από την Αμίνα Μαχμουντ, ερευνήτρια της ομάδας «Κοινωνικά & Ανθρωπιστικά Ζητήματα»
Η Σιμόν Ντε Μποβουάρ, το 1949, στο έργο της με τίτλο «Το Δεύτερο Φύλο», σημαντικότατο έργο για τη φεμινιστική φιλοσοφία, εστιάζει στην ιδέα του «άλλου». Η γυναίκα, όπως ισχυρίζεται, έχει κρατηθεί σε μια σχέση μακροχρόνιας καταπίεσης από τον άνδρα μέσω του υποβιβασμού της, στο «έτερο» αυτού. Σε ευθύγραμμη πορεία, με τη φιλοσοφία του Χέγκελ και Σάτρ, ο εαυτός χρειάζεται ετερότητα για να αυτοπροσδιοριστεί. Ο «εαυτός» είναι ο άνδρας, ενώ ο ρόλος του «άλλου» αναλαμβάνεται συνήθως από τη γυναίκα. Όπως επεξηγεί και η ίδια στην εισαγωγή του βιβλίου της:
«η γυναίκα είναι το τυχαίο, το επουσιώδες, το αντίθετο του ουσιώδους. Ο άνδρας είναι το υποκείμενο, αυτός είναι το απόλυτο, η γυναίκα είναι ο Άλλος».
H Μποβουάρ σκιαγραφεί την ανθρώπινη ύπαρξη ως διφορούμενη ανάμεσα στην υπερβατικότητα και την εμμένεια. Οι άνδρες έχουν ευνοηθεί με το να εκφράζουν την υπερβατικότητα μέσω έργων ενώ οι γυναίκες εξαναγκάζονται σε μια ζωή επαναλαμβανόμενης εμμένειας. Συνεχίζοντας, επιχειρεί να διερευνήσει πως προέκυψε αυτή η άνιση σχέση, καθώς και ποιες προϋποθέσεις συντηρούν την κοινωνική της εξουσία. Προκειμένου, επισημαίνει η Μποβουάρ, να εξασφαλιστεί η ισότητα των φύλων, οι γυναίκες θα πρέπει να αποκτήσουν πρόσβαση στα ίδια είδη δραστηριοτήτων με τους άνδρες, ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζει ότι πρέπει να επέλθουν ορισμένες αλλαγές στην κοινωνική δομή προς διευκόλυνση τους. Το «Δεύτερο φύλο» δεν επικεντρώνεται όμως μόνο εκεί. Αναπτύσσει επίσης την ιδέα ότι κάθε άτομο, ανεξάρτητα από το φύλο, την κοινωνική τάξη ή την ηλικία θα πρέπει να ενθαρρύνεται να ορίζει τον εαυτό του και να αναλαμβάνει την ατομική ευθύνη της ελευθερίας του.
«μια γυναίκα δε γεννιέται, αλλά μάλλον γίνεται»
Στην ανάλυση αυτή, διασχίζονται σημεία της θεωρητικής συζήτησης με άμεσο στόχο την ιχνηλάτιση του τρόπου με τον οποίο η φεμινιστική επιστημολογία προσπάθησε να συμβάλει στην επίτευξη της επιστημονικής αντικειμενικότητας, καθώς και τον ρόλο που διαδραμματίζει το φύλο, αναπαράγοντας ιεραρχίες και αποκλεισμούς στον χώρο των επιστημών, των οποίων η άρση αποτελεί μέγιστη προτεραιότητα. Αρχικά, στην επισκόπηση που ακολουθεί εξετάζεται η έννοια της φεμινιστικής επιστημολογίας μέσα από μια σύγκριση με την παραδοσιακή οπτική της επιστημολογίας, ενώ στη συνέχεια στέκομαι στις πτυχές αυτού του νέου είδους επιστημολογίας.
Είναι η επιστημολογία μια κοινωνική θεωρία;
Επιστημολογία είναι η θεωρία που ασχολείται με την διεξοδική έρευνα των τρόπων και των μέσων που παράγεται η γνώση, τους τρόπους ουσιαστικά που οι απόψεις που διατυπώνονται θεωρούνται έγκυρες και πληρούν τα κριτήρια ούτως ώστε να χαρακτηριστούν γνωστικές πίστεις. Χρησιμοποιεί παραδείγματα από την καθημερινή εμπειρία για να αποδώσει τεκμήρια σε μια παραδοχή της σχετικά με κάποιο ζήτημα, ενώ παράλληλα κύριος προβληματισμός της παραμένει η γνωστική διαδικασία. Το παραδοσιακό μοντέλο της επιστήμης δέχεται ότι εργαλεία της επιστήμης αποτελούν αποκλειστικά η παρατήρηση και το πείραμα, με κύριο παρονομαστή την ορθολογικότητα. Ωστόσο, αυτό το είδος εξήγησης της γνωστικής διαδικασίας αμφισβητήθηκε έντονα λόγω του επαγωγικού του χαρακτήρα, καθώς πλέον φαινόταν ξεκάθαρα η αδυναμία συγκρότησης ενός ορθολογικού μοντέλου που θα λειτουργεί ως εξηγητικό σχήμα σε κάθε περίπτωση της έρευνας. Ορόσημο αυτής της αμφισβήτησης, υπήρξε το έργο του Thomas Kuhn, το οποίο αρχικά εναντιώθηκε στη σωρευτικότητα και αντικειμενικότητα της επιστήμης και εν συνεχεία, ισχυρίστηκε ότι η επιστήμη προοδεύει μέσω επιστημονικών «επαναστάσεων», μέσω ενός εξελικτικού σχήματος[1] το οποίο αφενός ερχόταν σε άμεση ρήξη με την εικόνα που είχε σχηματιστεί για την επιστήμη από τις παραδόσεις του θετικισμού αλλά και της διαψευσιοκρατίας, και αφετέρου αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο για την «Ιστοριστική στροφή», κατά την οποία η επιστήμη δεν είναι αυστηρώς ορθολογικό εγχείρημα αλλά διέπεται από ιστορικές και κοινωνικές παραμέτρους.
Προχωρόντας ακόμα ένα βήμα στην ανάλυση, οι κοινωνιολόγοι που ασχολήθηκαν με την παραγωγή της γνώσης και την επιστημολογία, εξέφρασαν την άποψη ότι η γνώση ή αλλιώς οι αληθείς πίστεις που έχουν παραχθεί από την γνωστική διαδικασία, είναι μια κοινωνική κατασκευή. Η γνώση παράγεται από επιστήμονες που δεν είναι απομονωμένοι στο ερευνητικό τους εργαστήρι, αποστειρωμένοι από κοινωνικά συμβάντα. Επηρεάζονται από κοινωνικούς παράγοντες, τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, τις διαπροσωπικές σχέσεις, το περιβάλλον και μια σωρεία άλλων παραγόντων που μπορεί να διαπλέκονται στη ψυχολογία του ατόμου, μη απαλείφοντας τον ρόλο του. Τα άτομα δεν είναι παθητικοί παρατηρητές της πραγματικότητας, αλλά μετέχουν ενεργά σε αλληλοεπιδρώσες κοινωνικές ομάδες με συγκεκριμένες δραστηριότητες. Η επιστημονική έρευνα μετατρέπεται τοιουτοτρόπως σε κοινωνικό θεσμό που επηρεάζεται από τις κοινωνικές καταστάσεις ενώ συναπαρτίζεται από στοιχεία που διέπουν έναν θεσμό όπως η συναίνεση, η ιεραρχία, οι ρόλοι κτλπ. Ανεξάρτητα λοιπόν από το εάν ως αφετηρία της έρευνας έχουμε τον νού ή κάποιο αισθητήριο όργανο, η γνώση φαίνεται να εξαρτάται περισσότερο από κοινωνικούς παράγοντες.
Πως συνδέεται το φύλο και η επιστήμη; Τι είναι η φεμινιστική θεωρία της γνώσης;
Εφόσον γίνεται λόγος για τον όρο «θηλυκότητα» (feminism) θα πρέπει να δεχτούμε ότι υπάρχουν διαφορετικές οπτικές στην επιστήμη: η αντρική και η γυναικεία. Οι διαφορετικές φεμινιστικές απόψεις συνδέονται κυρίως με το βιβλίο της Evelyn Fox Keller «A Feeling for the Organism», στο οποίο μεταξύ άλλων μπορεί να δει κανείς μελέτες διαφόρων γυναικών επιστημόνων. Το κεντρικό επιχείρημα της θέσης αυτής κινείται γύρω από την ιδέα ότι υπάρχουν ξεκάθαρα έμφυλα είδη επιστημονικής σκέψης. Έτσι, η αντρική σκέψη χαρακτηρίζεται από απλοποιημένη, αποστασιοποιημένη αντικειμενικότητα, επιδιώκοντας τον τεχνολογικό έλεγχο, ενώ η γυναικεία χαρακτηρίζεται από προσήλωση στις σχέσεις, οικειότητα μεταξύ του παρατηρητή και παρατηρούμενου, με προσήλωση στην ολιστική κατανόηση. Εάν αυτό ισχύει, τότε ισχύει πως η επιστημονική γνώση είναι ζήτημα έμφυλων διαστάσεων.
Οι φεμινιστές επιστημολόγοι ενδιαφέρονται για τους κανόνες και τις πρακτικές της γνώσης που επηρεάζουν τις ζωές των γυναικών. Δεν αναζητούν μόνο τον τρόπο με τον οποίο οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων έχουν μορφοποίησει τις γνωστικές διαδικασίες, αλλά, ακόμα, αν αυτές οι σχέσεις συμβάλλουν ή όχι στην προσέγγιση της αντικειμενικότητας. Η Φεμινιστική θεωρία της Γνώσης έχει τις ρίζες της στο Δεύτερο κύμα Φεμινισμού (1960), που ενδιαφερόταν και εστίαζε σε θέματα όπως η οικονομική ισότητα μεταξύ των φύλων και η ενασχόληση με τα δικαιώματα γυναικείων μειονοτήτων, καθώς και στο νέο ρεύμα επιστημολογίας που εισήχθη από τον Kuhn, με την απαξίωση του λογικού Θετικισμού και την αμφισβήτηση της αντικειμενικότητας. Ορόσημο της φεμινιστικής επιστημολογίας είναι η μελέτη των αλληλεπιδράσεων του φύλου με άλλες κατηγορίες όπως η φυλή, η κοινωνική τάξη και η σεξουαλικότητα, ερευνώντας με αυτό τον τρόπο τη σημαντικότητα τους για τη παραγωγή της γνώσης.
Ειδικότερα, η ιδιαιτερότητα της γυναικείας φύσης τείνει να συγκεντρώνεται ιστορικά γύρω από τρεις θεμελιώδεις θέσεις. Την ουσιοκρατία. Από τον Αριστοτέλη έως τις μέρες μας με τον κλάδο της κοινωνιοβιολογίας επικρατεί η άποψη πως η γυναίκα δεν μπορεί να ασχοληθεί με την επιστήμη και τη τεχνολογία εξαιτίας της φύσης της, η οποία την αποτρέπει απο τη δημιουργική πνευματική εργασία. Οι άλλες δύο θέσεις είναι αποτέλεσμα της εισόδου του φεμινισμού στην επιστήμη. Ο φιλελεύθερος, ή επιστημονικός, φεμινισμός, βασίζει τη διαφοροποίηση των ανδρών και των γυναικών ως προς την ενασχόληση με την επιστήμη στην ελλιπή αγωγή που τους παρέχεται, ενώ οι φιλελεύθεροι δε διστάζουν να συμπληρώσουν πως πρόκειται για εσκεμμένη προσπάθεια να κρατηθεί η γυναίκα σε υποδεέστερο από τον άντρα ρόλο.
Τέλος, ο πολιτιστικός, ή ρομαντικός, φεμινισμός έφθασε στο άλλο άκρο υποστηρίζοντας την «ανώτερη φύση των γυναικών» και τη χρήση της για τη μεταρρύθμιση της επιστήμης, με την οποία θα απομακρυνθεί η επιστημονική σκέψη από τα στερεότυπα και θα προωθηθούν η ελευθερία, η ισότητα και η αδελφότητα.
Βέβαια, από τα μοναστήρια, τα πανεπιστήμια και τα παρισινά salon έως και τον συσχετισμό του Kant για την αντίληψη της επιστήμης από τη γυναίκα με το συναίσθημα («Φιλοσοφία της δεν είναι να σκέπτεται λογικά αλλά το να διαισθάνεται») είναι εμφανής η αντίληψη της κοινωνικής θέσης της γυναίκας. Η φαινόμενη διαφορά της από τον άντρα πέρα από την εξωτερική εμφάνιση, επεκτείνεται και σε κάτι βαθύτερο, πιο εσωτερικό, το λεγόμενο συναίσθημα. Οι σχέσεις και οι διαφορές των δύο φύλων πηγάζουν από τους φυσικούς νόμους οι οποίοι είναι ακλόνητοι και απλά επιδέχονται διαφορετικές ερμηνείες.
Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί η Londa Schiebinger στον ελληνικό πρόλογο του βιβλίου της “Ο νους δεν έχει φύλο”:
«Ο κόσμος άλλαξε κατά τρόπους θαυμαστούς ως προς τις γυναίκες από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Η μάχη της ισότητας για τις γυναίκες επιστήμονες απέχει βέβαια πολύ από το να θεωρηθεί κερδισμένη.»
Τέτοιου είδους καίρια ερωτήματα που αφορούν την επιστήμη και τη τεχνολογία, προσπαθεί να απαντήσει, μεταξύ άλλων, ο επιστημονικός φεμινισμός δημιουργώντας έτσι μια πλούσια σε βιβλιογραφία παρακαταθήκη. Μέχρι πολύ πρόσφατα επικρατούσε η άποψη πως εάν οι γυναίκες μετείχαν σε μεγαλύτερο βαθμό στην επιστημονική κοινότητα, δεν θα υπήρχε καμία απολύτως διαφορά όσον αφορά τη πρόοδο. Βέβαια, η τελεολογική αυτή θέση είναι πολύ φτωχή για να επικυρώσει το φαινόμενο αυτό, καθώς είναι αδιανόητο η ποιοτική διαφορά των τομέων αυτών να απαντάται σε καθαρά έμφυλα ζητήματα. Όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε η Sandra Harding χρησιμοποιώντας τη φράση του Fredric Jameson: «η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν επέλθει σε πολιτική ασυνειδησία».
Τα είδη των επιστημονικών φεμινισμών
Εμπειρικός Φεμινισμός
Σύμφωνα με τη μελέτη της Helen Longino με τίτλο «Science as Social Knowledge», πολύ σημαντικό είναι το επιστημονικό υπόβαθρο βάσει του οποίο προκύπτουν οι μετέπειτα υποθέσεις . Η Longino προσπαθώντας να δείξει το κατά πόσο η κοινωνική ιδεολογία μπορεί να καθίσταται καταλυτική για την επιστημονική έρευνα, χωρίς όμως να απορρίπτει την αντικειμενικότητα και τη κριτική, διερωτάται σχετικά με το ποιο θα πρέπει να είναι το υπόβαθρο που επιλέγει ο επιστήμονας να χρησιμοποιήσει μέσα από τη πλούσια κληρονομιά θέσεων που του έχουν δοθεί, και καταλήγει πως αυτό εξαρτάται εν μέρει από τις κοινωνικές αξίες. Αυτό που θα πρέπει φυσικά να διερευνηθεί είναι το γιατί αυτή κριτική έχει γίνει σχεδόν αποκλειστικά από γυναίκες, τουλάχιστον στις απαρχές της.
Παρόλο που συναντάμε πολλές περιπτώσεις που αφορούν το φύλο, στην επιστήμη εντούτοις υπάρχει η πεποίθηση ότι η συστηματική μέθοδος αρκεί για να εξαλείψει τον σεξισμό στους κόλπους της. Θεωρείται μάλιστα ότι υπάρχει η δυνατότητα να υπάρξει μια επιστήμη, καθαρή από διαστρεβλωμένες κοινωνικές επιρροές. Κατά κάποιο τρόπο αυτή η θέση περιορίζει – ή και εξαλείφει – τις φεμινιστικές προσεγγίσεις στην επιστήμη. Δημιουργεί μια αυτοσύλληψη (της επιστήμης) η οποία αρχίζει πριν τις απαρχές των θέσεων των φεμινιστικών θεωριών. Όμως οι φεμινιστές επιστήμονες και ερευνητές της επιστημονικής και τεχνολογικής μελέτης πέτυχαν να βρουν τη ταυτότητα των σεξιστικών επιστημονικών θέσεων σε περιγραφές και θεωρίες, σε τέτοιο βαθμό ώστε να ρίξουν το μπαλάκι της αμφιβολίας στην ικανότητα της κλασσικής επιστημονικής μεθόδου.
«Feminist empiricism is a perspective within feminist research that focuses on combining the objectives and observations of feminism with the research methods and philosophical underpinnings of empiricism. Feminist empiricism is typically connected to mainstream notions of positivism. Feminist empiricism proposes that feminist theories can be objectively proven through evidence. However, one should not conclude that feminist empiricism is a positivist approach furthering a feminist agenda. Feminist empiricism is a distinct perspective, critiquing what it perceives to be inadequacies and biases within mainstream research methods, including positivism»
H Sandra Harding στο «Whose science? Whose Knowledge» ισχυρίζεται ότι ο φεμινιστικός εμπειρισμός αποτελεί ένα εγχείρημα εναντίον του σεξιστικού και ανδροκεντρικού κανόνα που διέπει τη σύγχρονη επιστήμη. Υπογραμμίζει ότι η επιστήμη της σύγχρονης εποχής είναι αποτέλεσμα μιας «κακής» επιστήμης (bad science). Οι ανδροκεντρικές/σεξιστικές απόψεις έχουν κοινωνική διάσταση (προκαταλήψεις, αδιαφορία, ελλιπής εκπαίδευση), οι οποίες εισβάλλουν στην επιστημονική έρευνα τόσο κατά τη διαδικασία ανεύρεσης του επιστημονικού ερωτήματος όσο και κατά την έρευνα, τη συλλογή και την επεξεργασία των δεδομένων και μπορεί να διορθωθεί μόνο με την αυστηρότερη τήρηση των παραδοσιακών κανόνων της επιστήμης, όπως αναφέρουν οι φεμινιστικές κριτικές που εντοπίζουν τέτοια στοιχεία. Η λύση για την Harding έγκειται στην λιγότερη εμπιστοσύνη στις επιστημονικές νόρμες.
Στο άρθρο της Jody Bart που τιτλοφορείται «Feminist Theories of Knowledge» ιχνηλατεί τις δύο προηγούμενες απόψεις και κάνει μια δική της περιγραφή για τον φεμινιστικό εμπειρισμό. Ο φεμινιστικός εμπειρισμός για την Bart ακροβατεί ανάμεσα στον φιλοσοφικό ρεαλισμό[2] και τον εμπειρισμό[3]. Λίγο παρακάτω υπογραμμίζει την άποψη της Harding περί αντικειμενικότητας και απόκλισης των γυναικών από την επιστημονική διαδικασία, ενώ δε παραλείπει να αποδοκιμάσει την κριτική που δέχεται ο φεμινιστικός εμπειρισμός για το γεγονός ότι φαίνεται να υπερεκτιμά τη δύναμη των γυναικών.
Θεωρία της Φεμινιστικής Επιστημολογικής Οπτικής ( Feminist Standpoint Theory)
«Among other criticisms, standpoint feminism critiques feminist empiricism for its use of norms related to positivist methodology. In particular, standpoint feminism argues that feminist empiricism cannot explain the way the political world works because the very foundations on which it is built are based on the same gendered assumptions that all mainstream scientific inquiry faces. Feminist empiricism argues that because of its epistemological outlook, it can tackle this inherent gender bias within scientific inquiry.» (Campell, 1994)
Όταν ο φεμινιστικός εμπειρισμός λοιπόν φτάνει σε τέλμα, τη σκυτάλη παίρνει η λεγόμενη standpoint theory που χάριν ευκολίας θα την αποκαλούμε εδώ «φεμινιστική επιστημολογική οπτική». Η θεωρία αυτή θεμελιώθηκε σε πρώτο επίπεδο από την Nancy Hartsock και έπειτα από την Sandra Harding. H Harding αντέκρουσε την άποψη περί μίας μόνο οπτικής και βελτίωσε τη θέση της Hartsock. Η standpoint θεωρία υπεισέρχεται στα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της επιστήμης και υποστηρίζει ότι η κοινωνική εμπειρία των γυναικών, τους δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθούν πιο εμπεριστατωμένα τον κόσμο και τη γνώση που συνεπάγεται από αυτόν. Eξαιτίας της γυναικείας εμπειρίας στην σεξουαλική της διαφοροποίηση, της είναι δυνατό να κατανοεί καλύτερα τις σχέσεις των φύλων, μία ικανότητα που δε μπορεί να αντιληφθεί ο αντρικός τρόπος σκέψης. Το προνόμιο αυτό γίνεται πλήρως χρηστικό όταν οι γυναίκες ενεργοποιούνται και προσπαθούν να ανατρέψουν την ανδρική προκατάληψη ως προς τη διαφοροποίηση του φύλου. Η Harding βοήθησε στην πρόοδο της φεμινιστικής επιστημολογίας παραμερίζοντας τα προβλήματα της standpoint theory, τα κυριότερα από τα οποία είναι τα εξής:
- το γεγονός ότι η θεωρία της φεμινιστικής επιστημολογικής σκοπιάς βασίζεται κατά πολύ στον μαρξισμό, ο οποίος βρίσκεται πλέον εκτός της “επιστημονικής μόδας”,
- η υπόθεση ότι οι γυναίκες είναι φύσει πιο κατάλληλες από τους άνδρες στο να παράγουν ακριβέστερη γνώση σχετικά με τις γυναίκες, και
- η υπόθεση ότι υπάρχει μόνο μία φεμινιστική οπτική και ότι αυτή είναι απαραιτήτως λευκή, μεσοαστική και δυτική, τοποθετώντας έτσι όλες τις άλλες γυναίκες εκτός του φεμινιστικού μοντέλου.
Με αυτό τον τρόπο όμως η φεμινιστική θεωρία αυτοαναιρείται.
Η φεμινιστική επιστημολογική οπτική προκάλεσε πλήθος συζητήσεων για τη φεμινιστική θέση στον επιστημονικό κόσμο. Παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να γίνει δεκτή η πρόοδος του φεμινισμού δια μέσου αυτών των συζητήσεων, που έλαβαν χώρα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, και να αναγνωριστεί η συνεισφορά του σε επίπεδο προβληματισμού και ερεθισμού της σκέψης.
Φεμινιστικός Μεταμοντερνισμός ( Feminist Postmodernism)
«Within feminism, postmodernist ideas have been deployed against theories that purport to justify sexist practices—notably, ideologies that claim that observed differences between men and women are natural and necessary, or that women have an essence that explains and justifies their subordination. The oft-cited claim that gender is socially or discursively constructed—that it is an effect of social practices and systems of meaning that can be disrupted—finds one of its homes in postmodernism» (Butler 1990).
Σε αντίθεση με την standpoint θεωρία όσο και με τον φεμινιστικό εμπειρισμό, ο φεμινιστικός μεταμοντερνισμός, δύσπιστος στις καθολικής αξιώσεις του λόγου και την πρόοδο της επιστήμης, ισχυρίζεται ότι μόνο η πολιτική αλληλεγγύη σε κοινωνικό επίπεδο μπορεί να υποστηρίξει τα φεμινιστικά ευρήματα. Ξεκινώντας όμως από την αφετηρία του συλλογισμού, αυτή η κατηγορία φεμινιστικής επιστημολογίας συνηγορεί στην επιφυλακτικότητα σε οποιαδήποτε καθολικοποίηση αυτών των επιχειρημάτων καθώς και στις γενικεύσεις για την εξέλιξη της επιστήμης. Αρνείται ότι μια άποψη είναι καλύτερη από κάποια άλλη και θεωρεί ότι η γνώση είναι αποτέλεσμα του προσωπικού οπτικού πρίσματος κάθε ξεχωριστού ατόμου. Πάνω σε αυτή λογική, ισχυρίζεται ότι κάθε οπτική γωνία είναι μερική και ότι η γνώση δε μπορεί να βρεθεί, παρά μόνο να κατασκευαστεί. Κατά συνέπεια, δε μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε αντικειμενικότητα. Οι θεωρίες του φεμινιστικού μεταμοντερνισμού, αμφισβητούν την έννοια της αντικειμενικότητας και κρατούν σκεπτική στάση σχετικά με την καθολικότητα των επιστημονικών παραδοχών. Απορρίπτουν επίσης κάθε «παγκόσμια» άποψη για τη ύπαρξη του ανθρώπου, τη φύση, και τις δυνάμεις του λογικής. Μολονότι ο φεμινιστικός μεταμοντερνισμός υπόσχεται μια ολοένα και αυξανόμενη ελευθερία στις γυναίκες, κρατά παράλληλα μια σκεπτική πολιτική στάση και αντιτίθεται στην επιθυμία των φεμινιστών να αναπτύξουν μια ανεξάρτητη – από το ανδρικό στοιχείο- επιστήμη.
Η Harding αντιτίθεται στη συλλογιστική πορεία του μεταμοντερνισμού, ισχυριζόμενη ότι πρέπει να υπάρχει μια γενική επιστημολογία που θα καλύπτει όλα τα φάσματα της επιστήμης ενώ από την άλλη πλευρά, η Nancy Hartsock πιστεύει ότι ο μεταμοντερνισμός είναι μια καλή ευκαιρία να ακουστούν οι φωνές των πιο περιθωριοποιημένων.
Συνοψίζοντας, το νέο ρεύμα της επιστημολογίας που εισήχθη με τον Kuhn[4] και τους μετέπειτα φιλοσόφους της επιστήμης, οδήγησε μεταξύ άλλων στην απαξίωση της γνωσιοθεωρίας του Λογικού Θετικισμού (παρατηρήσεις, πειράματα και ορθολογική επεξεργασία) καθώς και των μοντέλων που είχε εισαγάγει αυτός. Η αμφισβήτηση της αντικειμενικότητας της επιστήμης και της πρωτοκαθεδρίας της έναντι άλλων μορφών γνώσης έδωσε ώθηση στο φεμινιστικό κίνημα να διατυπώσει τις δικές του φεμινιστικές θεωρίες για τη γνώση. Οι φεμινίστριες αρχικά έθεταν προβληματισμούς για τον ρόλο της γυναίκας στην επιστήμη και για τις προκαταλήψεις που απέκλειαν την πρόσβαση τους σε αυτήν. Βασιζόμενες σε ιστορικά δεδομένα από την ιστορία των επιστημών προσπάθησαν να αναδείξουν το γεγονός αυτό και να ανακτήσουν αποδεικτικά στοιχεία συμμετοχής γυναικών στους επιστημονικούς χώρους. Ταυτόχρονα υποστηρίχθηκε ότι ο αποκλεισμός των γυναικών από τις επιστήμες οφειλόταν στη θεώρηση του φύλου ως μία ψυχοκοινωνική κατασκευή από την πλευρά της κοινωνίας και ως εκ τούτου στην ταύτιση των εννοιών αντικειμενικότητας και αρρενωπότητας. Αξιοποιώντας τα στοιχεία αυτά, η πρώιμη γνωσιοθεωρία που ονομάσθηκε «φεμινιστικός εμπειρισμός» έθεσε βαθύτερους προβληματισμούς που είχαν να κάνουν με την συμμετοχή των γυναικών στη λειτουργία της επιστήμης, διατυπώνοντας την άποψη ότι για να αποκτήσουμε μια καλύτερη επιστήμη θα έπρεπε να βασιζόμαστε και στην οπτική και την εμπειρία των γυναικών. Η επιστημολογική προσέγγιση της Sandra Harding , πιο συγκεκριμένα η «φεμινιστική επιστημολογική οπτική» για την σχέση των φύλων με την επιστήμη, υπεισέρχεται στα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της επιστήμης και θεωρεί ότι η κοινωνική εμπειρία των γυναικών τούς δίνει την δυνατότητα να αντιληφθούν πιο εμπεριστατωμένα τον κόσμο και τη γνώση που συνάγεται από αυτόν. Ενώ καταληκτικά ο φεμινιστικός μεταμοντερνισμός, ασπαζόμενος τον πλήρη κατακερματισμό, ασπάζεται την ισονομία των σκέψεων και προσθέτει τις θέσεις πιο περιθωριοποιημένων ατόμων.
Βιβλιογραφία
- Butler, J. (1990). “Gender trouble: feminism and the subversion of identity”, New York, Routledge.
- Code, L. (1981). “Is the Sex of the Knower Epistemologically Significant?” Metaphilosophy, 12: 267–276.
- Code, L. (1996). “Feminist Epistemology”, A Companion to Epistemology (Dancy – Sosa, eds.), Blackwell, 1996 (138-142)
- Evelyn, F. K. (2003). “A feeling for the organism”, New York, H. Holt and Co
- Harding, S. (1991). “Whose Science? Whose Knowledge?” Cornell University.
- Haraway, D. (1988). “Situated Knowledges: The Science Question in Feminism and the Privilege of Partial Perspective,” Feminist Studies, 14: 575–599.
- Longino, H. (1990). Science as Social Knowledge: Values and Objectivity in Scientific Inquiry. Princeton: Princeton University Press.
- Kuhn, S, T. (1981). Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων (Μετάφραση: Γ. Γεωργακόπουλος, Β. Κάλφας, επιμέλεια: Β. Καλφάς). Σύγχρονα Θέματα. Θεσσαλονίκη
- Schiebinger, L. (2006). «Ο Νούς δεν έχει φύλο» (Μετάφραση:Κατερίνα Αραμπατζή), Κάτοπτρον.
- Ξανθόπουλος Χ. (2011). Η Νέα Κοινωνιολογία της Γνώσης, Μια φιλοσοφική θεώρηση, Εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 39-66.
- Ρεντετζή Μ. (2006). Φύλο και φυσικές επιστήμες: έμφυλα στερεότυπα και εκπαιδευτικές στρατηγικές υπονόμευσης τους, Ελληνικά Γράμματα, Θέματα στην Εκπαίδευση 7:1, 97-120.
- Bart, Jody. 1998. Feminist Theories of Knowledge: The Good, the Bad and the Ugly, Available here [Accessed 18 Jan. 2019].
- Campbell, R. (1994). «The Virtues of Feminist Empiricism». Hypatia. Available here [Accessed 3 Feb. 2019].
- Feminist Social Epistemology , Stanford Encyclopedia of Philoshophy, various authors, Available here [Accessed 3 Feb. 2019].
- Το φύλο και η επιστήμη – Gender stereotypes and science, Available here [Accessed 4 Feb.2019].
Υποσημειώσεις
[1] Το εξελιγχτικό σχήμα είναι: προ-επιστήμη, κανονική επιστήμη, κρίση- επανάσταση, νέα κανονική επιστήμη, νέα κρίση
[2] η ύπαρξη του κόσμου ως αντικείμενο της γνώσης
[3] όλη η γνώση προέρχεται από την εμπειρία μέσω των αισθήσεων
[4] Στο έργο του «Η Δομή των επιστημονικών επαναστάσεων»