από την Αθηνά Σπανού, ερευνήτρια της ομάδας «Πολιτική & Διεθνείς Σχέσεις»

Η μελέτη της Εκλογικής Συμπεριφοράς είναι μια σύνθετη διαδικασία, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη σχέσεων αλληλεπίδρασης του εκλογικού σώματος με τα πολιτικά κόμματα, το κοινωνικό περιβάλλον και τους εξωγενείς παράγοντες. Στο παρόν κείμενο, διερευνάται η Εκλογική Συμπεριφορά, ως συνάρτηση των παραγόντων που επηρεάζουν τις επιλογές των ψηφοφόρων, προκειμένου να αποκτήσουμε μια “σφαιρική” εικόνα γύρω από την εκλογική διαδικασία και τον τρόπο που το εκλογικό σώμα διαχειρίζεται τις εκλογικές αποφάσεις. Γιατί τα άτομα συμμετέχουν στις Εκλογές; Τι είναι η Εκλογική Συμπεριφορά; Ποιοι παράγοντες  επηρεάζουν το εκλογικό σώμα και παράγουν πολιτικές προδιαθέσεις;

Η Συμμετοχή στην Εκλογική  Διαδικασία

Προτού εξετάσουμε την Εκλογική Συμπεριφορά του κοινωνικού συνόλου και τους επιμέρους παράγοντες που την επηρεάζουν, θα σταθούμε στη γενικευμένη στάση του εκλογικού σώματος να συμμετέχει στην διαδικασία των εκλογών. Το κεντρικό ερώτημα που μας απασχολεί, αφορά στους λόγους που οι άνθρωποι ψηφίζουν. Υπάρχουν ορισμένες συνιστώσες οι οποίες εντείνουν την απόφαση συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία. Τα άτομα έχουν την ανάγκη να εκφραστούν πολιτικά, και να νομιμοποιήσουν κυβερνητικά το κόμμα προτίμησης τους, προκειμένου να συνεισφέρουν στη νίκη του. Αυτή η ανάγκη “έκφρασης” του εκλογικού σώματος απορρέει από την πολιτική γνώση, και την πιθανή κομματική και ιδεολογική ταύτιση του ατόμου ενώ ταυτόχρονα όσο πλησιάζουν οι εκλογές εντείνονται οι διαδικασίες εκλογικής κινητοποίησης των ψηφοφόρων στο πλαίσιο των επίσημων[1] και ανεπίσημων[2] κοινωνικών δικτύων στα οποία αποτελούν μέρος. Αυτό σημαίνει, ότι τόσο το στενό περιβάλλον του ατόμου, όσο και οι παρόντες φορείς των πολιτικών κομμάτων, των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των λοιπών οργανισμών πολιτικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος “διεγείρουν” την αφύπνιση των πιθανών ψηφοφόρων και πραγματοποιούν εκστρατείες προώθησης των πολιτικών επιλογών.  Άλλο ένα χαρακτηριστικό που συνδέεται με την ευκολία της ψήφου, είναι αφενός το χαμηλό κόστος της ψήφου, αφετέρου οι ψυχολογικές διεργασίες της προεκλογικής περιόδου. (Arzheimer el at., 2017, σελ 464). Καθώς πλησιάζουν οι εκλογές, διογκώνονται τα συναισθήματα των ψηφοφόρων και πλεονεκτεί το αίσθημα του καθήκοντος και η ανάγκη τους να καθορίσουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Διαφαίνεται, πως η μερίδα του εκλογικού σώματος, που παρουσιάζει ισχυρότερη πολιτική συμμετοχή και γνώση, αυξάνει τις πιθανότητες να συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία και να λειτουργεί με βάση το αίσθημα καθήκοντος.[3] Το τελευταίο, προκύπτει κατόπιν εσωτερικής διεργασίας του ατόμου και είναι αποτέλεσμα της σκοπιάς του ψηφοφόρου περί ηθικής αλλά και του κοινωνικού επηρεασμού που δέχεται από το περιβάλλον του. Με λίγα λόγια, τα άτομα  γνωρίζουν και πληροφορούνται πολιτικά, σκέφτονται ιδεολογικά, συμμετέχουν ενεργά και μπορούν να ψηφίσουν με ιδιαίτερη ευκολία. Συνάμα, υποκινούνται από το καθήκον και επηρεάζονται από τα κόμματα, τα ανεπίσημα κοινωνικά δίκτυα και τα μέσα ενημέρωσης. Όταν οι διεργασίες, που εντείνουν τη Συμμετοχή, λειτουργούν επιδραστικά στο κοινωνικό σύνολο, τότε ο δείκτης της εκλογικής συμμετοχής είναι θετικός. Τα άτομα “βάζουν το λιθαράκι” τους στην εκλογική διαδικασία και ψηφίζουν υπέρ του φορέα που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις τους. Σε αυτή την περίπτωση μόνο, μπορούμε να εξετάσουμε τις συνιστώσες της Εκλογικής Συμπεριφοράς, προκειμένου να κατανοήσουμε τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Ποια είναι όμως η Εκλογική Συμπεριφορά και πως ερμηνεύεται;

Η έννοια της Εκλογικής Συμπεριφοράς

Η εκλογική συμπεριφορά ερμηνεύει την απόφαση των ψηφοφόρων στην εκλογική διαδικασία και  προσδιορίζεται με τη συνεισφορά των Επιστημών της Πολιτικής, της Κοινωνιολογίας, ακόμα και της Οικονομίας. Σε συνδυασμό με την επίδραση της Ψυχολογίας,  “χτίζεται” το μοτίβο που επηρεάζει την “στάση” του Εκλογικού Σώματος. Το ακαδημαϊκό έργο προσέγγισης της Εκλογικής συμπεριφοράς περιλαμβάνει μοντέλα ανάλυσης των παραγόντων που επηρεάζουν την ψήφο του εκλογικού σώματος, σε βραχυπρόθεσμο και σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Η κοινωνιολογική προσέγγιση της εκλογικής συμπεριφοράς, η οποία αναπτύχθηκε από τη  Σχολή του Columbia έθεσε τον παράγοντα των κοινωνικών διαιρέσεων ως βασική πτυχή της πολιτικής διαφοροποίησης. Βάσει αυτού, η εκλογική διχοτόμηση της κοινωνίας είναι αποτέλεσμα Κοινωνικών διαφοροποιήσεων. Βέβαια οι κοινωνικές διαιρέσεις των ανθρώπων σε ομάδες, αποτελούν μια γενικευμένη διάσταση της Εκλογικής Συμπεριφοράς. Η σχολή του Michigan, μέσω του Ψυχολογικού Μοντέλου,  προσπάθησε να εξηγήσει τις προδιαθέσεις του εκλογικού σώματος, τοποθετώντας τον Κομματισμό στο επίκεντρο.. Αρχικά, δεν απορρίπτεται η θέση των κοινωνικών δικτύων στην διαμόρφωση της ψήφου διότι μπορούμε να διαχειριστούμε την κομματική ταύτιση των ψηφοφόρων ως μια αλληλεπίδραση των ατόμων με ένα κοινωνικοπολιτικό  περιβάλλον. Όμως στρέφεται η ερευνητική προσοχή στο ρόλο της κομματικής ταυτότητας και στους παράγοντες  που τη διαμορφώνουν, με την οικογένεια, το ιστορικό παρελθόν και τα γεγονότα να συμβάλλουν δυναμικά στην κομματικοποίηση. Οι κοινωνιολογικές και ψυχολογικές διεργασίες παράγουν μια συμπεριφορική σταθερότητα στο εκλογικό σώμα και δημιουργούν πολιτικές προδιαθέσεις. Στο βαθμό που οι πολιτικές προδιαθέσεις ενσαρκώνονται σε ψήφο, τότε τα ψυχολογικά και κοινωνιολογικά μοντέλα προσέγγισης της Εκλογικής Συμπεριφοράς, την ορίζουν επαρκώς. Παρ’ όλα αυτά, επειδή συχνά παρατηρείται αλλαγή στην ψήφο του εκλογικού σώματος, η διερεύνηση της Εκλογικής Συμπεριφοράς διανθίστηκε με το έργο του Anthony Downs στη θεωρία των Ορθολογικών Προτιμήσεων. Σύμφωνα με την τελευταία, οι άνθρωποι συμπεριφέρονται εκλογικά σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους. Το εκλογικό σώμα διαμορφώνει συγκεκριμένες στάσεις απέναντι στις πολιτικές εναλλακτικές που διαθέτει και επιλέγει να ψηφίσει τον πολιτικό φορέα που  μεγιστοποιεί τα οφέλη που απορρέουν από τις ανάγκες του. Στο ακόλουθο μέρος του κειμένου θα εξετάσουμε την επίδραση της Πολιτικής και της Οικονομίας στην Εκλογική Συμπεριφορά.

Πολιτικός Κόσμος: Η Οικονομική Πολιτική

Όταν η εκλογική διαδικασία πλησιάζει, η Κυβέρνηση φέρεται να χρησιμοποιεί τα Δημοσιονομικά εργαλεία[4] προς όφελος της και με την επιδίωξη της προσέλκυσης ψήφων. Ο εκλογικός οικονομικός κύκλος παρουσιάζει την δράση της Κυβέρνησης στην προεκλογική περίοδο και τον τρόπο που χειρίζεται τα μακροοικονομικά μεγέθη της Οικονομίας. Tα πολιτικά κόμματα θέτουν ως βασική επιδίωξη τη μεγιστοποίηση των ψήφων που θα λάβουν στην εκλογική διαδικασία και οι ψηφοφόροι επιδιώκουν τη βελτιστοποίηση των συμφερόντων τους. (Downs, 1957).  Ως εκ τούτου, οι Κυβερνήσεις «χειραγωγούν» την Οικονομική πολιτική προκαλώντας κυκλικές[5] διακυμάνσεις του εισοδήματος. Με λίγα λόγια, παρατηρείται μια βραχυχρόνια[6] αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των ψηφοφόρων κατά την προεκλογική περίοδο. Παράλληλα, ενδέχεται να μειωθεί το επίπεδο της Ανεργίας με αποτέλεσμα την αύξηση του ρυθμού μεταβολής των τιμών. Φαίνεται ότι οι Εκλογές σχετίζονται με μία στροφή προς τη μείωση της Φορολογίας και την άνοδο των κρατικών δαπανών με τη μορφή κοινωνικών οφελών. Σε αυτή την περίπτωση η Κυβέρνηση ασκεί επεκτατική Δημοσιονομική Πολιτική και η οικονομία οδηγείται σε ελλειμματικό κρατικό προϋπολογισμό. Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής παρουσιάζονται ετεροχρονισμένα, τη χρονιά μετά τις εκλογές, όταν η Κυβέρνηση προχωρά σε περιοριστική πολιτική προκειμένου να επαναφέρει την οικονομία. (Λαμπρινίδης, 1984, σελ 198). Βέβαια το μείγμα της Πολιτικής που ενδείκνυται να ακολουθήσει η Κυβέρνηση στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, διαφέρει σε κάθε εκλογική διαδικασία και εξαρτάται από την πολιτική κατεύθυνση[7] του Κυβερνώντος κόμματος και τις πιθανότητες επανεκλογής που διαθέτει. Σε κάθε περίπτωση η θεωρία του Οικονομικού Κύκλου[8] συνεισφέρει στην δυνατότητα σύνδεσης της Οικονομικής Πολιτικής με την εκλογική διαδικασία και μπορεί να προσφέρει σημαντικά ευρήματα σχετικά με τη δράση των κομμάτων και την επιρροή αυτών στην εκλογική συμπεριφορά.

Οι Οικονομικές συνθήκες και το επίπεδο ευημερίας

Εν συνεχεία, ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της εκλογικής συμπεριφοράς είναι η Οικονομική ψήφος. Η Οικονομία λαμβάνει κεντρικό ρόλο στην εκλογική διαδικασία και μπορεί να αποτελέσει βασική μεταβλητή της εκλογικής συμπεριφοράς ανά περιόδους. Το «ξέσπασμα» της Χρηματοπιστωτικής Κρίσης το 2008 προκάλεσε ισχυρές επιδράσεις σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως στις χώρες του Νότου. Η χρηματοπιστωτική κρίση εξελίχθηκε γρήγορα σε κρίση χρέους[9] για πολλά κράτη, συνοδευόμενη από σημαντικά ελλείμματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς και δυσκολία των χωρών να εισαχθούν στις διεθνείς αγορές. Οι χώρες που ενεπλάκησαν σε προγράμματα οικονομικής διάσωσης παρουσίασαν σημαντικές διαφορές  στο μείγμα της Δημοσιονομικής Πολιτικής που ακολούθησαν, όλες όμως επέβαλλαν προγράμματα που περιόρισαν τις κοινωνικές παροχές και το διαθέσιμο εισόδημα των ψηφοφόρων, ενώ σημαντική επίδραση άσκησε και το επίπεδο της Ανεργίας που αυξήθηκε «δραματικά». Επομένως, όπως ήταν  αναμενόμενο η οικονομική κρίση τόνισε την Οικονομική ψήφο. Η κλασική θεωρία της Οικονομικής ψήφου αφορά στην τάση των ψηφοφόρων να επιβραβεύουν της Κυβέρνηση σε συνθήκες υγιούς Οικονομίας και αντίστοιχα να εξετάζουν εναλλακτικές πολιτικές επιλογές σε αντίθετη περίπτωση. Οι Kinder και Kiewiet (Arzheimer el at., 2017, σελ 608) διεύρυναν την ιδέας της Οικονομικής ψήφου σε διαστάσεις χώρου και χρόνου, σημειώνοντας, πως οι ψηφοφόροι, εφόσον εγκρίνουν τις παρελθοντικές επιλογές και τις οικονομικές συνθήκες, θα ψηφίσουν υπέρ του Κυβερνώντος ή των Κυβερνώντων κομμάτων. Βέβαια η διερεύνηση της Οικονομικής Ψήφου παρουσιάζει μια πολυπλοκότητα κατά τη διάρκεια μεταβαλλόμενων οικονομικών συνθηκών. Η κρίση διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της Νομισματικής Ένωσης των κρατών μελών και τα κράτη δεν είχαν τον πλήρη έλεγχο των Δημοσιονομικών και Νομισματικών Εργαλείων πολιτικής. Η αντίληψη της κρίσης επεκτάθηκε στα χωρικά πλαίσια της Ευρώπης και υπήρξε μια θόλωση[10] του τοπίου της «Ευθύνης» (Arzheimer el at., 2017, σελ 613). Οι διαφορές μεταξύ των Πολιτικών προγραμμάτων δεν ήταν ιδιαίτερα εμφανείς , στα πλαίσια του προγράμματος διάσωσης, που προέβλεπε συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές με σκοπό την επίτευξη οικονομικών στόχων. Βέβαια στις Νότιες χώρες οι οικονομίες παρουσίασαν ιδιαίτερη ευαισθησία και η Οικονομική Πολιτική «άγγιξε» μεγάλο μέρος των κοινωνικών στρωμάτων. Οι  Κυβερνήσεις έλαβαν μεγαλύτερη ευθύνη για το μείγμα της Πολιτικής σε περίοδο ύφεσης, ακόμα και αν η έκταση της αντίληψης σχετικά με την κρίση έχει άρρηκτη σχέση με την επιβολή του πολιτικού προγράμματος της Ευρωπαϊκής Ενοποιημένης Οικονομίας.(Hernandez και Kriesi, 2016, σελ 220). Ως εκ τούτου η Οικονομική ψήφος απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και απέδειξε πως είναι πιο ισχυρή, όταν οι οικονομικές συνθήκες το επιβάλλουν. Η οικονομική ψήφος αποτελεί μια αξιοσημείωτη περίπτωση εκλογικής συμπεριφοράς. Μπορεί να επηρεαστεί από ψυχοκοινωνικούς παράγοντες, αλλά υπόκεινται σημαντικά σε εξωτερικές επιδράσεις που καθορίζουν την επιλογή των ψηφοφόρων. Οι μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες, οδήγησαν σε μεταβαλλόμενες εκλογικές συμπεριφορές. Ποσοτικά, σημαντική μερίδα των εκλογέων έβαλε στο επίκεντρο της πολιτικής προδιάθεσης τον οικονομικό παράγοντα διαμόρφωσης της ψήφου, αφήνοντας την ιδεολογική κατεύθυνση και τις ψυχοκοινωνικές διεργασίες στο περιθώριο.

Η επιρροή της Πολιτικής Επικοινωνίας και  οι παράγοντες Δημοτικότητας

Αφενός η Κυβέρνηση χρησιμοποιεί την Οικονομική Πολιτική κατά την προεκλογική περίοδο, προκειμένου να μεγιστοποιήσει τις ψήφους προς όφελος της, αφετέρου η ίδια και τα λοιπά πολιτικά κόμματα, «σπαταλούν» χρόνο και οικονομικούς πόρους προκειμένου να προσεγγίσουν σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος επικοινωνιακά. Υπάρχουν όμως ορισμένοι παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν τη Δημοτικότητα της Κυβέρνησης και των υπόλοιπων πολιτικών κομμάτων και καθορίζουν τις κατευθύνσεις της πολιτικής επικοινωνίας. Σε μία κοινωνία που διαθέτει ατελή πληροφόρηση και ανισότητα στους εισερχόμενους πόρους ενημέρωσης, τα κόμματα πρέπει να επιστρατεύσουν τα μέσα πειθούς και την  ιδεολογική τους βάση, για να προσελκύσουν τους ψηφοφόρους. (Downs, 1957, σελ 140-141). Η πειστικότητα χτίζεται με τη βοήθεια των προεκλογικών εκστρατειών και των μέσων ενημέρωσης. Η προσωπική επαφή έχει μεγαλύτερη δυναμική στο κοινό των εκλογέων. Επομένως επιστρατεύονται οι πολιτικές συγκεντρώσεις, οι πολιτικές συνεντεύξεις, τα debates καθώς και τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και με αυτό τον τρόπο διευρύνεται η προσωπική επαφή του υποψηφίου με τον ψηφοφόρο και η σύγκριση των πολιτικών κομμάτων και των προγραμμάτων αυτών. Αντίθετα, η ιδεολογία αποκτά χρησιμότητα σε μια κοινωνία ατελούς πληροφόρησης, επειδή βάσει αυτής οι ψηφοφόροι μπορούν να ξεχωρίσουν τις εναλλακτικές που διαθέτουν. Αποτελεί το “φακό” μέσα από τον οποίο αντιδρούν στις εκστρατείες και στα πολιτικά προγράμματα. Η ατελής πληροφόρηση γεννά τη ζήτηση Ιδεολογιών προκειμένου τα άτομα να αποφασίζουν εκλογικά χωρίς να χρειάζεται να συγκρίνουν τις θέσεις και τα προγράμματα του κάθε κόμματος.(Downs, 1957, σελ 141-142). Σε αυτή την περίπτωση τα πολιτικά κόμματα παρεμβαίνουν και δημιουργούν την προσφορά ιδεολογίας.

Ψυχολογικός παράγοντας: Το φαινόμενο της Προσωποποίησης

Είναι γεγονός ότι οι ιδεολογίες κινητοποιούν την πολιτική δράση και είναι ισχυρά μέσα για να ωθήσουν τους ανθρώπους να “διαλέξουν πλευρά”. Κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα συντελέστηκε μια παρακμή των ιδεολογιών η οποία γεννήθηκε από την απογοήτευση και την απεμπλοκή από τους φορείς της ιδεολογίας, τα πολιτικά κόμματα[11]. Ως εκ τούτου, παρατηρήθηκε μια διαφυγή στην “προσωποποίηση”. Ιδιαίτερα η χρήση των social media έχει αυξήσει της τάση προσωποποίησης των υποψηφίων. Το γεγονός αυτό δεν αντικατοπτρίζεται μόνο στη δυναμική των μέσων ενημέρωσης να διαμορφώσουν πολιτικές επιλογές αλλά και στην ανάγκη των ανθρώπων να αποκτήσουν ένα φυσικό σύμβολο στην πολιτική εξουσία (Mazzoleni, 2000, σελ 325). Όταν ένας άνθρωπος γίνεται Ηγέτης επεκτείνει το χαρακτήρα και τα χαρίσματα του δημιουργώντας μια διαδικασία αλληλεπίδρασης με το κοινό. Υπάρχει μια προσέγγιση η οποία χαρακτηρίζει την πολιτική επιλογή περισσότερο ως «εκφραστική», παρά ως «οργανική» (Mazzoleni, 2000, σελ 327). Οι άνθρωποι εισάγονται σε μία εκφραστική σφαίρα, μέσα στην οποία προσφεύγουν στην πολιτική και συμμετέχουν ενεργά στην εκλογική διαδικασία, με βάση τα πολιτικά σύμβολα και τη βαθύτερη ανάγκη τους για πολιτικό αυτοπροσδιορισμό. Αν συνυπολογίσουμε τα δείγματα που λαμβάνουμε σήμερα, σύμφωνα με τα οποία οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται τις Κυβερνήσεις και φθίνει η επιρροή των πολιτικών κομμάτων και των παραδοσιακών ιδεολογιών, παρατηρούμε πως οι εκλογικές διαδικασίες παίρνουν μια πιο δυναμική μορφή για τους ψηφοφόρους, όταν επιχειρείται η προβολή των πολιτικών προσώπων με έμφαση στο χαρισματικό και ηγετικό τους χαρακτήρα.

Κοινωνία και διεργασίες επηρεασμού της  Ψήφου

Βέβαια η δράση των κομματικών φορέων στην προεκλογική και μετεκλογική διάρκεια, αποτελεί τη μία “όψη του Νομίσματος”. Τα πολιτικά κόμματα επιστρατεύουν την Οικονομική Πολιτική, την Πολιτική Επικοινωνία, και με τη συνδρομή των Μέσων Ενημέρωσης, γίνονται ευρέως γνωστά, μεταδίδουν τις πολιτικές τους θέσεις και επιζητούν την Ψήφο. Από την άλλη πλευρά, η στάση του εκλογικού σώματος απέναντι στη δράση των κομμάτων και στη διαδικασία των Εκλογών αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση. Οι πολιτικές διαφοροποιήσεις  στην πραγματικότητα αποτελούν κοινωνικές διαφοροποιήσεις. οι οποίες διαχωρίζουν τα άτομα σε ξεχωριστά κοινωνικά δίκτυα και κάθε ένα από αυτά χαρακτηρίζεται από μια μορφή πολιτικής ομοιογένειας. Η συνοχή του κοινωνικού δικτύου προωθεί κοινά πολιτικά πρότυπα, τα οποία μεταφράζονται επαρκώς στην εκλογική διαδικασία και συνεισφέρουν στην κατανόηση της εκλογικής συμπεριφοράς σε  μακροπρόθεσμο επίπεδο

Κοινωνικά Δίκτυα

Πράγματι, η εκλογική επιλογή κρίνεται σε ατομικό επίπεδο, εν τούτοις η διαδικασία της Εκλογικής Συμπεριφοράς γίνεται κατανοητή μόνο μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και τα κοινωνικά γεγονότα στα οποίο εκτίθενται οι ψηφοφόροι. Το γεγονός, πως η προσωπική ψήφος έχει ελαφριά σημασία στο συνολικό εκλογικό αποτελέσματα, εντείνει την επιρροή της «ομάδας» προς τα άτομα και ικανοποιεί την ανάγκη τους να ασκήσουν ισχυρότερη ποσοτικά επίδραση στο εκλογικό αποτέλεσμα. Ο εκλογέας, ακόμα και αν διαφοροποιείται από τις θέσεις της ομάδας, ακολουθεί μια διαδικασία Κομφορμισμού, κατά την οποία συγκλίνουν οι αρχικές του θέσεις με τις θέσεις της ομάδας. Επομένως δεν εξετάζει τις ασυνέπειες που παρατηρεί, με το να αλλάζει πολιτική επιλογή, αλλά προσαρμόζοντας τη συμπεριφορά του. Πρόκειται για  το ψυχολογικό φαινόμενο της επανενεργοποίησης (Reactivation) (Antunes, 2010, σελ 150) και μπορεί εύκολα να εξηγηθεί, αν συνυπολογίσουμε πως τα άτομα “συναναστρέφονται” κοινωνικά. Βέβαια, οι άνθρωποι εντάσσονται σε περισσότερες από μία κοινωνικές ομάδες, και αλληλεπιδρούν σε διαφορετικά περιβάλλοντα και πρότυπα..(Arzheimer el at,2017, σελ 244). Για αυτό είναι σημαντικό να προσδιορίσουμε  την αποτελεσματικότητα της κάθε ομάδας, η οποία καθορίζεται από την συνοχή της, και την συμμόρφωση των μελών της σε κανόνες. Η αποτελεσματικότητα στη συνοχή κινείται αναλογικά με την καλύτερη δυνατή πολιτική ομοιογένεια στην ψήφο. Σε αυτό το σημείο, θα εξηγήσουμε τους παράγοντες στους οποίους βασίζεται η κοινωνική διαφοροποίηση και επομένως η διαφορετική ψήφος μεταξύ του εκλογικού σώματος.

Η ταξική Ψήφος

Η κοινωνική τάξη[12] των ψηφοφόρων είναι βασικό εργαλείο μέτρησης των πολιτικών επιλογών και αυτό γιατί διαφαίνεται η τάση των ατόμων από συγκεκριμένη κοινωνική τάξη[13],  να ψηφίζουν συγκεκριμένες κομματικές ομάδες. Κάθε τάξη έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (οικονομικά, κοινωνικά, επαγγελματικά) και ψηφίζει σύμφωνα με τις ιδιαίτερες ανάγκες και επιδιώξεις της.[14] Ένα ακαδημαϊκό ζήτημα που έχει απασχολήσει τους ερευνητές είναι ένα δείγμα φθίνουσας πορείας της επίδρασης των τάξεων στο εκλογικό αποτέλεσμα, με συνέπεια την αποδυνάμωση της επιλογής των Δεξιόστροφων ή Αριστερόστροφων κομμάτων, σύμφωνα με την ταξική θέση (Ellf, 2008 σελ 306). Πράγματι, η μεταβιομηχανική εποχή ανέδειξε ισχυρές διαφοροποιήσεις στις ταξικές αντιθέσεις. Η δομή, η διάρθρωση και το μέγεθος των τάξεων αφενός διαφοροποιήθηκαν. Αφετέρου, άτομα από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες έγιναν πιο πανομοιότυπα πολιτικά, λόγω της κοινωνικής ομοιογένειας τους. Με λίγα λόγια οι μεταβαλλόμενες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, ο εκσυγχρονισμός, η εξατομίκευση των ατόμων στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις είχαν ως αποτέλεσμα την φθίνουσα ταξική διαφοροποίηση. Η ουσία όμως αφορά στη στάση των κομμάτων. Όταν οι πολιτικοί φορείς συγκλίνουν σε κάποιες θέσεις τους, δεν διαφαίνεται έντονα η ταξική διαφοροποίηση στην εκλογική συμπεριφορά. Επομένως, μπορούμε να προσδιορίσουμε μια μειούμενη επίδραση της ταξικής ψήφου στην Κάλπη, ως αποτέλεσμα εξωγενών παραγόντων και σε συγκεκριμένες εκλογικές διαδικασίες. Παρ’ όλα αυτά, δεν ευσταθεί η θέση της μείωσης[15] των επιδράσεων των κοινωνικών τάξεων (Arzheimer el at., 2017, σελ 192). Ακόμα και αν τα μέτρα και σταθμά των διαχωρισμών έχουν εξελιχθεί, οι κοινωνικές διαιρέσεις παραμένουν.

Ψυχοκοινωνικός παράγοντας: Ο “υποκειμενισμός” της Κοινωνικής Τάξης

Η Αναδιαμόρφωση του μεγέθους και της Δομής των Κοινωνικών τάξεων στη μεταβιομηχανική εποχή, έχει στρέψει το ερευνητικό ενδιαφέρον στο διαχωρισμό της «αντικειμενικής» και «υποκειμενικής» κοινωνικής τάξης. Οι άνθρωποι αυτό-προσδιορίζονται, αναζητούν την ταυτότητα τους και αποκτούν μια αντίληψης της θέσης τους στην Κοινωνική διαστρωμάτωση. Αυτή η αντίληψη είναι αποτέλεσμα ρεαλιστικών και υποκειμενικών παραγόντων. Για παράδειγμα, άτομα που τοποθετούνται στην εργατική τάξη δεν ανήκουν υλικά σε αυτή. Η στάση τους όμως, προκαλεί επιπτώσεις στο μοτίβο της ψήφου και επηρεάζεται από τα κοινωνικά δίκτυα στα οποία συμμετέχουν και από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ατόμων που αλληλεπιδρούν. Άτομα από ανώτερα οικονομικά στρώματα οδηγούνται στην επιλογή αριστερών ιδεολογικά κομμάτων, λόγω της αντίληψης που έχουν για τη θέση τους στο κοινωνικό περιβάλλον. Αντίθετα, άτομα, που ανήκουν σε χαμηλά οικονομικά στρώματα και τοποθετούνται υποκειμενικά σε υψηλότερες οικονομικά θέσεις, ενδέχεται να επιλέξουν πολιτικούς φορείς που εκπροσωπούν τη δεξιά πτέρυγα (D’Hooge el at., 2018,σελ 81).  Η τάση του εκλογικού σώματος να αυτό-προσδιορίζεται ως μέλος μίας ή περισσότερων τάξεων συνδέεται με την εκλογική συμπεριφορά και όπως διαφαίνεται είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον υποκειμενισμό του ατόμου. Ως εκ τούτου, οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις της ψήφου πρέπει να δώσουν έμφαση στον κοινωνικό και πολιτικό αυτοπροσδιορισμό του ψηφοφόρου προκειμένου να εξάγουν ασφαλή συμπεράσματα στην μελέτη της εκλογικής συμπεριφοράς που παρουσιάζει.

Ο παράγοντας της Κομματικής Ταύτισης

Ο κομματικοποιημένος άνθρωπος μαθαίνει για τα κόμματα πριν μάθει για την πολιτική (Arzheimer el at., 2017, σελ 266).  Βάσει του Ψυχολογικού μοντέλου, η κομματική ταύτιση αναπτύσσεται στην πρώιμη κοινωνικοποίηση του ατόμου και παίρνει τη μορφή ταυτότητας. Η οικογένεια[16] διαθέτει κεντρικό ρόλο σε αυτό το στάδιο ζωής του ατόμου και μπορεί να δημιουργήσει ιδεολογικές αξίες και πολιτικές κατευθύνσεις. Αυτές μεταλαμπαδεύονται στους νέους μέσω των γονικών σημάτων τα οποία παράγονται μέσα από τον πολιτικό διάλογο «μέσα στο σπίτι», το γονικό ενδιαφέρον ως προς την πολιτική και τον υποκειμενισμό[17] του κάθε γονέα. Ως εκ τούτου διαμορφώνεται μια συμπεριφορική σταθερότητα στις πολιτικές προδιαθέσεις των νέων ατόμων. Παρ ‘όλα αυτά, η κομματική ταύτιση δεν παράγεται μόνο από την οικογένεια και τα κοινωνικά δίκτυα[18]. Είναι προϊόν διεργασίας που προκύπτει από την έκθεση των ατόμων στα  πολιτικά γεγονότα «των καιρών». Η επίδραση των τελευταίων είναι καθοριστική στα νεαρά άτομα γιατί εμφανίζουν τάση μεταβλητότητας και είναι επιρρεπή σε εξωγενείς επιρροές. Εν αντιθέσει, οι μεγαλύτερες ηλικίες διαθέτουν μεγαλύτερη εμπειρία στην εκλογική διαδικασία και έχουν συγκεντρώσει σημαντικό όγκο πληροφοριών. Ως εκ τούτου, παρουσιάζουν μικρότερη μεταβλητότητα όταν εκτίθενται σε νέα γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση, τα πολιτικά συμβάντα της εποχής, αποθηκεύονται στο μνημονικό του ψηφοφόρου και δημιουργούν ισχυρούς κομματικούς δεσμούς με την πάροδο του χρόνου. Αυτοί οι δεσμοί,  «δείχνουν μια πολιτική «επιλογή» στα άτομα, διαμορφώνουν πολιτικές  προδιαθέσεις και περιορίζουν τη βραχυπρόθεσμη μεταβολή στη συμπεριφορά των ψηφοφόρων ως προς τα διαθέσιμα πολιτικά κόμματα. Η κομματική ταύτιση, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ενσαρκώνεται σε ψήφο.

Η “Ψυχολογία” του Κομματισμού στην Εκλογική Συμπεριφορά

Βέβαια, η κομματική ταύτιση διαχωρίζει το εκλογικό σώμα σε πλευρές. Λαμβάνουν χώρα διαχωρισμοί μεταξύ των ψηφοφόρων διαφορετικών κομματικών ταυτίσεων που ικανοποιούν τις ανάγκες των ανθρώπων να διαμορφώσουν την ταυτότητα τους. Η περίπτωση αυτή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αφορά στην ανάγκη των ανθρώπων να αυτό-προσδιοριστούν. Τα άτομα τείνουν προς το κόμμα με το οποίο έχουν ταυτιστεί γιατί συγκλίνουν  με τον τρόπο που βλέπουν τους εαυτούς τους Κοινωνικά, ιδεολογικά και πολιτικά. Η μελέτη του Shirely, βάσει του έργου του  Miller, επιβεβαιώνει πως οι ψηφοφόροι αποφασίζουν χωρίς να χρειάζεται να συλλέγουν πληροφορίες για συγκεκριμένα ζητήματα. Αυτή η έλλειψη πληροφόρησης αντισταθμίζεται με την κομματική ταύτιση η οποία προσφέρει όλες τις απαντήσεις (Arzheimer el at., 2017, σελ 272). Παράλληλα η συμμετοχή στις εκλογές βοηθά τους ψηφοφόρους να τονώνουν τους κομματικούς τους δεσμούς. Η επαναλαμβανόμενη υποστήριξη καθορισμένου κόμματος στηρίζεται περισσότερο στην πράξη της ψήφου, κατ επανάληψη, και όχι τόσο στις διαφορές ηλικίας στη σύνθεση του εκλογικού σώματος.

Η Θρησκεία

Ο παράγοντας της Θρησκείας εντάσσεται εξίσου στην κοινωνιολογική επιρροή της Ψήφου και αποτελεί ακόμα και σήμερα έναν εκ των βασικών συντελεστών επηρεασμού. Παραδοσιακά, η Θρησκεία συγκεντρώνει στους “κόλπους” της σημαντική μερίδα του πληθυσμού και χρησιμοποιεί λειτουργίες[19] κοινωνικού ελέγχου και πίεσης προκειμένου να παράξει Πρότυπα και «άγραφους» κοινωνικούς κανόνες προς συμμόρφωση (Arzheimer el at., 2017, σελ 202). Ως εκ τούτου, με την συνεισφορά των ιερατικών φορέων, προβάλει κίνητρα εκλογικής κινητοποίησης προς τις διαθέσιμες πολιτικές επιλογές που ικανοποιούν τις Αρχές της Θρησκευτικής Πίστης. Σύμφωνα με την Κοινωνιολογική προσέγγιση της Εκλογικής Συμπεριφοράς, οι ψηφοφόροι που ανήκουν ενεργά σε θρησκευτικές ομάδες, έχουν την τάση να επιλέγουν συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα και η ψήφος μεταξύ θρησκευόμενων και μη παρουσιάζει έντονες διαφοροποιήσεις (Arzheimer el at., 2017, σελ 200). Σημαντική προϋπόθεση προκειμένου αυτή η πολιτική επιλογή να ενσαρκωθεί σε ψήφο, είναι η ύπαρξη των κατάλληλων πολιτικών φορέων που παρουσιάζονται ως μέλη θρησκευτικών Οικογενειών και ακολουθούν κομματική στρατηγική με στόχο την εκλογική κινητοποίηση. Μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε πως η άρρηκτη σχέση της Θρησκείας με την Παράδοση και τον Συντηρητισμό θα έχει ως λογική συνέπεια την επιλογή ορισμένων πολιτικών κομμάτων του φάσματος της Δεξιάς[20]. Βέβαια, η μεταβαλλόμενη εποχή απαιτεί έναν επαναπροσδιορισμού του ρόλου της θρησκείας στην κινητοποίηση των δικτύων που διαμορφώνουν συγκεκριμένες εκλογικές επιλογές. Η σημερινή Κοινωνία χαρακτηρίζεται από τον κορεσμό των Παραδοσιακών θρησκευτικών ομάδων και δογμάτων και την επικράτηση των προσωπικών θρησκευτικών πεποιθήσεων χωρίς την αναγκαία σύνδεση με θρησκευτικές ομάδες. (Arzheimer el at., 2017, σελ 203). Ως εκ τούτου,  η Θρησκεία λαμβάνει σημαντικό ρόλο στην επιρροή της εκλογικής συμπεριφοράς αλλά οι θρησκευτικές ομάδες δεν έχουν πια την ίδια σύνδεση με τους Ψηφοφόρους αλλά και με την Πολιτική σκηνή. Αντίστοιχα “κινούνται” και τα παραδοσιακά θρησκευτικά δόγματα, τα οποία βρίσκονται σε καθοδική πορεία επιρροής, σε σύγκριση με το παρελθόν, ιδιαίτερα σήμερα όπου η Κοινωνία επαναπροσδιορίζει τις θέσεις της απέναντι σε κοινωνικά ζητήματα, με παράδειγμα την  Ομοφυλοφιλία

Συγκεκριμένες Κοινωνικές Ομάδες: Οι μειονότητες στην εκλογική διαδικασία

Εν συνεχεία, ένα από τα ερωτήματα που απασχολούν τον ερευνητικό κύκλο, είναι η επίδραση της φυλής και της εθνικότητας στην εκλογική διαδικασία. Η διερεύνηση της εκλογικής συμπεριφοράς των μειονοτήτων μας οδηγεί σε ορισμένα συμπεράσματα. Αφενός ορισμένες φυλετικές μειονότητες αποκλείονται από τη διαδικασία, γιατί στερούνται των απαραίτητων πόρων προκειμένου να συμμετέχουν ενεργά και ορθολογιστικά σε αυτή (Arzheimer el at., 2017, σελ 222). Η γλώσσα, η προσαρμοστική διαδικασία, η επαγγελματική κατάσταση, και η δυσκολία πληροφόρησης είναι ορισμένοι εκ των παραγόντων που κρατούν τις φυλετικές μειονότητες σε μία στασιμότητα, ακριβώς επειδή βρίσκονται σε έλλειψη προσφοράς. Αφετέρου, ο αποκλεισμός των φυλετικών μειονοτήτων από τις εκλογές έχει οδηγήσει σε αντίθετα αποτελέσματα ανά περιόδους, διότι έχει προκαλέσει μεγαλύτερη προσέλευση στην κάλπη από την αναμενόμενη ( Arzheimer el at., 2017, σελ 222). Στην περίπτωση που οι ψηφοφόροι συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία, παρουσιάζουν αριστερή κλίση (Αrzheimer el at. 2017, σελ 225). Συγκεκριμένα, έχει διαπιστωθεί σε ένα βαθμό, πως το ιδεολογικό προφίλ της Αριστεράς και ο πυρήνας του πολιτικού προγράμματος των κομμάτων έρχονται σε σύμπλευση με τις προτεραιότητες των φυλετικών μειονοτήτων.[21] Η “ατζέντα” της Αριστεράς “ιεραρχεί” στις πρώτες θέσεις την ισότητα σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, τις ευνοϊκότερες συνθήκες εργασίας και την κοινωνική πολιτική, με αποτέλεσμα να ικανοποιεί τις ανάγκες των φυλετικών μειονοτήτων, στις οποίες παρατηρούνται συχνότερα παραδείγματα αποκλεισμού και μειωμένης κοινωνικής ενσωμάτωσης. Ως εκ τούτου η εκλογική τους συμπεριφορά, καθορίζεται με βάση τις καθολικές ανάγκες και επιδιώξεις που φέρουν, μέσα στο κράτος στο οποίο φιλοξενούνται. Βέβαια, παρατηρείται η υποστήριξη κομμάτων του δεξιού φάσματος σε συγκεκριμένα θέματα. Με λίγα λόγια, ακόμα και αν τα βασικά επιχειρήματα της Αριστεράς αντικατοπτρίζουν τις πρωταρχικές ανάγκες των φυλετικών μειονοτήτων, η εκλογική τους συμπεριφορά μπορεί να διαφοροποιηθεί, εφόσον αφορά σε συγκεκριμένα θέματα, που υποστηρίζονται από το φάσμα της Δεξιάς και ικανοποιούν βραχυπρόθεσμες επιδιώξεις των ομάδων ή συνδέονται με εξωτερικούς παράγοντες .

Η Γεωγραφική παράμετρος

Η γεωγραφική παράμετρος είναι ένας εκ των παραγόντων που διαφοροποιούν τις κοινωνικές ομάδες ως προς την εκλογική τους συμπεριφορά. Επιβεβαιώνεται πως ο τόπος διαμονής επηρεάζει τους ψηφοφόρους και κινητοποιεί τη διαδικασία αλληλεπίδρασης μεταξύ τους.. Έτσι δημιουργείται μια σχετική ομοιογένεια στην ψήφο τους, η οποία σχετίζεται με τη μορφολογία της περιοχής που διαμένουν και τους επαγγελματικούς κλάδους που ευνοούνται σε αυτή. Αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό αν θέσουμε το παράδειγμα μιας αγροτικής περιοχής στην οποία σημαντική μερίδα των κατοίκων απασχολείται στον γεωργικό κλάδο. Όπως είναι λογικό, τα συμφέροντα των κατοίκων της γεωργικής περιοχής θα βρίσκονται σε άμεση σχέση με τον κλάδο από τον οποίο βιοπορίζονται. Ως εκ τούτου, οι ψηφοφόροι θα επιλέξουν το μείγμα πολιτικής που ικανοποιεί τις βασικές τους επιδιώξεις. Παράλληλα, δύο βασικές παράμετροι που αποδεικνύουν τη σημασία της γεωγραφίας στην εκλογική διαδικασία είναι τα κοινά χαρακτηριστικά των κατοίκων και η έντονη αλληλεπίδραση στο κοινό περιβάλλον διαμονής τους. Επιβεβαιώνεται πως οι κάτοικοι μιας περιοχής επηρεάζονται τόσο από την παραδοσιακή πολιτική προδιάθεση της πλειοψηφίας του τόπους τους αλλά ταυτόχρονα λαμβάνουν συγγενικά ερεθίσματα και επικοινωνούν μεταξύ τους. Τα ερεθίσματα προσφέρονται από πληθώρα μέσα, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα τοπικά μέσα ενημέρωσης, τους εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά και τους ίδιους τους “συμπολίτες”, οι οποίοι συχνά βρίσκονται σε άμεση επικοινωνία και ανταλλαγή απόψεων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη ροή ποσοτικότερης πληροφόρησης, που τονώνει τη δημιουργία πανομοιότυπων πολιτικών προτύπων και εκλογικών επιλογών.

Οι παράγοντες που επηρεάζουν τις “παράδοξες” εκλογικές συμπεριφορές

Οι κοινωνικοί και ψυχολογικοί παράγοντες προσδιορίζουν επαρκώς τον επηρεασμό στη μακροπρόθεσμη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος. Εν τούτοις, παρουσιάζουν ορισμένα κενά. Όπως είδαμε, στη σημερινή εποχή, παρατηρείται μια φθίνουσα σημασία της παραδοσιακής κοινωνικής διάρθρωσης και μια αποδυνάμωση των σχέσεων που συνδέουν τα κόμματα με τους ψηφοφόρους.(Antunes, 2010, σελ 156). Ως εκ τούτου, κάποια άτομα παρουσιάζουν μεταβλητότητα στην ψήφο τους σε διαφορετικές εκλογικές διαδικασίες. Σε αυτή την περίπτωση, δεν πρέπει να αναζητήσουμε λύσεις στην ψυχοκοινωνική μεταβλητή. Αντ’ αυτού, αξίζει να δούμε σε ποιο βαθμό το εκλογικό σώμα χαρακτηρίζεται από βραχυπρόθεσμες πολιτικές προδιαθέσεις οι οποίες προέρχονται από την έκθεση του ατόμου στην επιρροή της Πολιτικής Σφαίρας και των Μέσων Ενημέρωσης.

Η μεταβλητότητα της Ψήφου υπό το πρίσμα της Θεωρίας των Ορθολογικών Προτιμήσεων

Οι ψηφοφόροι χαρακτηρίζονται από μακροπρόθεσμες πολιτικές κατευθύνσεις, σε ένα βαθμό. Βέβαια παρατηρείται μια μεταβλητότητα στη ψήφο τους σε συγκεκριμένες εκλογικές διαδικασίες. Προκειμένου να κατανοήσουμε γιατί οι άνθρωποι μεταβάλλουν τις πολιτικές τους προτιμήσεις θα εξετάσουμε το μοντέλο που παρουσίασε ο Anthony Downs, στη Θεωρίας των Ορθολογικών Προτιμήσεων. Θα αξιοποιήσουμε τη Θεωρία του Ορθολογικού Καταναλωτή, στην Οικονομική Επιστήμη. Σύμφωνα με αυτή, τα πολιτικά κόμματα θέτουν ως βασική επιδίωξη τη μεγιστοποίηση του εκλογικού οφέλους από τις ψήφους , μέσω των πολιτικών προτάσεων τους που μελετήσαμε στο φαινόμενο του εκλογικού κύκλου, με τον ίδιο τρόπο που οι παραγωγοί επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση των κερδών. Αντίστοιχα οι ψηφοφόροι συμπεριφέρονται όπως οι καταναλωτές και προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τη χρησιμότητα της ψήφου τους με τον ίδιο τρόπο που οι καταναλωτές επιδιώκουν τη βελτιστοποίηση της χρησιμότητας που λαμβάνουν από την κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών. Με λίγα λόγια, οι ψηφοφόροι και τα πολιτικά κόμματα συμπεριφέρονται με γνώμονα τα συμφέροντά τους. Στο συγκεκριμένο μοντέλο οι άνθρωποι εκτίθενται στην επίδραση των εξωτερικών παραγόντων και διαμορφώνουν την εκλογική τους επιλογή. Η επεξεργασία των πληροφοριών, η έκθεση στα μέσα ενημέρωσης, η ορθολογική σκέψη των εκλογέων, τα άμεσα οικονομικά συμφέροντα τους, το πολιτικό εκλογικό σύστημα καθώς και οι συνθήκες της εποχής μπορούν να διαμορφώσουν μια μεσοπρόθεσμη πολιτική προδιάθεση η οποία θα ενσαρκωθεί σε ψήφο. Επομένως η ψήφος του εκλογικούς σώματος, είναι συνετό να διερευνάται σύμφωνα με τη σύνδεση των ψυχοκοινωνικών παραγόντων που κατευθύνουν τα άτομα σε σύμπλευση με την έκθεση τους σε εξωτερικούς παράγοντες που καθορίζουν την εκλογική τους επιλογή και ενδέχεται να οδηγήσουν σε μεταβλητότητας της ψήφου. Οι παράγοντες της Οικονομικής Πολιτικής, της Κομματικής επικοινωνίας και των Μέσων Ενημέρωσης καθορίζουν βραχυπρόθεσμες εκλογικές επιλογές και μπορούν να προσφέρουν σαφείς απαντήσεις στην τάση των ανθρώπων να αλλάζουν την ψήφο τους σε κάποιες εκλογικές διαδικασίες.

Η Στρατηγική Ψήφος[22]

Αφενός, η μεταβλητότητα της ψήφου συνδέεται με την έκθεση των ανθρώπων στους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες. Αφετέρου, συχνά αποτελεί μια διαδικασία στρατηγικού χαρακτήρα. Η πράξη της στρατηγικής ψήφου αφορά στην τάση των ψηφοφόρων να ψηφίζουν για ένα πολιτικό φορέα, που δεν βρίσκεται στην πρώτη θέση της προτίμησής του, διότι προσδοκούν, ότι το κόμμα τους δεν θα κερδίσει στις εκλογές και σύμφωνα με αυτή την πρόβλεψη του αποτελέσματος, επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν τη χρησιμότητα της ψήφου τους. Η βασική αιτιολογία αυτής της εκλογικής συμπεριφοράς συνδέεται με την ανάγκη του εκλογικού σώματος να μην «σπαταλήσει» την ψήφο και ταυτόχρονα να αποτρέψει τη σαφή εκλογική νίκη του πολιτικού κόμματος που δεν προτιμά (Antunes, 2010, σελ 162). Όπως είδαμε, η βραχυπρόθεσμη εκλογική επιλογή των ψηφοφόρων επηρεάζεται από την κάθε εκλογική διαδικασία και μπορεί να καθοριστεί από την επίδραση των φορέων ενημέρωσης και τα πολιτικά κόμματα. Οι προσδοκίες του εκλογικού αποτελέσματος μπορούν να διαμορφωθούν στις σύγχρονες κοινωνίες όπου η πληροφορία διαδίδεται με μεγαλύτερη ευκολία. Έτσι οι δημοσκοπήσεις, οι πολιτικές αναλύσεις, οι δημοσιογραφικές συζητήσεις αλλά και τα ίδια τα πολιτικά κόμματα μπορούν να παρουσιάσουν μια εικόνα για το αποτέλεσμα των εκλογών[23]. Ταυτόχρονα παράγονται προσδοκίες για την πιθανή Κυβέρνηση συνεργασίας που μπορεί να δημιουργηθεί. Ως εκ τούτου, άλλος ένας παράγοντας για τον οποίον οι ψηφοφόροι επιλέγουν στρατηγικά, είναι η προσδοκία τους για την πιθανή Κυβέρνηση Συνεργασίας. Κρίνεται δυνατό να ψηφίσουν ένα μικρότερο κόμμα, αν αναμένουν να συμμετάσχει σε μια πολυκομματική[24] Κυβέρνηση και με αυτό τον τρόπο επιζητούν  την ικανοποίηση των συμφερόντων τους με έμμεσο τρόπο (Arzheimer el at, 2017, σελ 348) Παράλληλα, οι ψηφοφόροι επιδιώκουν με τη στρατηγική ψήφο, να διαμοιράσουν τις κομματικές δυνάμεις της «νέας» Βουλής και να δημιουργήσουν μια ισορροπία των κομμάτων. Συνοψίζοντας, το εκλογικό σώμα διαμορφώνεται από τις πολιτικές του προδιαθέσεις, επηρεάζεται από τους φορείς μετάδοσης της πληροφορίας και διαμορφώνει προσδοκίες. Σύμφωνα με αυτές, «ρίχνει» εκείνη την ψήφο που παρουσιάζει μικρότερο ρίσκο και μεγαλύτερη πιθανότητα ενός ευνοϊκότερου αποτελέσματος. Στο βαθμό, που η στρατηγική ψήφος αλλοιώνει τις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος, μπορεί να αποδειχθεί ένα μόρφωμα της Δημοκρατίας. Βέβαια, όταν “αποφασίζεται” σύμφωνα με ρεαλιστικές προσδοκίες και στοχεύει στη διαμόρφωση του αποτελέσματος που θα επιφέρει την προσφορότερη χρησιμότητα, έχει θετικές προεκτάσεις και μπορεί να προσφέρει εκλογικά αποτελέσματα που «ευνοούν» , σε έναν βαθμό, την πλειοψηφία.

Η Αποχή

Στο παρόν κείμενο εξετάζουμε την συμπεριφορά του εκλογικού σώματος, υπό την προϋπόθεση ότι συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία. Παρ’ όλα αυτά, σημαντικός αριθμός Ψηφοφόρων, ποσοστιαία, δεν ψηφίζει. Η “απουσία” της εκλογικής συγκατάθεσης δημιουργεί απορίες σχετικά με τους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι απέχουν της εκλογικής διαδικασίας. Συνδέεται το φαινόμενο με μια τάση από πολιτικοποίησης; Η απάντηση είναι ιδιαίτερα σύνθετη και  η διεξαγωγή συμπεράσματος που προωθεί την αποπολιτικοποίηση των ψηφοφόρων θα ήταν «βιαστική». Η σημερινή κοινωνία παρουσιάζει ανισότητες στην πληροφόρηση. Η έλλειψη των πόρων μπορεί να οδηγήσει σε μια αδυναμία του ατόμου να παρουσιάσει κάποια πολιτική προτίμηση. Οι διαφοροποιήσεις στην εκλογική συμμετοχή μπορούν να μεταφραστούν ως μια κοινωνικοοικονομική μεροληψία. Άτομα με χαμηλότερα επίπεδα μόρφωσης παρουσιάζουν χαμηλή προετοιμασία στην επεξεργασία των πληροφοριών και στη διαμόρφωση πολιτικής κοινωνικοποίησης, προκειμένου να σχηματίσουν μια πολιτική απόφαση. Η απομάκρυνση από το χώρο της πολιτικής και ο πολιτικός παραγκωνισμός μπορούν να οδηγήσουν σε χαμηλά επίπεδα καθήκοντος και πολιτικής συνείδησης. Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις του εκλογικού σώματος που παρουσιάζουν έλλειψη στους πόρους πληροφόρησης γιατί απλά αδυνατούν[25] να «ασχοληθούν» με την πολιτική. Η οικονομική δυσπραγία και η υψηλή ανεργία είναι δύο παράγοντες που ωθούν σε αποχή. Σε αυτή την περίπτωση, οι ψηφοφόροι επιδιώκουν πρωτίστως τον βιοπορισμό τους, ως εκ τούτου η ενασχόληση με τον πολιτικό χώρο και την εκλογική διαδικασία, λαμβάνονται υπόψη ως «πολυτέλειες». Εν συνεχεία, στη διερεύνηση της αποχής, μπορούμε να “εντάξουμε” τις μεταναστευτικές ομάδες, και τις φυλετικές μειονότητες. Η παρούσα κατηγορία του εκλογικού σώματος μπορεί να παρουσιάσει «σημάδια» εκλογικής αποχής γιατί αποκλείεται από την πολιτική διαδικασία λόγω χαμηλής κοινωνικής προσαρμοστικότητας, σε πολλές περιπτώσεις. Τα τελευταία χρόνια βέβαια, παρατηρείται έντονη κινητικότητα των φυλετικών ομάδων η οποία περιορίζει την πολιτική απομόνωση τους, όμως το φαινόμενο του οικονομικού και κοινωνικού αποκλεισμού παραμένει παγκόσμιο και μπορεί να προσφέρει σημαντικά ευρήματα στην εκλογική αποχή. Ακόμα μια άλλη κατηγορία ατόμων που μπορεί να απουσιάσει από την εκλογική διαδικασία είναι οι «νέοι». Δεν είναι η ηλικία ο παράγοντας που επηρεάζει την αποχή, αλλά η χαμηλή εμπειρία και συνήθεια στην εκλογική διαδικασία. Άτομα στα πρώτα στάδια ενηλικίωσης, δεν έχουν ακόμα ζήσει και οικειοποιηθεί μια σειρά από γεγονότα και κοινωνικές συνθήκες, προκειμένου να μεταβούν σε πιο υψηλή πολιτική ενασχόληση. Συνάμα ψηφίζοντας ένα κόμμα παράγεται μια ψυχολογική διεργασία που φέρνει τους ψηφοφόρους πιο κοντά στο κόμμα και στην πολιτική. Στα στάδια ενηλικίωσης οι προσωπικές προτεραιότητες των νέων πιθανόν να υπερτερούν της πολιτικής και εκλογικής ενασχόλησης. Η μελέτη της Εκλογικής Συμπεριφοράς, έχει προσφέρει μερικά ακόμα ευρήματα που σχετίζονται με τα χαμηλά επίπεδα συμμετοχής στις εκλογές. Κεντρικό ρόλο λαμβάνει η στάση που χαρακτηρίζεται ως “Alienation”. Σύμφωνα με αυτή, η οπτική προς τα κόμματα γίνεται αρνητική και σχετίζεται με τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων απέναντι στα πολιτικά κόμματα ως απόρροια της μειωμένης αξιοπιστίας, της διαφθοράς και της χαμηλής πολιτικής αποτελεσματικότητας. Όπως αναμένεται, η Οικονομική ύφεση, οι μεταβαλλόμενες συνθήκες της εποχής και μια σειρά από μεροληπτικές πολιτικές επιλογές μπορούν να απομακρύνουν τους ψηφοφόρους από τα πολιτικά κόμματα αλλά και την ίδια την εκλογική διαδικασία. Αν συνυπολογίσουμε τον περιορισμό των επιπέδων κομματισμού που παρουσιάζονται στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη δυσαρέσκειας για να απέχουν τα άτομα. Αρκεί και η θολή και μπερδεμένη πολιτική προτίμηση (ο όρος χαρακτηρίζεται ως «indifference”). Όπως είδαμε παραπάνω, Ο κομματισμός φθίνει, οι οικονομικές συνθήκες μεταβάλλονται και οι παραδοσιακές ιδεολογικές συνδέσεις παρουσιάζουν καθοδική πορεία. Ως εκ τούτου, η Αποχή κάνει την εμφάνιση της και προβληματίζει. Σε αυτό το σημείο, η απουσία από την Εκλογική διαδικασία δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη ως μια τάση προς από πολιτικοποίηση. Είναι συνετό να διερευνηθεί, προκειμένου να χρωματιστούν οι κοινωνικές ανισότητες οι οποίες γεννούν διαφοροποιήσεις στη συμμετοχή. Στην περίπτωση όπου τα συμφέροντα αυτών που δεν ψηφίζουν διαφέρουν από όσους ψηφίζουν, το εκλογικό σώμα δεν εκπροσωπείται επαρκώς από τους πολιτικούς φορείς.

Οι άνθρωποι επηρεάζονται και θα συνεχίσουν να επηρεάζονται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον στο οποίο «κινούνται», τις κοινωνικές πιέσεις και τις κομματικές και ιδεολογικές συνδέσεις που παρουσιάζουν Με τον ίδιο τρόπο όμως, θα συνεχίσουν να παρουσιάζουν μια αστάθεια στις πολιτικές τους επιλογές, ως απόρροια της ανάγκης που έχουν να ικανοποιήσουν τα συμφέροντα τους. Η έκθεση τους στην επιρροή των πολιτικών κομμάτων και των μέσων ενημέρωσης ικανοποιεί τις προϋποθέσεις αλληλεπίδρασης στην εκλογική διαδικασία και μπορεί να καθορίσει το αποτέλεσμα της Κάλπης. Οι εκλογές αποτελούν ένα σύνθετο «παιχνίδι» στο οποίο οι πρωταγωνιστές χαρακτηρίζονται από ισχυρές αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους, στο βαθμό που υπάρχει δυσκολία διάκρισης των εξωγενών και ενδογενών μεταβλητών που επηρεάζουν  την εκλογική συμπεριφορά. Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την εκλογική συμπεριφορά, ως μια συνάρτηση, στην οποία οι μεταβλητές των πολιτικών κομμάτων, του κοινωνικού σώματος και των μέσων πληροφόρησης, σε συνδυασμό με τα «σημάδια» των καιρών, δίνουν τα “στίγματα” της πολιτικής προδιάθεσης και μπορούν να προσεγγίσουν το εκλογικό αποτέλεσμα της Κάλπης.


 

Βιβλιογραφία

Antunes, R. (2010). ‘Theoretical models of voting  behaviour’, comunicação e ciências empresariais, σσ.145-170.

Arzheimer, K., Evans, J. και  Lewis-Beck, (eds). (2017). The Sage Handbook of Electoral Behaviour, London : Sage Publications Ltd.

Cohen, J., και  Tsfati, Y. (2009). ‘The Influence of Presumed Media Influence on Strategic Voting’, 36(3), Communication Research,  σσ. 359-378.

Γραμμένου. Α. (2014). «Ο πολιτικός λόγος της οικονομικής κρίσης όπως εκφέρεται μέσα από τα ελληνικά και ευρωπαϊκά κόμματα», Καστοριά : Τ.Ε.Ι Δυτικής Μακεδονίας.

D’Hooge, L., Achterberg, P. και Reeskens, T. (2018). ‘Imagining class: A study into material social class position, subjective identification, and voting behavior across Europe’, Social Science Research, 70, σσ.71-89.

Downs, A. (1957). ‘An economic Theory of Political action in Democracy’, The Journal of Political Economy, 65(2), σσ. 135-150.

Elff, M. (2009). ΄Social divisions, party positions and Electoral behavior’, Electoral Studies, 28, σσ. 297–308.

Gallego, A. (2009). ‘Where Else Does Turnout Decline Come From? Education, Age, Generation and Period Effects in Three European Countries’, Nordic Political Science Association,  32(1), σσ. 33-4.

Hallerberg, M., de Souza, L. και Clark, W. (2002). ‘Political Business Cycles in EU Accession Countries’, European Union Politics, 3 (2),σσ.  231–250.

Hernandez, E. και Hanspeter, K. (2016). ‘The electoral consequences of the financial and economic crisis in Europe’, European Journal of Political Research, 55, σσ. 203–224.

Hobbs, M. (2016). ‘The sociology of spin: An investigation into the uses, practices and consequences of political communication’. Journal of Sociology, 52(2), σσ. 371–386.

Θωμαδάκης, Σ., & Σερεμέτης, Δ. (2017). ‘Η αποσταθεροποιητική δυναμική του ελληνικού εκλογικού-δημοσιονομικού κύκλου’. Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 2(2), σσ.48-82.

Κωνσταντινίδης, Γ. (2015). ‘Επιλογές ψήφου εν μέσω «διασταυρούμενων πυρών»: Oι αντιτιθέμενες επιδράσεις κοινωνικών χαρακτηριστικών’. Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 25, σσ. 1-17.

Λαμπρινίδης, Μ. (1984). ‘Θεωρία Εκλογικού Οικονομικού Κύκλου’, Journal of Economics and Business, 34(1), σσ. 184-215.

Lipsitz, K., Trost, C., Grossmann, Μ. και  Sides, J. (2005). ‘What Voters Want From Political Campaign Communication’, Political Communication, 22(3), σσ. 337-354.

Mazzoleni, G. (2000). ‘A Return to Civic and Political Engagement Prompted by Personalized Political Leadership?’, Political Communication, 17(4),σσ.  325-328.

Μπάντουλας, Κ. (2000). Νεότερες Εξελίξεις στη θεωρία των κυκλικών Διακυμάνσεων, Θεσσαλονίκη : Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Nordhaus, W. (1975). ΄The Political Business Cycle’, The Review of Economic Studies, 4(2), σσ. 169-190.

Papageorgiou, G., Michaelides,  P. και Tsionas, E. (2015). ‘Business Cycle Determinants and fiscal policy: A panel ARDL approach for EMU’, Journal of Economic Asymmetries”,13,  σσ. 57-68.

Παπάνης Ε. (2011). MME, Προπαγάνδα και Διαδίκτυο, Θεσσαλονίκη : Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης .

Rovny, J. (2012). ‘Who emphasizes and who blurs? Party strategies in multidimensional competition’, European Union Politics 13(2), σσ. 269–292.

Sadeh, T. (2006). ‘Adjusting to the EMU :Electoral, Partisan and Fiscal Cycles’. European Union Politics7 (3), σσ. 347–372.

Σερντεδάκις, Ν. και Κουφίδη, Μ. (2018 ). ‘Συγκρουσιακός και εκλογικός κύκλος στην Ελλάδα της κρίσης’,  Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 44(1), σσ.7-30.

Stier, S., Bleier, A., Lietz, H. και Strohmaier, Μ. (2018). ‘Election Campaigning on Social Media: Politicians, Audiences, and the Mediation of Political Communication on Facebook and Twitter’, Political Communication, 35(1), σσ. 50-74


[1] Τα πολιτικά Κόμματα, Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, Τα φεμινιστικά σωματεία, οι πολιτιστικές ενώσεις, οι νεανικοί οργανισμοί.

[2] Η οικογένεια είναι το πιο σημαντικό ανεπίσημο κοινωνικό δίκτυο. Ακολουθούν οι φίλοι, οι συνάδελφοι και άλλες κατηγορίες κοινωνικών συναναστροφών.

[3] Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι άνθρωποι «περνούν» από κοινωνικές διεργασίες πίεσης και κινητοποίησης προκειμένου να ψηφίσουν. Ο συνδυασμός των κοινωνικών επιδράσεων και της αντίληψης του ατόμου περί ηθικής διαμορφώνουν την αίσθηση του καθήκοντος στην εκλογική διαδικασία.

[4] Η Δημοσιονομική Πολιτική αφορά στην πολιτική διαχείρισης των οικονομικών του Δημοσίου από το Κυβερνητικό Σώμα. Τα βασικά Δημοσιονομικά εργαλεία είναι οι φόροι και οι κρατικές δαπάνες και οι αυξομειώσεις αυτών επιδρούν στο επίπεδο της Οικονομίας , δηλ στο προϊόν της Οικονομίας (ΑΕΠ). Όταν το κράτος αποφασίζει να ασκήσει επεκτατική Δημοσιονομική Πολιτική μειώνει τους φόρους ή αυξάνει τις κρατικές δαπάνες. Το αντίθετο αποτελεί την περιοριστική Δημοσιονομική Πολιτική.

[5] Το εισόδημα της Οικονομίας δεν παραμένει στάσιμο άλλα μεταβάλλεται διαχρονικά.  Οι εναλλαγές μεταξύ μείωσης και αύξησης του εισοδήματος της Οικονομίας χαρακτηρίζονται ως οικονομικές διακυμάνσεις. Η επαναλαμβανόμενη αύξηση και μετέπειτα μείωση του ΑΕΠ ονομάζεται κυκλική διακύμανση.

[6] Οι επιδράσεις του εκλογικού οικονομικού κύκλου έχουν βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα. Οι επιπτώσεις της Δημοσιονομικής πολιτικής κατά την προεκλογική περίοδο θα εμφανιστούν μετεκλογικά και η οικονομία θα επανέλθει στην αρχική κατάσταση σε διάστημα μικρότερο των 18 μηνών.

[7] Τα Συντηρητικά ή φιλελεύθερα πολιτικά κόμματα επιχειρούν μια συγκράτηση του Δημοσίου τομέα και δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στον ιδιωτικό. Αντίθετα τα Εργατικά ή Σοσιαλιστικά κόμματα επιχειρούν μεγαλύτερη διεύρυνση και επέκταση του Δημοσίου Τομέα.

[8] Η μετακεϋνσιανή ερμηνεία του Εκλογικού Οικονομικού Κύκλου δέχτηκε την κριτική της Μαρξιστικής προσέγγισης. Σύμφωνα με τους Μαρξιστές, οι πολιτικοί βάζουν πράγματι τα πολιτικά και οικονομικά τους συμφέροντα πάνω από τα κοινωνικά οφέλη. Όμως αυτά τα συμφέροντα εξυπηρετούν τα συμφέροντα της καπιταλιστικής οικονομικής τάξης . Ένα από τα απαραίτητα στοιχεία της λειτουργίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι οι οικονομικές κρίσεις και οι συνέπειες της ύφεσης , του πληθωρισμού, των εισοδημάτων και της ανεργίας. . H οικονομική κρίση έχει άρρηκτη σχέση με το κόστος παραγωγής των Παραγωγών οι οποίοι επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση των κερδών τους. Μια μείωση των εργατικών μισθών και μια αύξηση της παραγωγικότητας θα οδηγήσει σε ένα υψηλότερο κέρδος των παραγωγών.

[9] Η κρίση χρέους περιλαμβάνει την  ύπαρξη ελλειμματικών κρατικών προϋπολογισμών και την ανάγκη δανεισμού για τις χώρες

[10] Ο συνδυασμός των  Δημοσιονομικών πολιτικών που επέβαλαν οι αδύναμες οικονομικά χώρες, είχε ομοιότητες. Στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, του Eurogroup, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας διαμορφώθηκαν κοινές πολιτικές γραμμές με χαρακτηριστικά αποτελέσματα τη μείωση των κρατικών δαπανών και των κοινωνικών παροχών με στόχο τη Δημοσιονομική σταθεροποίηση των κρατών και τη Νομισματική σταθερότητα του ευρώ.

[11] Η οικονομική κρίση η οποία ξέσπασε το 2008 και εξελίχθηκε τα επόμενα χρόνια σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω αποσύνδεση μερίδας του εκλογικού σώματος από τους φορείς της ιδεολογίας , τα πολιτικά κόμματα. Οι βασικοί εκ των παραγόντων που συντέλεσαν σε αυτό, αφορούν στη δράση, στην οικονομική πολιτική και στην αποτελεσματικότητα των κομμάτων.

[12] Σύμφωνα με τον Lansaether οι πολιτικές αξίες έχουν κεντρικό ρόλο στη διαφοροποίηση των τάξεων οι οποίες  μπορούν να γίνουν λιγότερο εμφανείς όταν τα πολιτικά κόμματα συγκλίνουν στις θέσεις τους. Οι αξίες και οι διαφορές στις αξίες χτίζονται από τα ίδια τα κόμματα και παράγουν τη διαθεσιμότητα των πολιτικών επιλογών.

[13] Οι κοινωνικές τάξεις καθορίζονται με διαφορετικό τρόπο μεταξύ των ερευνητών, με ορισμένους να διαχωρίζουν τα άτομα με βάση το εισόδημα τους, μερικούς να προτιμούν την επαγγελματική ιδιότητα και πλήθος άλλων παραγόντων. Το συνηθισμένο μέτρο είναι το εισόδημα. Οι μελετητές έχουν στρέψει όμως την προσοχή τους στην επαγγελματική θέση γιατί παρουσιάζει μεγαλύτερη σταθερότητα σε σχέση με τις μεταβαλλόμενες εκτιμήσεις του εισοδήματος.

[14] Για παράδειγμα, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εξετάσουμε γιατί ορισμένοι ψηφοφόροι αντιδρούν πιο έντονα σε Δημοσιονομικές Πολιτικές που μειώνουν το διαθέσιμο εισόδημά τους, άλλοι σε αυξομειώσεις της Ανεργίας και κάποιοι στις μεταβαλλόμενες τιμές της Αγοράς.

[15] Οι ταξικές αντιθέσεις χουν διαφοροποιηθεί σε διαιρέσεις που αφορούν για παράδειγμα τις αντιθέσεις μεταξύ μισθωτών και ελεύθερων επαγγελματιών, μισθωτών του Δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα και λοιπές διαφοροποιήσεις.

[16] Κατά την ενηλικίωση, η φυγή των ατόμων από το σπίτι και η εισχώρησή τους σε νέα κοινωνικά περιβάλλοντα μπορούν να διαφοροποιήσουν την εκλογική συμπεριφορά ως αποτέλεσμα του μεταβαλλόμενου κοινωνικού δικτύου συμμετοχής.

[17] Οι γονείς ενδέχεται να μην καταφέρουν να διαμορφώσουν την πολιτική προδιάθεση του ατόμου σύμφωνα με την υποκειμενική τους πολιτική κατεύθυνση. Όμως, υπάρχουν πιθανότητες να διαδώσουν το «πολιτικό ενδιαφέρον».

[18] Ο κομματισμός παράγει μια πολιτική προδιάθεση. Η διαδικασία μετεξέλιξης της πολιτικής προδιάθεσης σε ψήφο προκύπτει από την εμπειρία του ατόμου, τη συνήθεια του στην εκλογική διαδικασία, την επαναλαμβανόμενη υποστήριξη και επαφή με το κόμμα και την έκθεση του σε πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα.

[19]Το θρήσκευμα ασκεί καταλυτική επίδραση σε ένα πλήθος ψηφοφόρων, το οποίο οργανώνεται και συμμετέχει ενεργά σε θρησκευτικές ομάδες, υπό την καθοδήγηση των ιερατικών φορέων. Λαμβάνει το ρόλο ενός χρήσιμου εργαλείου# προώθησης πολιτικών κατευθύνσεων.

[20] Πρέπει να υπάρξει διάκριση της πραγματικής και ψευδούς θρησκευτικής ψήφου. Στη μεν, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, η προσήλωση και η πίστη αποτελούν κινητήριες δυνάμεις σύμφωνα με τις οποίες οι κοινωνικές ομάδες αποφασίζουν εκλογικά. Η δε, επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες όπως η εθνικότητα και η τάξη και μπορεί να παρερμηνευτεί σε θρησκευτική ψήφο. Η εξέλιξη των σημερινών κοινωνιών τεχνολογικά, επιστημονικά και κοινωνικά έχει οδηγήσει στην υιοθέτηση θρησκευτικών πεποιθήσεων χωρίς τη διατήρηση δογμάτων και «αμετανόητων» θέσεων. Αυτές οι διαφοροποιήσεις διαφαίνονται στην εκλογική συμπεριφορά και μπορούν να διαφοροποιήσουν την εκλογική επιλογή των θρησκευόμενων ψηφοφόρων. Η επιλογή των Δεξιόστροφων πολιτικών κομμάτων αφενός επικρατεί εκλογικά, αφετέρου μπορεί να διαφοροποιηθεί σε συγκεκριμένες εκλογικές διαδικασίες και με τη συνεισφορά των διαθέσιμων πολιτικών κομμάτων.

[21] Στην πάροδο του χρόνου η ανοδική κινητικότητα των φυλετικών ομάδων, η κοινωνική τους προσαρμογή, η διεύρυνση του μορφωτικού επιπέδου και η ένταξη στο επαγγελματικό περιβάλλον οδήγησαν τους ακαδημαϊκούς σε μια αμφισβήτηση των ισχυρισμών που προβάλλουν την φυλή ως προσδιοριστικό παράγοντα της εκλογικής συμπεριφοράς. Σε αυτή την περίπτωση, η τάξη και άλλες κοινωνικές διαφοροποιήσεις  αντικατέστησαν τη συνδρομή της εθνικότητας. Βέβαια αξίζει να σημειωθεί πως το πρόβλημα του φυλετικού αποκλεισμού συνεχίζει να υφίσταται και αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο ακόμα και στην περίπτωση που η «κοινωνική απομόνωση» φθίνει.

[22] Η στρατηγική ψήφος αποτελεί ένα αξιοσημείωτο μοτίβο εκλογικής συμπεριφοράς , διότι οι ψηφοφόροι επιλέγουν εκλογικά σύμφωνα με τις προσδοκίες που διαμορφώνουν και την ανάγκη τους να περιορίσουν το ρίσκο μιας χαμένης ψήφου. Ως εκ τούτου, ψηφίζουν ένα πολιτικό κόμμα, το οποίο δεν βρίσκεται στην πρώτη επιλογή και δεν αντανακλά τις θέσεις τους.

[23] Η ευνοϊκή αντιμετώπιση των φορέων ενημέρωσης προς συγκεκριμένους πολιτικούς φορείς μπορεί εξίσου να επηρεάσει τους ψηφοφόρους στις προσδοκίες που διαμορφώνουν για το εκλογικό αποτέλεσμα.

[24] Ακόμα και στην  περίπτωση, όπου η σύσταση Κυβέρνησης συνεργασίας δεν είναι εξασφαλισμένη, οι ψηφοφόροι θα προσπαθήσουν και πάλι να συμβάλλουν στο αποτέλεσμα, προσδοκώντας την καλύτερη δυνατή και «ρεαλιστική» χρησιμότητα που θα λάβουν από το αποτέλεσμα της κάλπης.

[25] Οι κοινωνικές ομάδες που χαρακτηρίζονται από οικονομική δυσπραγία και υψηλά επίπεδα ανεργίας παρουσιάζουν τάσεις αποχής από την εκλογική διαδικασία.