από τους Χουλιάρα Ιωάννη και Χατζηηλία Αργύρη, ερευνητές της ομάδας «Πολιτική & Διεθνείς Σχέσεις»

Η άνοδος εθνικιστικών ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη αποτελεί μία εκ των σημαντικότερων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) τα τελευταία χρόνια. Οι πολιτικές που επιδιώκουν τα κόμματα αυτά απειλούν να αναιρέσουν σε σημαντικότατο βαθμό τα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης των τελευταίων δεκαετιών. Για αρκετούς όμως, συνιστούν απειλή και για έναν άλλο λόγο: δύνανται να λειτουργήσουν ως φορείς προώθησης συμφερόντων εξωτερικών δυνάμεων εντός της ΕΕ. Μία τέτοια εξωτερική δύναμη φαίνεται να έχει καλλιεργήσει ιδιαίτερες σχέσεις με τα κόμματα αυτά: συγκεκριμένα, η Ρωσία, απέναντι στην οποία πολλά ευρωπαϊκά εθνικιστικά κόμματα τηρούν εξαιρετικά θετική και φιλική στάση.

Η μελέτη αυτή αποτελείται από δύο μέρη: στο πρώτο διερευνώνται τα αίτια της ιδεολογικής ταύτισης της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς με τη σημερινή Ρωσία, ενώ στο δεύτερο αναλύεται το κατά πόσο είναι εφικτό για το κάθε ένα εκ των κομμάτων να υλοποιήσει τις φιλορωσικές θέσεις του σε περίπτωση ανάληψης της εξουσίας, εξετάζοντας ιστορικά την εξωτερική πολιτική των κρατών από τα οποία προέρχονται το κόμματα. Ως βασική υπόθεση εργασίας, την οποία η έρευνα θα επιχειρήσει να επαληθεύσει, ορίζεται η άποψη πως θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για αυτά τα κόμματα να στρέψουν την εξωτερική πολιτική των χωρών τους προς μια πιο φιλορωσική κατεύθυνση. Αυτό θα αναλυθεί υπό το θεωρητικό πρίσμα του δομικού ρεαλισμού. Βασική υπόθεση του δομικού ρεαλισμού αποτελεί το ότι η κρατική συμπεριφορά καθορίζεται πολύ περισσότερο από το διακρατικό σύστημα και τις πιέσεις που ασκεί αυτό στα κράτη, παρά από ενδοκρατικούς παράγοντες, όπως η ιδεολογία. Τέτοιες πιέσεις προέρχονται από την απουσία μιας διεθνούς ρυθμιστικής αρχής (διεθνής αναρχία) και την άνιση κατανομή των πόρων και της ισχύος μεταξύ των κρατών.

Για το σκοπό της έρευνας επιλέχθηκαν τέσσερα σημαντικά φιλορωσικά εθνικιστικά κόμματα, από τέσσερα ευρωπαϊκά κράτη, δύο στο «κέντρο» της Ευρώπης και δύο στην «περιφέρεια» (με την πολιτική-οικονομική έννοια των όρων): ο Εθνικός Συναγερμός – Εθνικό Μέτωπο μέχρι το 2018 (Γαλλία), η Εναλλακτική για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland – AfD, Γερμανία), το Jobbik (Ουγγαρία) και η Χρυσή Αυγή (Ελλάδα). Φυσικά, τα κόμματα αυτά παρουσιάζουν αρκετές διαφορές στην ιδεολογία και τα προγράμματά τους[1], οι οποίες δεν θα αναλυθούν εδώ. Κοινά χαρακτηριστικά αποτελούν ωστόσο ο εθνικισμός, ο ευρωσκεπτικισμός, η αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση, τη μετανάστευση και τον κοινωνικό φιλελευθερισμό, ο οικονομικός προστατευτισμός, ο κοινωνικός συντηρητισμός και η ξενοφοβία.

Μέρος Α’: Οι αιτίες της ιδεολογικής προσέγγισης Ρωσίας και ευρωπαϊκής ακροδεξιάς

  1. Η στάση των κομμάτων προς τη Ρωσία: ιδεολογική ταύτιση και παρασκηνιακή υποστήριξη

Παρακάτω θα γίνει μια συνοπτική παρουσίαση της στάσης του καθενός εκ των κομμάτων αυτών προς τη Ρωσία και της σχέσης του με αυτή:

– Εθνικός Συναγερμός: Η ηγέτιδα του κόμματος Marine Le Pen έχει εκφράσει δημοσίως το θαυμασμό της για την κυβέρνηση του Βλαντιμίρ Πούτιν (Nositer, 2017). Το 2014, το τότε Εθνικό Μέτωπο υποστήριξε την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και τάχθηκε κατά της επιβολής των αντιρωσικών κυρώσεων από την ΕΕ, με τη Λε Πεν να επισκέπτεται τη Μόσχα και να κατηγορεί την ΕΕ για «νέο Ψυχρό Πόλεμο» κατά της Ρωσίας (Prentice, 2014). Έχει επίσης αποκαλυφθεί δάνειο ρωσικής τράπεζας ύψους περίπου 9 εκατομμυρίων ευρώ προς το Εθνικό Μέτωπο το 2014, όπως και μετέπειτα προσπάθειες του κόμματος για νέο ρωσικό δάνειο (Samuel, 2016). Η Marine Le Pen επισκέφθηκε τη Ρωσία και προέβη σε συναντήσεις με Ρώσους αξιωματούχους επίσης το 2013 (Klapsis, 2015:29), το 2015 (Baczynska, 2015) και το 2017. Στην τελευταία της επίσκεψη συναντήθηκε με τον Vladimir Putin, υποστηρίζοντας πως η Γαλλία και η Ρωσία πρέπει να συνεργαστούν «εναντίον του διεθνισμού και του ισλαμικού φονταμενταλισμού» (BBC News, 2017). Χαρακτηριστικά, οι θέσεις της για την εξωτερική πολιτική κατά τις προεδρικές εκλογές του 2017 περιλάμβαναν την ανάπτυξη «στρατηγικής σχέσης» με τη Ρωσία κατά του ισλαμικού εξτρεμισμού και την αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, αντανακλώντας την παραδοσιακή εχθρότητα του κόμματος προς τις ΗΠΑ (Marcus, 2017).

– AfD: Από την ίδρυσή του το 2013, το AfD υιοθέτησε ξεκάθαρα φιλορωσική στάση. Στελέχη του εκφράζουν την επιθυμία για ανάπτυξη στενών σχέσεων ανάμεσα στη Γερμανία και τη Ρωσία, στο πρότυπο της πολιτικής του καγκελαρίου Όττο φον Μπίσμαρκ κατά τον 19ο αιώνα, ενώ ασκούν κριτική στις ΗΠΑ και την ΕΕ. Βουλευτής του κόμματος ανέφερε σχετικά: «Εμείς οι Γερμανοί έχουμε γίνει ανίσχυροι δορυφόροι των Αμερικανών» (Amann et al., 2018). Το κόμμα υποστήριξε την προσάρτηση της Κριμαίας, στέλνοντας μάλιστα αντιπροσώπους του ως «ανεξάρτητους παρατηρητές» και αντιτάχθηκε στην επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας (Posener, 2019). Το AfD έχει αναπτύξει ισχυρή εκλογική βάση στους ρωσικής καταγωγής Γερμανούς[2], δημοσιεύοντας μάλιστα στη ρωσική γλώσσα, και απολαμβάνει θετική κάλυψη από ρωσικά μέσα ενημέρωσης στη Γερμανία (Shuster, 2017). Σημαντικά στελέχη του έχουν επισκεφθεί τη Ρωσία το 2015 (Shuster, 2017), το 2017 (BBC News, 2017)  και το 2018, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας (Alexe, 2018), και συναντήθηκαν με σημαντικούς αξιωματούχους, ενώ το κομματικό πρόγραμμα κατά τις εκλογές του 2017 υποστήριζε την απομάκρυνση των δυνάμεων του ΝΑΤΟ από το γερμανικό έδαφος και την στρατηγική προσέγγιση με τη Ρωσία (Manifesto for Germany, 2017:28-33). Αιτήματα για άρση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας επαναλήφθηκαν σε κομματικό συνέδριο του AfD το 2019 (Schulz, 2019). Επιπλέον, οι γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών έχουν κατηγορήσει τη Ρωσία για υποστήριξη προς το AfD μέσω διασποράς ψευδών ειδήσεων και προπαγάνδας (Stelzenmüller, 2017).

– Jobbik: Το Jobbik, ιδρυθέν το 2003, ήταν αρχικά αντι-ρωσικό, λόγω του σοβιετικού παρελθόντος της Ουγγαρίας. Η στάση του προς τη Ρωσία άρχισε ωστόσο να αλλάζει μετά το 2005[3], με το κόμμα να υποστηρίζει τη Ρωσία στον πόλεμο της κατά της Γεωργίας το 2008. Ο τότε ηγέτης του κόμματος Gábor Vona επισκέφθηκε τη Ρωσία το 2008, το 2013 και δύο φορές το 2014, συναντώντας σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα (The Orange Files, 2018). Το Jobbik τάχθηκε υπέρ της Ρωσίας κατά την ουκρανική κρίση και αποκήρυξε τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, υποστηρίζοντας την ουδετερότητα της Ουγγαρίας στο ζήτημα (Juhász et al., 2015). Επιπρόσθετα, ο Vona απέρριψε τον «ευρωατλαντισμό και την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση που προωθούν οι ΗΠΑ και η ΕΕ» και υποστήριξε την προσέγγιση με τη Ρωσία, χαρακτηρίζοντάς την ως «βασικό πολιτικό και οικονομικό σύμμαχο της Ουγγαρίας» (Jobbik.com, 2013), με το Jobbik να τάσσεται υπέρ των ρωσικών σχεδίων για τον ενεργειακό αγωγό South Stream[4] και να ασκεί κριτική στο ΝΑΤΟ για επιθετική και αποσταθεροποιητική πολιτική (Jobbik.com, n.d.). Το 2017, απαγγέλθηκαν κατηγορίες ενάντια σε ευρωβουλευτή του κόμματος για κατασκοπεία υπέρ της Ρωσίας (Dunai and Szakacs, 2017), ενώ υπάρχουν υποψίες για χρηματοδότηση του κόμματος από ρωσικές πηγές κατά το παρελθόν[5]. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας αποβολής των ακραίων στοιχείων, το κόμμα έχει γίνει λιγότερο ευρωσκεπτικιστικό, ενώ δηλώνει υπέρ της παραμονής στο ΝΑΤΟ όσο αυτό παραμένει μια «αμυντική συμμαχία» (Novak, 2017).

– Χρυσή Αυγή: οι φιλορωσικές αντιλήψεις της Χρυσής Αυγής δεν αποτελούν νέο φαινόμενο, καθώς ήδη από τη δεκαετία του 1990 το κόμμα διατηρούσε σχέσεις με ρωσικούς εθνικιστικούς κύκλους (Ραβανός, 2014). Ο ηγέτης του κόμματος, Νίκος Μιχαλολιάκος, έχει παραχωρήσει συνεντεύξεις σε ρωσικά μέσα ενημέρωσης, χαρακτηρίζοντας την Ρωσία «φυσικό σύμμαχο» της Ελλάδας και τασσόμενος υπέρ της συμμαχίας της Ελλάδας με τη Ρωσία και της αποδέσμευσης από ΗΠΑ και ΕΕ[6]. Η ανάπτυξη στενών στρατηγικών σχέσεων με τη Ρωσία περιλαμβάνεται μάλιστα στις θέσεις του κόμματος περί εξωτερικής πολιτικής (Χρυσή Αυγή, n.d.). Η Χρυσή Αυγή εναντιώθηκε στην επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας και τάχθηκε το 2015 υπέρ της τότε προσπάθειας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για προσέγγιση με τη Ρωσία (Kathimerini, 2015). Στελέχη του κόμματος επισκέφθηκαν τη Ρωσία το 2014 (xaameriki, 2014), όπου είχαν επαφή με τον σημαντικό Ρώσο εθνικιστή διανοούμενο Alexander Dugin, και το 2015 (Tetrault-Farber, 2015), ενώ ο Νίκος Μιχαλολιάκος είχε επίσης έρθει σε επαφή με τον Dugin (xaameriki, 2013). Έχουν υπάρξει, επιπλέον, υποψίες για χρηματοδότηση του κόμματος από τη Ρωσία (Foster and Holehouse, 2016), όπως και στην περίπτωση του Jobbik. Η Χρυσή Αυγή εναντιώνεται στις ΗΠΑ (Χρυσή Αυγή, n.d.), στον «αγγλοσαξωνικό ιμπεριαλισμό» και τους «πλουτοκράτες συμμάχους» του[7] και στην φιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση[8].

Εξετάζοντας επομένως τα παραπάνω τέσσερα κόμματα, παρατηρείται ότι: Πρώτον, όλα υιοθετούν φιλορωσικές στάσεις και απόψεις σε ζητήματα διεθνούς πολιτικής και υποστηρίζουν συχνότατα θέσεις εξυπηρετούσες τα ρωσικά συμφέροντα.  Δεύτερον, είναι σκεπτικά έως εχθρικά έναντι των ευρωατλαντικών θεσμών (ΕΕ και ΝΑΤΟ) και χαρακτηρίζονται από ηπιότερο η εντονότερο αντιαμερικανισμό. Τρίτον, έχουν λάβει χρηματοδότηση από ρωσικές πηγές (στην περίπτωση του Εθνικού Συναγερμού) ή κατηγορούνται για ρωσική χρηματοδότηση ή/και υποστήριξη της Ρωσίας προς αυτά μέσω παρασκηνιακών δράσεων υπονομευτικών για τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες, όπως διασπορά ψευδών ειδήσεων.

  1. Μια «Εθνικιστική-Συντηρητική Διεθνής»

2.1 Το αυταρχικό κράτος του Vladimir Putin

Προκειμένου να κατανοηθεί η ιδεολογική ταύτιση των εθνικιστικών κομμάτων με τη Ρωσία, είναι απαραίτητη μια εξέταση της φύσης της ίδιας της ρωσικής κυβέρνησης. Ιστορικά, η ρωσική κοινωνία δεν επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τις ιδεολογικές εξελίξεις στην Δυτική Ευρώπη και ως εκ τούτου παρέμεινε συντηρητική, μη δεχόμενη σημαντικές επιδράσεις από τις φιλελεύθερες ιδεολογίες, οι οποίες αναπτύχθηκαν την περίοδο του Διαφωτισμού και έδιναν έμφαση στο άτομο και τα δικαιώματά του. Στο επίκεντρο της ρωσικής πολιτικής βρισκόταν επομένως η μακρά απολυταρχική παράδοση και το συλλογικό/κρατικό συμφέρον, αντί της έμφασης στα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες. Ο ρόλος της θρησκείας ως προς αυτό ήταν καθοριστικός, καθώς η πίστη στην Ορθοδοξία ενίσχυε την καχυποψία έναντι των δυτικοευρωπαϊκών προτύπων και δεδομένου πως η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν πανίσχυρη και εξαιρετικά συντηρητική, δρούσε συχνά ως ανασταλτικός παράγοντας στην κοινωνικοπολιτική εξέλιξη (Καραγιάννης et al., 2010:225-226), (Κολιόπουλος, 2001:115-117, 212-213, 298-299). Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και ο φιλελευθερισμός δεν βρήκαν έτσι γόνιμο έδαφος για ανάπτυξη στη Ρωσία, και την κατάρρευση της απόλυτης μοναρχίας το 1917 ακολούθησε η εξίσου αυταρχική σοβιετική περίοδος.

Το τέλος της σοβιετικής περιόδου ακολούθησε η διακυβέρνηση του Boris Yeltsin, οι προσπάθειες της οποίας να εφαρμόσει φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και πολιτικές, ιδίως στην οικονομία, οδήγησαν τη χώρα στην οικονομική κατάρρευση. Η διακυβέρνηση του Yeltsin αμαυρώθηκε επίσης από σκάνδαλα, διαφθορά, ταπεινωτικές αποτυχίες στην εξωτερική πολιτική (π.χ. Τσετσενία) και σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα (Καραγιάννης et al., 2010:26-30).

Τον Υeltsin διαδέχθηκε το 2000 ο Vladimir Putin, ο οποίος έθεσε σε εφαρμογή μια διαδικασία εκ νέου συγκέντρωσης της εξουσίας. Ο Putin στελέχωσε τον κρατικό μηχανισμό με έμπιστα σε αυτόν πρόσωπα και περιόρισε τις εξουσίες σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, συγκεντρώνοντάς τες στο  Κρεμλίνο. Οι εξουσίες του προέδρου ενισχύθηκαν, ενώ ο ρόλος των αντιπολιτευόμενων κομμάτων περιορίστηκε δραστικά (Καραγιάννης et al., 2010:30-46). Οι θεσμοί της κοινωνίας των πολιτών (π.χ. ΜΚΟ) και τα ΜΜΕ τέθηκαν υπό στενό κρατικό έλεγχο. Στην οικονομία, η κυβέρνηση προέκρινε ένα σύστημα κρατικού καπιταλισμού, με έντονο το ρόλο και την παρέμβαση του κράτους ιδίως στους στρατηγικά νευραλγικούς τομείς, απορρίπτοντας την νεοφιλελεύθερη λογική της παγκοσμιοποίησης. Δεν υπήρξαν σημαντικές αντιδράσεις στην αυταρχική πολιτική του Ρώσου προέδρου, αφενός γιατί ο φιλελευθερισμός ποτέ δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση στη ρωσική κοινωνία και αφετέρου γιατί κατά τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Putin η οικονομία και το βιοτικό επίπεδο βελτιώθηκαν δραματικά (Καραγιάννης et al., 2010:32).  Επίσης, οι φιλελεύθεροι πολιτικοί ταυτίστηκαν εν πολλοίς με την οικονομική αποτυχία της πρώιμης μετασοβιετικής περιόδου (Καραγιάννης et al., 2010:39). Στον ιδεολογικό τομέα, η κυβέρνηση Putin δίνει έμφαση στην ενίσχυση του πατριωτικού-εθνικιστικού φρονήματος του πληθυσμού και την προώθηση των εθνικών ιδανικών (Καραγιάννης et al., 2010:225-232). Στο ίδιο πλαίσιο, η κυβέρνηση προβάλλεται ως ο υπερασπιστής των «παραδοσιακών ρωσικών αξιών»[9], συνεργαζόμενη στενά με την επίσης κοινωνικά συντηρητική Ορθόδοξη Εκκλησία και κατηγορώντας συχνά το δυτικό κόσμο για «ηθική παρακμή», «απομάκρυνση από τις χριστιανικές αξίες» και «διαφθορά»[10] (Bennetts, 2014). Στόχος της κυβέρνησης Putin φαίνεται να είναι η συγκρότηση μιας επίσημης ιδεολογίας βασιζόμενης στον ρωσικό εθνικισμό και την Ορθοδοξία, θεμελιώδες στήριγμα των οποίων αποτελεί ένα ισχυρό και συγκεντρωτικό κράτος. Η ιδεολογία αυτή παρέχει νομιμοποίηση στις πολιτικές της κυβέρνησης και προσφέρει στη σύγχρονη μετασοβιετική Ρωσία μια ισχυρή εθνοκρατική ταυτότητα εντός του διεθνούς συστήματος, μετά τη χρεοκοπία της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Τέλος, υιοθετήθηκε μια δυναμική και συχνά συγκρουσιακή εξωτερική πολιτική, όπως φάνηκε με τις στρατιωτικές επεμβάσεις στη Γεωργία, την Ουκρανία και τη Συρία. Η δυναμική αυτή εξωτερική πολιτική ενίσχυσε την εικόνα της Ρωσίας ως ισχυρού παίκτη στο διεθνές σύστημα και ως αντίπαλου δέους των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, όπως και την εσωτερική πολιτική νομιμοποίηση του ίδιου του Putin, με τους αντιπάλους του να στιγματίζονται συχνά ως «προδότες» (Lee Myers and Barry, 2014).

2.2 Η έλξη του ρωσικού μοντέλου στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά

Με βάση τα παραπάνω, συμπεραίνεται πως η σημερινή ιδεολογική ταύτιση των τεσσάρων ευρωπαϊκών εθνικιστικών κομμάτων με τη Ρωσία δεν αποτελεί αναπάντεχο φαινόμενο. Όπως προαναφέρθηκε, τα κόμματα αυτά παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, αλλά στα περισσότερα ζητήματα έχουν αρκετά όμοιες θέσεις, τασσόμενα εναντίον του φιλελευθερισμού, της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης, υπό μια συντηρητική οπτική. Η οπτική αυτή καθορίζει τη στάση τους έναντι της Ρωσίας τόσο ιδεολογικά όσο και στρατηγικά.

Ιδεολογικά, τα τέσσερα αυτά κόμματα βλέπουν τη Ρωσία, με το αυταρχικό της μοντέλο διακυβέρνησης και το σύστημα κρατικού καπιταλισμού που προκρίνει, ως «προπύργιο αντίστασης» εναντίον του δυτικού φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Η Ρωσία, επομένως, αποτελεί για αυτά ένα εναλλακτικό πρότυπο διακυβέρνησης έναντι της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, χαρακτηριζόμενο από την παρουσία ενός συγκεντρωτικού κράτους και ενός ισχυρού ηγέτη, πολύ πλησιέστερο στη δική τους ιδεολογία (Klapsis, 2015:17). Πιθανότατα, η διαδικασία συγκέντρωσης της εξουσίας από τον Putin, η συντριβή των εσωτερικών αντιπάλων, ο αυστηρός έλεγχος των ΜΜΕ, των ΜΚΟ και της αντιπολίτευσης και η «αναβίωση» της ρωσικής ισχύος υπό την ηγεσία του προκαλούν τον θαυμασμό των ευρωπαϊκών εθνικιστικών κομμάτων (Klapsis, 2015:20-21). Τον θαυμασμό τους προκαλεί επίσης η δυναμική εξωτερική του Putin, με στέλεχος του AfD να αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο Putin είναι ηγέτης που αγαπά και προστατεύει τη χώρα του. Δεν υποτάσσει τον εαυτό του και το λαό του σε ξένα συμφέροντα όπως η Καγκελάριός μας (ενν. την Angela Merkel)» (Shuster, 2017). Η πολιτική προώθησης και εξύμνησης του πατριωτικού φρονήματος που ασκείται από την κυβέρνηση Putin επίσης ταυτίζεται πλήρως με τις δικές τους αντιλήψεις. Συμφωνούν επιπλέον με ένα ακόμη θεμελιώδες στοιχείο της ιδεολογίας του Ρώσου προέδρου: πως η απομάκρυνση της Ευρώπης από τις παραδοσιακές της αξίες και τον Χριστιανισμό[11] την οδηγεί στην πολιτισμική παρακμή και την ηθική κατάπτωση, με αποτέλεσμα να βρίσκουν σημαντική απήχηση η συντηρητική ρητορική και οι αντίστοιχες πολιτικές της ρωσικής κυβέρνησης[12] (Klapsis, 2015:19). Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, πρέπει να υπολογιστούν και οι πολιτισμικοί δεσμοί Ελλάδας – Ρωσίας λόγω της κοινής Ορθόδοξης πίστης[13]. Γενικότερα, η Ρωσία προβάλλεται ως η ηγέτιδα δύναμη μιας συντηρητικής-παραδοσιοκρατικής και αντιφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, εναλλακτικής στη φιλελεύθερη Δύση, η οποία φαίνεται να ασκεί ιδιαίτερη έλξη στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά. Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να συγκριθεί με την ταύτιση, κατά τον 20ό αιώνα, των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων με τη Σοβιετική Ένωση, ως το «επίκεντρο» του παγκόσμιου σοσιαλιστικού κινήματος.

Στρατηγικά, ταυτίζουν την ΕΕ και το ΝΑΤΟ με τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας και την ηγεμονία των ΗΠΑ στην Ευρώπη, η οποία, από κοινού με την διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης, αντίκειται στον στόχο τους για εθνική κυριαρχία και ως εκ τούτου ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Η συγκρουσιακή προς τις ΗΠΑ και την ΕΕ εξωτερική πολιτική της Ρωσίας υπονομεύει, επομένως, τα συμφέροντα των δύο κύριων αντιπάλων των κομμάτων αυτών (Klapsis, 2015:24-31), με αποτέλεσμα να παρατηρείται κάτι φαινομενικά παράδοξο: κόμματα που διακηρύττουν την πίστη τους στην εθνική ανεξαρτησία έναντι των «εθνοπροδοτικών ελίτ», ταυτόχρονα να ταυτίζονται ένθερμα με τα συμφέροντα ενός άλλου κράτους, δηλαδή της Ρωσίας. Γεγονός που φαίνεται όμως λιγότερο παράδοξο, αν ληφθεί υπόψιν πως βλέπουν τη Ρωσία ως το αντίπαλο δέος του ευρωατλαντικού στρατοπέδου και τη δύναμη που μπορεί να συνδράμει στην αποδυνάμωση ή/και διάλυση της ΕΕ και τη μείωση της αμερικανικής επιρροής, εξυπηρετώντας και τους δικούς τους στόχους. Επίσης, δεδομένης της εχθρότητας τους προς το Ισλάμ και τους μουσουλμάνους λόγω της μεταναστευτικής κρίσης, οι αποτελεσματικές επεμβάσεις της Ρωσίας εναντίον του ισλαμικού φονταμενταλισμού στην Τσετσενία και τη Συρία ενισχύουν περαιτέρω το κύρος της για τα ευρωπαϊκά ακροδεξιά κόμματα[14].

Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, εκπρόσωποι και των τεσσάρων κομμάτων έχουν προβεί σε συναντήσεις με αξιωματούχους της ρωσικής κυβέρνησης. Η επίσημη «εύνοια» από μια ισχυρή δύναμη όπως η Ρωσία αυξάνει το κύρος τους (Gressel, 2017:10) και αποδομεί έτσι την εικόνα του ακραίου, περιθωριακού στοιχείου. Τέλος, δεν μπορεί να υποτιμηθεί ο ρόλος της πιθανής οικονομικής ή άλλης μορφής υποστήριξης από τη Ρωσία στην διαμόρφωση της φιλορωσικής τους στάσης, καθώς όλα έχουν κατηγορηθεί για υπόγειες σχέσεις και εξάρτηση από το Κρεμλίνο. Στο βαθμό που ισχύει η κατηγορία αυτή, γίνονται πιο δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, καθώς ένας πολιτικά «εσωτερικός» δρώντας (κόμμα) διαμορφώνει τη πολιτική του και επηρεάζει τις ενδοκρατικές και διακρατικές εξελίξεις κατευθυνόμενος από «εξωτερικούς» δρώντες.

Μέρος Β’: Οι πιέσεις των δομικών στρατηγικών αναγκών στις ιδεολογικές επιδιώξεις

Γίνεται αντιληπτό επομένως το πως η ιδεολογική και η στρατηγική ταύτιση οδηγούν τα εξεταζόμενα κόμματα στην υιοθέτηση φιλορωσικών θέσεων. Δημιουργείται, ως εκ τούτου, εύλογα η ανησυχία σε πολλούς αναλυτές και πολιτικούς πως μπορούν να λειτουργήσουν ως «Δούρειοι Ίπποι» του Κρεμλίνου, υπονομεύοντας την ΕΕ. Η θεωρία του δομικού ρεαλισμού αντιτείνει, ωστόσο, πως γενεσιουργές αιτίες των μεταβολών της εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους αποτελούν οι πιέσεις του άναρχου διεθνούς συστήματος και όχι ενδοκρατικοί παράγοντες, όπως η ιδεολογία των κυβερνόντων.  Επαληθεύονται οι αρχές του δομικού ρεαλισμού ως αξιόπιστα εργαλεία για την εκτίμηση των μελλοντικών πολιτικοστρατηγικών μεταβολών στην προκειμένη περίπτωση; Επαληθεύεται η άποψη πως οι θέσεις των κομμάτων δεν επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική και την στρατηγική μιας χώρας, καθώς η δομή του διεθνούς συστήματος και οι πιέσεις που αυτό ασκεί υπερτερούν των προσωπικών φιλοδοξιών των ηγετών; Αντίθετα, είναι πιθανό σε περίπτωση ανόδου των ακροδεξιών κομμάτων στην εξουσία να γίνουμε μάρτυρες μιας πλήρους στροφής από την φιλελεύθερη δύση προς την συντηρητική Ρωσία; Μια εξέταση των ιστορικών δεδομένων της εξωτερικής πολιτικής των τεσσάρων κρατών και της σημερινής πολιτικής πραγματικότητας ίσως επιτρέψει τον ασφαλέστερο έλεγχο αυτών των θέσεων και την εξαγωγή ορισμένων συμπερασμάτων.

  1. Γαλλία:

Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η γαλλική κυβέρνηση με τον στρατηγό Charles de Gaulle δείχνει πως δεν είναι ξεκάθαρη η απόλυτη σύμπλευση της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η σαφώς καλοδεχούμενη συνδρομή των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο, δεν τον εμποδίζει να συνάψει συνθήκη συμμαχίας με την Σοβιετική Ένωση το 1944 (Camus, 2018, 2). Η γαλλοαμερικανική προσέγγιση στις αρχές πλέον του Ψυχρού Πολέμου δεν ήταν κάτι το δεδομένο ούτε ήταν η χώρα εξαρτημένη και ταυτισμένη ακόμα με την Δύση. Χρήσιμο είναι να επισημάνουμε πως οι βλέψεις του Stalin και τα τεκταινόμενα του κομμουνισμού κατά το δεύτερο μισό σχεδόν του αιώνα δεν είχαν πάρει ακόμα  σάρκα και οστά. Πρέπει επίσης να τονιστεί πως το σχέδιο Μάρσαλ, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή η στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟ ακόμα δεν είχαν θεσμοθετηθεί. Το σύστημα λοιπόν είναι δομημένο με τέτοιο τρόπο που δίνει στον de Gaulle την δυνατότητα να κινηθεί με μεγαλύτερη ευελιξία ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα.

Ακόμα και όταν τα πρώτα βήματα για τα προαναφερθέντα σχέδια έχουν ξεκινήσει, ο de Gaulle έκανε εμφανές με κάθε ευκαιρία πως το εθνικό συμφέρον αποτελούσε και την προτεραιότητα του. Δεν δίστασε να προκαλέσει την λεγόμενη «κρίση της άδειας καρέκλας» στην ΕΟΚ[15], να αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, να δηλώσει ακόμα και μετά την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία πως η Ρωσία είναι ακόμα ένας «σημαντικός πυλώνας» της Ευρώπης, και να αποκτήσει πυρηνικές κεφαλές για την αυτοπροστασία της Γαλλίας ενάντια των, όπως τις χαρακτήριζε, «ηγεμονιών» των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ (Camus, 2018, 2).

Τις πολιτικές στρατιωτικής και διπλωματικής απομάκρυνσης από τις ΗΠΑ περιόρισε ο Francois Mitterrand και στην συνέχεια ο Jacques Chirac. Ο δεύτερος οδήγησε ταυτόχρονα τις γαλλορωσικές σχέσεις στην λεγόμενη «χρυσή τους περίοδο»[16] κατά την δεύτερη θητεία του. Τις σχέσεις με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ εν γένει αντικατέστησε ο Nicolas Sarkozy σημειώνοντας έτσι πλήρη στροφή στις σχέσεις του με την Ρωσία. Ερχόμενοι στο παρόν, ο Emmanuel Macron βλέπει την Ρωσία  ως έναν συνομιλητή με τον οποίο πρέπει και θέλει να συνεργαστεί για να λυθούν καίρια ζητήματα όπως το συριακό. Υποστηρίζει επίσης την άρση της επιβολής κυρώσεων από την ΕΕ και την ομαλοποίηση των σχέσεων τους.

Γρήγορα καταλαβαίνει κάνεις αν διαβάσει τις θέσεις των κομμάτων πως δεδομένων των ιδεολογικών τους διάφορων, παρατηρείται σύγχυση σε ότι αφορά την στάση τους απέναντι στην Δύση και την Ρωσία. Ο ίδιος ο de Gaulle στάθηκε αυστηρός έναντι στην δύση και προσέγγισε την Σοβιετική Ένωση. Αργότερα οι Νεογκωλικοί όπως ο Mitterrand προσπάθησαν να αποκαταστήσουν την σχέση με τις ΗΠΑ ενώ ο Chirac (και αυτός Νεογκωλικός) προσπάθησε ταυτόχρονα να προσεγγίσει και τις δυο πλευρές. Σοσιαλιστές όπως ο Hollande, αποκατέστησαν πλήρως τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, ενώ ο κεντρώος Macron ανοίγει δειλούς διάλογους με την Ρωσία. Σε περίπτωση ανόδου του κόμματος της Marine Le Pen στην εξουσία και με δεδομένο πως η Γαλλία έχει βαρυσήμαντο ρόλο τόσο στην βορειοατλαντική συμμαχία[17] όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση[18], η πλήρης σύμπραξη με την Ρωσία και η εγκατάλειψη της Δύσης φαίνεται απίθανη. Αν η παραπάνω εκτίμηση είναι σωστή, η θεωρία των δομικών ρεαλιστών φαίνεται σε αυτήν την περίπτωση να βρίσκει τόπο επιβεβαίωσης. Η ίδια η δομή του συστήματος ασκεί πίεση στις διαφορετικές κυβερνήσεις και τις ωθεί να παρεκκλίνουν από τις παραδοσιακές τους αξίες και τακτικές. Στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η δομή του συστήματος αποτρέπει τη Γαλλία από το να δράσει με τρόπο που παρεκκλίνει πολύ από τις γραμμές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.

  1. Γερμανία:

Η Γερμανία αποτελεί ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον παράδειγμα μελέτης. Μετά τον πόλεμο το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Συμμάχων (Λιαργκόβας, 2017, 13-14)[19]. Στις περιοχές αυτές, την αμυντική της προστασία ανέλαβε πλήρως το ΝΑΤΟ. Υπό αυτό το καθεστώς παρ’ όλα αυτά και στα πλαίσια της Ένωσης, της οποίας αποτέλεσε μάλιστα και ιδρυτικό μέλος, κατάφερε να εξελιχθεί στην μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της Ευρώπης (European Commission, 2018, 94-95). Η εγγύτητα της με την Σοβιετική Ένωση έθετε συνεχώς διλήμματα ασφάλειας στην χώρα. Αυτό ενισχύονταν από την συνεχώς αυξανόμενη ισχύ της Σοβιετικής Ένωσης κατά την διάρκεια της κούρσας των εξοπλισμών μεταξύ των δύο  αντίπαλων στρατοπέδων. Όσο για τις ιδιόμορφες σχέσεις που αναπτύσσουν οι δυο δυνάμεις σήμερα, η Ρωσία μπορεί να μην χαρακτηρίζεται από την ίδια ισχύ σε σχέση με την ψυχροπολεμική περίοδο, αλλά η ανασφάλεια είναι σίγουρα παρούσα. Ο ρωσικός στρατός αποτελεί ακόμα τον δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο (European Parliament, 2015, 17), ενώ η ρωσική οικονομία είναι ανταγωνιστική της γερμανικής – βρίσκονται μάλιστα σε κοντινές θέσεις σε κατάταξη, με την Γερμανία όμως να βρίσκεται μια θέση υψηλότερα παρά το πολύ μικρότερο μέγεθος της σε πληθυσμό και έκταση – και η ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας επίσης δυσχεραίνει την θέση της (Bros, Mitrova, και Westphal, 2017), (Þórðarson, 2016, 63).

Η ιστορική σύνδεση και ίσως, μετά την επανένωση της Γερμανίας, ταύτιση της με τα δυτικά πρότυπα, γίνεται αντιληπτή από τον ρόλο που έχει αυτή ως κεντρικός δρών -όπως και η Γαλλία- σε οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και σε οργανισμούς των οποίων την συνδρομή αναμφισβήτητα η ίδια χρειάζεται, όπως το ΝΑΤΟ. Η Γερμανία κατέχει την πρώτη θέση στην συνεισφορά στον προϋπολογισμό[20] της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ωφελείται δραματικά από το εμπόριο μεταξύ των χωρών της (Eurostat, 2017)[21]. Επίσης, η συγκριτικά με την Ρωσία υποδεέστερη στρατιωτική της δύναμη και η έλλειψη πυρηνικού οπλοστασίου, την στιγμή που μάλιστα η Ρωσία αποτελεί την πρώτη πυρηνική δύναμη στον κόσμο (Heywood, 2013, 458)[22],  θέτει τη Γερμανία υπό την ανάγκη ένταξης της στην πυρηνική «ομπρέλα προστασίας» των Ηνωμένων Πολιτειών.

Τα παραπάνω δείχνουν την τάση για εξισορρόπηση που επιδιώκει η Γερμανία απέναντι στην Ρωσία, κάτι που όπως φαίνεται ενισχύει την θεωρία των δομικών ρεαλιστών. Πρόκειται για δύο ανταγωνιστικές μεταξύ τους δυνάμεις, πόσο μάλλον όταν μια από αυτές είναι ταυτισμένη και εξαρτημένη από τις δυτικές δομές. Είναι κατά συνέπεια αρκετά δύσκολο η Γερμανία ακόμα και υπό μια ακροδεξιά κυβέρνηση να προσεγγίσει μονόπλευρα την Ρωσία και για καθαρά ιδεολογικούς λόγους να διαρρήξει τις σχέσεις της με τους μέχρι τώρα συμμάχους της.

  1. Ουγγαρία:

Η περίπτωση της Ουγγαρίας αποτελεί επίσης ένα ενδιαφέρον παράδειγμα μελέτης καθώς είναι η μόνη από της εξεταζόμενες χώρες που ανήκε στο πρώην ανατολικό μπλοκ.

Ιστορικά από το τέλος του πολέμου μέχρι και το τέλος της σοβιετικής επιρροής στην χώρα, δεν υπάρχει πρακτικά ποικιλία πολιτικών στάσεων ή διπλωματικών μεταβολών που θα πρέπει να εξετάσουμε. Η χώρα βρισκόταν υπό την πλήρη επιρροή του κομμουνιστικού καθεστώτος και η εξωτερική της πολιτική ήταν πλήρως ελεγχόμενη από το κέντρο εξουσίας, την Μόσχα (Juhász, 2015, 122). Επαναστάσεις όπως αυτές του 1956 καταπνίγηκαν από το σοβιετικό καθεστώς.

Μετά το 1990 και τις αναμφισβήτητα κακές αναμνήσεις του ουγγρικού λαού από το σοβιετικό καθεστώς, ως αξονικός στόχος της ουγγρικής εξωτερικής πολιτικής τίθεται η ένταξη της στους δυτικούς θεσμούς και η αποκατάσταση των σχέσεων της Ουγγαρίας με τους γείτονές της (Batory, 2002, 2). Το 1999 γίνεται πλήρως μέλος του ΝΑΤΟ και το 2004 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την ένταξη της σε αυτούς οργανισμούς αναμένει την οικονομική της στήριξή και την αμυντική της προστασία, σε μια εποχή που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναδειχθεί ως η κύρια υπερδύναμη στον κόσμο. Η ευρωατλαντική λοιπόν πορεία της χώρας αποτελεί το κύριο μέλημα των πρώτων κυβερνήσεων.

Ενδιαφέρον παρ’ όλα αυτά προκαλεί η στάση του Viktor Orban ο οποίος βρίσκεται στην εξουσία από το 2010. Το κόμμα του υποστηρίζει ευρωσκεπτικιστικές απόψεις και όπως και το ακροδεξιό Jobbik, που εξετάστηκε νωρίτερα, διατηρεί φιλορωσικές στάσεις. Οι δεσμοί που διατηρούνται με την Ρωσία είναι κυρίως ενεργειακοί και οικονομικοί. Υπογράφηκε, για παράδειγμα, συμφωνία με την Ρωσία για δημιουργία πυρηνικού εργοστασίου στην Ουγγαρία (Hegedűs, 2016, 4). Η πολιτική επιρροή της Ρωσίας μέσω της προπαγάνδας και της άμεση χρηματοδότησης του κόμματος είναι πιο εμφανής στην περίπτωση του Jobbik.

Οι δεσμοί όμως που έχουν δημιουργηθεί με την Ρωσία τα τελευταία χρόνια, ακόμα και στην περίπτωση του ακροδεξιού Jobbik, δεν είναι αρκετά ισχυροί για να μεταβάλλουν τον φιλοδυτικό προσανατολισμό της Ουγγαρίας. Εξετάζοντας την στάση του πληθυσμού αλλά και των ιδίων των βουλευτών των κομμάτων, το αφήγημα περί φιλορωσικής στροφής και κόντρας με την Δύση φαίνεται να μην είναι εν τέλη τόσο ισχυρό. Η μεγάλη πλειοψηφία του λαού και των βουλευτών των δυο αυτών κομμάτων τηρεί φιλοδυτική στάση και δεν πιστεύει πως η σύμπραξη με την Ρωσία θα βοηθήσει την χώρα. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στο ακροδεξιό κόμμα του οποίου οι απόψεις φαίνεται να κινούνται όλο και περισσότερο προς το κέντρο του πολιτικού φάσματος. Το 48% των υποστηρικτών του υποστηρίζει την διατήρηση φιλοδυτικής πολιτικής και μόνο το 27% φιλορωσικής (Hegedűs, 2016, 3). Οι οικονομικές σχέσεις της Ουγγαρίας με τους ευρωπαίους εταίρους στα πλαίσια της οικονομικής συνεργασίας των κρατών στην Ευρωπαϊκή Ένωση επίσης δεν πρέπει να λησμονηθούν. Η Ρωσία βρίσκεται αρκετά χαμηλά στον πίνακα με τους οικονομικούς εταίρους της Ουγγαρίας. Απορροφά μόνο το 2,49% των ουγγρικών εξαγωγών. Εν αντίθεση, μόνο η Γερμανία απορροφά το ¼ των εξαγωγών της χώρας. Ταυτόχρονα, χώρες της ένωσης κατέχουν τις 9 πρώτες θέσεις οικονομικών εταίρων της Ουγγαρίας (Hegedűs, 2016, 1).

Η γεωγραφική θέση της χώρας και οι παραδοσιακές της (πριν τον πόλεμο) φιλοδυτικές στάσεις την έθεσαν και από την πλευρά της Δύσης στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της για επέκταση των θεσμών προς τα ανατολικά με σκοπό την περαιτέρω απομόνωση της Ρωσίας, η οποία κατέχει μια κρίσιμη γεωγραφική περιοχή η οποία έχει περιγράφει από τον Mackinder ως Heartland. Ο Mackinder τόνισε την στρατηγική σημασία που έχει ο έλεγχος αυτής της περιοχής (Mackinder, 1904). Επιπλέον, οι χώρες της Ευρώπης και κυρίως οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ βρίσκονται στα όρια αυτού που ο Spykman ονόμασε Rimland. Πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα, υποστήριξε πως η θέση της χώρας που κατέχει το Ηeartland στην διεθνή σκακιέρα, εξαρτάται από τον έλεγχο του Rimland (Bordonaro, 2009). Η ανάσχεση της επιρροής της Ρωσίας στο Rimland ήταν εκ των κύριων προτεραιοτήτων της Δύσης μετά το 1991 και η Ουγγαρία βρισκόταν στην περιοχή αυτή.

Προσθέτοντας στα παραπάνω, η Ουγγαρία δεν έχει προχωρήσει σε μεγάλης κλίμακας συνεργασία με την Ρωσία, την ώρα μάλιστα που ένα φιλορωσικό ευρωσκεπτικιστικό κόμμα βρίσκεται στην εξουσία εδώ και 9 χρόνια. Η θεωρία των δομικών ρεαλιστών φαίνεται και στην περίπτωση της Ουγγαρίας να έχει ισχύ. Το ενδεχόμενο μια τέτοια πολιτική στροφή προς τον πρώην κατακτητή της να γίνει πραγματικότητα, δεδομένης της δομής του διεθνούς συστήματος και των συμφερόντων της χώρας δεν  φαίνεται πολύ μεγάλο. Ακόμα περισσότερο η θεωρία αυτή ενισχύεται από την όλο και μεγαλύτερη απουσία επιθυμίας του ακροδεξιού κόμματος για σύμπλευση με την Ρωσία, γεγονός που αναιρεί το ίδιο το επιχείρημα περί φιλορωσικής προσέγγισης.

  1. Ελλάδα:

Στην χώρα μας, οι σχέσεις με την Ρωσία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ακόμα και σήμερα κάνεις θα τολμούσε να υποστηρίξει, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες. Δεν τίθεται θέμα συγκεκριμένου πολιτικού αγκαθιού ή παρελθόντος που έχουν μεταξύ τους οι δυο χώρες. Η στασιμότητα στην συνεργασία οφείλεται στην άρρηκτη σχεδόν, από το τέλος του πολέμου, σχέση που ανέπτυξε η Ελλάδα με την Δύση και πιο συγκεκριμένα στην εξαρτησιακή λογική  μεταξύ αυτής και των Ηνωμένων Πολιτειών. Λίγες φορές έγινε απόπειρα μείωσης της λογικής αυτής. Ακόμα και αυτές όμως οι περιπτώσεις κατέληξαν σε αποτυχία και υποβάθμιση της στρατηγικής θέσης ήττα Ελλάδας.

Η κατάσταση στην Ελλάδα μετά το τέλος του πολέμου περιγράφεται ως δραματική. Το σύνολο των δομών του κράτους βρίσκονται σε αδράνεια, ο στρατός είναι πλήρως αποδιαρθρωμένος, η οικονομία έχει υποστεί πλήρη αφαίμαξη από το γερμανικό Τρίτο Ράιχ, η κοινωνικοπολιτική ζωή είναι ταραγμένη και ο λαός ζει με στερήσεις (Τσιριγώτης, 2013, 481-482). Ταυτόχρονα οι εξωτερικές συνθήκες δεν ευνοούν την χώρα. Οι δυο υπερδυνάμεις πρόκειται σύντομα να αρχίσουν έναν έντονο ανταγωνισμό για την παγίωση της επιρροής τους στον κόσμο. Η Ελλάδα βρέθηκε εντός της σφαίρας επιρροής των ΗΠΑ[23]. Το ενδιαφέρον τους για την στρατηγική θέση της χώρας γίνεται φανερό και κλιμακώνεται με το σχέδιο Μάρσαλ και το δόγμα Τρούμαν αλλά και από την πλευρά της Ελλάδας η ανάγκη για εξωτερική εξισορρόπηση είναι δεδομένη[24]. Η ανάμειξη λοιπόν των ΗΠΑ στα ελληνικά πράγματα ήταν έντονη και πολυποίκιλη (Στεφανίδης, 2002, 324-326) και αυτό φαίνεται και από τις αρχές των πρώτων μεταπολεμικών κυβερνήσεων Παπάγου και Καραμανλή (1950-1963): Απόλυτη πίστη στο ΝΑΤΟ, εμβάθυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, και αναζήτηση συντελεστών εξωτερικής εξισορρόπησης σε περιφερειακό επίπεδο (Τσιριγώτης, 2013, 487-488). Ένας τεράστιος όγκος οικονομικής αλλά και στρατιωτικής βοήθειας έφτασε στην χώρα. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της βοήθειας, αξίζει να σημειωθεί πως μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όλος σχεδόν ο εξοπλισμός της χώρας προέρχονταν από την αμερικανική συνδρομή (Τσιριγώτης, 2013, 492). Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης από την Ένωση Κέντρου και τον Παπανδρέου (1963-1965) έγινε μια προσπάθεια αναβίβασης της Ελλάδας από προτεκτοράτο των ΗΠΑ σε ισότιμη συμμαχική δύναμη[25]. Αξίζει επίσης να σημειωθεί η απόπειρα προσέγγισης της Μόσχας, η οποία όμως διατηρήθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα λόγω της αντίδρασης των ΗΠΑ (Τσιριγώτης, 2013, 529). Κατά την διάρκεια του απριλιανού καθεστώτος (1967-1974), η Ελλάδα χαίρει της αποδοχής και αναγνώρισης του δικτατορικού καθεστώτος λόγω της γεωστρατηγικής σημασίας που είχε για την βορειοατλαντική συμμαχία (Στεφανίδης, 2002, 90). Κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης (1974-1989) οι ελληνικές κυβερνήσεις θέτουν ως στόχο τους την απεξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, πράγμα που σε έναν βαθμό επιτυγχάνουν με την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ. Ο ρόλος των ΗΠΑ περιορίζεται πλέον στο στρατιωτικό κομμάτι (Τσιριγώτης, 2013, 591-592) Μετά την εισβολή στην Κύπρο, η Ελλάδα επίσης αποχωρεί από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, δείχνοντας την διάθεση της για μεγαλύτερη αυτονομία στις εξωτερικές τις σχέσεις. Η κίνηση αυτή όμως δίνει το περιθώριο στην Τουρκία να αναβαθμίσει τον ρόλο της στην συμμαχία και ακόμα και μετά την επανένταξη της Ελλάδα σε αυτήν, ο ρόλος της παρέμεινε υποδεέστερος σε σχέση με το παρελθόν[26]. Από το τέλος του ψυχρού πολέμου μέχρι και σήμερα, η Ελλάδα έχει προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την ανάδειξη των ΗΠΑ σε μοναδική υπερδύναμη και να αντιμετωπίσει την όλο και πιο απειλητική στάση της Τουρκίας (η οποία λόγω των κενών ισχύος στην περιοχή μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης είχε εξελιχθεί σε περιφερειακή δύναμη) ελπίζοντας στην εξασφάλιση βοήθειας από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ μέσω της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης υποστήριξης των συμφερόντων των Ηνωμένων Πολιτειών. Η συνδρομή της χωράς τόσο στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας όσο και στον πόλεμο του Κόλπου και η άδεια χρήσης των αμερικανικών βάσεων στην ελληνική επικράτεια στέκονται ως ηχηρά παραδείγματα της τακτικής αυτής. Τις οικονομικές της ανάγκες από την άλλη πλευρά, η χώρα θέλησε να της καλύψει με την είσοδό της στην ευρωζώνη παρόλο που πλήρωσε τις πολιτικές των προηγουμένων ετών με την οικονομική κρίση που ακόμα την πλήττει.

Η θεωρία των δομικών ρεαλιστών φαίνεται και στην περίπτωση της Ελλάδας να επιβεβαιώνεται. Οι συντελεστές ισχύος της ποτέ δεν ήταν αρκετοί για να έχει μια αυτόνομη πορεία στο ψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα. Η πλήρης εξάρτηση από τις ΗΠΑ καθ’ όλη την διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα και μέχρι σήμερα, δεν έχει δώσει στην Ελλάδα καν την ευκαιρία να προσεγγίσει την Ρωσία πέραν της διατήρησης των παραδοσιακών καλών σχέσεων φιλίας ή στις περιπτώσεις που μια στοιχειώδης απεξάρτηση επιτεύχθηκε, οι ζημίες ήταν τέτοιες που η χώρα γύρισε και πάλι στις ΗΠΑ αναζητώντας την υποστήριξη τους. Η δομή για ακόμα μια φορά του συστήματος εξαναγκάζει την χώρα να μείνει προσδεμένη στο άρμα της Δύσης και τους πολιτικούς να μην αναπτύσσουν πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Ακόμα και σε ενδεχόμενο ανόδου της Χρυσής Αυγής στην εξουσία, η προσέγγιση της διαφορετικής και σαφέστατα λιγότερο ισχυρής (σε σχέση πάντα με τις δομές τις Δύσης) Ρωσίας δεν θα τις προσέφερε όσα προσφέρουν οι θεσμοί αυτοί στην Ελλάδα και σύντομα η αλλαγή πολιτικής θα ήταν απαραίτητη.

Συμπέρασμα

Εξετάστηκαν επομένως τόσο οι αιτίες της ιδεολογικής ταύτισης των τεσσάρων κομμάτων με τη Ρωσία, όσο και η δυνατότητα των κρατών εκ των οποίων προέρχονται να προβούν σε δραστικές μεταβολές της εξωτερικής τους πολιτικής, σε περίπτωση ανάληψης της εξουσίας από τα κόμματα αυτά. Όπως κατέστη εναργές από την παραπάνω ανάλυση, τα περιθώρια θεμελιώδους μεταβολής του στρατηγικού προσανατολισμού της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ουγγαρίας και της Ελλάδας φαίνονται εξαιρετικά περιορισμένα. Και τα τέσσερα αυτά κράτη είναι βαθιά ενσωματωμένα στους ευρω-ατλαντικούς θεσμούς (ΕΕ και ΝΑΤΟ) και τα οφέλη που αποκομίζουν από αυτούς είναι καθοριστικής σημασίας. Οι ΗΠΑ, μέσω της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, αποτελούν τον κύριο «προμηθευτή» ασφάλειάς τους. Αυτή η παροχή ασφάλειας από τις στρατιωτικά ισχυρότατες ΗΠΑ ωφελεί τα ευρωπαϊκά κράτη, καθώς αφενός διαθέτουν εγγυημένη προστασία και αφετέρου δεν χρειάζεται να δαπανούν σημαντικά ποσά για την άμυνά τους, αυξάνοντας έτσι τους διαθέσιμους πόρους για επένδυση σε άλλους τομείς, όπως η κοινωνική πολιτική. Εξαίρεση, ως ένα βαθμό, αποτελεί η Ελλάδα, η κύρια απειλή για την οποία θεωρείται η Τουρκία, μια χώρα επίσης μέλος του ΝΑΤΟ. Όπως παρουσιάστηκε παραπάνω όμως, τα περιορισμένα οικονομικά και στρατιωτικά μεγέθη της δεν της επιτρέπουν να ασκήσει εύκολα ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Σε κάθε περίπτωση, οι συμβατικές στρατιωτικές δυνατότητες των ΗΠΑ είναι κατά πολύ μεγαλύτερες από αυτές της Ρωσίας. Χαρακτηριστικά, οι ρωσικές αμυντικές δαπάνες ανέρχονταν το 2017 σε περίπου 66 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ οι αμερικανικές σε περίπου 609 δισεκατομμύρια[27]. Επίσης, οι οικονομίες των τεσσάρων κρατών εξαρτώνται σε σημαντικότατο βαθμό από την κοινή αγορά της ΕΕ και στις περιπτώσεις μικρών κρατών, όπως της Ουγγαρίας και της Ελλάδας, από αναπτυξιακά κονδύλια που η ΕΕ παρέχει. Η Ρωσία δεν δύναται να παρέχει οφέλη αντίστοιχα με αυτά του μεγαλύτερου και πιο ανεπτυγμένου οικονομικού χώρου της ΕΕ. Αυτό που παρατηρείται επομένως είναι πως, υπό τις παρούσες συνθήκες, η προσέγγιση με τη Ρωσία δεν συνεπάγεται οικονομικά και στρατιωτικά ανταλλάγματα αντίστοιχα με αυτά του υπάρχοντος δυτικού προσανατολισμού των κρατών αυτών.

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως ο συγκεκριμένος προσανατολισμός θα μείνει σε κάθε περίπτωση αναλλοίωτος. Η διεθνής πολιτική μπορεί να μεταβληθεί απρόβλεπτα και ριζικά. Δεν είναι καθόλου απίθανο η σημασία και ο ρόλος της Ρωσίας να ενισχυθούν πολύ περισσότερο σε περίπτωση διάλυσης της ΕΕ ή/και του ΝΑΤΟ. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο αναπόφευκτα θα ανάγκαζε το καθένα εκ των τεσσάρων κρατών να αναδιαμορφώσει ριζικά την στρατηγική και τις συμμαχίες του. Υπό τις υπάρχουσες συνθήκες όμως, κατά την εκτίμηση της υποφαινόμενης έρευνας, η παραμονή στους ευρωατλαντικούς θεσμούς είναι πολύ πιο ωφέλιμη σε σχέση με μια πιθανή συμμαχία με τη Ρωσία. Με όρους του δομικού ρεαλισμού, η κατανομή των πόρων και της ισχύος (στρατιωτικής και οικονομικής) γέρνει δραστικά υπέρ των ΗΠΑ και της ΕΕ. Θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος πως, αν οι κατηγορίες για «υπόγεια» στήριξη της Ρωσίας προς τα κόμματα ισχύουν, τότε ουσιαστικά θα «δεσμεύονται» να ακολουθήσουν εξωτερική πολιτική υπέρ του ευεργέτη τους. Η ιστορία όμως παρέχει παραδείγματα που δείχνουν το αντίθετο, με “ευεργετηθέντες” να στρέφονται κατά των μέχρι τότε ευεργετών τους όταν τα κρατικά συμφέροντα το επέβαλαν. Καταληκτικά, επιβεβαιώνεται η υπόθεση εργασίας πως η «στροφή» προς τη Ρωσία, παρότι εύκολη υπόθεση αν γίνεται ρητορικά από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, δεν αποτελεί πιθανό ενδεχόμενο ακόμη και σε περίπτωση ανόδου στην εξουσία των εξεταζόμενων κομμάτων.

Βιβλιογραφία

Μέρος Α’

  1. Alexe, D. (2018). Pro-Russia AfD delegation in Crimea sparks outrage in Kiev. [online] New Europe. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  2. Amann, M., Esch, C., Großbongardt, A., Hesse, M., Hoffmann, C., Medick, V., Müller, P., Neukirch, R., Schult, C. and Winter, S. (2018). The Great Divide: Is Germany’s Special Relationship with Russia Ending?. [online] SPIEGEL ONLINE. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  3. Baczynska, G. (2015). French far-right leader Marine Le Pen in Moscow amid Ukraine tensions. [online] Reuters. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  4. BBC News. (2013). Russia Duma passes ‘anti-gay’ law. [online] Available here. [Accessed 17 Apr. 2019].
  5. BBC News. (2017). France’s Marine Le Pen urges end to Russia sanctions. [online] Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  6. BBC News. (2017). German AfD leader Petry meets pro-Putin Russian MPs. [online] Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  7. Bennetts, M. (2014). Who’s ‘godless’ now? Russia says it’s U.S.. [online] The Washington Times. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  8. Budraitskis, I. (2018). How conservative is the Russian regime?. [online] openDemocracy. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  9. Dunai, M. and Szakacs, G. (2017). Hungary charges Jobbik MEP with spying on EU for Russia. [online] Reuters. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  10. Foster, P. and Holehouse, M. (2016). Russia accused of clandestine funding of European parties as US conducts major review of Vladimir Putin’s strategy. [online] The Telegraph. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  11. Golden Dawn. (2017). N. G. Michaloliakos’ interview on the Russian Network “Russia Athens” about the deep roots of the relationship between Greece and Russia – VIDEO. [online] Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  12. Gressel, G. (2017). Fellow Travellers: Russia, Anti-Westernism, and Europe’s Political Parties. [ebook] European Council on Foreign Relations. Available here. [Accessed 17 Apr. 2019].
  13. jobbik.com. (2013). Gábor Vona: Euro-Atlanticism must be replaced by Eurasianism. [online] Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  14. jobbik.com. (n.d.). Hungary is a victim of Euro-Atlantism. [online] Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  15. Juhász, A., Győri, L., Krekó, P. and Dezső, A. (2015). I am Eurasian: The Kremlin Connections of the Hungarian Far-Right. [ebook] Political Capital, Social Development Institute. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  16. Kathimerini. (2015). Golden Dawn suggests it backs coalition over Russia, privatizations. [online] Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  17. Klapsis, A. (2015). An Unholy Alliance: The European Far Right and Putin’s Russia. [ebook] Wilfried Martens Centre for European Studies. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  18. Kravtsova, Y. (2013). ‘Blasphemy Bill’ Passes Duma Unanimously. [online] The Moscow Times. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  19. Lee Myers, S. and Barry, E. (2014). Putin Reclaims Crimea for Russia and Bitterly Denounces the West. [online] The New York Times. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  20. Manifesto for Germany. (2017). [ebook] Alternative für Deutschland. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  21. Marcus, J. (2017). French election: How do Le Pen and Macron differ on world affairs?. [online] BBC News. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  22. Nossiter, A. (2017). Marine Le Pen of France Meets With Vladimir Putin in Moscow. [online] The New York Times. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  23. Novak, B. (2017). Gábor Vona: Hungary must remain a part of the EU and NATO. [online] The Budapest Beacon. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  24. Pap, N. and Glied, V. (2018). Hungary’s Turn to the East: Jobbik and Islam. Europe-Asia Studies, [online] 70(7). Available here. [Accessed 20 Apr. 2019].
  25. Posener, A. (2019). Rees-Mogg and the AfD’s Alice Weidel have a lot in common – all of it nasty. [online] Τhe Guardian. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  26. Prentice, A. (2014). France’s Le Pen, in Moscow, blames EU for new ‘Cold War’. [online] Reuters. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  27. President of Russia. (2013). Meeting of the Valdai International Discussion Club. [online] Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  28. Rethmann, P. (2018). How Russians have helped fuel the rise of Germany’s far right. [online] The Conversation. Available here. [Accessed 17 Apr. 2019].
  29. Richard, H. (2015). Why Russia cancelled South Stream. [online] Le Monde diplomatique. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  30. Samuel, H. (2016). Marine Le Pen’s links to Russia under US scrutiny. [online] The Telegraph. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  31. Schulz, F. (2019). AfD party congress: Back to a ‘Europe of nations’. [online] EURACTIV. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  32. Shuster, S. (2017). How Russian Voters Fueled the Rise of Germany’s Far-Right. [online] Time. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  33. Stallard, J. (2018). The dark reality of Russia’s domestic violence laws. [online] BBC Three. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  34. Stelzenmüller, C. (2017). The impact of Russian interference on Germany’s 2017 elections. [online] Brookings. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  35. Tetrault-Farber, G. (2015). Russian, European Far-Right Parties Converge in St. Petersburg. [online] The Moscow Times. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  36. The Orange Files. (2018). Movement for a Better Hungary (Jobbik). [online] Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  37. Tóth, C. (2014). US might use diplomatic pressure to block South Stream pipeline in Hungary. [online] The Budapest Beacon. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  38. xaameriki. (2013). Top Russian Advisor, Aleksandr Dugin, Communicating With N.G. Michaloliakos Via Letters- Defencenet: Οι επιστολές Αλεξάντερ ΝτούγκινΝ. Γ. Μιχαλολιάκου. [online] Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  39. xaameriki. (2014). Golden Dawn in Moscow: We set the foundations of Greek-Russian cooperation. [online] Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  40. Καραγιάννης, Μ., Σωτηρίου, Σ., Κυρκιλής, Δ., Προέδρου, Φ., Shakleina, T., Τσακίρης, Θ. and Φραγκονικολόπουλος, Χ. (2010). Η Ρωσία Σήμερα: Πολιτική, Οικονομία και Εξωτερικές Σχέσεις. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ.
  41. Κολιόπουλος, Ι. (2001). Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία: 1789-1945. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ.
  42. Ραβανός, Ά. (2014). Η Ρωσία, η Χρυσή Αυγή και οι οπαδοί του… Μόσκοβου. [online] Το Βήμα Online. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  43. Χρυσή Αυγή. (2013). Συνέντευξη Ν. Μιχαλολιάκου στη “Φωνή της Ρωσίας”: Με φυλάκισαν οι ψευτοδημοκράτες υπηρέτες της Αμερικής λόγω της ανόδου της Χρυσής Αυγής!. [online] Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  44. Χρυσή Αυγή. (n.d.). Χρυσή Αυγή | Πολιτικές Θέσεις. [online] Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].

Κόμματα – Γενικές Πληροφορίες:

Εθνικός Συναγερμός:

  1. Βar-On, T. (2017). The Front National and the «Religion» of Ethnic Nationalism. [online] University of Chicago Divinity School. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  2. France 24. (2014). What does France’s National Front stand for?. [online] Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  3. Green, E. (2017). The Specter of Catholic Identity in Secular France. [online] The Atlantic. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  4. Nowak, M. and Branford, B. (2017). France elections: What makes Marine Le Pen far right?. [online] BBC News. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  5. Ray, M. (2017). National Front. [online] Encyclopedia Britannica. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  6. Religious Literacy Project. (n.d.). Le Front National. [online] Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  7. Reporters, T. (2017). Who is Marine Le Pen and the Front National party?. [online] The Telegraph. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  8. Sandford, A. (2017). What are Marine Le Pen’s policies?. [online] Euronews. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].

Alternative für Deutschland:

  1. Chase, J. (2017). AfD: What you need to know about Germany’s far-right party. [online] Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  2. Child, D. (2017). Who are Germany’s far-right AfD?. [online] Al Jazeera. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  3. Eddy, M. (2017). Alternative for Germany: Who Are They, and What Do They Want?. [online] The New York Times. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  4. Franzmann, S. (2017). A right-wing populist party founded by economists: the strange case of Germany’s AfD. [online] EUROPP – European Politics and Society. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  5. Verlaat, M. (2016). A comparison of Germany’s AfD and France’s National Front. [online] DW. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].

Jobbik:

1.Counter Extremism Project. (n.d.). MOVEMENT FOR A BETTER HUNGARY (JOBBIK). [online] Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].

  1. Kirchick, J. (2012). Meet Europe’s New Fascists, Hungary’s Far-Right Jobbik Party. [online] Tablet Magazine. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  2. Lambert, S. (2018). Movement for a Better Hungary (Jobbik). [online] The Orange Files. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  3. The Jobbik Party in Hungary: History and Background. (2015). [ebook] Human Rights First. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].

Χρυσή Αυγή:

  1. BBC News. (2013). Profile: Greece’s far-right Golden Dawn party. [online] Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  2. Hope, K. (2012). Greece grapples with shadow of Golden Dawn. [online] Financial Times. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  3. Malkoutzis, N. (2013). Lest we forget. [online] MacroPolis. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].
  4. van Versendaal, H. (2014). The rise and rise of Golden Dawn. [online] Kathimerini. Available here. [Accessed 16 Apr. 2019].

Μέρος Β

  1. Batory, A. (2002). THE POLITICAL CONTEXT OF EU ACCESSION IN HUNGARY. [ebook] London: THE ROYAL INSTITUTE OF INTERNATIONAL AFFAIRS. Available here. [Accessed 21 Apr. 2019].
  2. Bordonaro, F. (2009). Rediscovering Spykman – the Rimland, Geography of Peace and Foreign Policy. [online] Exploring Geopolitics. Available here. [Accessed 21 Apr. 2019].
  3. Bros, A., Mitrova, T. and Westphal, K. (2017). German-Russian Gas Relations A Special Relationship in Troubled Waters. Berlin: Stiftung Wissenschaft und Politik German Institute for International and Security Affairs.
  4. Camus, J. (2018). French Political Parties and Russia: The Politics of Power and Influence. Carnegie Council for ethnics in International affairs.
  5. Churchill, W. (1953). Triumph and Tragedy. Boston: Huffington Mifflin.
  6. Ec.europa.eu. (2017). Top-3 partners of each Member State in intra-EU exports of goods. [online] Available here. [Accessed 19 Apr. 2019].
  7. European Commission (2018). European Economic Forecast. Luxemburg: Publications Office of European Union.
  8. France Diplomatie: Ministry for Europe and Foreign Affairs. (2019). France and NATO. [online] Available here. [Accessed 18 Apr. 2019].
  9. Hegedűs, D. (2016). The Kremlin’s Influence in Hungary Are Russian Vested Interests Wearing Hungarian National Colors?. Berlin: Prof. Dr. Eberhard Sandschneider, Otto Wolff Director of the Research Institute, DGAP e.V.
  10. Heywood, A. (2013). Διεθνείς Σχέσεις και Πολιτική στην Παγκόσμια Εποχή. 1st ed. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική.
  11. JACKSON, R. (2006). ΘΕΩΡΙΑ και ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ των ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ. Αθήνα: Gutenberg.
  12. Juhász, J. (n.d.). HUNGARY AND THE BALKANS IN THE 20TH CENTURY — FROM THE HUNGARIAN PERSPECTIVE. Budapest: Department of East European History, Eötvös Loránd University.
  13. Keller, A. (2017). Vladimir Poutine et Jacques Chirac: quand la France et la Russie s’entendaient parfaitement. [online] RT en Français. Available here. [Accessed 18 Apr. 2019].
  14. Mackinder, H. (1904). The geographical pivot of history. The Geographical Journal, [online] 170(4). Available here. [Accessed 21 Apr. 2019].
  15. Russel, M. (2015). Russia’s armed forces Reforms and challenges. European Union: European Parliamentary Research Service.
  16. Statista. (2019). EU contributions by country | Statista. [online] Available here. [Accessed 18 Apr. 2019].
  17. Λιαργκόβας, Γ. and Παπαγεωργίου, Θ. (2017). ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ Η ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ. 1st ed. Αθήνα: Εκδόσεις Τζιόλα.
  18. Πετρίδης, Π. and Αναστασιάδης, Γ. (1994). Γεώργιος Παπανδρέου. 60 χρόνια παρουσίας και δράσης στην πολιτική ζωή. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
  19. Σβολόπουλος, Π. (2003). Η ελληνική εξωτερική πολιτική 1945-1981 τόμ 2. Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
  20. Στεφανίδης, Ι. (2002). Ασύμμετροι Εταίροι. Αθήνα: Πατάκης.
  21. Τσιριγώτης, Δ. (2013). Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία Διεθνείς σχέσεις και διπλωματία. 1st ed. Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα.

[1] Για παράδειγμα, ο Εθνικός Συναγερμός και το AfD, αν και κάνουν αναφορές στις «χριστιανικές αξίες» των χωρών τους, δίνουν πολύ μικρότερη έμφαση στη θρησκεία σε σχέση με το Jobbik και τη Χρυσή Αυγή. Από την άλλη πλευρά, το Jobbik αυτοχαρακτηρίζεται ως «χριστιανικό κόμμα», ενώ η Χρυσή Αυγή δηλώνει αντίθετη στο διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις θέσεις και την ιδεολογία των κομμάτων που δεν αναφέρονται στο κείμενο, βλ. Βιβλιογραφία, Μέρος Α’, Κόμματα – Γενικές Πληροφορίες.

[2] Πρόκειται ουσιαστικά για γερμανικούς πληθυσμούς που κατοικούσαν στη Ρωσία και μετακινήθηκαν στη Γερμανία, έπειτα από διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην γερμανική και τη σοβιετική ηγεσία (Rethmann, 2018). Αποτελούν έως και το 5% του πληθυσμού της Γερμανίας. Το AfD έχει υπολογίσει πως περίπου το ένα τρίτο των ψηφοφόρων του προέρχεται από αυτή την κοινωνική ομάδα. Τα υψηλά ποσοστά αποδοχής του AfD μεταξύ των ρωσικής καταγωγής Γερμανών οφείλονται στην αντίθεσή τους στην μετανάστευση από τον ισλαμικό κόσμο (Shuster, 2017).

[3] Η στροφή αυτή πιθανότατα σχετίζεται άμεσα με την υπόθεση του Béla Kovács. Ο Kovács εντάχθηκε στο Jobbik το 2005,  οργάνωσε την πρώτη επίσκεψη του Vona στη Μόσχα το 2008, έγινε ευρωβουλευτής το 2010, και το σημαντικότερο, ήταν πιθανότατα ο σημαντικότερος χρηματοδότης του κόμματος πριν αυτό εισέλθει στο κοινοβούλιο. Ο Kovács θεωρείται πως διαθέτει ισχυρές διασυνδέσεις με τη ρωσική κυβέρνηση και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη φιλορωσική στροφή του Jobbik το 2005, το έτος που εντάχθηκε στο κόμμα, πιθανώς λόγω και των σημαντικών χρηματικών ποσών που διέθεσε για αυτό. Το 2014 οι ουγγρικές αρχές ξεκίνησαν έρευνα γύρω από τον Kovács, κατηγορώντας τον για κατασκοπεία υπέρ των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών (Juhász et al., 2015). Αν οι κατηγορίες εναντίον του είναι αληθείς και ο Kovács αποτελεί πράκτορα της Ρωσίας, τότε πρόκειται για περίπτωση ενεργής ρωσικής επιρροής στη διαμόρφωση των θέσεων ενός ευρωπαϊκού πολιτικού κόμματος.

[4] Ο South Stream ήταν σχεδιαζόμενος ενεργειακός αγωγός, με σκοπό την μεταφορά φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς την Ευρώπη. Η Ουγγαρία αποτελούσε μία εκ των χωρών τις οποίες θα διέτρεχε ο αγωγός. Το σχέδιο τελικά ακυρώθηκε μετά την επιδείνωση των σχέσεων ΕΕ-Ρωσίας λόγω της ουκρανικής κρίσης και λόγω της μη συμβατότητάς του με τους ενεργειακούς κανόνες της ΕΕ (Richard, 2015).

[5] Βλ. υπ. 3

[6] Ο Νίκος Μιχαλολιάκος παραχώρησε συνεντεύξεις στη «Φωνή της Ρωσίας» το 2013 (Χρυσή Αυγή, 2013) και στο «Russia Athens» το 2017 (Golden Dawn, 2017). Μεταξύ άλλων, ο Μιχαλολιάκος ανέφερε πως η ύπαρξη στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ στο ελληνικό έδαφος είναι «λάθος», ενώ μια συμμαχία της Ελλάδας με τη Ρωσία θα εξασφάλιζε αποτελεσματικά την ασφάλεια της Ελλάδας έναντι της τουρκικής απειλής.

[7] Από τη συνέντευξη του Μιχαλολιάκου στη «Φωνή της Ρωσίας», βλ. υπ. 4.

[8] Ο Μιχαλολιάκος, στην παραπάνω συνέντευξή του το 2013, χαρακτηρίζει την Χρυσή Αυγή ως κίνημα «αντικαπιταλιστικό». Στην ιστοσελίδα του κόμματος, όπου παρουσιάζονται οι επίσημες θέσεις και η ιδεολογία του, επίσης ασκείται κριτική στην παγκοσμιοποίηση και το φιλελευθερισμό.

[9] Σύμφωνα με τον Ilya Budraitskis, οι μεγάλες διαδηλώσεις εναντίον των εκλογών του Δεκεμβρίου 2011, με την κατηγορία πως δεν διεξήχθησαν με διαφάνεια (τις εκλογές κέρδισε το κόμμα «Ενωμένη Ρωσία» του Putin και οδήγησαν στην έναρξη της τρίτης προεδρικής του θητείας το 2012), έκαναν την κυβέρνηση να υιοθετήσει μια υπερσυντηρητική ρητορική, κατηγορώντας τους διαδηλωτές ως υποχείρια ξένων δυνάμεων που δρούσαν εναντίον των «ρωσικών αξιών», τις οποίες «ενσάρκωναν ο πρόεδρος Putin και η πατριωτική πλειοψηφία». Η ρωσική κυβέρνηση ενίσχυσε έτσι την εσωτερική της νομιμοποίηση έναντι των πολιτικών αντιπάλων αποκτώντας ερείσματα στα συντηρητικά στρώματα του πληθυσμού, δεδομένου πως πολλοί εκ των αντιπάλων αυτών προέρχονταν από τις πιο φιλοδυτικές και εκμοντερνισμένες μεσαίες και ανώτερες τάξεις (Budraitskis, 2018).

[10] Χαρακτηριστικά, ο Vladimir Putin το 2013 δήλωνε: «Μπορούμε να δούμε πόσο πολλές εκ των ευρωατλαντικών χωρών αρνούνται ουσιαστικά τις ρίζες τους, συμπεριλαμβανομένων των χριστιανικών αξιών που συγκροτούν τη βάση του Δυτικού πολιτισμού. Αρνούνται ηθικές αρχές και όλες τις παραδοσιακές ταυτότητες: εθνικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές, ακόμα και σεξουαλικές. Εφαρμόζουν πολιτικές που εξισώνουν τις διευρυμένες οικογένειες με τις ομοφυλοφιλικές οικογένειες, την πίστη στο Θεό με την πίστη στο Διάβολο Οι υπερβολές της πολιτικής ορθότητας έχουν φτάσει στη σημείο που οι άνθρωποι μιλούν σοβαρά για την ίδρυση πολιτικών κομμάτων που σκοπός τους είναι η υπεράσπιση της παιδοφιλίας. Οι άνθρωποι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ντρέπονται να μιλήσουν ανοιχτά για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. […] Και προσπαθούν επιθετικά να εξάγουν αυτό το μοντέλο σε όλο τον κόσμο. Είμαι πεπεισμένος πως αυτό ανοίγει ευθέως το δρόμο προς την εξαχρείωση και τον πρωτογονισμό, οδηγώντας σε μια βαθιά δημογραφική και ηθική κρίση» (President of Russia, 2013).

[11] Να σημειωθεί πως η εχθρότητα έναντι της εκκοσμίκευσης και ο φόβος για την υποχώρηση της χριστιανικής θρησκείας ισχύουν κυρίως για το Jobbik και τη Χρυσή Αυγή – βλ. υπ. 1. Εντούτοις, όλα χαρακτηρίζονται από κοινωνικό συντηρητισμό.

[12] Αναφέρονται τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις κοινωνικά συντηρητικών πολιτικών της ρωσικής κυβέρνησης: το 2013 ψηφίστηκε νόμος που προέβλεπε αυστηρές ποινές (συμπεριλαμβανομένων φυλακίσεων) για την «προσβολή των θρησκευτικών αισθημάτων των πιστών», στον απόηχο της διαμαρτυρίας του συγκροτήματος Pussy Riot στον Καθεδρικό Ναό του Σωτήρος Χριστού (Kravtsova, 2013) και νόμος που απαγόρευε την «διασπορά προπαγάνδας σχετικά με μη-παραδοσιακές σεξουαλικές σχέσεις σε ανηλίκους» (BBC News, 2013), ενώ το 2017 αναθεωρήθηκε η ρωσική νομοθεσία σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία, με τις ποινές να μειώνονται σημαντικά, στη βάση του ότι οι ρωσικές παραδόσεις αντίκειται στην παρέμβαση του κράτους στα οικογενειακά ζητήματα (Stallard, 2018). Τα νομοθετικά αυτά μέτρα εντάσσονται στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας της κυβέρνησης να προβληθεί ως υπερασπιστής των παραδοσιακών αξιών της Ρωσίας, ικανοποιώντας την ισχυρή Ορθόδοξη Εκκλησία.

[13] Ενδεικτικά, σύμφωνα με έρευνα της MRB Hellas το 2018, η πλειοψηφία της ελληνικής κοινής γνώμης, αν και φιλοευρωπαϊκή, εκφράζει θετική άποψη για τη Ρωσία, ενώ ο Vladimir Putin θεωρείται ως ο καταλληλότερος πολιτικός ηγέτης για την Ελλάδα αντί των υπόλοιπων επιλογών (Donald Trump, Emmanuel Macron, Angela Merkel, άλλος/η). Παρόμοια αποτελέσματα είχε δείξει και δημοσκόπηση της Κάπα Research το 2016.

[14] Όσον αφορά το Jobbik, πρέπει να σημειωθεί πως αρχικά τηρούσε θετική στάση απέναντι στο Ισλάμ, σε πλήρη αντίθεση με την πλειοψηφία των άλλων ευρωπαϊκών εθνικιστικών κομμάτων. Ο Gábor Vona το 2010 χαρακτήρισε το Ισλάμ ως το «τελευταίο προπύργιο» των παραδοσιακών αξιών, που αψηφά τον δυτικό φιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση. Ωστόσο, το κόμμα άρχισε να αλλάζει τη στάση του μετά το ξέσπασμα της μεταναστευτικής κρίσης το 2015 και την επακόλουθη άνοδο των αντι-ισλαμικών αντιλήψεων στον ουγγρικό πληθυσμό (Pap and Glied, 2018:14-16).

[15] Η «κρίση της άδειας καρέκλας» ή αλλιώς γνωστή ως «κρίση της κενής έδρας» ήταν μια περίοδος στασιμότητας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα που άρχισε το 1965, όταν ο de Gaulle, λόγω της κάθετης διαφωνίας του σε θέματα όπως η χρηματοδότηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η εκχώρηση μεγαλύτερων εξουσιών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέματα προϋπολογισμού, η καθιέρωση ιδίων πόρων για τις Κοινότητες και η εισαγωγή του πλειοψηφικού συστήματος στην διαδικασία λήψης αποφάσεων, απαγόρευσε στους υπουργούς του την συμμετοχή στο Συμβούλιο Υπουργών, οπού η ομοφωνία ήταν ο τρόπος ψηφοφορίας για την λήψη μιας απόφασης. Χωρίς την θέση της Γαλλίας στην ψηφοφορία ήταν αδύνατον να παρθούν αποφάσεις.

[16] Περιγραφή αυτής της σχέσης γίνεται στο RT France ως αφορμή της επίσκεψης του Macron στην Μόσχα και την ανασκόπηση των γαλλορωσικών σχέσεων επί του παρελθόντος.

[17] Η ογκώδης συμβολή της Γαλλίας στο ΝΑΤΟ αναλύεται εδώ.

[18] Η συνεισφορά της Γαλλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολυσήμαντη. Ενδεικτικά, η Γαλλία αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο συνεισφέροντα, συμβάλλοντας στο 15,73% του προϋπολογισμού της Ένωσης το 2017. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.

[19] Στην διάσκεψη του Πότσδαμ αποφασίστηκε από κοινού μεταξύ Attlee, Truman και Stalin μεταξύ άλλων και ο διαχωρισμός της Γερμανίας σε τέσσερις ζώνες κατοχής, μια σοβιετική, μια γαλλική, μια βρετανική και μια αμερικανική.

[20] Βλ. υποσημείωση 18.

[21] Η Γερμανία αποτελεί τον νούμερο ένα εμπορικό εταίρο για 19 από τις 28 χώρες της Ένωσης, τον νούμερο δύο για 5 χώρες από τις 28 και τον νούμερο τρία για 1. Συνολικά από τις 28 χώρες της Ένωσης, στις 25 είναι ένας εκ των τριών εμπορικών τους εταίρων.

[22] Η Ρωσία, σύμφωνα με τους Norris και Kristensen, διαθέτει 4.650 πυρηνικές κεφαλές. Τις διπλάσιες περίπου από όσες διαθέτουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Γίνεται μάλιστα προσπάθεια εκσυγχρονισμού του οπλοστασίου αυτού από τον Putin.

[23] Ο διαχωρισμός των σφαιρών επιρροής στην νοτιοανατολική Ευρώπη έγινε με την «συμφωνία των ποσοστών» το 1944 (Churchill, 1953, 227-228).

[24] Οι ΗΠΑ δεν επιθυμούσαν σε καμία περίπτωση η Ελλάδα, λόγω του εμφυλίου, να πέσει στην σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Τις ανησυχίες των Αμερικανών και την ταχύτητα των πράξεων τους αναδεικνύει τόσο ο λόγος του Mark Ethridge, του αντιπροσώπου των ΗΠΑ στην ερευνητική επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών, όσο και  επιστολή του Αμερικανού υπουργού εξωτερικών Marshall (Σβολόπουλος, 2003, 19 & 24).

[25] «Ανήκομε εις τον ελεύθερον κόσμο, αλλά διεκδικουμέν ηθικώς ομότιμον συμμετοχήν. Όπως εκπληρούμε τις υποχρεώσεις μας, θα διεκδικούμεν και τα δίκαια μας. Δεν είμεθα υποτελείς, είμαστε σύμμαχοι» Λόγια του Παπανδρέου που δημοσιεύει η εφημερίδα Το Βήμα (Πετρίδης, Αναστασιάδης, 1994, 542)

[26] Η Ελλάδα, με την έξοδο της από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, διέπραξε ένα στρατηγικό σφάλμα καθώς έδωσε την δυνατότητα στην Τουρκία να αναθεωρήσει το καθεστώς επιχειρησιακού ελέγχου στο Αιγαίο. Έτσι η Τουρκία έλαβε την διοίκηση του στρατηγείου στην Σμύρνη και ακόμα και μετά την επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, η χώρα δεν είχε την έγκριση να ιδρύσει νέο στρατηγείο στην Λάρισα υπό ελληνική διοίκηση.

[27] Τα στοιχεία προέρχονται από την Παγκόσμια Τράπεζα. Το ύψος των αμυντικών δαπανών δεν αντανακλά πάντοτε και απαραίτητα ακριβώς τη διαφορά ισχύος μεταξύ δύο κρατών. Είναι ωστόσο το κύριο στοιχείο για την ποσοτικοποίηση των διαφορών αυτών. Κατά κανόνα, ένα κράτος που δαπανά μεγαλύτερα ποσά στις ένοπλες δυνάμεις του θα διαθέτει και ισχυρότερες ένοπλες δυνάμεις σε σχέση με κάποιο άλλο πιο φειδωλό.