του Νικόλαου Στυλιανού

Κοιτάζοντας κανείς το παγκόσμιο χάρτη και πιο συγκεκριμένα την αφρικανική ήπειρο, αυτομάτως και ίσως εν’ μέρει υποτιμητικά, κατατάσσει τις χώρες αυτές στη κατηγορία των «τριτοκοσμικών – υποανάπτυκτων χωρών», ή πιο δόκιμα σε αυτές των «μη ανεπτυγμένων». Μπορεί όμως ένας τόσο γενικός όρος να περιγράψει τη κατάσταση που επικρατεί σε μια ολόκληρη ήπειρο; Κάτι τέτοιο, δεν ακούγεται τουλάχιστον επιπόλαιο;

Εκτός του ότι οι γενικεύσεις σε οποιαδήποτε ανάλυση κρίνονται άστοχες και επιβλαβείς, στη προκειμένη περίπτωση υπάρχει ένα τρανό παράδειγμα που διαψεύδει οποιαδήποτε προσπάθεια καθολικής κατηγοριοποίησης των χωρών της Αφρικής ως «τριτοκοσμικών». Η Μποτσουάνα ή αλλιώς το «διαμάντι της Νοτίου Αφρικής» όπως και την αποκαλούν, διαψεύδει τις θεωρίες περί υποανάπτυκτων χωρών, καταδικασμένων να ζουν στη φτώχεια και τη δυστυχία, περιμένοντας ένα χέρι βοηθείας από τις χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου προκειμένου να επιβιώσουν.

Θέτει σε αμφισβήτηση το απλοϊκό αυτό αφήγημα, τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Πρωτεύσουσά της είναι η Γκαμπόνε και ο συνολικός της πληθυσμός υπολογίζεται σε περίπου 2 εκ. κατοίκους. Αν και το 70% των εδαφών της καλύπτεται από την έρημο Καλαχάρι, αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Αντιθέτως, η άγρια φύση της Μποτσουάνα προσέλκυσε μεγάλα τουριστικά ρεύματα. Δημιουργήθηκαν εθνικά πάρκα και διαμορφώθηκαν περιοχές για σαφάρι και κηνύγι, που λειτούργησαν ως πόλος έλξης για τους τουρίστες από όλο το κόσμο, μετατρέποντάς την έτσι σε έναν δημοφιλή προορισμό αναψυχής.

Όπως και αρκετές χώρες της Αφρικής, η Μποτσουάνα διαθέτει μεγάλα αποθέματα ορυκτού πλούτου και κυρίως διαμαντιών. Έτσι, αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη κορυφή της λίστας παραγωγής διαμαντιών παγκοσμίως. Με αυτό το τρόπο ενισχύεται ιδιαιτέρως η οικονομία της και οι δείκτες που τη χαρακτηρίζουν. Για παράδειγμα, βάσει των εκθέσεων της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Μποτσουάνα έχει βρεθέι ουκ’ ολίγες φορές υψηλότερα στη παγκόσμια λίστα από κράτη που αποτελούν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το 2007 όπου και ξεπέρασε την Ισπανία, το Λουξεμβούργο, τη Τσεχία, αλλά και την Ιταλία σε ρυθμούς ανάπτυξης.

Η οικονομική βεβαίως αποτελεσματικότητα της Μποτσουάνα συγχέεται άμεσα και με την πολιτική αποτελεσματικότητά της, καθώς και με τις πολιτικές αξίες που επικρατούν. Ο πρώτος πρόεδρος της Μποτσουάνα, ο Σερέτσε Κάμα, συντέλεσε ευεργετικά σε αυτό στα 14 συναπτά έτη της θητείας του. Σε αντίθεση με τα περισσότερα κράτη της Αφρικής η Μποτσουάνα ακολουθεί πιστά τους δημοκρατικούς θεσμούς διακυβέρνησης, γεγονός που επηρεάζει αντίστοιχα και το αξιακό σύστημα της κοινωνίας. Επομένως οι συνθήκες αυτές εντός της χώρας δημιούργησαν και συνεχίζουν να δημιουργούν ένα ευνοϊκό κλίμα για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, όπως και ένα φιλικό περιβάλλον για τους ξένους επενδυτές.

Οι κατευθύνσεις και η καθοδήγηση των Βρετανών στη διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος της χώρας μετά την ανεξαρτητοποίησή της (1966), έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του σημερινού συστήματος διακυβέρνησης. Η Μποτσουάνα δεν έχει τίποτα να ζηλέψει σχετικά με το τρόπο λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών από ένα ευρωπαϊκό κράτος. Σε αναντιστοιχία με τη πλειονότητα των κρατών της Αφρικής, οι ηγέτες της δεν επεδίωξαν να συντηρήσουν μια ολιγαρχία που θα κατέχει το πλούτο αλλά φρόντισαν να επενδύσουν σημαντικά κεφάλαια σε δρόμους, σχολεία, στην υγεία και φυσικά σε έργα που αφορούσαν τις υποδομές (π.χ. ύδρευση) και τη μεταποίηση.

Το εθνικό τους Σύνταγμα ρυθμίζει τις λειτουργίες του κράτους, ενώ το κομματικό τους σύστημα χαρακτηρίζεται ως πολυκομματικό. Κάθε 5 χρόνια διεξάγονται εκλογές ώστε να αναδειχθεί η κυβέρνηση, η οποία αναλαμβάνει την εκτελεστική εξουσία και συμμετέχει στην νομοθετική, την οποία και ασκεί από κοινού με το Κοινοβούλιο. Όπως λοιπόν διαφαίνεται και από τα παραπάνω οι δημοκρατικοί θεσμοί στη Μποτσουάνα λειτουργούν με επιτυχία, διαψεύδοντας όσους θα πίστευαν πως πρόκειται για άλλο ένα «τριτοκοσμικό κράτος» της Αφρικής… Η ηγεσία της χώρας φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης σε αυτό, αφού φροντίζει συνεχώς για τη διατήρηση του υπάρχοντος συστήματος.

Γεγονός που ενισχύει τη θέση αυτή είναι πως τη δεκαετία του 80′, όπου η Μποτσουάνα αντιμετώπισε έντονη οικονομική κρίση λόγω της πτώσης των τιμών των διαμαντιών και της μείωσης των εξαγωγών της σε κάρβουνο, αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η συμβουλή που δόθηκε τότε από το ΔΝΤ, ήταν να μειώσει τις κοινωνικές της δαπάνες. Με σθένος λοιπόν τότε η κυβέρνηση της χώρας, αρνήθηκε τη βοήθειά του υπό αυτούς τους όρους, καθώς όπως πίστευε κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο τη δημοκρατική διακυβέρνηση της χώρας και θα ήταν άδικο για τους πολίτες της.

Οι δείκτες ανάπτυξής της μέχρι και σήμερα, επιβεβαιώνουν το γεγονός πως η επιλογή τους στάθηκε ορθή. Επιπροσθέτως, η χώρα απέδειξε πως μπορούσε να σταθεί μόνη στα πόδια της, δίχως την ενίσχυση των Δυτικών, καταρρίπτοντας έτσι τον μύθο περί εξαρτημένων από τη Δύση χωρών. Μια χώρα και μάλιστα πλούσια σε ορρυκτό πλούτο, δεν είναι εξ’ αρχής «τριτοκοσμική» λόγω της θέσης της στο παγκόσμιο χάρτη αλλά μετατρέπεται σε «τριτοκοσμική» λόγω της διακυβέρνησης και της διαχείρησης των ηγεσιών της. Η Μποτσουάνα κατάφερε με τη χρηστή διακυβέρνησή της να αντιμετωπίσει μόνη της τις δυσκολίες και σήμερα να είναι ένα από τα πιο γρήγορα αναπτυσσόμενα κράτη.

Το «διαμάντι λοιπόν της Αφρικής», θέτει υπό αμφισβήτηση κάθε θεωρία εξάρτησης και καθολικού διαχωρισμού των χωρών παγκοσμίως σε ανεπτυγμένες και μη, βάσει τοπικών, φυλετικών ή ακόμα και θρησκευτικών προσδιορισμών. Η θέαση του κόσμου ως δύο στρατοπέδων, των Δυτικών – ανεπτυγμένων χωρών από την μία και όλων των άλλων – υποανάπτυκτων από τη άλλη πλευρά, είναι τουλάχιστον αφελής. Φωτεινές εξαιρέσεις όπως εν’ προκειμένω η Μποτσουάνα άλλα και άλλες χώρες, αποδεικνύουν ότι κάθε χώρα έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί με ταχείς ρυθμούς, αρκεί να εφαρμόζεται η δημοκρατία και η διαφάνεια των θεσμών που επιβάλλεται να τη συνοδεύει.

Κλείνοντας λοιπόν, συμπεραίνουμε πως η Μποτσουάνα λόγω της χρηστής ηγεσίας της και της αντίστασης που επέδειξε στην ανάμειξη ξένων παραγόντων στο εσωτερικό της, κατάφερε τελικά να αποδεσμευθεί από τον υποτιμητικό χαρακτηρισμό ως χώρα του «Τρίτου Κόσμου». Μήπως τελικά οι θεωρίες αυτές είναι απλοϊκά αφηγήματα κατασκευασμένα για να συντηρούν  το συναίσθημα ανωτερώτητας των Δυτικών έναντι του υπόλοιπου κόσμου; Μήπως αποτελούν άχρηστες γενικεύσεις που ουδεμία σχέση έχουν με τη πραγματικότητα; Ο καθένας μπορεί να κρίνει μόνος του…