από την Αθηνά Σπανού, ερευνήτρια της ομάδας «Πολιτική & Διεθνείς Σχέσεις»
Η αμφισβήτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η αρνητική κριτική προς το μοντέλο της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης [1] χαρακτηρίζεται ως ένα φαινόμενο προς αντιμετώπιση, που λαμβάνει ευρείες διαστάσεις στην μετά-κρίση Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Κατά μία έννοια όμως, η αμφισβήτηση, ακόμα και αν εκφράζεται ως παθογένεια, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως το μέσο που «εκθέτει» τις παθογένειες του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος. Ο Ευρωσκεπτικισμός μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «αιτιατό» της ίδιας «Δημοκρατικής αδιαθεσίας» [2] της Ε.Ε.( Leconte, 2015, σελ 255) και να αναλυθεί ως το «σύμπτωμα» της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Διακυβέρνησης, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί ένα σύνθετο φαινόμενο που έχει απασχολήσει τους ερευνητικούς κύκλους γιατί δεν ακολουθεί τα συστατικά στοιχεία μιας ιδεολογίας Προτού όμως διερευνήσουμε τις σχέσεις αιτίου-αιτιατού γύρω από το φαινόμενο του Ευρωσκεπτικισμού, θα γνωρίσουμε το περιεχόμενο του όρου.
Προσδιορίζοντας την έννοια του Ευρωσκεπτικισμού.
Ο Ευρωσκεπτικισμός (Ευρώπη και Σκεπτικισμός) ετυμολογικά εκφράζει τη Σκεπτικιστική στάση προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη [3]. Ο Hix όρισε τον ευρωσκεπτικισμό, με μεγαλύτερη σαφήνεια, ως την απάντηση-αντίδραση εναντίον της Ε.Ε. από πολίτες και πολιτικά κόμματα, των οποίων τα συμφέροντα θίγονται από τη διαδικασία ολοκλήρωσης. Παρουσίασε τον όρο ως μια εναντίωση που καθορίζεται από εξωτερικούς παράγοντες, δηλ. τα συμφέροντα. Οι κύριοι εκφραστές του Ευρωσκεπτικισμού προέρχονται από διαφορετικές πολιτικές ομάδες [4] στο φάσμα της Δεξιάς και της Αριστεράς και προβάλλουν σκεπτικιστική στάση ενάντια στην Ε.Ε. με διαφορετικά στρατηγικά μέσα. Ορισμένα εκ των επιχειρημάτων ακολουθούν τον πολιτικά ορθό λόγο και άλλα προωθούν την εναντίωση με εργαλείο την «κοινωνική διάσπαση». Η τελευταία περίπτωση αφορά στα ακραία-δεξιά πολιτικά κόμματα, η δράση των οποίων στηρίζεται στην κοινωνική διάσπαση και συχνά εκφράζεται με τη μορφή φανατισμού και βίας. Το φαινόμενο της Ευρωπαϊκής αμφισβήτησης διχοτομείται στον «ήπιο» και στον «σκληρό» Ευρωσκεπτικισμό. Ο μεν εκφράζεται από πολιτικά κόμματα, που αντιτίθενται σε ορισμένες πολιτικές της Ε. Ε., χωρίς να καθορίζεται ως βασική αρχή η πλήρης εναντίωση στο Ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Ο δε εκφράζει την αντίθεση στην ένταξη της εκάστοτε χώρας στην Ε.Ε. και απορρίπτει το γενικότερο μοντέλο Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. (Taggart, 1998, σελ..365).
Σύγκριση Ευρωσκεπτικισμού και Λαϊκισμού, ως απόρροια των διαφορετικών πολιτικών ομάδων που κινούνται σε Ευρωσκεπτικιστικό Πλαίσιο
Στην προσπάθειά μας να αποκωδικοποιήσουμε την έννοια του Ευρωσκεπτικισμού, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η αμφισβήτηση προς την Ε.Ε. προωθείται από διαφορετικές πολιτικές ομάδες που «κατάγονται» από ξεχωριστή ιδεολογική σκοπιά. Με βάση τη συλλογιστική πορεία, ο Ευρωσκεπτικισμός υποστηρίζεται ότι δεν διαθέτει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να οριστεί ως ξεχωριστή ιδεολογία. Κυρίως, ο Ευρωσκεπτικισμός δε είναι «ένας», αλλά πολλοί, όσοι και οι εκφραστές του , με κοινό σημείο την αμφισβήτηση προς την Ε.Ε. και την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση με ήπιο ή σκληρό τρόπο. Για αυτό τον λόγο, έχουν τεθεί ερωτήματα, που επιχειρούν, να αναδείξουν κάποια σχέση του Ευρωσκεπτικισμού με το Λαϊκισμό. Καταρχάς, ο Ευρωσκεπτικισμός δεν είναι συνετό να αντιμετωπιστεί ως ένα υποσύνολο του Λαϊκισμού, εφόσον εντοπίζονται επιχειρήματα, στον ευρωπαϊκό πολιτικό λόγο, τα οποία ακολουθούν ευρωσκεπτικιστική λογική, χωρίς να αποτελούν λαϊκίστικο λόγο. Ωστόσο, η ύπαρξη διαφορετικότητας μεταξύ των ομάδων που τοποθετούνται κάτω από την ομπρέλα του Ευρωσκεπτικισμού έχει ως αποτέλεσμα πληθώρα Ευρωσκεπτικιστών να ακολουθούν τον λόγο του Λαϊκισμού, κεντρικές ιδέες του οποίου είναι ο ανθρωποκεντρισμός και ο αντιελιτισμός. Εν τούτοις, Ο Λαϊκισμός δεν ακολουθεί παγιωμένη τακτική στο θέμα της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης και οι θέσεις διαφοροποιούνται ανάλογα την Κρίση, την οποία πιθανόν να διατρέχει η Ε.Ε.(Pirro, 2018, σελ 10). Από την άλλη, ο Ευρωσκεπτικισμός διαπραγματεύεται την αμφισβήτηση προς την Ε.Ε. διαθέτοντας πιο διευρυμένο ιδεολογικό προφίλ. Σε οποιαδήποτε περίπτωση η άνοδος του Ευρωσκεπτικιστικού Λαϊκισμού πρέπει να αντιμετωπίζεται ξεχωριστά σε σχέση με το φαινόμενο του ίδιου του Ευρωσκεπτικισμού και να λαμβάνεται υπόψη η γεωγραφική παράμετρος αλλά και η φύση της «παθογένειας» που γεννά τα ξεχωριστά φαινόμενα. (Pirro κ.α., 2018, σελ 11).
Οι εκφραστές του Ευρωσκεπτικισμού στην «πτέρυγα» της Άκρα Δεξιάς.
Αντίστοιχα, ακόμα και αν ο όρος του Ευρωσκεπτικισμού, φαινομενικά, δεν ταυτίζεται με την ‘Άκρα Δεξιά και την προβολή του εθνικισμού, επιχειρείται μια συσχέτιση των φαινομένων. Αυτό συμβαίνει ως απόρροια της εκλογικής ανόδου του εθνικισμού τα τελευταία χρόνια, στα χωρικά πλαίσια της Ε.Ε.. Ταυτόχρονα υπάρχει ρητορική της ακραίας δεξιάς, η οποία εκφράζει έντονη δυσαρέσκεια προς τις μεταναστευτικές ροές μετά το ξέσπασμα της προσφυγικής κρίσης και είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη σε πλήθος χωρών. Αυτό το πακέτο επιχειρημάτων, προερχόμενο από τις πολιτικές ομάδες της άκρα δεξιάς, διανθίζεται με την υποστήριξη του Ευρωσκεπτικισμού. Προβάλλεται, με λίγα λόγια, η αμφισβήτηση προς την Ε.Ε. με τη μορφή « Σκληρού» Ευρωσκεπτικισμού διότι διακυβεύεται η εθνική ταυτότητα, ο πολιτισμός και τα εθνικά σύνορα του εκάστοτε κράτους από τις προσφυγικές ροές, σύμφωνα με τους εκπροσώπους της Άκρα Δεξιάς. Το μοντέλο μιας Ενωσιακής πολιτικής και η ύπαρξη μιας πανευρωπαϊκής ανομοιογενούς κοινότητας κρατών μελών, ή οποία απειλεί το έθνος σε φθορά, τοποθετεί τους υποστηρικτές της Άκρα δεξιάς στους «χαμένους» της Ευρωπαϊκής διεθνοποίησης με αποτέλεσμα την υιοθέτηση Ευρωσκεπτικιστικής Τάσης. Επομένως αποδεικνύεται πως ο Ευρωσκεπτικισμός, δεν είναι, παρά το στρατηγικό μέσο των υποστηρικτών της Άκρα Δεξιάς, προκειμένου να διατηρήσουν την ρητορική τους. Αντίθετα, προσδιορίζοντας τον όρο του Ευρωσκεπτικισμού καταλήξαμε στην έννοια της σκεπτικιστικής στάσης προς την Ε.Ε. Υπάρχουν πολλαπλά επιχειρήματα κάτω από την ομπρέλα του Ευρωσκεπτικισμού, όπως η έλλειψη εμπιστοσύνης των Ευρωπαϊκών Θεσμών και το Δημοκρατικό Έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία δεν ακολουθούν τη ρητορική και την ιδεολογική βάση της Άκρα Δεξιάς. Σε οποιαδήποτε περίπτωση ο Ευρωσκεπτικισμός δεν συνεπάγεται την υιοθέτηση Εθνικιστικών ιδεών και πρακτικών.
Ο ρόλος του Ευρωσκεπτικισμού ως αιτιατό της Οικονομικής Ευρωπαϊκής πολιτικής και του Δημοκρατικού Ελλείμματος της Ε.Ε.
Η Ε.Ε. συγκέντρωσε στην Κοινότητά της, ένα κράμα χωρών με έντονες διαφοροποιήσεις σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Ακολούθως η Ευρωζώνη δομήθηκε από κράτη- μέλη με διαφορές στο μέγεθος της Οικονομίας και ξεχωριστή Οικονομική Στρατηγική, με αποτέλεσμα την ανάγκη για Οικονομική σύγκλιση των χώρων, κατόπιν υπογραφής Συνθηκών. Αν και το φαινόμενο του Ευρωσκεπτικισμού , εκίνησε, σε σημαντικό βαθμό, κατόπιν της υπογραφής της Συνθήκης του Μάαστριχτ [5], σήμερα λαμβάνει ευρείες διαστάσεις, όπως φαίνεται από την άνοδο των Ευρωσκεπτικιστικών θέσεων στην εσωτερική και ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Στο παρόν κεφάλαιο εξετάζεται το φαινόμενο της αμφισβήτησης προς την Ε.Ε. ως συνέπεια της Ευρωπαϊκής Οικονομικής πολιτικής και του Δημοκρατικού Ελλείμματος της Ε.Ε. Σε ποιο βαθμό είναι η Ε.Ε. δημοκρατικά νομιμοποιημένη; Μπορεί να υποστηριχθεί ότι η οικονομική κρίση αποτελεί το μέσο που «εξέθεσε» την μειωμένη δυναμική της εθνικής κυριαρχίας μπροστά στην Ευρωπαϊκή υπεροχή της Ενοποιημένης Οικονομίας ;
Η οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην εποχή της κρίσης.
Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 «χώρισε» την Ευρωπαϊκή Ένωση στις χώρες του πιστωτή και στις χώρες του οφειλέτη, γεγονός που είχε συνέπειες στην Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Η Ε.Ε. ενίσχυσε το Μηχανισμό εποπτείας σε κράτη μέλη που υπέστησαν οικονομική πληγή ενώ δημιουργήθηκε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (E.S.M.) [6]. Αντίδραση στην οικονομική και χρηματοπιστωτική Κρίση στάθηκαν οι διακυβερνητικές διαπραγματεύσεις που είχαν ως σκοπό τη Δημοσιονομική και Νομισματική Σταθερότητα. Αφενός υπήρξε σύμπλευση συμφερόντων ανάμεσα στα κράτη σε σχέση με τη διατήρηση του Ευρώ και τη Δημοσιονομική Προσαρμογή, αφετέρου οι προτιμήσεις ήταν αποκλίνουσες αναφορικά στο κόστος προσαρμογής. Αυτό οδήγησε σε σκληρή διαπραγμάτευση και επέφερε μέτρα λιτότητας στα κράτη οφειλέτες. Η φορολογική προσαρμογή, η αλλαγή στην τιμολόγηση των μισθών και άλλα δημοσιονομικά μέτρα οδήγησαν στη μείωση των οφελών που απολαμβάνει η κοινωνική σφαίρα και στην άνοδο της Ανεργίας. Η οικονομική ύφεση μπορεί να έλαβε ευρείες διαστάσεις και να συνέβαλε στην πολιτικοποίηση των θεμάτων σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση διότι «συζητήθηκε» πέρα από τα εθνικά σύνορα αλλά αύξησε το κλίμα αμφισβήτησης και κριτικής προς τις Ευρωπαϊκές πρακτικές. Η διευρυμένη πολιτικοποίηση, με αφορμή την οικονομική δυσπραγία παρήγαγε κοινωνικές συλλογικές δράσεις και τόνωσε το έδαφος για πολιτικές διαμάχες. Ως εκ τούτου, εντάθηκε ένα κλίμα δυσαρέσκειας της κοινής γνώμης και των πολιτικών ομάδων ενάντια στην Ε.Ε. με αποτέλεσμα την άνοδο του φαινομένου του Ευρωσκεπτικισμού. Βέβαια, κατά μία έννοια η Οικονομική ύφεση «εξέθεσε» την πιο ανίσχυρη θέση των εθνικών Κοινοβουλίων στην Ενωσιακή οικονομική πολιτική
Η Δημοκρατική νομιμοποίηση της Ε.Ε και η επίδραση αυτής στο φαινόμενο του Ευρωσκεπτικισμού.
Η προώθηση της ιδέας, ότι η εσωτερική πολιτική των κρατών μελών, στάθηκε ανίσχυρη μπροστά στην οικονομική πολιτική της Ε.Ε., διευρύνεται υπό την ευρωσκεπτικιστική οπτική με μέσο την διερεύνηση της ύπαρξης Δημοκρατικού Ελλείμματος στην Ένωση. Σύμφωνα με κοινή αποδοχή, η Ε.Ε. είναι σε ένα βαθμό νομιμοποιημένη. Οι υπογεγραμμένες Συνθήκες από νόμιμα εκλεγμένους εκπροσώπους Κυβερνήσεων σε Δημοκρατικά εκλεγμένα Κοινοβούλια και η εκλογική διαδικασία, στα πλαίσια των Ευρωεκλογών, εκφράζουν τη συγκατάθεση των πολιτών προς την Ε.Ε. και σαφώς την νομιμοποιούν. Βέβαια, η Δημοκρατία με την προϋπόθεση της ύπαρξης ενός Δήμου που ελέγχει την εξουσία με τη μορφή της Λαϊκής Κυριαρχίας, δεν υφίσταται. Σε κάθε περίπτωση μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την Ε.Ε. ως μια κυβερνητική μορφή και έναν τύπο Δημοκρατίας που εφαρμόζονται σε μια κοινωνία-εθνών, με «χάσματα» μεταξύ των Κρατών μελών. Παρ’ όλα αυτά η ύπαρξη Δημοκρατίας, σε αυτό το σημείο εξακολουθεί να μην αποδεικνύεται. Αν βασική προϋπόθεση της Δημοκρατικής Λειτουργίας είναι η δυνατότητα του Κοινωνικού σώματος να λειτουργεί ως πολιτικό σώμα δίνοντας σαφή εκλογική συγκατάθεση και εκφράζοντας τη λαϊκή κυριαρχία, τότε το δημοκρατικό έλλειμμα διαφαίνεται στην σημαντική αποχή στην εκλογική διαδικασία των Ευρωεκλογών. Επίσης σύμφωνα με τον Thomas Zweifel η Δημοκρατία δηλώνει πως οι Κυβερνήσεις αντλούν νομιμοποίηση από τη συγκατάθεση των πολιτών και αυτή η συγκατάθεση δεν δίνεται άπαξ και δια παντός, αλλά πρέπει να επικυρώνεται κατ’ επανάληψη. (Τσαμπάζη, 2017, σελ 21). Συνάμα, η Δημοκρατική λειτουργία προάγεται με την εφαρμογή πολιτικού ελέγχου και την επαρκή, διμερή συνεργασία των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. και των Εθνικών Κοινοβουλίων. Οι συνθήκες που επικυρώθηκαν από τα κράτη μέλη της Ε.Ε. ανέπτυξαν έναν στενότερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών στη ζώνη του Ευρώ και προώθησαν τη Δημοσιονομική πειθαρχία με στόχο τη σύγκλιση των Οικονομιών σε όλο το φάσμα της Ένωσης [7]. Εφόσον τα κράτη μέλη συναίνεσαν στην υποχρέωση τους να ακολουθήσουν μια κοινή οικονομική πολιτική, η θέση των εθνικών κοινοβουλίων μετριάστηκε. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σημαντικό ρόλο στη Χάραξη της εκτελεστικής και νομισματικής εξουσίας, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα οποία δεν εκλέγονται άμεσα [8] από τους ευρωπαίους πολίτες ενισχύει τα επιχειρήματα που υποστηρίζουν την έλλειψη εκδημοκρατισμού στην Ε.Ε. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με κάποιους ερευνητικούς κύκλους, το Δημοκρατικό Έλλειμμα της Ε.Ε. είναι Δημοκρατικά νομιμοποιημένο διότι υπάρχουν θεσμοί που δεν συνδέονται με την εκλογική διαδικασία (όπως η Ε.Κ.Τ.) [9], όμως αυτή η απουσία άμεσου Δημοκρατικού ελέγχου συνεισφέρει στην καλύτερη εκτέλεση των ρυθμιστικών λειτουργιών ορισμένων θεσμικών οργάνων. (Kratochvíl κ.α., 2019, σελ 3). Στο βαθμό όμως, που αυτά τα θεσμικά όργανα περιορίζουν την επίδραση των Εθνικών Κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή πολιτική, λειτουργούν με σημαντική ανεξαρτησία και προκαλούν την αίσθηση παραγκωνισμού στους λαούς της Ευρώπης, τότε μπορούμε να επιβεβαιώσουμε πως η λαϊκή κυριαρχία μετριάζεται και υπάρχει κενό στη Δημοκρατική θεωρία και πράξη. Η ύπαρξη Δημοκρατικού ελλείμματος έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των επιχειρημάτων του Ευρωσκεπτικισμού και την εκλογική άνοδο των υποστηρικτών του, οι οποίοι βλέπουν την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση να τοποθετεί το εκλογικό σώμα σε αδύναμη θέση στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων.
Εάν ορίσουμε την Ε.Ε. ως μια ρυθμιστική μηχανή που ασχολείται αμιγώς με τεχνικά θέματα, σε αυτή την περίπτωση δεν μπορούμε να διαπραγματευτούμε την ύπαρξη ή την απουσία Δημοκρατικού Ελλείμματος, συνεπώς κρίνεται αδύνατον να εφαρμοστούν Εθνικά Δημοκρατικά Πρότυπα. (Kratochvíl κ.α., 2019, σελ 3). Παρ’ όλα αυτά η Ένωση των 28 κρατών-μελών λαμβάνει Κυβερνητική Μορφή και χαράσσει πολιτική και οικονομική στρατηγική με τη συγκατάθεση των Ευρωπαίων πολιτών. Επομένως στο βαθμό που αποτελεί «τον εκπρόσωπο» της ευρωπαϊκής κοινωνικής σφαίρας δύναται να αξιολογηθεί η Δημοκρατική νομιμότητα της. Τα κενά που παρατηρούνται στην Δημοκρατική θεωρία και πρακτική προσδίδουν στοιχεία Τεχνοκρατισμού στην Ε.Ε. και προκαλούν αποστροφή στους λαούς της Ευρώπης. Η λαϊκή κυριαρχία μετριάζεται και συνάμα τα κοινωνικά οφέλη συστέλλονται ως επακόλουθο της χρηματοπιστωτικής Κρίσης. Η τελευταία, διόγκωσε την αίσθηση «κατωτερότητας» των ξεχωριστών κρατών. Η Οικονομική Ενοποίηση, σαφώς, προσφέρει σημαντικά οφέλη, εν τούτοις, θέτει ως βασικό κανόνα για τα κράτη-μέλη τη Δημοσιονομική Πειθαρχία και την Οικονομική σύγκλιση. Η οικονομική ύφεση λειτούργησε περισσότερο ως το σύμπτωμα που φανέρωσε πιο ισχυρά την εθνική οικονομική υποτέλεια. Σε αυτό το σημείο, ο Ευρωσκεπτικισμός «βρήκε χώρο» δράσει και να εξελιχθεί.
Βιβλιογραφία:
Beetz, J. & Rossi, E. (2017), The EU’s democratic deficit in a realist key: multilateral governance, popular sovereignty and critical responsiveness, “Transnational Legal Theory”, 8(1), σσ. 22-41
Brack, N., & Startin, N. (2015), Introduction: Euroscepticism, from the margins to the mainstream. “International Political Science Review”, 36(3), σσ.239–249
Γούγας, Α. (2016), Αμφισβητώντας την Ευρωπαϊκή Ένωση: Ευρωσκεπτικισμός και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου: Κόρινθος
European Union. (2018), “EU Treaties”, διαθέσιμο σε: https://europa.eu/european-union/law/treaties_en [Τελευταία Πρόσβαση 17/04/2019]
Harmsen, R. (2010), Concluding Comment: On Understanding the Relationship between Populism and Euroscepticism, Perspectives on European Politics and Society, 11(3), .σσ.333-341
Kneuer, M. (2018), The tandem of populism and Euroscepticism: a comparative perspective in the light of the European crises, “Contemporary Social Science”, 14(1), σσ. 26-42
Kratochvíl, P. & Sychra, Z. (2019), The end of democracy in the EU? The Eurozone crisis and the EU’s democratic deficit, “Journal of European Integration”
Leconte, C. (2015), From pathology to mainstream phenomenon: Reviewing the Euroscepticism debate in research and theory, “International Political Science Review”, 36(3), σσ.250-263.
Pirro , Α., Taggart, P., & van Kessel, S. (2018), The populist politics of Euroscepticism in times of crisis: Comparative conclusions, “Politics”, 38(3), σσ.378–390.
Schimmelfennig, F. (2015), Liberal intergovernmentalism and the euro area crisis, “Journal of European Public Policy”, 22(2), σσ. 177-195
Steinbach, Α. (2018), EU economic governance after the crisis: revisiting the accountability shift in EU economic governance, “Journal of European Public Policy”
Taggart, P. (1998). A Touchstone of Dissent: Euroscepticism in Contemporary Western European Party System, “European Journal of Political Research”, Vol.33, σσ. 363-388.
Τσαμπάδη, Θ. (2017), Δημοκρατικό έλλειμμα και Ευρωπαϊκή Ένωση: προκλήσεις για το μοντέλο οργάνωσης, διακυβέρνησης και συμμετοχικής Δημοκρατίας, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας: Θεσσαλονίκη
Ultan, M. & Ornek, S. (2015), EUROSCEPTICISM IN THE EUROPEAN UNION. “International Journal of Social Sciences”, 4(2), σσ. 49-57
Wallace, W. & Smith, J. (1995), Democracy or technocracy? European integration and the problem of popular consent, “West European Politics”, 18(3), σσ.137-157
Υποσημειώσεις:
[1] Η αμφισβήτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η αρνητική κριτική προς το μοντέλο της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης συνθέτουν τον ορισμό του Ευρωσκεπτικισμού. Τα παράγωγα της λέξης είναι «Ευρώπη και « Σκεπτικισμός». Ένας πιο γενικός ορισμός που προκύπτει από την ετυμολογία της λέξης είναι η σκεπτικιστική στάση προς την Ε.Ε.
[2] Με τον όρο «Δημοκρατική αδιαθεσία» εννοούμε με μεταφορικό τρόπο την ύπαρξη Δημοκρατικού ελλείμματος στην Ε.Ε.
[3] Η ζώνη των 19 κρατών μελών της Ε.Ε. που διατηρούν κοινό νόμισμα (ευρώ)
[4] Ο Ευρωσκεπτικισμός εκφράζεται από ομάδες της Ριζοσπαστικής Δεξιάς και Αριστεράς.
[5] Η συνθήκη του Μάαστριχτ (Συνθήκη για την Ε.Ε.) υπογράφηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1992 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 19933. Σκοπός της τέθηκε η προετοιμασία της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης και θέσπιση ορισμένων στοιχείων της πολιτικής ένωσης
[6] Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (European Stability Mechanism) αποτελεί ένα μόνιμο πρόγραμμα χρηματοδότησης της Ε.Ε. για τα 19 κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2013.
[7] Η συνθήκη του Μάαστριχτ αποτέλεσε την αφετηρία για τη Δημιουργία της Ενιαίας Νομισματικής Ένωσης των κρατών μελών.
[8] Υπάρχουν ακαδημαϊκοί κύκλοι, που υποστηρίζουν πως η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, οδήγησε την ΕΕ. σε μια μεγαλύτερη Δημοκρατική Νομιμότητα. Εν τούτοις ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση της Δύναμης μεταξύ των Θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. και δεν έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στον περιορισμό του Δημοκρατικού Ελλείμματος της Ε.Ε.
[9] Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ε.Κ.Τ.) αποτελεί θεσμικό όργανο της Ε.Ε. που ρυθμίζει τη Νομισματική Πολιτική. Βρίσκεται στο επίκεντρο των αναλύσεων σχετικά με τη Δημοκρατική Νομιμότητα της Ε.Ε. γιατί λειτουργεί ως ανεξάρτητο θεσμικό όργανο με περιορισμένο έλεγχο από τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς.