της Αμίνας Μαχμούντ Αμπντού,

«Λέγεται ότι σε ορισμένες ευτυχισμένες περιοχές της γής, όπου η φύση προσφέρει  πλουσιοπάροχα όσα χρειάζεται ο άνθρωπος, υπάρχουν φυλές που περνούν τη ζωή τους γαλήνια και δεν γνωρίζουν ούτε την πίεση ούτε την επιθετικότητα. Δυσκολεύομαι να το πιστέψω, και θα ήθελα μα μάθω περισσότερα γι’ αυτές τις πανευτυχείς υπάρξεις»

Sigmund Freud, γράμμα στον A. Einstein, 1932.

Η γενοκτονία που έλαβε χώρα στο μικρό κρατίδιο της κεντρικής Αφρικής, από τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο του 1994, ήταν σε κάποιες εμφάσεις της δίχως προηγούμενο. Σε μόλις 12 εβδομάδες τουλάχιστον 1.000.000 άνθρωποι- κυρίως Τούτσι, αλλά και δεκάδες χιλιάδες Χούτου- που αντιτίθεντο στη γενοκτονιακή κυβέρνηση, δολοφονήθηκαν, με ματσέτες, ρόπαλα και μικρά όπλα [1]. Σχεδόν το 80% των θυμάτων πέθανε «σε έναν κυκεώνα θανάτου μεταξύ της δεύτερης εβδομάδας του Απριλίου και της τρίτης εβδομάδας του Μαΐου», όπως σημειώνει ο γάλλος ιστορικός, Gerard Prunier [2]. Αν αναλογιστούμε λοιπόν ότι συντελέστηκαν τόσες σφαγές ανθρώπων σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, ο ρυθμός εξόντωσης ήταν τουλάχιστον 5 φορές μεγαλύτερος από εκείνον στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Οι δύο φυλές της Ρουάντα: οι Χούτου και οι Τούτσι

Η Ρουάντα, «η χώρα των χιλίων λόφων και των εκατομμυρίων χαμογέλων», που μνημονεύεται για την πλούσια βλάστηση και την εύφορη γη της, ήταν ένας τόπος που ο πληθυσμός είχε κοινές πολιτισμικές καταβολές και έθιμα, ίδιες θρησκευτικές δοξασίες και μιλούσε κοινή γλώσσα. Οι Χούτου και οι Τούτσι συνυπάρχουν στην Ρουάντα από τον 14ο αιώνα [3]. Τον 19ο αιώνα, ωστόσο, όταν  η κοινωνική δομή μορφοποιήθηκε με ξεκάθαρο τρόπο, οι περισσότεροι κάτοικοι της ήταν αγρότες-καλλιεργητές και ορισμένοι είχαν στην κατοχή τους ζώα, γεγονός που αποτελούσε κριτήριο ανωτερότητας και πλούτου. Αυτή η εσωτερική κοινωνική ιεράρχηση απέκτησε πιο σταθερά χαρακτηριστικά ούτως ώστε η λέξη «Τούτσι» [4], να συμβολίζει αυτούς που βρίσκονταν στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, την «ελίτ» κατά γενική ομολογία της χώρας, και «Χούτου», τους υφιστάμενους αυτής της κοινωνικής πραγματικότητας που αποτελούσαν και την πλειοψηφία, καταλαμβάνοντας το 85% του γενικού πληθυσμού. Φυσικά, η κοινωνική ευελιξία ήταν υπαρκτή. Η διαφοροποίηση των δυο φυλών έγκειτο επιπροσθέτως και σε ορισμένα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, καθώς οι Τούτσι ήταν πιο ψηλοί με πιο εξευγενισμένα χαρακτηριστικά, ενώ οι Χούτου παρουσίαζαν πιο στρογγυλοποιημένα γνωρίσματα.  Οι Χούτου, αν και λιγότερο σημαντικοί από πλευράς πλούτου και γνώσεων στη διένεξη πολεμικών συγκρούσεων, αποτελούσαν μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων οι οποίοι συνήθως καλούνταν να πολεμήσουν εναντίον των γειτονικών πληθυσμών.  Η δύναμη των όπλων ως μέσο επίλυσης διαφορών ισχυροποιούσε συνεπώς και το κοινωνικό τους στάτους.

Η περίοδος της Ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας

Η έλευση των αποίκων, πρώτα των Γερμανών και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο των Βέλγων (1916), παγίωσε τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις προσδίδοντας καθαρά φυλετική χροιά, σύμφωνη με τις ρατσιστικές αντιλήψεις που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη στις αρχές του 20ού αιώνα. Πλέον οι Τούτσι και οι Χούτου αποτελούσαν διακριτές φυλές με ξεχωριστή προέλευση. Οι διαφορές ενισχύθηκαν  περαιτέρω με τον νέο αποικιακό τρόπο διοίκησης που έδινε περισσότερα δικαιώματα στους Τούτσι και λιγότερα στους Χούτου. Η κοινωνική αυτή ιεράρχηση, σύμφωνα με τα φυλετικά πρότυπα των Ευρωπαίω, ήταν απολύτως ορθή επεκτείνοντας την πατερναλιστική στάση που αντιμετωπίζει τους Αφρικανούς ως «μεγάλα παιδιά που έχουν πολλά να μάθουν» [5]. Όπως οι Ευρωπαίοι ήταν πάνω από τους Αφρικανούς, έτσι και οι Τούτσι ήταν πάνω από τους Χούτου.

Η λογική πορεία για την ανάπτυξη των σχεδίων των Ευρωπαίων και τη σωστή εκμετάλλευση ενός ζωτικού χώρου στην Αφρική αποτελούσε η συνεργασία με τοπικές ομάδες του πληθυσμού. Η αποικιακή συμπεριφορά, ανάμεσα στα άλλα, προέβλεπε και την εύρεση ή την υποδαύλιση παλαιών διαφορών ανάμεσα στις ντόπιες φυλές ώστε οι άποικοι να παρουσιάζονται μονίμως ως οι εγγυητές της τάξης και της ασφάλειας των περιοχών, αφού οι ιθαγενείς ήταν πολύ «άγριοι» για να το κάνουν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η επιλογή συνεργατών από μία κυρίως πληθυσμιακή ομάδα βοηθούσε στην καλλιέργεια του μίσους και της εχθρότητας ανάμεσα στους ντόπιους κάτι που ήταν η κύρια επιδίωξη των λευκών κυρίαρχων, που ασπάζονταν το «διαίρει και βασίλευε». Όσο οι ιθαγενείς ήταν χωρισμένοι ήταν και ακίνδυνοι [6].

Το φυλετικό διαιρετικό σχήμα γνώρισε διαφοροποιήσεις στο μέλλον ανάλογα με τους σχεδιασμούς των αποίκων.  Στο ίδιο πλαίσιο αντιλήψεων και για την έγκαιρη αποφυγή προβλημάτων ταυτοποίησης, όλοι οι κάτοικοι της Ρουάντα απέκτησαν ταυτότητες που επάνω τους αναγραφόταν η φυλετική ιδιότητα του κατόχου. Κάπως έτσι δρομολογήθηκε  και η μελλοντική ολίσθηση της χώρας στον όλεθρο.

Θεμελιώδους σημασίας αποτελεί η θεώρηση ορισμένων ανθρωπολόγων όπως ο Pierre Clastres (1977), οι οποίοι πιστεύουν ότι η ανάδυση του κράτους και η αναγκαστική και σταδιακή υποταγή και ενσωμάτωση κοινωνιών χωρίς κράτος σε αυτό αποτελούν την πιο σημαντική τομή στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού.

Το χρονικό της γενοκτονίας

Όταν το 1962 η χώρα ανεξαρτητοποιήθηκε από τη βελγική κυριαρχία ύστερα από την επίσημη ανακήρυξη από τον Grégoire Kayibanda [7][8],  ξεκίνησε και μια μακροχρόνια διαμάχη για τη νομή της εξουσίας μεταξύ των δύο φυλών που προσονομάστηκε «The Wind of Destruction» [9]. Στις προσωρινές εκλογές του 1963 κερδίζουν οι Χούτου και είναι η πρώτη φορά που τους παρέχεται το πολιτική βήμα για να εκφράσουν τις φυλετικές τους διαφορές και να  αποκόψουν τους Τούτσι από το πολιτικό σκηνικό [10].

 Η κορύφωση του δράματος ήρθε το 1994 όταν η Ρουάντα έγινε η μητέρα του απόλυτου τρόμου. Βάσει οργανωμένου σχεδίου, εξτρεμιστικές ομάδες πολιτοφυλάκων Χούτου άρχισαν μπαράζ επιθέσεων εναντίον των Τούτσι όπως και μετριοπαθών Χούτου. Μέσα σε 100 περίπου ημέρες σχεδόν 800 χιλιάδες άνθρωποι σφαγιάστηκαν, το 20% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Η διεθνής κοινότητα αντί να παρέμβει απομακρύνθηκε από κάθε πιθανότητα επέμβασης αφήνοντας άπλετο χώρο για να ολοκληρωθεί το μεγαλύτερο μαζικό έγκλημα των τελευταίων δεκαετιών στην Αφρική.

“Cut the tall trees”[11], ή ελληνιστί «Κόψτε τα ψηλά δέντρα», η φράση που έδινε το σύνθημα για τη συντέλεση μιας ακόμα κτηνωδίας. Με τις λέξεις «ψηλά δέντρα» νοούνταν οι θεωρούμενοι ψηλοί Τούτσι. Τοιουτοτρόπως δίνονταν οι οδηγίες από το ραδιοφωνικό σταθμό Radio RTLMC (Radio Television Libre des Mille Collines) προς τις συμμορίες που δολοφονούσαν μαζικά τόσο μέλη της φυλής των Τούτσι όσο και Χούτου. Ήταν μια άμεση και καινοφανής χρήση της μιντιακής τεχνολογίας για την πραγματοποίηση μαζικών δολοφονιών και την καλλιέργεια του φυλετικού μίσους. Ο παροξυσμός έφτασε σε τέτοιο επίπεδο ώστε μέσα σε μικρές κοινότητες και χωριά, γείτονες δολοφονούσαν γείτονές τους. Οι γυναίκες και τα παιδιά αποτελούσαν κύριους στόχους, επειδή έτσι θεωρητικά θα σταματούσε και η γενεαλογική συνέχεια της φυλής των Τούτσι.

Η βοηθητική αποστολή των Ηνωμένων Εθνών και η απομάκρυνση των λευκών σωμάτων

 Για πρώτη φορά, στη μοντέρνα ιστορία, στη Ρουάντα, ο πληθυσμός των Χούτου, άντρες, γυναίκες, ακόμη και παιδιά, συμμετείχε ενεργά, στρατολογήθηκε και αποτέλεσε τον κύριο όγκο των «génocidaires»[12]. Η κυβέρνηση είχε επιτύχει να μετατρέψει τη μάζα του πληθυσμού σε δολοφόνους. Παρά τις παγκόσμιες διακηρύξεις, που ακολούθησαν το Εβραϊκό ολοκαύτωμα, η διεθνής κοινότητα παρέμεινε σιωπηλή, ενώ σχεδόν 1.000.000 ανυπεράσπιστα θύματα σκοτώνονταν στη Ρουάντα. Πληθώρα προειδοποιήσεων της επικείμενης γενοκτονίας είχαν προηγηθεί[13], και μια ένοπλη «βοηθητική αποστολή» των Ηνωμένων Εθνών (UNAMIR, United Nations Assistance Mission for Rwanda) τοποθετήθηκε στην πρωτεύουσα, το Kigali, από τον Οκτώβριο του 1993. Ένας αξιωματικός της (UNAMIR), ανέφερε ότι οι ένοπλες ξένες δυνάμεις επιχείρησαν με το ξέσπασμα της γενοκτονίας, μόνο για να απομακρύνουν τους «λευκούς», χαρακτηρίζοντας το ως πράξη ολοκληρωτικής δειλίας,. Εκατοντάδες τρομαγμένοι Τούτσι εκλιπαρούσαν τις ξένες δυνάμεις για προστασία, ενώ στρατιώτες φέρεται να φώναζαν στο πλήθος: «Λύστε μόνοι σας τα προβλήματα σας!». Οι Τούτσι σφαγιάστηκαν μέσα σε λίγες ώρες από την άφιξη των στρατευμάτων. Με την ασφαλή απομάκρυνση των «λευκών», το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών αποφάσισε να απομακρύνει τις δυνάμεις της UNAMIR. Ένα υπόμνημα του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών, χρονολογημένο την 14 Απριλίου 1994, δίνει οδηγίες στην αμερικανική αποστολή των ΗΕ να «δώσουν ύψιστη προτεραιότητα στην πλήρη απόσυρση ολόκληρου του προσωπικού της UNAMIR, το συντομότερο δυνατό». Στις 21 Απριλίου, το ΣΑ ψήφισε την απόσυρση ολόκληρης της δύναμης, πλην 270 από τους 2.500. Με μια προδήλως παράνομη κίνηση, οι στρατηγοί Dallaire[14] και Anyidoho[15] κατάφεραν να αψηφήσουν την απόφαση του ΣΑ/ΗΕ και κράτησαν 470 μέλη της ειρηνευτικής δύναμης. Ακόμα και εκείνοι στάθηκαν αρκετοί, για να σώσουν τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων. Μεταγενέστερες αποφάσεις του ΣΑ/ΗΕ και της αμερικανικής κυβέρνησης, περί την αποστολή στρατευμάτων, αν και αποφασίστηκαν εγκαίρως, συντελέστηκαν μόνο όταν η γενοκτονία είχε ολοκληρωθεί. Παρά τη μεγαλόπνοη ρητορική του παγκόσμιου ανθρωπιστικού δικαίου, φάνηκε ότι η Ρουάντα ήταν απλά πολύ μακρινή, πολύ φτωχή, πολύ μικρή και μάλλον πολύ «μαύρη» για να «αξίζει», κατά την αξιολόγηση της ερευνήτριας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Alison Des Forges[16].

Επίλογος

 Τον Μάρτιο του 2004, ο Γενικός Γραμματέας των ΗΕ, Kofi Annan, ζήτησε συγνώμη για την απροθυμία των κρατών μελών να αντιμετωπίσουν την καταστροφή στη Ρουάντα[17]. Η αναζήτηση για τη δικαιοσύνη έλαβε τόσο εθνική, όσο και διεθνή όψη. Τον Νοέμβριο του 1994, τα ΗΕ συνέστησαν το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Ρουάντα, στην Arusha της Τανζανίας. Παρά τον εντυπωσιακό προϋπολογισμό των 1.8 δις $, το Δικαστήριο προχωρούσε με ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς. Μία από τις καταδίκες, αυτή του Jean Paul Akayesu, αποτέλεσε σταθμό στα ποινικά χρονικά, με την ιστορική απόφαση ότι ο συστηματικός βιασμός αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και ότι η σεξουαλική βία συνιστά γενοκτονία κατά τον ίδιο τρόπο, όπως κάθε άλλη πράξη γενοκτονίας. Σε άλλη υπόθεση, δυο πρώην στελέχη ενημέρωσης της Ρουάντα, καταδικάστηκαν για το λόγο ότι χρησιμοποίησαν τα μέσα ενημέρωσης ως όργανα γενοκτονίας. 120.000 génocidaires πέθαναν υπό άθλιες συνθήκες στη φυλακή, αναμένοντας να δικαστούν. Τελικώς το 2003, αναγνωρίστηκε ότι οι τυπικές διαδικασίες του συστήματος δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστούν στον μαζικό αριθμό των κατηγορουμένων. Πάνω από 20.000 φυλακισμένοι, αφέθηκαν ελεύθεροι και σε άλλους  υποσχέθηκαν μείωση της ποινής σε αντάλλαγμα για την ομολογία τους.


Παραπομπές:

[1] Hatzfeld, J. (2008). A time for machetes: The Rwandan Genocide – The killers speak, London, Serpent’s Tai.

 [2] Gerard, P. (1997). The Rwanda Crisis: History of a genocide, New York, Columbia University Press.

[3]  Encyclopedia Britannica, Tutsi People, Available here

[4] Στη διεθνή βιβλιογραφία συχνά συναντάται ο όρος και ώς «Batusi», «Tussi», «Watusi», και «Watutsi»

[5] Colleyn, J. P. (2005). Στοιχεία κοινωνικής και πολιτισμικής ανθρωπολογίας, Αθήνα, Πλέθρον.

[6] Hochschild, A. & Ghost, K. L. (1999).A story of greed, terror and heroism in colonial Africa, Macmillan, Νέα Υόρκη.

[7] ο πρώτος Χούτου πολιτικός

[8] Encyclopedia of Britanicca, Gregoire Kayibanda, Available here

[9] Gourevitch, P. (1999). We Wish To Inform You That Tomorrow We Will Be Killed With Our Families (Reprint ed.), London, New York.

[10] Αυτοεξόριστοι Τούτσι στα σύνορα κάνουν συναντήσεις για να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο. Είναι η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός Kayibandi αποκαλεί τους Χούτου δημόσια inyenzi, δηλαδή κατσαρίδες. Υπάρχει μία δαιμονοποίηση των Τούτσι κατηγορώντας τους ότι συμμετέχουν σε επιθέσεις, με αποτέλεσμα βίαια αντίποινα από την μεριά των Χούτου.

[11] Hotel Rwanda (Cut The Tall Trees/First Scenes Of Genocide), 2004, 0:53, Available here

[12] Génocidaires, χαρακτηρισμός που αποδίδεται στους δράστες των μαζικών σφαγών της

γενοκτονίας στη Ρουάντα, το 1994

[13] Humans Rights Watch, Available here

[14] ‘My soul is still in Rwanda’: 25 years after the genocide, Roméo Dallaire still grapples with guilt, CBCRadio, 2019, Accessed at 8/5/2019.

[15] ο οποίος διηύθυνε την ομάδα της Γκάνας στη δύναμη των ΗΕ

[16] Jones Adam, Genocide: a comprehensive introduction, Routledge 2006, p. 232

[17] ‘U.N. chief apologizes for Rwanda. He admits failure to prevent 1994 genocide’, Deseret News, 1999, Available here ,Accessed at:8/5/2019.