από την Καλλιόπη-Άννα Βακαλοπούλου, ερευνήτρια της υποομάδας «Διεθνές & Ευρωπαϊκό Δίκαιο»

Η πολιτιστική κληρονομιά, στις μέρες μας, έχει αναδειχθεί σε οικουμενική αξία. Όντας ταυτόχρονα στο παρελθόν και το παρόν, συνδέει την ανθρωπότητα με τις ρίζες της, ενισχύει τους δεσμούς των κοινωνιών, συμβάλλει στη μόρφωση και την αυτογνωσία των μελλοντικών γενεών. Η ανάγκη προστασίας της παρουσιάζεται ολοένα επιτακτικότερη στο πλαίσιο της ρύπανσης του περιβάλλοντος, της τεχνοκρατίας, αλλά πολύ περισσότερο στο πλαίσιο των πολεμικών συρράξεων και των τρομοκρατικών ενεργειών. Στην παρούσα εργασία, αφού παρουσιαστεί επιγραμματικά η νομική βάση του ζητήματος, θα οριστεί η έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς υπό το φως των διεθνών κειμένων και της θεωρίας, θα παρουσιαστεί η ευρωπαϊκή πολιτική επ’ αυτής και, τέλος, θα παραχωρηθούν τα βασικά στοιχεία της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς στην ελληνική έννομη τάξη, ως ευρωπαϊκή χώρα.

1. Νομική βάση και θεμελιώδεις αρχές

Ο όρος “πολιτιστική κληρονομιά” χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη Σύμβαση της Χάγης για την Προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς στην Περίπτωση Ένοπλων Συρράξεων (1954). Θεμελιώδη νομικά κείμενα αποτελούν επίσης τα Αρχεία της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, 17η Σύνοδος, Παρίσι 17 Οκτωβρίου έως 21 Νοεμβρίου 1972, τόμος 1: Ψηφίσματα, Συστάσεις [17 C/Resolutions + CORR. (Eng & Spa)], γνωστή ως Σύμβαση για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς, και η Σύμβαση για την Προστασία της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (Παρίσι, 17 Οκτωβρίου 2003) [LA/DEP/2013/040]. Σε ελληνικό επίπεδο ιδιαίτερης σημασίας φέρει ο ν. 3028/2002 για την Προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς [ΦΕΚ A 153/28-06-2002], ο οποίος πέρα από τη γενική προστασία ορίζει τα σχετικά με την πρόσβαση, την αναπαραγωγή και τη διάθεση (προς απλή ή περαιτέρω χρήση) αναπαραγωγών πολιτιστικών μνημείων. Τα παραπάνω θα αναλυθούν στη συνέχεια.

Οι βασικές αρχές που διέπουν τη διεθνή νομική βάση για την πολιτιστική κληρονομιά είναι ο σεβασμός στο κράτος προέλευσης της κληρονομιάς, το χρονικά απεριόριστο της προστασίας και η επιστροφή ξένων μνημείων στο κράτος προέλευσης. Η πρώτη αρχή συνδυάζεται με την τρίτη, και μαζί εξαίρουν τη θέση του κράτους από το οποίο προέρχεται το εκάστοτε πολιτιστικό αγαθό.  Έτσι σε περίπτωση καπηλείας, ή ζητημάτων λήψης μέτρων συντήρησης και προστασίας το κράτος προέλευσης προηγείται των υπολοίπων σε θέματα δικαιωμάτων κυριότητας και διαχείρισης. Η δεύτερη αρχή, που αφορά στο χρονικά απεριόριστο, συνδέεται με το ιδιάζον δικαίωμα της πολιτιστικής κληρονομιάς, ως παρεμφερές με το πνευματικό δικαίωμα. Στην πρώτη περίπτωση η προστασία δε λήγει ποτέ λόγω της αξίας για την ανθρώπινη κληρονομιά, ενώ στη δεύτερη κάθε έννομη τάξη επιλέγει ένα χρονικό σημείο στο οποίο οι διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας παύουν να ισχύουν για το προστατευόμενο αγαθό.

2. Ορισμός έννοιας

Ο ορισμός της έννοιας της πολιτιστικής κληρονομιάς έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτενών συζητήσεων στη διεθνή σκηνή. Σύμφωνα με την UNESCO πρόκειται για “την κληρονομιά φυσικών έργων και άυλων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων μίας ομάδας ή κοινωνίας, που κληρονομούνται από τις προηγούμενες γενιές, διατηρούνται στο παρόν και απονέμονται στις μελλοντικές γενιές προς όφελός τους”. Υπό το πρίσμα αυτό και με γνώμονα τη Σύμβαση της UNESCO του 1972, στην πολιτιστική κληρονομιά εντάσσονται αρχιτεκτονικά έργα, γλυπτά, πίνακες ζωγραφικής, αρχαιολογικές δομές και επιγραφές, οικήματα σπηλαίων, ομάδες κτιρίων και τοποθεσίες που συγκροτούνται από τους ανθρώπους, ή και τη φύση, με εξαιρετική παγκόσμια καλλιτεχνική, ιστορική, επιστημονική, ανθρωπολογική, εθνολογική ή αισθητική αξία. Το πεδίο αυτό, διευρύνθηκε το 1980 με τη Σύσταση για την Προστασία και τη Διαφύλαξη των Κινούμενων Εικόνων [Recommendation for the Safeguarding and Preservation of Moving Images adopted by the General Conference at its twenty-first session Belgrade, 27 Octomber 1980], με τη Σύμβαση για Προστασία της Υποθαλάσσιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς- UNESCO 2001, ενώ ακολούθησε μια νέα οπτική με τη Σύμβαση για την Προστασία της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς- UNESCO 2003.

Επιπλέον, υιοθετώντας το περιεχόμενο του άρθρου 2α ν.3028/2002, προκύπτει μια ακόμη χροιά για τον ορισμό της πολιτιστικής κληρονομιάς ως “του συνόλου από (έργα που αποτελούν) μαρτυρίες της ιστορίας, της τέχνης και της ταυτότητας ενός πολιτισμού”.

2.1. Διακρίσεις

Στη διεθνή νομική κοινότητα η πολιτιστική κληρονομιά διακρίνεται ανάλογα με το είδος του προστατευόμενου έργου και την προέλευσή του, ακολουθώντας το πνεύμα της Σύμβαση της Χάγης του 1954.

2.1.1 Ενσώματη Πολιτιστική Κληρονομιά

Σε πρώτο λόγο τοποθετείται η ενσώματη πολιτιστική κληρονομιά, η οποία διέπεται κυρίως από τη Σύμβαση για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς του ΟΗΕ των Παρισίων της 17/10-21/11/1972 (κυρωμένη στην Ελλάδα με το ν.1126/1981) και το ν.3028/2002. Αυτή συνίσταται σε τρεις υποκατηγορίες· πρώτον, την κινητή πολιτιστική κληρονομιά όπως γλυπτά, πίνακες ζωγραφικής, νομίσματα, χειρόγραφα, δεύτερον, τα ακίνητα μνημεία, αρχαιολογικούς χώρους κ.ά., τρίτον, την υποθαλάσσια πολιτιστική κληρονομιά όπως ναυάγια, υποβρύχια ερείπια και πόλεις. Κατά βάση η κατηγορία αυτή διέπεται από τους κανόνες για τα μνημεία στο ν. 3028/2002, ήτοι “τις υλικές μαρτυρίες που ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας”. Είναι χρήσιμο να αναφερθεί πως, σύμφωνα με το νόμο (ν.3028/2002 α.2), τα μνημεία διακρίνονται σε αρχαία μνημεία μέχρι και το έτος 1830 μ.Χ. (ανήκουν στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους) και σε νεότερα μνημεία μετά το 1830 μ.Χ., τα οποία προστατεύονται λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους.

2.1.2.Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά

Σε δεύτερο λόγο, η πολιτιστική κληρονομιά διακρίνεται στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά, η οποία , όπως προαναφέρθηκε, διέπεται από τη Σύμβαση για την Προστασία της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς- UNESCO 2003, κυρωμένη με τον ν. 3521/2006. Σύμφωνα με το άρθρο 2§1 της Σύμβασης, ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά ορίζονται “οι πρακτικές, αναπαραστάσεις, εκφράσεις, γνώσεις και τεχνικές, καθώς και τα εργαλεία, αντικείμενα, χειροτεχνήματα και οι πολιτιστικοί χώροι που συνδέονται με αυτές και τις οποίες οι κοινότητες, οι ομάδες και, κατά περίπτωση, τα άτομα αναγνωρίζουν ως μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς τους”. Με άλλα λόγια σε αυτήν υπάγονται οι προφορικές παραδόσεις, τέχνες, χειροτεχνίες και τελετουργίες.

Η συμβολή της συγκεκριμένης Σύμβασης στην πολιτική των κρατών συνίσταται στη δυνατότητα να προβάλλουν διάφορες πτυχές της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς τους και να υποβοηθούν τη μελέτη, τη διαφύλαξη και την ανάδειξή της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρωτοβουλία της χώρας από κοινού με τις Ισπανία, Ιταλία, Κροατία, Κύπρο, Μαρόκο και Πορτογαλία, να εγγράψουν το 2013 τη Μεσογειακή Διατροφή ως έκφανση της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς για τους μεσογειακούς λαούς στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας. Είναι σημαντικό να τονιστεί, πως ο εν λόγω θεσμός κληρονομιάς χαρακτηρίζεται από εξέλιξη, μεταβλητότητα και εμπλουτισμό κατά την διαδοχή της στις επόμενες γενιές και για αυτό το λόγο χρήζει ευέλικτης προστασίας και όχι στατικής.

2.1.3. Φυσική Πολιτιστική Κληρονομιά

Σε τρίτο λόγο, ένα ακόμη είδος πολιτιστικής κληρονομιάς είναι η φυσική, η οποία αποτελείται από πολιτιστικά τοπία, γεωλογικούς, βιολογικούς και φυσικούς σχηματισμούς (πχ. στην Ελλάδα τα Μετέωρα και το όρος Άθως σε συνδυασμό με άλλα είδη πολιτιστικής κληρονομιάς).

2.1.4 Επαπειλούμενη Πολιτιστική Κληρονομιά

Τέλος, ξεχωριστή αναφορά γίνεται για την πολιτιστική κληρονομιά που απειλείται από καταστροφή και λεηλασία σε ένοπλες συγκρούσεις. Οι συζήτησεις επ’ αυτού άρχισαν στο πλαίσιο της Σύμβασης της Χάγης του 1954 και των δύο Πρωτοκόλλων της, το 1954 και το 1999.

Στα κείμενα αυτά αναφέρονται 3 βασικές μορφές κινδύνων. Ο πρώτος από αυτούς είναι η ύπαρξη στρατιωτικής αναγκαιότητας. Στο άρθρο 4§1 της Σύμβασης της Χάγης παρέχεται ο ορισμός της πολιτιστικής κληρονομιάς και οι σχετικές υποχρεώσεις των συμβαλλομένων, ενώ στην §2 θεσπίζεται η εξαίρεση της στρατιωτικής αναγκαιότητας. Σε συνδυασμό με το άρθρο 11 περιγράφεται ο θεσμός της άρσης της ασυλίας των πολιτιστικών αγαθών στην εξαιρετική περίπτωση στρατιωτικής αναγκαιότητας και για όσο εκείνη διαρκεί. Αρκετά πληρέστερο στην περιγραφή των προϋποθέσεων εφαρμογής των παραπάνω άρθρων υπήρξε το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Σύμβασης της Χάγης (1999), στο οποίο τονίζεται η εξάντληση όλων των εφικτών μέσων, προτού τα κράτη προβούν στην ενεργοποίηση της ρύθμισης της στρατιωτικής αναγκαιότητας.

Ο δεύτερος κίνδυνος αφορά στο παράνομο εμπόριο πολιτιστικών αγαθών, όπως αυτό αναπτύσσεται σε περιόδους αναταραχών και συρράξεων. Η σημασία του έγκειται στην πιθανή απώλεια της ιστορικής μνήμης του λαού, αλλά και της αξίας του εκάστοτε αντικειμένου από τη λαθραία μεταφορά. Το Πρώτο Πρωτόκολλο της Σύμβασης της Χάγης (1954) επέστησε ιδιαίτερα την προσοχή με αφορμή τα επακόλουθα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προβλέποντας την υποχρέωση των κατεχόντων δυνάμεων να εμποδίζουν την όποια απόπειρα εξαγωγής πολιτιστικών αγαθών από τις κατεχόμενες χώρες (άρθρο 1) καθώς και την υποχρέωση επιστροφής εκ μέρους των συμβαλλομένων μερών των πολιτιστικών αγαθών στις ιδιοκτήτριες χώρες (άρθρα 3,5). Παρόλα αυτά το Πρωτόκολλο έχαιρε ελλιπούς εφαρμογής.

Ο τρίτος και τελευταίος κίνδυνος για την πολιτιστική κληρονομιά από τις ένοπλες συγκρούσεις είναι η σκόπιμη καταστροφή της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, όπου η κυβέρνηση και οι παραστρατιωτικές οργανώσεις στάθηκαν εναντίον της πολιτιστικής κληρονομιάς των αντιπάλων με σκοπό να πλήξουν το ηθικό των ντόπιων πληθυσμών και να τους οδηγήσουν σε αποξένωση και, εν τέλει, απομάκρυνση από τον τόπο εγκατάστασής τους. Παρόμοιες πρακτικές υιοθετεί και η ISIS με τρομοκρατικό χαρακτήρα, εμφορούμενη από ιδεολογικοπολιτικές πεποιθήσεις. Η καταστροφή του αγάλματος του λέοντα της θεάς Αλάτ και έπειτα του ναού του Βάαλ στην Παλμύρα συντάραξαν τη διεθνή κοινότητα. Ακόμη περισσότερο αποτροπιασμό προκάλεσε ο αποκεφαλισμός του αρχαιολόγου Χαλέν αλ Ασάντ, ο οποίος αρνήθηκε να υποδείξει τον τόπο όπου φυλάσσονταν τα αριστουργήματα του ναού και, τέλος, να εγκαταλείψει το χώρο.

2.2. Μέσα Προστασίας και Στόχοι

Εξαιτίας των παραπάνω κινδύνων, η Σύμβαση της Χάγης θέσπισε τη Διεθνή Επιτροπή της Μπλε Ασπίδας (ICBS), μια Μη Κυβερνητική Οργάνωση ως μοχλό πίεσης στα κράτη προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Παράδειγμα της δράσης της αποτελεί η χρηματοδότηση για τη διάσωση των έγγραφων εκθεμάτων των μουσείων της Τσεχικής Δημοκρατίας το 2002 λόγω πλημμύρας.

Όσον αφορά την προστασία της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς από φυσικές καταστροφές και πολέμους, η UNESCO κατά την 11η Συνεδρίαση της Διακυβερνητικής Επιτροπής της Σύμβασης για την Προστασία της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (28 Νοεμβρίου-2 Δεκεμβρίου 2016, Αντίς Αμπέμπα, Αιθιοπία) έθεσε στο No15 της Ημερήσιας Διάταξης  το θέμα της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς σε καταστάσεις Έκτακτης Ανάγκης και εγκρίθηκε από την Επιτροπή. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, η στενή σύνδεση των ανθρώπων με τα άυλα πολιτιστικά αγαθά, οι οποίοι διατελούν φορείς αυτών. Κατά συνέπεια, αυτά κινδυνεύουν να εκλείψουν σε περίπτωση εκπατρισμού των λαών λόγω πολέμου ή κλιματικής αλλαγής. Για το λόγο αυτό αναδεικνύεται η ανάγκη ειρηνικής ανασυγκρότησης ή ανάπτυξης αειφόρων πρακτικών διαχείρισης του περιβάλλοντος αντίστοιχα.

3. Η συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς

Στον τομέα της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επενδύσει μεγάλο μέρος του σχεδιασμού των πολιτικών δράσης της. Επιθυμώντας να επιστήσει την προσοχή στην οικοδόμηση γερών βάσεων για το σεβασμό και την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς των κρατών μελών της, σκοπεί στη δημιουργία ισχυρών δεσμών ανάμεσα στους Ευρωπαίους πολίτες όσον αφορά με τις πολιτιστικές δραστηριότητες. Αν και συνήθως η συνεισφορά της Ένωσης περιορίζεται στην οικονομική ενίσχυση, πλείστες δράσεις προωθούν σημαντικά την πολιτική διατήρησης και αναστήλωσης των ευρωπαϊκών πολιτιστικών αγαθών, ενώ ταυτόχρονα χρηματοδοτείται και η τεχνολογική και επιστημονική έρευνα.

3.1. Συμβούλιο της Ευρώπης 

Το Συμβούλιο της Ευρώπης πληροί το ρόλο του θεματοφύλακα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξίας του δικαίου και της δημοκρατίας. Στην τελευταία, εντάσσει τον πολιτισμό και την πολιτιστική κληρονομιά στις θεμελιώδεις πτυχές της δημοκρατικής διακυβέρνησης.

Βάσει των παραπάνω, εκκινώντας τις προσπάθειες του από το 1985 με τη Σύμβαση της Γρανάδα για την Προστασία της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς στην Ευρώπη (ETS No.121)[1], προχώρησε σταδιακά στη σύνδεση της πολιτιστικής κληρονομιάς με την ανάπτυξη μιας ειρηνικής κοινωνίας, δομημένης πάνω στα ανθρωπιστικά και δημοκρατικά πρότυπα. Αυτό κατέστη δυνατό με το Πλαίσιο Πολιτικής του Συμβουλίου της Ευρώπης επί της Αξίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς για την Κοινωνία/ Faro Convention- 2005 (CETS No.199). Αναλυτικότερα, με αυτό τονίστηκαν τα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη της διατήρησης και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ θεωρήθηκε ότι η ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά διαπερνά όλες τις πολιτιστικές μορφές και αποτελεί πηγή κοινής μνήμης και ταυτότητας.

3.2. Η πολιτιστική κληρονομιά στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ

Στην ευρωπαϊκή νομική βάση για το υπό ανάλυση αντικείμενο, ανευρίσκεται η αρχή κατά την οποία τα κράτη μέλη είναι αποκλειστικά υπεύθυνα για την πολιτιστική πολιτική και τη φροντίδα για την πολιτιστική κληρονομιά τους. Ωστόσο, η ΕΕ οφείλει να εγγυάται, ότι η ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά διασφαλίζεται και ενισχύεται [ΣΕΕ 3(3)].

Η σημασία της πολιτιστικής κληρονομιάς αναδεικνύεται στο άρθρο 167 ΣΛΕΕ, στο οποίο περιγράφεται ο ρόλος της ΕΕ ως ενεργού παράγοντα στις συζητήσεις και στη διάδοση της γνώσης για την πολιτιστική κληρονομιά στους πολίτες της, αλλά ορίζεται και η συνεργασία Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου για την αποτελεσματική λήψη μέτρων. Μία ειδικότερη μνεία στη φύση της πολιτιστικής κληρονομιάς γίνεται στο άρθρο 107 ΣΛΕΕ, αναφορικά με τις κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες πρέπει να ακολουθούν τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς, των όρων των συναλλαγών και του ανταγωνισμού.

3.2.1. Ευρωπαϊκό Συμβούλιο

Οι εκάστοτε προεδρίες του Συμβουλίου διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλο στη διατύπωση των θέσεων της ΕΕ για πολιτιστικά ζητήματα. Σε αυτές ξεχωρίζει, το 2015, η Προεδρία του Λουξεμβούργου, η οποία αντέδρασε στα τεκταινόμενα στο Ιράκ και τη Συρία αποδοκιμάζοντας τις καταστροφές μνημείων και το λαθρεμπόριο. Στο πλαίσιο αυτό πρότεινε τη δημιουργία βάσεως δεδομένων για τα πολιτιστικά αγαθά, η οποία σε συνδυασμό με ανάλογους κανόνες θα βελτιώσει τον έλεγχο και την καταστολή τέτοιων τρομοκρατικών ενεργειών.

3.2.2. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Το Ευρωκοινοβούλιο ασκώντας την κατεξοχήν του αρμοδιότητα, εκδίδοντας Ψηφίσματα, εκδηλώνει τις ανησυχίες και τις προσδοκίες της Ένωσης σχετικά με την έκβαση διαφόρων πολιτιστικών ζητημάτων, όχι απαραίτητα μόνο σε ευρωπαϊκή εμβέλεια. Εκκινώντας από το 1974, υπέδειξε τις αρχικές προθέσεις πρόβλεψης πολιτικών προστασίας, χρηματοδότησης και εκπαίδευσης σχετικά με την πολιτιστική κληρονομιά. Στις μέρες μας ουσιώδεις υπήρξαν οι διακηρύξεις σε Ψηφίσματα του 2015, που αφορούσαν την καταδίκη των καταστροφών πολιτιστικών αγαθών πανανθρώπινης αξίας στις περιοχές της Συρίας και του Ιράκ από τρομοκρατικές ενέργειες.

3.3. Λοιπές εκδηλώσεις της ευρωπαϊκής πολιτικής για την πολιτιστική κληρονομιά

Το 2018 ανακηρύχθηκε “Ευρωπαϊκό Έτος Πολιτιστικής Κληρονομιάς”. Με το σύνθημα “Η κληρονομιά μας: εκεί όπου το παρελθόν συναντά το μέλλον”, η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε ως στόχους την ενασχόληση ειδικά των νέων με πολιτιστικές δραστηριότητες στη θέση τόσο του θεατή όσο και του διοργανωτή, αλλά και την ενθάρρυνση- χρηματοδότηση εκπαιδευτικών, επιστημονικών και τουριστικών προγραμμάτων.

Τέλος, στον τομέα της ευρωπαϊκής διπλωματίας προστέθηκε και η προώθηση των διεθνών πολιτιστικών σχέσεων με αφορμή τις καταστροφές και την αρχαιοκαπηλία του 2015 στη Μέση Ανατολή.

4. Αξιοσημείωτη ευρωπαϊκή περιπτωσιολογία: Ελλάδα

Όπως αναφέρθηκε, η ΣΛΕΕ αποδίδει στα κράτη μέλη το ρόλο της ειδικής προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς τους, ενόσω εκείνη επικουρικά ενθαρρύνει αυτό το έργο με διεθνείς εγγυήσεις. Η ελληνική νομοθεσία (ν.2121/93 και 3028/2002) για το λόγο αυτό αποτελεί την εξειδίκευση αυτού του κανόνα, παρουσιάζοντας αξιόλογη παρουσία ανάμεσα στα υπόλοιπα κράτη μέλη. Για αυτό επιλέχθηκε να παρουσιαστεί συνοπτικά μαζί με την ανάλογη κριτική.

4.1. Φύση δικαιώματος

Για να κατανοηθεί η φύση του δικαιώματος της πολιτιστικής κληρονομιάς, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν όροι πνευματικής ιδιοκτησίας. Αρχικά, όταν ένα πνευματικό έργο αποσβέσει την έννομη προστασία του (Ελλάδα: 70 έτη από το θάνατο του δημιουργού, ν.2121/1993 α.29§1), τότε μετατρέπεται σε ελεύθερο έργο χωρίς να γίνεται λόγος για αποκλειστικότητα εκμετάλλευσής του. Παρ’όλα αυτά προβλέπεται και η δυνατότητα αυτό να ενταχθεί στην εθνική πολιτιστική κληρονομιά υπό την αιγίδα του Υπουργού Πολιτισμού (ν. 2121/1993 α.29§2). Ο τελευταίος, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, ασκεί ορισμένες ηθικές εξουσίες επί του έργου, που αφορούν την αναγνώριση πατρότητας και την ακεραιότητα του έργου, αλλά αναβιώνει και κάποιες περιουσιακές εξουσίες εντάσσοντας το έργο στο domain public payant και χορηγώντας σχετικές αποκλειστικές άδειες εκμετάλλευσης.

4.1.1. Υποκείμενο πολιτιστικής κληρονομιάς

Εξετάζοντας τη φύση του δικαιώματος, γεννάται το ερώτημα σχετικά με το ποιο είναι το υποκείμενο/φορέας του. Με άλλα λόγια μπορεί να γίνει λόγος για “εθνικά χρωματισμένη” πολιτιστική κληρονομιά; Το δίπολο που προκύπτει περιγράφεται ως πολιτιστικός εθνικισμός έναντι του πολιτιστικού διεθνισμού. Η πολιτιστική κληρονομιά ανήκει, δηλαδή, στο κράτος προέλευσης ή στην παγκόσμια κοινότητα ως κληροδότημα της ανθρωπότητας; Τον πολιτιστικό εθνικισμό υποστηρίζουν τα άρθρα 2 και 3 της Σύμβασης για τα Μέσα Απαγόρευσης και Πρόληψης της Παράνομης Εισαγωγής, Εξαγωγής και Μεταβίβασης της Κυριότητας Πολιτιστικών Αγαθών- UNESCO 1970 (Convention on the Means of Prohibiting and Preventing the Illicit Import, Export and Transfer of Ownership of Cultural Property; adopted by the General Conference at its sixteenth session, Paris, 14 November 1970), στα οποία εισάγεται η αρχή της προστασίας του κράτους προέλευσης της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Περαιτέρω προβληματισμό εγείρουν οι εμφύλιοι πόλεμοι και κατά πόσο τρίτα κράτη δικαιοδοτούνται να επέμβουν προς προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς των αντιμαχόμενων κρατών. Σε αυτό, η Σύμβαση της Χάγης- 1954 (ά.19) και το Δεύτερο Πρωτόκολλο- 1999 (ά.22§1) επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων τους και σε μη διεθνείς συγκρούσεις. Παράλληλα, ακόμα και μη κρατικοί φορείς (ISIS) μπορούν να αναγκαστούν σε συμμόρφωση από θεσπισμένα κείμενα. Και τούτο διότι μπορεί να ακολουθηθεί το διεθνές έθιμο, το οποίο αφορά στη δεσμευτικότητα κάποιων εκ των σχετικών διατάξεων λόγω ύπαρξης καθιερωμένης πρακτικής και αίσθησης νομικής υποχρέωσης χωρίς να έχει γίνει επισήμως αποδεκτή. Καίριο ρόλο διαδραμάτισε και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο θεσπίζοντας την ατομική ποινική ευθύνη σε εγκλήματα πολέμου (άρθρο 25 Καταστατικού του ΔΠΔ).

4.1.2. Ηθικές εξουσίες και Δημόσιο

Όπως αναφέρθηκε πρωτύτερα, στην ελληνική έννομη τάξη ο Υπουργός Πολιτισμού μετά το πέρας της προστασίας του πνευματικού έργου και την ένταξή του στην εθνική πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να ασκεί δύο ηθικές εξουσίες επ’ αυτού, ήτοι την προστασία της πατρότητας και της ακεραιότητας. Για την εξουσιοδότηση αυτή δημιουργείται διχογνωμία ως προς το αν το όλο ηθικό δικαίωμα εξακολουθεί να υφίσταται (γαλλικό πρότυπο αναπόσβεστου ηθικού δικαιώματος) ή απομένουν μόνο οι δύο συγκεκριμένες ηθικές εξουσίες, ασκούμενες προς την εξυπηρέτηση δημόσιων σκοπών.

Στην τελευταία περίπτωση, γίνεται λόγος για κρατικό πατερναλισμό πάνω στην πνευματική ιδιοκτησία με κοινωνικό πρόσημο. Παρόλα αυτά δεν δημιουργείται ιδιωτικό δικαίωμα για το Δημόσιο (fiscus), αλλά δημοσίου δικαίου αρμοδιότητα. Την εκδοχή αυτή ενισχύει και η συνταγματική επιταγή για το (παθητικό) δικαίωμα καθενός στην τέχνη, την επιστήμη και την παιδεία (Σ16§2), με την έννοια ότι κάθε νομοκρατούμενη πολιτεία οφείλει να του εξασφαλίσει την πρόσβαση σε τέτοια πολιτιστικά αγαθά με νόμιμα μέσα.

Με άλλη διατύπωση, το έργο που χαρακτηρίζεται ως πολιτιστικό αγαθό μεθίσταται από την ιδιωτική (πνευματική) ιδιοκτησία στην πολιτιστική κληρονομιά της χώρας (ά.1 ν.3028/2002).

4. Επίλογος

Η πολιτιστική κληρονομιά πολλές φορές είναι συνυφασμένη με μεγάλες δαπάνες ή περιορίζεται στην εξυπηρέτηση της εθνικής ταυτότητας. Εντούτοις, τα οφέλη από την επένδυση σε αυτήν είναι πολλαπλά. Τομείς στους οποίους εξελίσσεται δυναμικά είναι ο οικονομικός (δημιουργία θέσεων εργασίας), ο κοινωνικός (κοινωνική συνοχή) και ο περιβαλλοντικός (ανάπτυξη αστικού τοπίου).

Συμπεραίνοντας από όσα ελέχθησαν παραπάνω, η φύση και το εκτόπισμα της πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελεί θεμελιώδες μέρος της ανθρώπινης πορείας. Η ένδυση του θεσμού αυτού με αποτελεσματικούς νόμους και προγράμματα πολιτικής δύναται να αναδείξει το παρελθόν της ανθρωπότητας σε βασικό παράγοντα σχεδιασμού του μέλλοντος. Για το λόγο αυτό κρίνεται αναγκαία η ευαισθητοποίηση των πολιτών και των φορέων, με στόχο οι προσπάθειες που καταβάλλονται να έχουν ένθερμους αποδέκτες και πρόθυμους συνεχιστές.


Βιβλιογραφία

  • Χριστοδούλου Κ. (2018) Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
  • Ξένου Κ. (2015) Η απειλούμενη πολιτιστική κληρονομιά στο πλαίσιο των ένοπλων συρράξεων: Το νομικό πλαίσιο: η προστασία, τα κενά και οι προοπτικές. Κύπρος: Νομική Σχολή Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
  • Pasikowska-Schnass Μ. (2018) Cultural heritage in EU policies. PE 621.876. European Union 2018. Available here Accessed: 07 Jul. 2019.
  • Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Ελλάδος. Διαθέσιμο εδώ Προσπελάθηκε: 07 Ιουλ. 2019.
  • Heal Legal Υπουργείο Νομικής Συμβουλευτικής για Θέματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας. Πολιτιστική Κληρονομιά. Διαθέσιμο εδώ Προσπελάθηκε: 07 Ιουλ. 2019.
  • Safeguarding Europe’s cultural heritage part of our common values. [image] Available here Accessed: 07 Jul. 2019.

[1]  Ακόμη, σημαντικές θεωρούνται και οι εξής συμφωνίες: Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Αρχαιολογική Κληρονομιά, Βαλλέττα 1992 (ETS No.143), Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Οπτικοακουστική Κληρονομιά, Στρασβούργο 2001 (ETS No.183).