από την Αριάδνη Παναγιώτα Φατσή, ερευνήτρια της υποομάδας «Διεθνές & Ευρωπαϊκό Δίκαιο»
Το δίκαιο ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) αναπτύχθηκε με στόχο να εξασφαλίζει τις καλύτερες συνθήκες ανταγωνισμού στην ευρωπαϊκή αγορά, προς όφελος τόσο των επιχειρήσεων όσο και των καταναλωτών. Στα πλαίσια αυτών των διατάξεων υπάρχει και η πρόβλεψη του άρθρου 102 ΣΛΕΕ για την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης. Στόχος αυτής της εργασίας είναι να γίνει αρχικά μια θεωρητική ανασκόπηση του ισχύοντος πλαισίου για την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης και έπειτα σε πιο πρακτικό επίπεδο να αναλυθεί η υπόθεση Intel. Οι λόγοι για τους οποίους επιλέχθηκε η συγκεκριμένη υπόθεση είναι καταρχάς ότι πρόκειται για μια εταιρεία γνωστή σε όλους και δευτερευόντως ότι είναι μια υπόθεση με αρκετά πρόσφατες εξελίξεις. Παράλληλα, σημαντικό είναι ότι για τη συγκεκριμένη καταχρηστική πρακτική (αποκλειστικότητα) υπάρχουν ήδη ενδιαφέροντα νομολογιακά δεδομένα από προηγούμενες υποθέσεις.
-
Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης: Έννοια και νομοθετικό πλαίσιο
Ως δεσπόζουσα θέση στην αγορά (dominance) ορίζεται η δυνατότητα μιας επιχείρησης να ασκεί σημαντική επιρροή στη λειτουργία της αγοράς και στις συμπεριφορές και τις διοικητικές και οικονομικές αποφάσεις άλλων επιχειρήσεων του κλάδου μέσω της οικονομικής της ισχύος. Σε πιο πρακτικό επίπεδο, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι δεσπόζουσα είναι η θέση επιχείρησης που έχει τη δυνατότητα με ορισμένες της ενέργειες να εξαλείψει τον ανταγωνισμό στην αγορά όπου δραστηριοποιείται, να ρυθμίσει με τη συμπεριφορά της τις αποφάσεις άλλων επιχειρήσεων και εν γένει να συμπεριφέρεται με τρόπο που δεν τηρεί σε εξάρτηση από τη συμπεριφορά των ανταγωνιστών, προμηθευτών και καταναλωτών της. Ένα εντελώς πρακτικό αλλά ιδιαίτερα κατανοητό και χρήσιμο κριτήριο είναι η δυνατότητα της δεσπόζουσας επιχείρησης να διατηρεί τις τιμές της πάνω από τα ανταγωνιστικά επίπεδα.
Από τον ίδιο τον ορισμό της δεσπόζουσας θέσης επιχείρησης, γίνονται φανεροί οι άμεσοι κίνδυνοι για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού στην εκάστοτε αγορά και κατ’ επέκταση στην οικονομία της ΕΕ, σε περίπτωση που η επιχείρηση επιλέγει να δρα με καταχρηστικές πρακτικές για να υπονομεύει τον υγιή ανταγωνισμό στον κλάδο. Γι’ αυτό και σύμφωνα με το 102 ΣΛΕΕ, απαγορεύονται οι καταχρηστικές συμπεριφορές που αποτελούν εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης της επιχείρησης και επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών-μελών. Με άλλα λόγια, η επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση δεν απολαμβάνει πλήρη ελευθερία συναλλαγών, όπως συμβαίνει συνήθως στο ιδιωτικό δίκαιο, αλλά περιορίζεται ως προς ορισμένες πράξεις λόγω της ίδιας της οικονομικής της ισχύος, η οποία θα μπορούσε να ανατρέψει τις ισορροπίες και τις συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού για τις ανταγωνιστικές επιχειρήσεις. Τούτο δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι το δίκαιο της ΕΕ απαγορεύει το να κατέχει μια επιχείρηση δεσπόζουσα θέση και να αποκτά έτσι οικονομική δύναμη που της επιτρέπει να διαμορφώνει τη συγκεκριμένη αγορά. Το μόνο που απαγορεύεται και τιμωρείται είναι η κατάχρηση της δύναμης αυτής εις βάρος του ανταγωνισμού, της ενωσιακής οικονομίας και του Ευρωπαίου καταναλωτή. Βέβαια κατά τη νομολογιακή πρακτική της ΕΕ, υπάρχει μια σειρά κριτηρίων με βάση την οποία το δικαστήριο κρίνει αν η επιχείρηση βρίσκεται πράγματι σε δεσπόζουσα θέση. Αυτά είναι συνοπτικά τα εξής:
- Το μερίδιο αγοράς: Όταν μια επιχείρηση διαθέτει πάνω από 50% του μεριδίου της συγκεκριμένης αγοράς, αυτό αποτελεί μαχητό τεκμήριο ότι υπάρχει δεσπόζουσα θέση, εκτός από ειδικότατες και συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αντίστοιχα όταν το ποσοστό είναι κάτω από 40%, η ένδειξη είναι μάλλον αρνητική. Βέβαια το κριτήριο δεν είναι αποκλειστικά αριθμητικό και λαμβάνει υπ’ όψιν και άλλες παραμέτρους, όπως π.χ. η χρονική διάρκεια κατοχής του μεριδίου αυτού ή ο αριθμός και τα μερίδια αγοράς των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων.
- Η δυνητική ένταση του ανταγωνισμού για την αγορά κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή: Αυτό το κριτήριο σχετίζεται κυρίως με την ευκολία ή δυσκολία να εισέλθουν νέοι παίκτες στον συγκεκριμένο κλάδο. Τα εμπόδια που εξετάζονται μπορούν να έχουν οικονομική ή νομική φύση ή και να αναφέρονται σε σημαντικά πλεονεκτήματα που διαθέτουν οι ήδη δραστηριοποιούμενες επιχειρήσεις.
- Η μονοπωλιακή δύναμη: Κριτήρια που συνυπολογίζονται για τον υπολογισμό αυτής είναι το οικονομικό και τεχνολογικό προβάδισμα και η φύση των προϊόντων και του ανταγωνισμού, παράλληλα με τις αγοραστικές συνήθειες στη συγκεκριμένη αγορά.
Το αν και κατά πόσο η συμπεριφορά μιας επιχείρησης συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης αξιολογείται βάσει των πραγματικών γεγονότων και όχι βάσει των εικαζόμενων προθέσεών της. Σύμφωνα με τον επίσημο ορισμό του ΟΟΣΑ, ο όρος κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης αναφέρεται σε “αντι-ανταγωνιστικές επιχειρησιακές πρακτικές στις οποίες μπορεί να καταφύγει η δεσπόζουσα επιχείρηση για να διατηρήσει ή να βελτιώσει τη θέση της στην αγορά”. Οι προβλέψεις του άρθρου 102 ΣΛΕΕ δεν απαριθμούν εξαντλητικά τις πρακτικές που θεωρούνται κατάχρηση, αλλά δίνουν ορισμένα παραδείγματα καθώς και μια γενικότερη κατεύθυνση βάσει της οποίας μπορεί να ερμηνευτεί η οποιαδήποτε συμπεριφορά της εταιρείας. Πιο συγκεκριμένα η παράγραφος 2 του 102 ΣΛΕΕ ορίζει ότι κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης υπάρχει στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- “στην άμεση ή έμμεση επιβολή μη δίκαιων τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής,
- στον περιορισμό της παραγωγής, της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης επί ζημία των καταναλωτών,
- στην εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδύναμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσόμενων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό,
- στην εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων πρόσθετων παροχών που εκ της φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.”
Στην περίπτωση που κριθεί ότι η επιχείρηση έχει πράγματι προβεί σε καταχρηστική συμπεριφορά, οι νομικές συνέπειες είναι δύο. Αρχικά η επίμαχη δικαιοπραξία εφόσον υπάρχει θεωρείται άκυρη. Περαιτέρω, η επιχείρηση μπορεί να κληθεί να καταβάλει πρόστιμο. Επειδή ακριβώς οι εταιρείες που είναι σε δεσπόζουσα θέση μπορούν να έχουν κολοσσιαίους κύκλους εργασιών, η επιβολή του προστίμου είναι τέτοια ώστε να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα, να διασφαλίζεται δηλαδή ότι η επιχείρηση θα αναγκαστεί πρακτικά να απολέσει περισσότερα κεφάλαια από το οικονομικό όφελος που της απέδωσε η παραβίαση, γι’ αυτό και μπορεί να της επιβληθεί πρόστιμο που ανέρχεται μέχρι και στο 10% του κύκλου εργασιών. Καθοριστικοί παράγοντες για την επιμέτρηση του προστίμου είναι η σοβαρότητα και η διάρκεια της παραβίασης, ενώ υπάρχουν και επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις, όπως η υποτροπή ή η ενθάρρυνση από την κρατική νομοθεσία αντίστοιχα.
-
Η υπόθεση Intel – Αρχική κρίση
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2009 με την απόφαση COMP/C-3/37.990 επέβαλε στην Intel πρόστιμο ύψους 1,06 δισεκατομμυρίου ευρώ για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης και χρήση πρακτικών αποκλειστικότητας. Ειδικότερα, η Intel χορηγούσε σημαντικές εκπτώσεις σε τέσσερις γνωστές εταιρείες κατασκευής ηλεκτρονικών υπολογιστών (Dell, Lenovo, HP και NEC), απαιτώντας σε αντάλλαγμα να προμηθεύονται αυτοί τους δικούς της μόνο επεξεργαστές τύπου x86. Ομοίως, η Media-Saturn είχε λάβει οικονομική ενίσχυση με την προϋπόθεση ότι θα πωλούσε υπολογιστές που διέθεταν μόνο επεξεργαστές αυτού του τύπου. Αυτό θεωρήθηκε ότι συνέβη εσκεμμένα από την Intel, καθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι στόχος της ήταν να αποκλείσει από την αγορά την ανταγωνιστική εταιρεία AMD, που παράγει επίσης επεξεργαστές, και ότι η πίστη των προαναφερθεισών εταιρειών επί της ουσίας εξαγοραζόταν με αυτές τις εκπτώσεις και παροχές. Κρίθηκε ότι αυτό παραβίαζε το Δίκαιο Ανταγωνισμού της ΕΕ, καθώς αρχικά δημιουργούσε δυσμενείς συνθήκες για τις ανταγωνιστικές της Intel εταιρείες και επίσης περιόριζε τις επιλογές των καταναλωτών. Η Επιτροπή θεώρησε ότι η πρακτική της Intel να χορηγεί προνόμια σε επιχειρήσεις που με ρητό συμβατικό όρο είχαν δεσμευτεί να αγοράζουν το μεγαλύτερο μέρος των επεξεργαστών τους από την Intel και το μεγαλύτερο μέρος των ήδη έτοιμων υπολογιστών με επεξεργαστή της εταιρείας, ήταν καταχρηστική. Ήδη στην υπόθεση Hoffmann-La Roche είχε γίνει δεκτό ότι μέχρι ενός σημείου η πρακτική χορήγησης εκπτώσεων και σχετικών πριμοδοτήσεων είναι επιχειρηματική τακτική η οποία συμβαίνει για λόγους εμπορικού συμφέροντος χωρίς απαραίτητα να είναι καταχρηστική και να ζημιώνει τον καταναλωτή ή τον ανταγωνισμό εξ ορισμού. Πάντως και σε αυτήν την υπόθεση η φαρμακευτική εταιρεία καταδικάστηκε σε καταβολή προστίμου, διότι είχε καταχραστεί τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά υποχρεώνοντας συνεργαζόμενες επιχειρήσεις να αγοράζουν φάρμακα και συμπληρώματα κατ’ αποκλειστικότητα από αυτήν[1]. Η υπόθεση αυτή δημιούργησε και νέο νομολογιακό προηγούμενο κατά της αποκλειστικότητας ως προς την προμήθεια προϊόντων ως αντάλλαγμα προς εκπτώσεις και άλλες παροχές.
Η Intel προσέφυγε κατά της απόφασης στο Γενικό Δικαστήριο, αιτούμενη την ακύρωση της απόφασης και επικουρικά τη μείωση του προστίμου (υπόθεση Τ-286/09). Το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε τις απόψεις της Επιτροπής και απέρριψε την προσφυγή τον Ιούνιο του 2014.
-
Η υπόθεση Intel – Νέες εξελίξεις
Η ενδιαφέρουσα αυτή υπόθεση δε βρήκε τέλος το 2014. Μετά από αίτηση αναίρεσης της Intel κατά της απόφασης αυτή τη φορά του Γενικού Δικαστηρίου, επιλήφθηκε της υπόθεσης το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), το οποίο διαπίστωσε ότι κατά την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου δεν είχαν ληφθεί υπ’ όψιν σημαντικά στοιχεία για την αξιολόγηση των επίμαχων εκπτώσεων και ενισχύσεων ως καταχρηστικών ή μη. Βασικός παράγοντας που η Intel θεώρησε ότι δεν είχε εκτιμηθεί στον σωστό βαθμό ήταν το λεγόμενο AECT (as efficient competitor test), το οποίο αξιολογεί επί της ουσίας αν υπάρχει στην αγορά πράγματι μια εταιρεία εξίσου ικανή, ώστε να ευθύνεται πράγματι η πρακτική της Intel για τον όποιο περιορισμό του ανταγωνισμού. Αυτό το κριτήριο είναι βασικό στη νομολογία για την αξιολόγηση μιας πρακτικής ως καταχρηστικής, καθώς δεν έχει την ίδια βαρύτητα η παρεμπόδιση στην αγορά μιας εξίσου ικανής (με τη δεσπόζουσα) επιχείρησης και μιας επιχείρησης που είναι πολύ κατώτερη ως προς την προσφερόμενη ποιότητα και ως προς το μέγεθος των πωλήσεών της. Το ΔΕΕ απεφάνθη ότι πράγματι το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε εξετάσει επαρκώς αυτήν την παράμετρο.
Ο συλλογισμός του ΔΕΕ υπενθυμίζει ότι το άρθρο 102 ΣΛΕΕ δεν τιμωρεί τη δεσπόζουσα θέση καθεαυτήν, ούτε εναντιώνεται σε μια επιχείρησης που μέσω της ποιότητας και άλλων θετικών χαρακτηριστικών της βρίσκεται σε μια τέτοια θέση, αλλά απλώς και μόνον υπογραμμίζει την ιδιαίτερη ευθύνη της επιχείρησης αυτής για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού και απαγορεύει την κατάχρηση. Συνεπώς, βάσει αυτού του δεδομένου και των ισχυρισμών της Intel ότι δεν είχαν εκτιμηθεί σωστά οι συνθήκες της αγοράς στην κρίση του 2014, το ΔΕΕ με κρίση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017 έστειλε την υπόθεση πίσω στο Γενικό Δικαστήριο, για να εξεταστεί εκ νέου με βάση όλες αυτές τις παραμέτρους.
-
Συμπερασματικές Παρατηρήσεις
Αν και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πώς θα εξελιχθεί η υπόθεση της Intel και αν πραγματικά θα κριθούν ως καταχρηστικές οι πρακτικές αποκλειστικότητας που αυτή ακολούθησε ή σε ποιον ακριβώς βαθμό θα γίνει αυτό, η μέχρι τώρα πορεία αυτής της υπόθεσης έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί μέσω της σκέψης του ΔΕΕ επιβεβαιώνεται ότι το Δίκαιο Ανταγωνισμού της ΕΕ δεν έχει τιμωρητική διάθεση εναντίον των επιχειρήσεων που έχουν αποκτήσει δεσπόζουσα θέση βάσει των δικών τους προσόντων και προσπαθειών με θεμιτά μέσα. Αντιθέτως, η νομοθεσία έχει ως στόχο να θέσει όρια μέσα στα οποία οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να απολαμβάνουν τη δεσπόζουσα θέση τους αλλά πρέπει να απέχουν από καταχρηστικές πρακτικές που ζημιώνουν τη λειτουργία των ευρωπαϊκών αγορών και μειώνουν τις επιλογές των καταναλωτών.
Από όσα έχουν λεχθεί και ανωτέρω, συνάγεται επίσης ότι οι υποθέσεις που αφορούν στο Δίκαιο Ανταγωνισμού της ΕΕ έχουν αρκετές δυσκολίες στην αντιμετώπισή τους. Η νομοθεσία και η πλούσια νομολογία είναι σίγουρα πολύ σημαντικοί και βοηθητικοί παράγοντες για την κρίση νέων υποθέσεων, αλλά ο ανταγωνισμός και η αξιολόγηση των σχετικών πρακτικών και των αποτελεσμάτων τους δεν έχει μόνο νομικό αλλά και οικονομικό περιεχόμενο. Από την υπόθεση της Intel φαίνεται ότι το ΔΕΕ έδωσε έμφαση στην αξιολόγηση των πραγματικών συνθηκών της αγοράς, η οποία είναι πολύ σημαντική παράμετρος για να κριθεί αν όντως μια πρακτική ασκείται καταχρηστικά. Εργαλεία όπως το τεστ εξίσου ικανών ανταγωνιστών υπάρχουν βάσει αυτής ακριβώς της λογικής και είναι καλό να εξετάζονται με λεπτομέρεια. Υποθέσεις όπως αυτή της Intel θα μας απασχολήσουν σίγουρα και στο μέλλον, καθώς οι νέες τεχνολογίες ήδη δημιουργούν εντελώς καινούργιες πιθανές πρακτικές υπονόμευσης του ανταγωνισμού, όπως επί παραδείγματι αυτές που βασίζονται στα δεδομένα. Γι’ αυτόν τον λόγο η αποτελεσματική νομοθεσία της ΕΕ, ο λειτουργικός μέχρι στιγμής μηχανισμός επιβολής της και η πλούσια και πράγματι πολύτιμη νομολογία πρέπει να βαδίζουν σε δρόμο συνεχούς εκσυγχρονισμού για να βρίσκονται πάντα σε θέση να προστατεύουν την κοινή αγορά και τους Ευρωπαίους καταναλωτές.
[1] Υπόθεση 85/76: Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής
Βιβλιογραφία
- Αργυρός, Γ. (2015). Δίκαιο της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς: οι θεμελιώδεις οικονομικές ελευθερίες. Αθήνα:Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών.
- Αρματά, Ε. (2018). Πλαίσιο ανάλυσης των εκπτώσεων υπό προϋποθέσεις υπό το πρίσμα του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. ΔΕΕ 24 (5) σσ. 587-602.
- Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2011). Πρόστιμα για παράβαση της νομοθεσίας ανταγωνισμού. Διαθέσιμο εδώ. [Ανακτήθηκε 25 Απριλίου 2019].
- Mertikopoulou, V. (2017). What’s new in the CJEU judgment in the Intel case? Διαθέσιμο εδώ. [Ανακτήθηκε 26 Απριλίου 2019].
- Μικρουλέα, Α. (2018). Εισαγωγή στο Δίκαιο Ανταγωνισμού. Υλικό Διαλέξεων. Αθήνα: Νομική Σχολή ΕΚΠΑ. Διαθέσιμο εδώ. [Ανακτήθηκε 21 Απριλίου 2019].
- C. (2014). Intel and the Abuse of Dominant Position: The General Court Upholds the Highest Fine Imposed on a Single Company for a Competition Law Infringement. European Law Reporter, 2014, nº 7-8, pp. 204 – 209.
- Rosenblatt, H. (2013). Dominance: EU Competition Law. Brussels: College of Europe. Διαθέσιμο εδώ. [Ανακτήθηκε 22 Απριλίου 2019].
- Whish, R. & Bailey, D. (2018). Competition Law. 9th ed. Oxford: Oxford University Press.