηση των ευκαιριών που παρουσιάζει η καινοτομία στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (FinTech) με ταχέως εξελισσόμενες νέες τεχνολογίες[43].

Σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο περιβάλλον, η σημερινή νέα γενιά είναι σε γενικές γραμμές καλύτερα εκπαιδευμένη από κάθε άλλη[44]. Η εκπαίδευση ανοίγει τις πόρτες στην αγορά εργασίας, ούσα παράλληλα ένα δίχτυ ασφαλείας έναντι του αποκλεισμού. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θέσει την εκπαίδευση και την απασχόληση των νέων στο επίκεντρο των προσπαθειών για ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας στην Ευρώπη[45]. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν σταματά τους άρτια εκπαιδευμένους νέους από την μετανάστευση και εσωτερικά της Ε.Ε. και έξω από αυτήν προς αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Κρίνεται σκόπιμο να οριστεί και να τοποθετηθεί στο κατάλληλο πλαίσιο για τη διασάφησή του ο όρος brain drain. Με τον όρο “brain drain” ή “human capital flight”[46], αναφερόμαστε στο φαινόμενο διαρροής, μετακίνησης επιστημονικά καταρτισμένων ατόμων τα οποία προέρχονται από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες προς το εξωτερικό και ιδιαίτερα προς τις πιο αναπτυγμένες χώρες. Ως μετανάστης υψηλών εκπαιδευτικών προσόντων, ορίζεται το άτομο που δεν κατοικεί στην χώρα στην οποία γεννήθηκε, είναι από 25 χρονών και πάνω και έχει στην κατοχή του πτυχίο, ακαδημαϊκό ή επαγγελματικό, μετά την αποφοίτηση του από την τριτοβάθμια  εκπαίδευση.

Η μετανάστευση του επιστημονικού δυναμικού των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών προς τις περισσότερο αναπτυγμένες δεν είναι νέο φαινόμενο. Αντιθέτως, ανάγεται πίσω στην ιστορία της ανθρωπότητας, στην παρουσία μεταναστευτικών ρευμάτων από την αρχαία Αθήνα μέχρι και  την μεταβυζαντινή εποχή. Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, έχει εξελιχθεί ραγδαία σε διεθνή μεταναστευτική πρακτική και μία όψη της παγκοσμιοποίησης. Το φαινόμενο του brain drain έχει και υπέρ και κατά, και νικητές και ηττημένους. Πριν την πτυχή αυτή, πρέπει να αναφερθούν τα αίτια εμφάνισης και εξέλιξής του[47].

Τα αίτια του brain drain έγκεινται τόσο σε οικονομικούς παράγοντες όσο και σε μη οικονομικούς . Όσον αφορά τους πρώτους, πρόκειται κατά κύριο λόγο για τη μισθολογική πολιτική των χωρών προορισμού όπου οι απολαβές, ειδικά για το επιστημονικό δυναμικό, είναι αισθητά υψηλότερες. Το μεγαλύτερο εισόδημα θα συμβάλλει στην επίτευξη ενός καλύτερου βιοτικού επιπέδου και συνθηκών διαβίωσης και κατά συνέπεια στην κοινωνική ανέλιξη και αναγνώριση. Στους μη οικονομικούς παράγοντες, εντάσσονται οι παρωχημένοι εργασιακοί θεσμοί που έχουν ως αποτέλεσμα την ακαμψία του τομέα της εργασίας και την έλλειψη εργατικής κινητικότητας (π.χ. η κατάληψη των θέσεων των διδασκόντων στα πανεπιστήμια για «πάντα»), το αίσθηση της στασιμότητας και της μη αναγνώρισης της εργασίας  και της προσφοράς στις χώρες των νέων που μεταναστεύουν, όπως και η επικράτηση ενός αναξιοκρατικού συστήματος ιεράρχησης και κοινωνικής κατηγοριοποίησης των ατόμων σύμφωνα με τη γέννηση, την ηλικία, το φύλο, την οικογένεια, την τάξη, τη φυλή, την κάστα, τη θρησκεία, τη γεωγραφική περιοχή προέλευσης, τις πολιτικές προτιμήσεις, την ιδεολογία αντί βάσει των προσόντων και των ικανοτήτων τους, δηλαδή στην ουσία τον έλεγχο του εργασιακού χώρου από διακρίσεις και προκαταλήψεις. Πιο λεπτομερείς έρευνες έχουν διαχωρίσει τα αίτια σε δύο είδη: τους παράγοντες της γενέτειρας, δηλαδή της χώρας προέλευσης, που προκαλούν την μετανάστευση και τους παράγοντες της χώρας υποδοχής, δηλαδή της χώρας προορισμού, που προσελκύουν τους μετανάστες. Αυτοί οι παράγοντες ονομάζονται push &pull παράγοντες ή παράγοντες απόρριψης-προσέλκυσης[48].

Στην συνέχεια, θα εξεταστούν οι χώρες που ωφελούνται και  οι χώρες που ζημιώνονται από το φαινόμενο του brain drain. Συγκεκριμένα, ποιες είναι οι χώρες προέλευσης, δηλαδή οι χώρες από τις οποίες προέρχεται το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και ποιες οι χώρες προορισμού, στις οποίες εγκαθίσταται στην αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών.

Οι κυρίαρχες χώρες προέλευσης είναι η Ρουμανία, η Πολωνία, η Ιταλία και η Πορτογαλία. Ωστόσο, το brain  drain στερεί εργατικό δυναμικό και από άλλες χώρες που ανήκουν στο νότιο τμήμα της Ευρώπης, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, η Πορτογαλία (εξαιτίας του μεγάλου ποσοστού ανεργίας ανάμεσα στους εξειδικευμένους επαγγελματίες και ειδικά στους νέους), και από χώρες που ανήκουν στην Ανατολική Ευρώπη, όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Πολωνία (όπου οι χαμηλοί μισθοί στην εκπαίδευση, στην έρευνα και στην ιατρική έχει ωθήσει πολλούς επαγγελματίες να αποδημήσουν προς της δυτικές χώρες). Επί παραδείγματι, στη Ρουμανία το σύστημα υγείας έχει επηρεαστεί φανερά από τη μετανάστευση του εξειδικευμένου νοσοκομειακού προσωπικού προκαλώντας έλλειψη στον καίριο αυτό τομέα.[49]

Παράλληλα, οι πιο δημοφιλείς προορισμοί για αυτό το εν λόγω μεταναστευτικό ρεύμα που παρατηρείται ως εντονότερο τις τελευταίες δεκαετίες, για τους νέους εργαζόμενους( μεταξύ 15-34), αποτελούν η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Μάλιστα, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο οι εργαζόμενοι ηλικίας από 15 μέχρι 64 χρονών με πτυχίο πανεπιστημίου επιλέγουν να μεταναστεύσουν προς τις πιο βόρειες και με αστικό χαρακτήρα περιοχές τις Ευρώπης, όπως η Σουηδία, η Ιρλανδία, η Εσθονία και η Δανία, όπου και γίνονται αποδέκτες πλουσιοπάροχων μισθών[50].

Οι συνέπειες που φέρει το φαινόμενο του brain drain είναι ποικίλες, αρνητικές και θετικές, μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες, άμεσες και έμμεσες και κυρίως αφορούν τις εμπλεκόμενες χώρες αποστολής και υποδοχής. Ένα από τα σημαντικότερα και πιο μελετημένα αρνητικά αποτελέσματα, που αφορά της χώρες αποστολής, είναι αυτό της μείωσης αποθέματος ανθρώπινου κεφαλαίου στο εσωτερικό τους. Άμεσο συνεπακόλουθο αποτελεί η έλλειψη εργατικού δυναμικού και άρα ο περιορισμός σε θέματα καινοτομίας, ανάπτυξης και υιοθέτησης νέων τεχνολογιών. Παράλληλα, παρατηρείται συρρίκνωση της οικονομίας, μείωση της κατανάλωσης και της παραγωγικότητας και κατά συνέπεια αύξηση στις τιμές των αγαθών και απώλεια επένδυσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο.

Από την άλλη πλευρά, σημειώνονται θετικά και ιδιαίτερα ευνοϊκά αποτελέσματα στις χώρες υποδοχής. Σαφέστερα, μεταξύ των θετικών επιδράσεων, σημαντικότερες κρίνονται αυτές που αφορούν την αύξηση του εισοδήματος και τη δυνατότητα για πολυάριθμες και ποικίλες μορφές καινοτομίας. Η παραγωγή, η ζήτηση και η κατανάλωση αυξάνονται, ενώ συνολικά η οικονομία αναπτύσσεται περισσότερο, γεγονός που αποτυπώνεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής (εισόδημα, κατοικία κλπ.).

Όσον αφορά τις χώρες προέλευσης, υπάρχουν αρκετές πιθανότητες να ευνοηθούν μακροπρόθεσμα από το πρόβλημα του brain drain, εάν αυτό μετατραπεί σε περιπτώσεις “brain regain”[51]. Για να επιτευχθεί αυτό, δηλαδή για να επιστρέψουν οι μετανάστες στη χώρα καταγωγής τους και να παραμείνουν εκεί ως εργαζόμενοι, υπάρχουν βεβαίως βασικές προϋποθέσεις και κριτήρια, τα οποία η πατρίδα τους οφείλει να ικανοποιεί. Παραδείγματα αποτελούν περιπτώσεις Κρατών, που έχοντας ως σκοπό την προσέλκυση νέων, εφαρμόζουν προγράμματα επιχορηγήσεων για καινοτόμες νεοσύστατες επιχειρήσεις, Πέραν τούτου, συχνά παρέχονται υποτροφίες για περαιτέρω εκπαίδευση ή πρακτική άσκηση, και σε ευρωπαϊκό επίπεδο οργανώνονται πρωτοβουλίες σχετικά με την ενίσχυση του διαλόγου μεταξύ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τη διεθνοποίηση αυτών με σκοπό τη σύναψη νέων συνεργασιών και εταιρικών σχέσεων[52].

Αξίζει να σημειωθεί ότι υφίσταται και το φαινόμενο του “brain waste”, το οποίο εντοπίζεται και στις χώρες αποστολής και στις χώρες υποδοχής. Σ’ αυτήν την περίπτωση, καλά εκπαιδευμένοι εργαζόμενοι μεταναστεύουν σε μια άλλη χώρα για καλύτερες προοπτικές εργασίας και διαμονής. Παρ’ όλα αυτά, είτε λόγω ελλιπούς πληροφόρησης είτε λόγω κακής εκτίμησης της ζήτησης, των απαραίτητων δεξιοτήτων και των διαθέσιμων θέσεων εργασίας, οι άνθρωποι αυτοί καταλήγουν άνεργοι ή εργαζόμενοι σε κάποια θέση κατωτέρου επιπέδου από τις δυνατότητές τους. Προκειμένου, λοιπόν, οι περιπτώσεις αυτές να αμβλυνθούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό, εφαρμόζονται οι τακτικές που συμβάλλουν στην πρόκληση του brain gain ή του brain regain ώστε να αποφευχθεί η ζημία σε ανθρώπινο κεφάλαιο.

Το φαινόμενο του brain drain φαίνεται πράγματι να έχει αρνητικές συνέπειες για τις χώρες προέλευσης, αλλά είναι προφανές πως με τους σωστούς χειρισμούς μπορεί μακροπρόθεσμα να ευνοηθούν τόσο οι χώρες αποστολής όσο και υποδοχής. Το φαινόμενο, δηλαδή, του intra-EU mobility[53] είναι εν δυνάμει κάτι ευνοϊκό και επικερδές για όλους τους εμπλεκομένους. Ωστόσο, κρίσιμος διαφαίνεται ο ρόλος των Κρατών και ο τρόπος διαχείρισης και αξιοποίησης τέτοιων φαινομένων, καθώς η ατομική πρωτοβουλία πάντα θα αναζητά και θα στοχεύει στο βέλτιστο δυνατό.

Καταληκτικά, το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, λοιπόν, θα έχει να αντιμετωπίσει πληθώρα προκλήσεων σε κοινωνικό επίπεδο. Η σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία αλλάζει και εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς, προς κατευθύνσεις που θυμίζουν πιο πολύ την περίοδο του μεσοπολέμου παρά μια Ευρώπη του 21ου αιώνα ενωμένη απέναντι στην παγκόσμια κοινότητα. Τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα στις Ευρωεκλογές, αναμένοντας τους νέους αντιπροσώπους που θα προσπαθήσουν να οδηγήσουν την Ε.Ε. στην ολοκλήρωση.


Παραπομπές

[1] The Editors of Encyclopaedia Britannica, “Suffrage”, Britannica. Διαθέσιμο εδώ .

[2] European Parliament,(2017)   More democracy in the EU goes hand in hand with more transparency and integrity, Διαθέσιμο εδώ.

[3] European Parliament (2019), THE EUROPEAN PARLIAMENT: HISTORICAL BACKGROUND. Διαθέσιμο εδώ.  

[4] Jacques Lagroye κ.α, (2008), Πολιτική κοινωνιολογία/ Συλλογικό έργο, · μετάφραση: Μαγκανιώτης Ε.,  Αθήνα.

[5] Χαρά Ν. Γιαννοπούλου, (2016) Αποχή: Ένα Συνταγματικά Κατοχυρωμένο Δικαίωμα Ή μια Άνευ Όρων Πολιτική Παραίτηση και Συνθηκολόγηση με το Απόλυτο «Τίποτε»;, ΕΑΝΔΑ. Διαθέσιμο εδώ [Προσπελάστηκε 30 Μαρτίου 2019]

[6] Μπαμιατζής Στέλιος (2014), “ Η αποχή θα χτυπήσει δυνατά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αναλυτές στην Ευρώπη ανησυχούν από την τάση αποχής”, News 24/7, Διαθέσιμο εδώ [Προσπελάστηκε 30 Μαρτίου 2019]

[7] Andolfatto, D. (1992). Quand les abstentionnistes s’expriment. Revue politique et parlementaire, 960, 40-46.

[8] Pacek, A., & Radcliff, B. (1995). Turnout and the vote for left-or-centre parties: A cross-national analysis. British Journal of Political Science, 25, 137-143. Available here [Accessed 4 April 2019]

[9] Bréchon, P. (2002). Comprendre les logiques d’abstention. Revue poli- tique et parlementaire, 1020-1021, 83-93.

[10] Parodi, J.-L., (2004). Les élections « intermédiaires » du printemps 2004: Entre structure et événement. Revue française de science politique, 54, 533-543. Available here [Accessed 6 April 2019]

[11] Reif, K., & Schmitt, H. (1980). Nine second-order national elections: A conceptual framework for the analysis of European election results. European Journal of Political Research, 8, 3-44. Available here [Accessed 6 April 2019]

[12] Koepke, R., & Ringe, N. (2006). The second-order election model in an enlarged Europe. European Union Politics, 7, 321-346. Available here [Accessed 11 April 2019]

[13] Muxel, A. (2007), La mobilisation électorale. L’envers de 2002 et un sursaut généralisé. Revue Française de Science Politique, 57, 315- 328. Available here [Accessed 17 April 2019]

[14] “Andreas Steinmayr, 2018. Did the Refugee Crisis Contribute to the Recent Rise of Far-Right Parties in Europe?”,Cesifo Group. Available here.

[15] Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζετε για τις Ευρωεκλογές του 2019, Available here.

[16] Emma Wallis,(2018)“The ‘voting rights gap’ for refugees and migrants in the EU”,infomigrants. Available here.

[17] Bravo R.(2019), ‘Anti-Europe Parties Set to Win a Third of European Parliament Seats, Study Says’,  Bloomberg. Available here.

[18] Lehne S., Grabbe H.,(2019) ‘2019 European Parliament Elections Will Change the EU’s Political Dynamics’, Carnegie. Available here.

[19] European Conservatists and Reformists Group(2019), Our Vision for Europe. Available here.

[20] Parties and Elections in Europe(2014), European Union. Available here.

[21] Europe of Nations and Freedom(2019), ENF Group. Available here.

[22] Rankin J. (2019),”EU parliament’s centrist coalition set to lose majority, poll finds”, The Guardian. Available here.

[23] Deutche Welle(2019), Far-right parties poised to double seats in EU Parliament: poll. Available here.

[24] Λίτσης Μωυσής(2019), ‘Το στοίχημα των ευρωεκλογών’, Ναυτεμπορική. Διαθέσιμο εδώ.

[25] Schonard, M. (2018). “Ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών”. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Διαθέσιμο σε: (Ανακτήθηκε 27 Φεβρουαρίου, 2019).

[26] Euronews, (2018). Ποια είναι η χώρα της Ε.Ε με τις περισσότερες επιστήμονες. Διαθέσιμο εδώ(Ανακτήθηκε 27 Φεβρουαρίου, 2019).

[27] Έμβολος, (2017). Η Ευρωπαϊκή Ένωση στην πρωτοπορία της υπεράσπισης των δικαιωμάτων της γυναίκας. Διαθέσιμο εδώ(Ανακτήθηκε 27 Φεβρουαρίου, 2019).

[28] Eurostat, (2018). Στατιστικές για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.Διαθέσιμο εδώ: (Ανακτήθηκε 27 Φεβρουαρίου, 2019)

[29] Eurostat, (2018). Women in the EU earned on average 16% less than men in 2016. Διαθέσιμο εδώ (Ανακτήθηκε 27 Φεβρουαρίου, 2019).

[30] Chung H. and van de Lippe T. (2018), Flexible working, work-life balance and gender equality, Social Indicators, 1-17

[31] Eurostat (2018). A decomposition of the unadjusted gender pay gap using Structure of Earnings Survey data, Statistical working paper, Available here.

[32] Lekfuangfu W.N., Lordan G. (2018). Cross Cohort Evidence on Gendered Sorting Patterns in the UK: The Importance of Societal Movements versus Childhood Variables, IZA DP No 11872, Διαθέσιμο εδώ

[33] Lordan G., Pischke J.-S. (2016). Does Rosie Like Riveting? Male and Female Occupational Choices, NBER Working Paper No 22495, Διαθέσιμο εδώ

[34] Καθημερινή, (2019). Οι γυναίκες που βρίσκονται στην εξουσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Διαθέσιμο εδώ (Ανακτήθηκε 1 Απριλίου, 2019).

[35] Oesingmann, Κ., (2017), Youth unemployment in Europe, ifo DICE Report 1,Volume 15

[36] Keese, M., Roseveare, D., & Giguere, S., (2013),  The OECD action plan for youth: giving youth a better start in the labor market, OECD, Paris

[37] Sprietsma, Μ., Berlingieri F., & Bonin H. , (2014), Youth Unemployment in Europe – Appraisal and Policy Options, Centre for European Economic Research/ Zentrum für Europäische, p. 35

[38] Sprietsma, Μ., Berlingieri F., & Bonin H. , (2014), Youth Unemployment in Europe – Appraisal and Policy Options, Centre for European Economic Research/ Zentrum für Europäische, p. 35

[39] Morsy, H., (2012), Scarred generation,  Financ. Dev. 49, No. 1,

[40] Furlong, A, (2012), Youth studies: an introduction, Routledge, New York , pp. 72–97

[41] Colebrook, C., Cory, G.,  Dolphin, T.,  Doyle, P., Carney, D. F.,  Hatfield, I.,  McNeil, C., Pontin, G., & Stirling, A., (2015), European jobs and skills: A comprehensive review 2015,  Institute for Public Policy Research, p. 7

[42] Stubb A.,Η ΕΠOΜΕΝΗ ΓΕΝΙA ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ, Διαθέσιμο εδω.

[43] European Commission, (2018), FinTech: Commission takes action for a more competitive and innovative financial market,

[44]European Commission,(2016), A European response to the challenges facing young people in the EU today.

[45] European Commission,(2016), A European response to the challenges facing young people in the EU today.

[46] Ο όρος στα ελληνικά μεταφράζεται ως «διαρροή ανθρώπινου κεφαλαίου».

[47] Γκανάς Δημήτρης, Εθνική σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, Τμήμα Διοίκησης και Οικονομικής Διαχείρισης, Το φαινόμενο της διαρροής του επιστημονικού δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain) και οι επιπτώσεις του στην ελληνική οικονομία, Αθήνα, 2014,  σελ. 8-10.

[48] Γκανάς Δημήτρης, Εθνική σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, Τμήμα Διοίκησης και Οικονομικής Διαχείρισης, Το φαινόμενο της διαρροής του επιστημονικού δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain) και οι επιπτώσεις του στην ελληνική οικονομία, Αθήνα, 2014,  σελ. 18-19.

[49] European Committee of the Regions; Commission for Social Policy, Education, Employment, Research and Culture, Addressing brain drain: The local and regional dimension, 2018, p. 13-15.

[50] European Committee of the Regions; Commission for Social Policy, Education, Employment, Research and Culture, Addressing brain drain: The local and regional dimension, 2018, p.11.

[51] European Committee of the Regions; Commission for Social Policy, Education, Employment, Research and Culture, Addressing brain drain: The local and regional dimension, 2018, p.17.

[52] European Committee of the Regions; Commission for Social Policy, Education, Employment, Research and Culture, Addressing brain drain: The local and regional dimension, 2018, p. 58.

[53] European Committee of the Regions; Commission for Social Policy, Education, Employment, Research and Culture, Addressing brain drain: The local and regional dimension, 2018, p. 6.