από τον Γιώργο Λούβαρη, ερευνητή της ομάδας «Οικονομικές Δυναμικές»

Το βασικό στοιχείο κάθε οικονομικής κρίσης στην ιστορία, είτε αυτή ξεσπά λόγω δημοσιονομικών προβλημάτων, είτε λόγω μεγάλης έκθεσης του τραπεζικού συστήματος σε αβέβαιες επενδύσεις ή περιουσιακά στοιχεία, είτε από συνδυασμό των δύο, είναι η δημιουργία του αρνητικού σοκ που την επιδεινώνει. Τρεις βασικοί παράμετροι που εντείνουν το αρνητικό σοκ είναι: οι προσδοκίες, η αξιοπιστία και η ρευστότητα.

Αναλυτικότερα, η πρώτη παράμετρος των προσδοκιών σχετίζεται με την μακροοικονομική αλληλεπίδραση της πολλαπλασιαστικής μεταβολής του εθνικού εισοδήματος από τη μεταβολή μιας εισροής στην οικονομία, όπως η επένδυση, (πολλαπλασιαστής) και της μεταβολής στις ιδιωτικές επενδύσεις εξαιτίας της μεταβολής του εισοδήματος (επιταχυντής). Πρακτικά, το ξέσπασμα μιας ύφεσης συνοδεύεται από χαμηλές προσδοκίες ανάπτυξης, ενώ παράλληλα οι επενδύσεις εξαιτίας του αρνητικού κλίματος προκαλούν μέσω του πολλαπλασιαστή χαμηλή παραγωγικότητα. Με τη σειρά του ο επιταχυντής μέσω της μειωμένης παραγωγής επιφέρει μειωμένες επενδύσεις και κυκλικά οδηγούμαστε σε φθίνον εισόδημα.

Παράλληλα, καταστροφικός παράγοντας στην επιδείνωση της κρίσης είναι οι συνεχείς απώλειες στην αξιοπιστία του τραπεζικού συστήματος. Η αρνητική αίσθηση για την πορεία της οικονομίας συνοδεύεται συνήθως από έλλειψη εμπιστοσύνης στις τραπεζικές δομές και φαινόμενα άρσης μεγάλων ποσών από τις καταθέσεις (bankrun). Σε περιπτώσεις που το φαινόμενο αποκτά μεγάλες διαστάσεις, για την αποφυγή κινδύνων πτώσης των τραπεζών η κεντρική τράπεζα επιβάλει ελέγχους κίνησης των κεφαλαίων (capital controls) που με τη σειρά τους τροφοδοτούν ένα νέο κύμα αναξιοπιστίας που επίσης κυκλικά οδηγεί σε σωρευτική μείωση των επενδύσεων και με την επίδραση των προσδοκιών σε φθίνοντα εισοδήματα.

Τρίτον, καταλυτικός παράγοντας στην ανατροφοδότηση μιας οικονομικής κρίσης είναι οι πιθανές παράλληλες ελλείψεις ρευστών κεφαλαίων ενός πτωχευμένου δημοσίου ή/και ενός πτωχευμένου τραπεζικού τομέα. Όποιο από τα δύο σηματοδοτήσει την έκρηξη της κρίσης μεταδίδει το μείζον πρόβλημα στο άλλο. Το γεγονός της μετάδοσης της έλλειψης ρευστότητας συνδέεται τόσο με τις προσδοκίες όσο και την αξιοπιστία. Παραδείγματος χάριν, ένα πτωχευμένο τραπεζικό σύστημα απαιτεί ενεργοποίηση πολιτικών που θα το σταθεροποιήσουν από τη δίνη του bankrun. Στον αντίποδα, ένα πτωχευμένο δημόσιο συμπαρασύρει στην ύφεση τον τραπεζικό κλάδο καθώς προκαλεί το προαναφερθέν αρνητικό σοκ στη εύρυθμη λειτουργία των οικονομικών δομών.

Το μίγμα των πολιτικών που λαμβάνονται σε τέτοιες εξελίξεις είναι αντικείμενο διαλόγου, συζήτησης και σύγκρουσης πολιτικών και οικονομολόγων χωρίς φερέγγυα πορίσματα. Ωστόσο, το βέβαιο είναι πως μια κρίση ρευστότητας αυξάνει το χρέος και τις υποχρεώσεις όλων των οικονομικών μονάδων προς τις υπόλοιπες. Πρακτικά, η έλλειψη ρευστότητας για το κράτος σηματοδοτεί πως δεν μπορεί να καλύψει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς φυσικά και νομικά πρόσωπα. Παράλληλα, οι ελλείψεις από την πλευρά των τραπεζών περιορίζουν τη κίνηση ρευστών κεφαλαίων ανάμεσα στους οικονομικούς φορείς και τα άτομα. Τέλος, αυξάνονται οι φορολογικές υποχρεώσεις από τον ιδιωτικό τομέα προς το κράτος. Έτσι, και ο παράγοντας της ρευστότητας δρα κυκλικά, με τις εκθετικά αυξανόμενες αμοιβαίες υποχρεώσεις, που πυροδοτούν έναν συνεχή δανεισμό για την κάλυψη τους (στην ουσία δημιουργία υποχρεώσεων για την κάλυψη άλλων υποχρεώσεων), να έχουν ως αποτέλεσμα την καθήλωση των επενδυτικών ροών και την παγίωση της αβεβαιότητας στην οικονομική ζωή.

Υφιστάμενες πρακτικές αντιμετώπισης κρίσεων σε μια νομισματική ένωση

Στη περίπτωση μιας χώρας με εγχώριο νόμισμα και κεντρική τράπεζα, αν και πάντοτε εντοπίζονται διαφορετικές οικονομικές ιδεολογίες ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης και της έλλειψης ρευστότητας, οι επιλογές είναι περισσότερο καθορισμένες. Συνήθως, το πακέτο πολιτικών περιλαμβάνει υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, ώστε η οικονομία να καταστεί περισσότερο ανταγωνιστική και δημοσιονομική προσαρμογή με περικοπή ορισμένων δαπανών ή στήριξη του κοινωνικού κράτους και της ζήτησης με σκοπό την αναθέρμανση των επενδύσεων και συνεπώς των εισοδημάτων. Παράλληλα, βασικός πυλώνας για την χρηματοδότηση πιθανών ελλειμμάτων, σύμφωνα με ορισμένες σχολές οικονομικής σκέψης, είναι η αύξηση της ποσότητας χρήματος από την κεντρική τράπεζα ώστε να καλυφθούν τα τεράστια κενά ρευστότητας, ενώ σύμφωνα με άλλες απαραίτητες είναι οι περικοπές με στόχο ισοσκελισμένο προϋπολογισμό προς επίτευξη της σταθερότητας.

Ωστόσο, τα πράγματα περιπλέκονται όταν η εν λόγω χώρα ανήκει σε μία ευρύτερη νομισματική ένωση, δηλαδή με υπερεθνικό οργανισμό στον ρόλο της κεντρικής τράπεζας. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι παραπάνω στρατηγικές συναντούν νομικά εμπόδια και δεν δύνανται να χρησιμοποιηθούν.

Έστω λοιπόν η Χώρα Α που ανήκει στην νομισματική ένωση με κοινό νόμισμα το θεωρητικό peso.

Η ένταξη της στη νομισματική ένωση της στερεί τόσο το δικαίωμα να ορίσει μονομερώς την ποσότητα χρήματος που προσφέρει στην οικονομία της όσο και τη δυνατότητα να ρυθμίσει την ισοτιμία του νομίσματος της. Έτσι, η κρίση που θα χτυπήσει την Χώρα Α, αμέσως θα μεταφραστεί σε σοβαρή έλλειψη ρευστότητας. Αν για παράδειγμα η κρίση είναι τραπεζική, η Χώρα Α θα έρθει στο δίλημμα της ανακεφαλαιοποίησής ή της πτώσης τους με τα ανάλογα κοινωνικά κόστη, κόστη στον προϋπολογισμό της κυβέρνησης και έλλειψη ρευστών κεφαλαίων που ενέχει κάθε επιλογή. Αντίστοιχα, αν η κρίση εστιάζει στο χρέος και στα βαθιά ελλείμματα, το αρνητικό σοκ θα απομακρύνει τους πιθανούς δανειστές (υπερβολικά υψηλά επιτόκια δανεισμού) και θα στρέψει την Χώρα Α σε τροχιά ύφεσης, σε υψηλά ελλείμματα και σε μία πτυχή μιας κρίσης ρευστότητας.

Η συμμετοχή της στην νομισματική ένωση, λοιπόν, δεν της επιτρέπει ούτε να υποτιμήσει το peso, ώστε να αναθερμάνει τις εισαγωγές και τελικώς τα εισοδήματα της, ούτε να χρηματοδοτήσει μέρος των ελλειμμάτων της μείον τις όποιες περικοπές επιλέξει με εκτύπωση νέου χρήματος. Οι σύγχρονες εμπειρίες κατά την μετά-2008 εποχή δείχνουν ότι το βασικό δίλημμα προς αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης ή κρίσης χρέους ή της τραπεζικής κρίσης που συνεπάγονται τεράστιες ελλείψεις ρευστότητας για την Χώρα Α είναι είτε έξοδος της από τη ζώνη του peso είτε εφαρμογή αυστηρής λιτότητας ώστε να επιστρέψει σε τροχιές ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Όσον αφορά την σταθεροποίηση της ρευστότητας σε βιώσιμο επίπεδο, το οποίο είναι ο βασικός άξονας της δεδομένης ανάλυσης, το παραπάνω δίλημμα φαίνεται να εξασφαλίζει δύο καταστροφικούς δρόμους τόσο για την σταθερότητα της ζώνης του θεωρητικού peso όσο και της Χώρας Α. Ο θεμελιώδης, λοιπόν, στόχος της έρευνας είναι να δείξει ότι μια τρίτη επιλογή ενός εγχώριου παράλληλου συστήματος πληρωμών, το οποίο θα αναλυθεί παρακάτω, είναι πιθανό να αποτελέσει ρεαλιστική λύση για την εξισορρόπηση της ρευστότητας της Χώρας Α εντός της ζώνης του peso. Ωστόσο, για αρχή, γιατί είναι καταστροφικό το συγκεκριμένο δίλημμα;

Σε πρώτο επίπεδο, η αυστηρή λιτότητα στη Χώρα Α αποσκοπεί σε μία απότομη αύξηση των φορολογικών εσόδων με παράλληλη ραγδαία μείωση των κυβερνητικών δαπανών. Με αυτό τον τρόπο, υποστηρίζεται πως ο προϋπολογισμός του κράτους θα ισοσκελιστεί σύντομα με τέτοιο τρόπο ώστε να ανακτηθεί για την Χώρα Α η χαμένη από την κρίση αξιοπιστία και να είναι ικανή να δανείζεται από τις διεθνείς αγορές με ανταγωνιστικά επιτόκια. Η λιτότητα, σύμφωνα με αυτή τη σχολή σκέψης, λειτουργεί ως μια εσωτερική υποτίμηση για την Χώρα Α μειώνοντας το γενικό επίπεδο μισθών κάνοντας την ανταγωνιστική και θελκτική για επενδυτικά πλάνα.

Ωστόσο, το καταστροφικό με αυτή την επιλογή, σύμφωνα με άλλες σχολές σκέψεις, έγκειται στη κοινωνική αποδόμηση και συρρίκνωση των εισοδημάτων εντός της ζώνης του peso. Στην αδυναμία παράλληλου χειρισμού του νομίσματος, οι συσταλτικές δημοσιονομικές πολιτικές για την Χώρα Α αποθαρρύνουν τη ζήτηση και τη συνολική κατανάλωση. Μειωμένη ζήτηση σημαίνει ύφεση άρα και φθίνοντα εισοδήματα, αυξημένη ανεργία και μέσω του μηχανισμού των αρνητικών προσδοκιών και του πολλαπλασιαστή-επιταχυντή διευρύνεται το «υφεσιακό σπιράλ», συρρικνώνονται ακόμα περισσότερο τα εισοδήματα και απαιτείται ολοένα και εντονότερη συσταλτική δημοσιονομική πολιτική οδηγώντας σε ατελείωτη οικονομική, κοινωνική και ανθρωπιστική κρίση. Έτσι, δημιουργούνται peso-σκεπτικιστικές συνιστώσες και ένα κλίμα γενικής αποδόμησης.

Από την άλλη, όπως προαναφέρθηκε το εγχώριο νόμισμα είναι δυνατόν να εξοπλίζει την Χώρα Α με δύο όπλα για αύξηση της ανταγωνιστικότητας και βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση πιθανών ελλειμμάτων χωρίς τη συρρίκνωση των εισοδημάτων της: την υποτίμηση και τον έλεγχο της προσφοράς χρήματος. Ουσιαστικά, εκτός της ζώνης του peso η Χώρα Α θα διέθετε την ευελιξία να εμποδίσει το «υφεσιακό σπιράλ» και να γυρίσει σε τροχιά ανάπτυξης. Ωστόσο, το ξέσπασμα της κρίσης ενώ βρίσκεται ήδη στη ζώνη του peso μετατρέπει την επιλογή εξόδου από αυτή, λύση με τεράστια οικονομικά και κοινωνικά κόστη.

Η απάντηση του ερωτήματος βρίσκεται στην ερώτηση: γιατί η Χώρα Α να εκτυπώσει δικό της νόμισμα αντί να παραμείνει στο peso; Ο λόγος που επιζητά την νομισματική ανεξαρτησία είναι η προοπτική να το υποτιμήσει. Επομένως, το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι την αντικατάσταση του peso μετατρέπει την αναγγελία για εθνικό νόμισμα σε αρνητικό σοκ και σωρευτική στροφή των πολιτών σε άρση των καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα. Αν και το τελευταίο συνήθως αποφεύγεται μέσω capital control, το πλήγμα της αυτοεκπληρούμενης προφητείας προκαλεί πανικό σε όλες τις οικονομικές μονάδες και καταβυθίζει βραχυπρόθεσμα προσδοκίες και αξιοπιστία. Σε δεύτερο επίπεδο, η Χώρα Α χωρίζεται σε πολίτες που επιβιώνουν μέσω του εθνικού νομίσματος ως μισθωτοί/συνταξιούχοι βλέποντας τις καταθέσεις τους σε peso να χάνουν αυτόματα τις αξίες τους, με φανερές ελλείψεις σε εισαγόμενα αγαθά όπως συνήθως καύσιμα ή φάρμακα και σε πολίτες με καταθέσεις peso στο εξωτερικό ή κρυμμένες στον ιδιωτικό τους χώρο να ζουν με φανερό πλεονέκτημα έναντι του υποτιμημένου εθνικού νομίσματος. Την ίδια στιγμή, η έλλειψη αξιοπιστίας οδηγεί σε κλείσιμο επιχειρήσεων, μεγαλύτερη ανεργία και χαμηλότερες προσδοκίες. Τέλος, η πιθανή έκθεση μιας Χώρας Β της νομισματικής ένωσης σε περιουσιακά στοιχεία της Α προωθεί ένα γενικό κλίμα κατάρρευσης ολόκληρης της ζώνης. Μακροπρόθεσμα το αν η ανάπτυξη που θα προκληθεί μέσω της ευελιξίας που προσφέρει το εθνικό νόμισμα υπερκαλύψει τα βραχυπρόθεσμα τεράστια κόστη είναι ζήτημα που απασχολεί διαχρονικά τους οικονομολόγους.

Αφήνοντας αναπάντητο το εύλογο ερώτημα της προτίμησης εκ των δύο επιλογών, καθώς εξαρτάται από πληθώρα παραμέτρων, αξίζει να εντοπιστεί η πορεία της ρευστότητας και στα δύο παραδείγματα. Φαίνεται πως τόσο στην αυστηρή λιτότητα όσο και βραχυπρόθεσμα στην στροφή σε εθνικό νόμισμα η Χώρα Α έχει σοβαρές ελλείψεις ρευστότητας για τις υποχρεώσεις που προκύπτουν. Από την μία, η αυστηρή λιτότητα με τις χαμηλές προσδοκίες δημιουργεί ένα μεγάλο κύμα αμοιβαίων υποχρεώσεων όλων προς όλους και συρρίκνωσης των επενδύσεων. Από την άλλη, βραχυπρόθεσμα πλήττεται σε μεγάλο βαθμό η ρευστότητα εξαιτίας της εξόδου από τη ζώνη του peso μέχρις ότου να προσαρμοστεί η οικονομία στα νέα δεδομένα. Επομένως αποδεχόμενοι τα τεράστια κόστη του διλήμματος, η ανάγκη για έναν μηχανισμό εξισορρόπησης της ρευστότητας εντός του peso καθίσταται σημαντική.

Το παράλληλο σύστημα πληρωμών ως βραχυπρόθεσμη μέθοδος

Η σύγχρονη πραγματικότητα, ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή ήπειρο, έδειξε πως στο εν λόγω δίλημμα όλες οι χώρες που ανήκουν στη ζώνη του ευρώ επέλεξαν την επιβεβλημένη αυστηρή λιτότητα με τον βεβιασμένα ισοσκελισμένο προϋπολογισμό να επιφέρει σημαντική συρρίκνωση των εθνικών εισοδημάτων. Το μεγάλο, λοιπόν, ζήτημα που δημιουργήθηκε είναι μεγάλες απώλειες σε ρευστά κεφάλαια και έκρηξη των αμοιβαίων υποχρεώσεων. Πρακτικά, η Χώρα Α αποδέχθηκε να λάβει σκληρά μέτρα με αντάλλαγμα μεγάλα δάνεια από μηχανισμούς της νομισματικής ένωσης. Με το πρόβλημα της ρευστότητας να υπάρχει σε έντονο βαθμό ακόμα και με την σύναψη των εν λόγω δανειακών συμβάσεων, η θεώρηση που προκύπτει είναι ότι μία άρνηση σε τέτοιου βάθους συσταλτικές πολιτικές προτεινόμενες από τους συγκεκριμένους μηχανισμούς και επομένως η διακοπή των τεραστίων δανείων θα προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη έλλειψη ρευστότητας για την Χώρα Α εντός του peso, με μοναδική ενναλακτική να φαντάζει η έξοδος από την νομισματική ένωση. Γιατί, λοιπόν, η λύση του παράλληλου συστήματος πληρωμών δείχνει να αποτελεί ρεαλιστική λύση βραχυπρόθεσμης επιβίωσης;

Έστω ότι η κρίση ρευστότητας που έχει δημιουργηθεί από μια γενικότερη ύφεση έχει προκαλέσει την προαναφερθείσα έκρηξη των αμοιβαίων χρεών. Για παράδειγμα, είναι πιθανό η Χώρα Α να έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές 1m peso προς μια εγχώρια Επιχείρηση Α. Με τη σειρά της η Επιχείρηση Α χρωστάει 30k peso στον Εργαζόμενο Α και 500k peso στην Επιχείρηση Β. Παράλληλα, ο Εργαζόμενος Α και η Επιχείρηση Β χρωστούν στο δημόσιο 10k και 200k peso αντίστοιχα. Μια οικονομία με τεράστιες ελλείψεις ρευστών κεφαλαίων, η οποία μάλιστα βρίσκεται πιθανόν, εξαιτίας φυγής κεφαλαίων ή επιβεβλημένα από οργανισμούς την νομισματικής ένωσης, σε κλίμα τραπεζών χωρίς πρόσβαση σε νέα ρευστότητα, παραπαίει κάτω από τις αμοιβαίες οφειλές που την αποσταθεροποιούν.

Η απαραίτητη εναρκτήρια στρατηγική για αναθέρμανση της οικονομίας είναι η δημιουργία δημοσιονομικού χώρου για ιδιώτες και δημόσιο, ώστε πρακτικά το ελάχιστο διαθέσιμο ρευστό που έχουν στην κατοχή τους να το αξιοποιήσουν παραγωγικά και όχι για την αποπληρωμή χρεών. Το παραπάνω παράδειγμα, ωστόσο, δείχνει πως ακόμα και με υγιές τραπεζικό σύστημα το πρόβλημα ξεκινάει από αδυναμία του δημοσίου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα ποσά στους οφειλέτες του ώστε να λειτουργήσει συνολικά η οικονομία ευεργετικά. Ένα πιθανό παράλληλο σύστημα πληρωμών, λοιπόν, λειτουργεί μέσω της μεταφοράς πιστωτικών μονάδων από έναν εξωτραπεζικό λογαριασμό (π.χ. λογαριασμό στη φορολογική ιστοσελίδα της Χώρας Α με βάση τον αριθμό φορολογικού μητρώου) σε έναν άλλον αντίστοιχο αυστηρά εντός της ίδιας πλατφόρμας και αυστηρά εντός της Χώρας Α.

Πρακτικά, αντί η Επιχείρηση Α να αναμένει τα 1m peso από το δημόσιο της Χώρας Α όσο καιρό επικρατεί η έλλειψη ρευστότητας, δύναται να λάβει μέρος ή ολόκληρο το ποσό των 1m peso σε πιστωτικές μονάδες στην φορολογική του πλατφόρμα. Στη συνέχεια μεγάλο μέρος των οφειλών της, 30k και 500k peso προς Εργαζόμενο Α και Επιχείρηση Β αντίστοιχα, θα μπορούσε και έχει κάθε λόγο, μια και οι πιστωτικές μονάδες δεν επιτρέπεται να εξαχθούν από τη πλατφόρμα, να μεταφερθούν σε τραπεζικούς λογαριασμούς ή να μετατραπούν σε ρευστό, να τις αποπληρώσει μέσω μεταφοράς των πιστωτικών μονάδων που έλαβε από το δημόσιο στους φορολογικούς λογαριασμούς του Εργαζόμενου Α και της Επιχείρησης Β. Τέλος, οι φορολογικές υποχρεώσεις των δύο τελευταίων οικονομικών μονάδων αξίας 10k και 200k peso προς το δημόσιο της Χώρας Α θα πραγματοποιούνταν μέσω μεταφοράς των πιστωτικών μονάδων πίσω στο κράτος. Επομένως, με αυτή τη τακτική πραγματοποιείται αμοιβαία ακύρωση χρεών έως και 210k peso μέσω πιστωτικών μονάδων χωρίς να χρησιμοποιηθεί ούτε 1 peso, σε περίπτωση απόλυτης αξιοπιστίας στο σύστημα,  από την περιορισμένη ρευστότητα της Χώρας Α.

Με αυτή τη μέθοδο, η Χώρα Α παραμένοντας στη ζώνη του peso και πραγματοποιώντας κανονικά σε peso τις συναλλαγές με τις υπόλοιπες χώρες της νομισματικής ένωσης, δημιουργεί τον ζωτικό δημοσιονομικό χώρο εκτελώντας τις εσωτερικές συναλλαγές της μέσω ενός παράλληλου συστήματος μεταφοράς πιστωτικών μονάδων. Εφόσον λειτουργεί ομαλά, είναι δυνατόν σταδιακά το σύστημα να αντικαταστήσει ένα ποσοστό της μισθοδοσίας και της συνταξιοδότησης του πληθυσμού, ώστε αυτός ο πληθυσμός να αποπληρώνει τις υποχρεώσεις προς δημόσιο και ιδιώτες μέσω του παράλληλου συστήματος, και να λαμβάνει το υπόλοιπο μέρος του ποσού σε ρευστό μέσω τραπέζης, επεκτείνοντας τα πιθανά οφέλη του επιπλέον δημοσιονομικού χώρου. Ιδιαίτερα χρήσιμη σε ένα τέτοιο εγχείρημα είναι η τεχνολογία blockchain, στην οποία βασίζεται το bitcoin, καθώς εξασφαλίζει πλήρη διαφάνεια των συναλλαγών και πρόσβαση των δεδομένων σε όλους διασφαλίζοντας την ανωνυμία των χρηστών ταυτόχρονα. Έτσι, το γεγονός μιας συναλλαγής είναι ανοιχτό σε όλους, μπορούν να αποφευχθούν πιθανές δολιοφθορές αλλά και να αντιμετωπιστούν άμεσα τυχόν πληθωριστικές πιέσεις (με περιορισμούς στην υπερπροσφορά πιστωτικών μονάδων).

Παράλληλο σύστημα πληρωμών VS Παράλληλο νόμισμα

Η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στις δύο συγκεκριμένες μεθόδους έγκειται βασικά σε μία παράμετρο: την ισοτιμία. Η ανακοίνωση της Χώρας Α περί έκδοσης εσωτερικού νομίσματος από την κεντρική τράπεζα, έστω Α-peso, σηματοδοτεί την άμεση υποτίμηση του συγκριτικά με το peso, καθώς ουσιαστικά η υποτίμηση είναι ο σκοπός δημιουργίας του. Η στροφή σε ένα παράλληλο νόμισμα στο πλαίσιο του διλήμματος που έχουμε θέσει, θα λειτουργεί ως κάλυψη των εσωτερικών εθνικών υποχρεώσεων στο Α-peso αποφεύγοντας το σενάριο της αυστηρής λιτότητας, ενώ παράλληλα θα διατηρεί τις σχέσεις της με το εξωτερικό σε peso. Σε πρώτο επίπεδο φαίνεται το Α-peso να ακολουθεί την λογική του παράλληλου συστήματος πληρωμών, ωστόσο τεχνικά διαφέρει. Έστω ότι έχουμε ένα Προϊόν Α αξίας 100 peso. Η δημιουργία του παράλληλου A-peso συνδέεται με αγοραία αναπροσαρμογή της αξίας του από ισοτιμία 1:1 με το peso σε ισοτιμία για παράδειγμα 2:1, μια και το νέο νόμισμα έχει υποτιμηθεί και χάσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Πρακτικά, λοιπόν, το Προϊόν Α αξίζει 100 peso ή 200 A-peso και η επαναφορά στην ισορροπία με το να αποκτήσει το καινούριο νόμισμα την δυναμική του παλιού (ισοτιμία 1:1), ώστε να τερματιστεί η κυκλοφορία του χωρίς κόστος, είναι κάτι δυνατό αλλά και αβέβαιο. Την ίδια στιγμή, όσο το A-peso είναι υποτιμημένο συγκριτικά με το peso, ενέχει κινδύνους κοινωνικής σταθερότητας αφού το παράλληλο νόμισμα θα κατευθύνεται σε μισθωτούς και μικρομεσαίες επιχειρήσεις προκαλώντας τα ανάλογα πιθανά δεινά αποτελέσματα με την επιλογή της εξόδου από το peso.

Αντιθέτως, το παράλληλο σύστημα πληρωμών αποτελεί από την ρίζα του δημοσιονομικό εργαλείο ρύθμισης της ρευστότητας και των οφειλών χωρίς καμία συμμετοχή των νομισματικών αρχών. Στη περίπτωση του Προϊόντος Α είτε η συναλλαγή πραγματοποιηθεί με χαρτονομίσματα peso, είτε μέσω τραπέζης, είτε μέσω του παράλληλου συστήματος, ουσιαστικά αποτελεί μεταφορά ρευστού ή πιστωτικών μονάδων αξίας 100 peso. Το κέρδος, επομένως, που συνεχίζει να υφίσταται μέσω της συγκεκριμένης μεθόδου είναι πως δίνει τη δυνατότητα να πραγματοποιηθεί μια συναλλαγή πιστωτικών μονάδων, που τελικά θα καταλήξουν σε μεγάλο βαθμό στο κράτος μέσω των φορολογικών υποχρεώσεων. Η ομοιότητα του, ωστόσο, με την δομή ενός παράλληλου νομίσματος αποδεικνύεται όταν εξασφαλίζει, σε περίπτωση που η απόφαση στο αρχικό δίλημμα είναι η έξοδος από το κοινό νόμισμα, την άμεση μετατροπή των πιστωτικών μονάδων εντός του κλειστού κυκλώματος φορολογικών λογαριασμών σε νέο εθνικό νόμισμα με όλα τα αποτελέσματα, που όπως αναλύθηκε, αυτό επιφέρει.

Συμπερασματικά, είναι απαραίτητο να διατυπωθεί πως το γεγονός ότι το παράλληλο σύστημα πληρωμών δεν αποτελεί παράλληλο νόμισμα, ώστε να ελλοχεύει το κίνδυνο του κοινωνικού χάους από μια υποτίμηση, εξακολουθεί να εναποθέτει την λειτουργία του στον βαθμό που θεωρείται αξιόπιστο από το ευρύ κοινό. Πρακτικά, τα οφέλη από μία τέτοια μέθοδο προκύπτουν μόνο εφόσον το οικοδόμημα σαν σύνολο αποκτήσει την απαραίτητη φερεγγυότητα πως λειτουργεί και μπορεί να παρέχει λύσεις, ώστε η δυνατότητα χρησιμοποίησης του να γίνει πραγματικότητα. Το ευρύ κοινό θα εμπιστευτεί την μεταφορά ολοένα και περισσότερων πιστωτικών μονάδων ώστε να ακυρωθούν αμοιβαία ακόμα περισσότερα χρέη ή θα χάσει κάθε εμπιστοσύνη σε όλες τις εθνικές οικονομικές πτυχές και φαινόμενα φυγής καταθέσεων θα κυριαρχήσουν αν δεν έχουν ήδη επιβληθεί έλεγχοι στη μεταφορά τους;

Οι υποστηρικτές ενός τέτοιου συστήματος συνήθως το συνδυάζουν με φοροελαφρύνσεις και προγράμματα καταπολέμησης της φτώχειας για τους χρήστες του, ωστόσο παραμένει ένα μεγάλο στοίχημα η εφαρμογή του. Το σίγουρο είναι πως πάνω στο δίλημμα της Χώρας Α για ακραία λιτότητα ή έξοδο από την νομισματική ζώνη του peso, το παράλληλο σύστημα πληρωμών μπορεί να δώσει τις απαραίτητες ανάσες ρευστότητας ώστε να ελευθερώσει χρόνο για ωριμότερες αποφάσεις, ελαχιστοποίηση του κόστους ενός τέτοιου διλήμματος ή ιδανικά να αποτελέσει απαρχή για βιώσιμες αποφάσεις που σταθεροποιούν το peso χωρίς να βομβαρδίζουν την οικονομία της Χώρας Α με μέτρα που σωρευτικά συρρικνώνουν τα εισοδήματα της.


Παραπομπές

[1] John Sloman, Alison Wride, Dean Garratt (2015). Εισαγωγή στην Οικονομική Μακροοικονομική, pp. 182-183, 227-232 [Accessed 1 July 2019]

[2] Yanis Varoufakis (2017). Adults in the room, pp. 95-98 [Accessed 1 July 2019]

[3] JOSEPH E. STIGLITZ (2014). Europe’s Austerity Zombies, Project Syndicate, Available here [Accessed 1 July 2019]

[4] Tuomas Malinen (2016). How to leave a currency union, Huffpost, Available here [Accessed 1 July 2019]

[5] Yanis Varoufakis (2019). Fiscal Money Can Make or Break the Euro, Project Syndicate, Available here [Accessed 1 July 2019]

[6] Business Insider (2012). INTRODUCING THE ‘GEURO’, Available here [Accessed 1 July 2019]

[7] Yanis Varoufakis (2015). Something is rotten in the eurozone kingdom, Financial Times, Available here [Accessed 1 July 2019]