από την Πηνελόπη Στεργίου, ερευνήτρια της ομάδας «Άμυνα & Ασφάλεια»
Ένα σημαντικό ερώτημα που γεννάται με την αναφορά μας στο Κόσοβο είναι αν μπορεί ένα κράτος να υπάρχει με την ταυτόχρονη συνύπαρξη διαφορετικών εθνοτήτων στην επικράτεια του. Το κράτος επιβάλλει την ύπαρξη ενός ενιαίου έθνους ή το αντίστροφό; Η ιστορία έχει απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, με τη Γιουγκοσλαβία να αποτελεί το πιο σύγχρονο παράδειγμα.
Σύντομη ιστορική αναδρομή της Γιουγκοσλαβίας:
Μετά το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της διάλυση της Αυστροουγγαρίας[1] και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δημιουργούνται ορισμένα νέα κράτη. Ένα από τα κράτη αυτά ήταν το Βασίλειο των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων, το οποίο ιδρύεται το 1918. Το νεοσύστατο αυτό κράτος ήταν αρκετά ετερογενές σε πολιτιστικό, οικονομικό, και κοινωνικό επίπεδο. Αποτελούνταν από έξι ομόσπονδες δημοκρατίες, με τέσσερις επίσημες γλώσσες (Σέρβικα, Κροάτικα, Σλοβένικα και Σλαβομακεδόνικα), τρεις κύριες θρησκείες (Ορθοδοξία, Καθολικισμός, Μουσουλμανισμός) και πάνω από 30 επίσημα καταγεγραμμένες εθνικές μειονότητες. Η ένωση των δημοκρατιών αυτών για τη Σερβία έπρεπε να γίνει υπό το πρίσμα του μεγαλοσερβισμού και όχι του γιουγκοσλαβισμού, γι’ αυτό και δημιουργείται μια σέρβικη μοναρχία. Οι Κροάτες και οι Σλοβένιοι -λόγω απειλής της αναθεωρητικής Ιταλίας για επέκταση της στην Αδριατική – αποδέχονται τον συμβιβασμό με τους Σέρβους για να εξασφαλίσουν την εδαφική τους ακεραιότητα.
Στις 3 Οκτωβρίου 1929, η χώρα ονομάστηκε επίσημα Γιουγκοσλαβία. Η πληθώρα εθνοτικών διαφορών (το ζήτημα της σερβικής Μακεδονίας, το αλβανικό ζήτημα, το κροατικό) προκάλεσε τον πυρήνα του γιουγκοσλαβικού κράτους. Οι σερβοκροάτικες αντιπαραθέσεις εντείνονται και δημιουργούνται οι οργανώσεις των των «Ουστάσε», κίνημα ακροδεξιών Κροατών εθνικιστών που αποσκοπούσε στην ίδρυση ενός ανεξάρτητου Κροατικού κράτους. Το ναζιστικό καθεστώς του 1941 καταλύει τη σέρβικη μοναρχία, ενώ η «Ουστάσε», είναι ο κύριος δορυφόρος της ναζιστικής Γερμανίας στην Γιουγκοσλαβία, για ιδεολογικούς κυρίως λόγους.
Μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο την εξουσία αναλαμβάνει γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Κόμμα υπό την ηγεσία του Τίτο, ο οποίος χτίζει ένα σοσιαλιστικό ομοσπονδιακό κράτος στα ερείπια της πρώτης Γιουγκοσλαβίας. Η ανάπτυξη της Γιουγκοσλαβίας βασίστηκε σε μια σοσιαλιστική στρατηγική, που υπαγόρευε την αυτοδιοίκηση των εργαζομένων και την ελεγχόμενη διαχείριση των μηχανισμών της αγοράς. Το σοσιαλιστικό καθεστώς του Τίτο έδωσε την προοπτική μιας ομοσπονδίας που θα εξυπηρετούσε τις προσδοκίες τόσο των εθνοτήτων (Σέρβων, Σλοβένων, Κροατών, Μαυροβούνιων και «Μακεδόνων») όσο και των εθνοτικών μειονοτήτων. Έτσι, το σύνταγμα της Γιουγκοσλαβίας δημιούργησε μια ομοσπονδία έξι δημοκρατιών (Βοσνία – Ερζεγοβίνη, Κροατία, Μακεδονία, Μαυροβούνιο, Σερβία και Σλοβενία) και δύο αυτόνομων επαρχιών (Βοϊβοντίνα και Κόσοβο). Μετά το θάνατο του, η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίζεται από οικονομικοπολιτική αστάθεια και φυγόκεντρες τάσεις διάλυσης της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας.Με μοχλό την εθνοτική ετερογένεια ο ξένος παράγοντας (ΗΠΑ, Γερμανία) συμβάλλει στη αποσταθεροποίηση της Γιουγκοσλαβίας.
Το 1990 πραγματοποιούνται πολυκομματικές εκλογές σε όλες τις δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας και δημιουργούνται δύο στρατόπεδα που αναδεικνύουν εθνικιστικά προγράμματα τόσο στην περίπτωση της κομμουνιστικής (Σερβία, Μαυροβούνιο) όσο στην περίπτωση της ακροδεξιάς πολιτικής. Το χάσμα μεταξύ των κυβερνήσεων είναι εμφανές. Οι διαπραγματεύσεις και οι ομοσπονδιακές εκλογές αδυνατούν να οργανωθούν από τις κυβερνήσεις, αφοί η σερβική πολιτική επιδιώκει μια ομοσπονδία, ενώ η σλοβένικη και Κροάτικη πολιτική ευνοεί μια πιο χαλαρή ομοσπονδία.
Ένα μωσαϊκό από έθνη που υπήρχαν και διαμάχονταν στα Βαλκάνια τα τέλη του 19ου αιώνα, κατακερματίστηκε ως τις αρχές του 21ου αιώνα δημιουργώντας ένα μωσαϊκό από μικρά εθνικά κράτη. Η «Βαλκανοποίηση« δρομολογείται στα τέλη του 20ου αιώνα, με προτροπή των Δυτικών κρατών και με στρατιωτικό βραχίονα το ΝΑΤΟ.
Το ΝΑΤΟ επεμβαίνει στρατιωτικά στη Γιουγκοσλαβία, εντείνει τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς και προσπαθεί να πειθαναγκάσει τη Γιουγκοσλαβία να υπογράψει την άνευ όρων συμφωνία του Ραμπουγιέ[2].
Η ΕΕ έχει ευθύνη για τα αποτελέσματα την ΝΑΤΟϊκής επέμβασης στη Γιουγκοσλαβία. Η στρατιωτική επέμβαση στο Κόσοβο δεν βρίσκει κάποιο ευρωπαϊκό εμπόδιο, ενώ συνυπογράφτηκαν σχετικές διατάξεις που ορίζονται από τις ΝΑΤΟικές συνόδους των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας, με κύριες αυτές του Ιούνη και του Δεκέμβρη του 1998. Τη δεκαετία του 1990, υποκινούμενοι εμφύλιοι πόλεμοι διαταράσσουν ακόμα περισσότερο το γιουγκοσλαβικό έδαφος. Αποκορύφωμα των διαξιφισμών που ανατροφοδοτούνταν εδώ και χρόνια, λόγω του ιμπεριαλιστικού πνεύματος των ΗΠΑ, ήταν η Νατοϊκή επέμβαση στη Σερβία το 1999. Πραγματοποιούνται αεροπορικοί βομβαρδισμοί εναντίον της Σερβίας, του Κοσόβου και του Μαυροβουνίου. Οι επιθέσεις έγιναν και με βόμβες απεμπλουτισμένου ουρανίου, προκαλώντας σημαντική μόλυνση στο περιβάλλον, ενώ η χημική τοξικότητα επιδρά αρνητικά στη βιολογικό σύστημα των οργανισμών[3]. NATO- HΠΑ επιδίωκαν μια πολιτειακή αλλαγή στην Γιουγκοσλαβία και την μετατροπή του Κοσόβου σε προτεκτοράτο των Βαλκανίων. Ωστόσο μεταπολεμικά πορίσματα και έρευνες αναδεικνύουν και άλλους λόγους διάσπασης της Γιουγκοσλαβίας, οι οποίοι εντοπίζονται στην αδυναμία συμμόρφωσης του πολιτικού προγράμματος του Μιλόσεβιτς σε ότι αφορά οικονομικούς και στρατιωτικούς κανόνες. [4]
Το Κόσοβο στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβίας
Το Κόσοβο είναι μια αμφιλεγόμενη περιοχή μέχρι και σήμερα, η οποία συνορεύει με την Σερβία, την Αλβανία, το Μαυροβούνιο και την Π.Γ.Δ.Μ. Η παρουσία τόσο Αλβανών όσο και Σέρβων στην περιοχή δρομολόγησε μια σειρά από συγκρούσεις, οι οποίες διαμόρφωσαν αμφίρροπο ιστορικό κλίμα. Το 1389, το Σέρβικο βασίλειο ηττάται από τους Οθωμανούς Τούρκους στο KosovoPolije. Από τον 19ο αιώνα, λοιπόν, διογκώνεται η αντιμαχία Σερβίας, Αλβανίας, για την εγκόλπωση του Κοσόβου στην γεωγραφική τους επικράτεια. Όσο αναφορά την Αλβανία,κεντρικό ρόλο έπαιξε η επαρχία του Κοσσυφοπεδίου κατά την περίοδο 1878-1912, ως προς την διαμόρφωσή της εθνικής τους συνείδησης, που τελικά οδήγησε στην διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλβανίας το 1912. Από την άλλη πλευρά για την Σερβία, το Κόσοβο θεωρείται το λίκνο της σερβικής εθνότητας, λόγω της ύπαρξης θρησκευτικών συμβόλων (ναοί, μοναστήρια) του πολιτισμού τους.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας η Αλβανία διατηρεί την παρουσία της αισθητά στην περιοχή του Κοσόβου. Η ανάπτυξη της αλβανικής ταυτότητας έλαβε ισχυρή ώθηση κατά τη διάρκεια των πολλαπλών νοτιοανατολικών Ευρωκρίσεων. Το 1878, οι Αλβανοί δημιούργησαν την «LeagueofPrizren», μια πολιτική οργάνωση η οποία θα απέτρεπε την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και θα προστάτευε τους αλβανικούς πληθυσμούς. Η οργάνωση αυτή ενίσχυσε την αλβανικό ιδεώδες και συντέλεσε στην διαμόρφωση της εθνικής τους ταυτότητας.
Η εθνοτική ετερογένεια στο Κόσοβο διατηρείται για τα επόμενα χρόνια. Η Σερβία αποτελεί τη μειονότητα του πληθυσμού στην περιοχή, ενώ οι πλειοψηφία των κατοίκων είναι Αλβανοί. Υπό την ηγεσία του Τίτο ο αλβανικός πληθυσμός απόλαυσε σε ένα σημαντικό βαθμό αυτονομίας, γεγονός που άρχισε να δυσαρεστεί τον σέρβικο πληθυσμό. To 1981, ριζοσπαστικές κινήσεις του αλβανικού πληθυσμού απαιτούν την ανεξαρτησία του Κοσόβου εντός πάντα των συνόρων της Γιουγκοσλαβίας. Οι εξεγέρσεις δεν πήραν ανεξέλεγκτες διαστάσεις, αφού η κεντρική κυβέρνηση με τη χρήση βίας περιόριζε τις τοπικές αναταραχές. Η εξεγέρσεις εντατικοποιούν τη σερβική εθνικιστική διάθεση, η οποία υποστηρίζει ότι κύρια αιτία των εξεγέρσεων είναι η μεγάλη αλβανική ιδέα, η οποία εμπεριέχει την απόσχιση του Κοσόβου σε ό,τι αφορά τη Σέρβικη επιρροή.
Έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η πολιτική προσπάθεια για αναζήτηση ειρηνικής διευθέτησης μεταξύ Σέρβων και Αλβανών για το ζήτημα του Κοσόβου έφερε ελάχιστα αποτελέσματα.Την προεδρία της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας αναλαμβάνει ο Σέρβος SlobodanMilosevic, ο οποίος παίρνει ξεκάθαρη στάση υπέρ της γενέτειρας του στο θέμα του Κοσόβου, πολιτική που ενδυνάμωσε το εθνικιστικό μίσος.
Η περιοχή του Κοσόβου δεν αποτελεί το πρώτο θέμα συζήτησης στις διεθνείς διαπραγματεύσεις και δεν αναφέρεται στη συμφωνία Dayton.Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι μικρές εστίες διαμαρτυρίας μετατράπηκαν σε ένοπλή αντίδραση της σέρβικης καταπίεσης. Η αποτύπωση των αντιδράσεων σημειώνεται με την ίδρυσή της παραστρατιωτικής οργάνωσης UÇK,το 1996. Ο UÇKείχε θέσει ως στόχο την απόσχιση του Κοσόβου από τη Σερβία και την αυτονόμηση του. Ο σέρβικος στρατός συνεργάζεται με την αστυνομία, προκειμένου να αντιμετωπίστουν οι επιθέσεις από την οργάνωση UÇK. Από το 1998, οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων και η κλιμάκωση των βίαιων συγκρούσεων και θανάτων του αλβανικού πληθυσμού κέντρισαν την προσοχή των παγκόσμιων δρώντων.[5]
Τη σκυτάλη παίρνει το ΝΑΤΟ, το οποίο αποφασίζει να επιλύσει τις συγκρούσεις στο Κοσσυφοπέδιο με ένοπλη επέμβαση, όπως ακριβώς και στην περίπτωση της Βοσνίας.Μία σειρά από αεροπορικές επιθέσεις με την ονομασία Operation Allied Force (OΑF), βομβάρδιζαν την Γιουγκοσλαβία για 78 μέρες. Το ΝΑΤΟ συγκαλείπτει τις επιδιώξεις του και αυτοανακηρύσσεται ως ειρηνευτική δύναμη,η οποία θα επιλύσει τις εθνοτικές διαφορές που ταλανίζουν την Γιουγκοσλαβία, γι’ αυτό το λόγο ονομάζει την επέμβαση «ανθρωπιστικό πόλεμο». Ουσιαστικά, όμως,επιδιώκει την πτώση του Μιλόσεβιτς και την διαμέλιση της Γιουγκοσλαβίας σε μικρά κράτη εύκολα διαχειρίσιμα από τις ηγέτιδες δυνάμεις. [6]
Στις αρχές Μαΐου, οι υπουργοί Εξωτερικών της G8, με τον Μιλόσεβιτς και το σέρβικο κοινοβούλιο διαπραγματεύονται πακέτο μέτρων. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρουν:
- Την απόσυρση σέρβικων δυνάμεων από το Κόσοβο
- Την ύπαρξή εκστρατευτικού σώματος με συμμετοχή του ΝΑΤΟ σε αυτό
- Την δημιουργία προσωρινής διοίκησης
- Την ασφαλή επιστροφή των προσφύγων
- Την αποστρατικοποίηση του UCK
Ο πόλεμος έληξε 10 Ιουνίου 1999 με την συμφωνία του Kumanovo, η οποία προέβλεπε την παράδοση της διακυβέρνησης του Κοσόβου στα Ηνωμένα Έθνη.[7] Με αυτή τη λύση έχουμε την εισαγωγή του όρου Κοσοβοποίση στην διεθνή γεωπολιτική σκακίερα, δηλαδή ένα κράτος το οποίο δεν έχει κεντρική διοίκηση από τους αυτόχθονές πολίτες του, αλλά διοικείται από εξωτερικές δυνάμεις.
Για άλλη μία φορά, το ΝΑΤΟ αναλαμβάνει την άμυνα και την ασφάλεια του Κοσόβου. Η λειτουργία της Operation Allied Force (OAF) αναστέλλεται, ενώ στην περιοχή αναπτύχθηκε ηΔ ύναμη του Κοσόβου (KFOR), υπό τη διοίκηση του ΝΑΤΟ. Στις 17 Φεβρουαρίου 2008, το Κόσοβο ανακύρηξε μονομερώς την ανεξαρτησία του, ζητώντας την αναγνώριση από τη διεθνή κοινότητα. Στα πλαίσια της ανεξαρτησίας του, το 2009 απέκτησε το δικό του στρατό, με την ονομασία Δύναμη Ασφαλείας του Κοσόβου (KSF). Ωστόσο, πολλές χώρες δεν το αναγνωρίζουν σαν κράτος, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα.[9]Το 2010, το διεθνές δικαστήριο αποφαίνεται με γνωμοδότηση του ότι η ανακήρυξη ανεξαρτησίας του Κοσόβου δεν παραβιάζει το διεθνές δίκαιο[8]. Το 2016, γίνονται τα πρώτα βήματα ένταξης του Κοσσυφοπεδίου στην ΕΕ, αφού σύναψε συμφωνία σταθεροποίησης και σύνδεσης (ΣΣΣ) με την ΕΕ. [9]
Είναι, λοιπόν, εμφανές ότι η προσπάθεια εξομάλυνσης των εσωτερικών διαφορών βάζουν το Κόσοβο σε τροχία ένταξης στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, διαμέσου συμφωνιών τόσο με το ΝΑΤΟ όσο και με την ΕΕ. Ωστόσο, οι εχθρικές σχέσεις Σέρβων- Αλβανών διατηρούνται στο προσκήνιο μέχρι και σήμερα. Οι εθνοτικές διαφορές μέσα στη Γιουγκοσλαβία αποτέλεσαν σκαλοπάτι για την Δυτική επεκτατική πολιτική και την τελική διάσπασή της σε μικρές επαρχίες. Κάθε κράτος, με εθνοτική ετερογένεια είναι επιρρεπές στην μεθοδευμένη στρατιωτική καθοδήγηση, διότι ένα κράτος χρειάζεται την εθνική διάθεση προκειμένου να συσπειρώνει το λαό του σε εξωτερικές απειλές. Όταν ο λαός όμως είναι διχοτομημένος , προκαλείται σύγχυση στον κρατικό πυρήνα και τελικά διαβρώνεται.
Βιβλιογραφία
[1] Η Αυστροουγγαρία εμφανίζεται από το 1867 ως το 1918 ως ένα πολυεθνικό κράτος. Η ένωση ήταν αποτέλεσμα του Αυστροουγγρικού Συμβιβασμού του 1867 και αποτελούσε μία από τις Μεγάλες Δυνάμεις του κόσμου εκείνης της εποχής. Υπήρχαν δυο συνταγματικές μοναρχίες Αυστρία-Ουγγαρία και μια αυτόνομη περιοχή, το Βασίλειο της Κροατίας-Σλαβονίας. Τελικά διαλύθηκε με την ήττα στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο.
[2] Η Συμφωνία στο Ραπουγιέ περιλάμβανε συζητήσεις, οι οποίες όμως απέτυχαν να οδηγήσουν σε μία συμβιβαστική λύση. Ήταν μια πολιτική λύση που πρότειναν οι ΗΠΑ, θέτοντας κάποιους όρους σχετικά με τον έλεγχο της Γιουγκοσλαβίας από Νατοϊκά στρατεύματα. Η συμφωνία περιελάμβανε και την αυτονομία του Κοσόβου, με δικό του Σύνταγμα, κίνηση την οποία η Σερβία δεν νομιμοποιούσε.
[3] World health organization , Depleted Uranium Mission to Kosovo, 2001,[online], διαθέσιμο εδώ.
[4] Κολτσίδα, Γιαννούλα, Β., Κριτική στον κοινωνικό κονστρουκτιβισμό του Alexander Wendt: η περίπτωση του Κοσόβου, 2014, [online], διαθέσιμο εδώ.
[5] ΝΑΤΟ, ΝΑΤΟ’s Role in Relation to the Conflict in Kosovo, 1999, ,[online], διαθέσιμο εδώ.
[6] Smith, Martin A; Latawski, Paul, The Kosovo crisis and the evolution of a post-Cold War European security,2003
[7] MARK WEBBER, The Kosovo war: a recapitulation, 2009
[8] Διεθνές δικαστήριο, According with International Law of Unilateral Declaration of Independence in Respect of Kosovo, Summary of advisory opinion, Summary 2010/2, 22/7/2010
[9] US Department of State, U.S. Relations With Kosovo,10/10/2018, [online], διαθέσιμο εδώ.