του Γεώργιου Λούβαρη, ερευνητή της ομάδας Οικονομικών Θεματικών
Στόχος της κάτωθι ανάλυσης είναι η περιγραφή του πεδίου εφαρμογής, της μεθοδολογίας και των σκοπών των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης σε ένα σύγχρονο υφεσιακό περιβάλλον. Παράλληλα, αποσαφηνίζεται η διασύνδεση της ποσοτικής χαλάρωσης με τον ρόλο των προσδοκιών ως προς τον καθορισμό της αποτελεσματικότητας του προγράμματος και τη διαμόρφωση των μακροοικονομικών μεταβλητών.
Πεδίο εφαρμογής της ποσοτικής χαλάρωσης
Ο μοχλός των σημερινών οικονομιών είναι η δημιουργία αλλεπάλληλων πιστώσεων. Βραχυπρόθεσμα, νοικοκυριά και επιχειρήσεις δανείζονται από το τραπεζικό σύστημα ώστε να ικανοποιήσουν τις ανάγκες κατανάλωσης και επενδύσεων αντίστοιχα. Η κεντρική τράπεζα ελέγχει την υπερβολική ή υποτονική οικονομική δραστηριότητα μέσω του ελέγχου της προσφοράς χρήματος, ο οποίος διαμορφώνει άμεσα την πιστωτική δραστηριότητα. Ως εκ τούτου, ο συνεχής δανεισμός θρέφει τους αναπτυξιακούς ρυθμούς. Συνοπτικά, όταν τα οικονομούντα άτομα προβαίνουν σε υπερβάλλων δανεισμό, η κεντρική τράπεζα κάμπτει την δραστηριότητα- για να αποφύγει τον πληθωρισμό-μειώνοντας την προσφορά χρήματος. Η αντίθετη διαδικασία συμβαίνει στη περίπτωση συρρίκνωσης του δανεισμού. Πως, όμως, πραγματοποιούνται αυτές οι πολιτικές πάνω στην προσφορά;
Οι κύριοι μηχανισμοί που διαθέτει μια κεντρική τράπεζα για τον χειρισμό της πιστωτικής δραστηριότητας, οι οποίοι κατά βάση ρυθμίζουν τα επιτόκια δανεισμού/αποταμιεύσεων, είναι: (α) η ρύθμιση του βασικού επιτοκίου δανεισμού στις εμπορικές τράπεζες, (β) η θέσπιση των ελάχιστων αποθεματικών σε αυτές τις τράπεζες και (γ) οι πράξεις ανοικτής αγοράς (Chappelow, 2019).
Η πρώτη τακτική αφορά τα δάνεια των κεντρικών τραπεζών στις εμπορικές. Για παράδειγμα, αν το βασικό επιτόκιο είναι 3%, για κάθε δάνειο 100$ η εμπορική θα πρέπει να επιστρέψει 103$ στην κεντρική. Επομένως, αν το επιτόκιο μειωθεί σε 2% η απαιτούμενη επιστροφή θα είναι 102$. Το επιπλέον 1$ είναι το περιθώριο για επιπλέον δανειοδοτήσεις προς τον ιδιωτικό τομέα.
Η δεύτερη τακτική, πέραν του ρόλου της στην ασφάλεια του τραπεζικού συστήματος, σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τη τρίτη. Πιο συγκεκριμένα, οι εμπορικές τράπεζες, κάθε τέλος μίας καθορισμένης περιόδου, οφείλουν να διατηρούν ένα ελάχιστο ποσοστό ρευστών αποθεματικών στην κεντρική τους τράπεζα. Προς επίτευξη αυτού του στόχου, μια τράπεζα με διαθέσιμα ρευστά περισσότερα από τα ελάχιστα δανείζει σε μία που στο τέλος της ημέρας διαθέτει λιγότερα, έναντι ενός διατραπεζικού επιτοκίου. Το επιτόκιο αυτό διαμορφώνεται μεταξύ των δύο τραπεζών, «χειραγωγείται» από τη κεντρική τράπεζα κοντά στο επίπεδο του βασικού επιτοκίου και εξαρτάται άμεσα από τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος (Chen, 2019).
Η κεντρική τράπεζα, επιπλέον, ελέγχει τα διατραπεζικά επιτόκια κάνοντας τη διαμόρφωσή τους συνάρτηση του ποσού χρημάτων εντός των τραπεζών. Πρακτικά, αν οι τράπεζες διέθεταν μεγάλο αριθμό ρευστών, τότε θα υπερέβαιναν το ελάχιστο ποσοστό με άνεση και θα δάνειζαν με μεγαλύτερη ευκολία, δεδομένων των θετικών προσδοκιών, την κάλυψη του κενού ελάχιστα-πραγματικά ρευστά διαθέσιμα μιας άλλης. Ο μεγαλύτερος αριθμός ρευστών κεφαλαίων, που λειτούργησε ως καύσιμο στη παραπάνω μηχανή, παρέχεται μέσω ρύθμισης του ελάχιστου ποσοστού αποθεματικών και πράξεων ανοικτής αγοράς (Chappelow, 2019).
Σε πρώτο επίπεδο, είναι αντιληπτό πως αν μια κεντρική τράπεζα μειώσει το ελάχιστο ποσοστό κατατεθέντων ρευστών διαθεσίμων, τότε οι εμπορικές τράπεζες θα έχουν μεγαλύτερα περιθώρια για δανειοδοτήσεις τόσο σε άλλες τράπεζες όσο και στη πραγματική οικονομία.
Από την άλλη, οι πράξεις ανοικτής αγοράς, όταν μια κεντρική τράπεζα επιθυμεί διεύρυνση της νομισματικής βάσης, αφορούν αγορές βραχυπρόθεσμων ομολόγων και άλλων περιουσιακών στοιχείων και λειτουργούν με δύο πολύπλοκους τρόπους. Ο πρώτος αφορά την αγορά στοιχείων ενεργητικού απευθείας από τις τράπεζες. Η μέθοδος αυτή, παρόμοια με την μείωση των ελάχιστων αποθεματικών, δίνει μεγαλύτερα περιθώρια ρευστότητας στις εμπορικές τράπεζες για τις καθημερινές συναλλαγές τους, μιας και τα μη-ρευστά περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών αγοράζονται και αντικαθίστανται με ρευστό χρήμα. Ο δεύτερος τρόπος αφορά την αγορά βραχυπρόθεσμων στοιχείων από οποιονδήποτε επενδυτή στις δευτερογενείς αγορές. Η αυξημένη ζήτηση γι’ αυτά τα στοιχεία από την κεντρική τράπεζα που τα αγοράζει, εκτοξεύει τις τιμές τους κάνοντας τα μη-ρευστά στοιχεία των τραπεζών να αξίζουν παραπάνω. Επομένως, για μια ακόμη φορά, η πώληση τους σε δεύτερο χρόνο να διευρύνει τα περιθώρια ρευστότητας των τραπεζών (Amadeo, 2019).
Τί, όμως, κάνει τα περιθώρια αυτά τόσο σημαντικά; Ουσιαστικά, η ευκολία στην επιπλέον δανειοδότηση (π.χ. το επιπλέον 1$ για κάθε δάνειο 100$) είναι μεταφρασμένη σε μειώσεις των επιτοκίων τόσο διατραπεζικά όσο και στην πραγματική οικονομία. Τα χρήματα που διαθέτουν οι τράπεζες έπειτα από τις παραπάνω ενέργειες είναι περισσότερα, κάτι που σε συνδυασμό με την υπόθεση για ένα θετικό κλίμα προσδοκιών, δημιουργεί ένα αίσθημα ασφάλειας ρίχνοντας τις απαιτήσεις εκφρασμένες σε επιτόκια και κάνοντας τη δημιουργία πιστώσεων θελκτικότερη στα οικονομούντα άτομα. Συνοπτικά, η ευκολία στον δανεισμό κάνει τα δάνεια φθηνά και φθηνά δάνεια ισοδυναμούν με χαμηλά επιτόκια.
Το βασικό ζήτημα, εντούτοις, εμφανίζεται σε περιόδους που οι πιστώσεις που έθρεψαν την ευημερία της οικονομίας, την στρέφουν στη βαθμιαία υποχώρηση της. Το ξέσπασμα μιας ύφεσης, ιδίως έπειτα από ένα ισχυρό «σοκ» στις οικονομίες όπου οι πιστώσεις έθρεψαν την κατανάλωση και όχι τις παραγωγικές επενδύσεις, βρίσκει την πραγματική οικονομία πτωχευμένη σε ένα «βουνό» από μη εξυπηρετούμενες οφειλές. Η κεντρική τράπεζα, σε ένα τέτοιο περιβάλλον, εφαρμόζει όλες τις τυπικές επεκτατικές στρατηγικές της. Το βάθος της ύφεσης, ωστόσο, περιορίζει την αποτελεσματικότητα αυτών των τακτικών, φέρνοντας όλους τους οικονομικούς φορείς μπροστά σε δύο, εκτός των άλλων, θεμελιώδη φορτία: μειωμένη ρευστότητα και εξασθενημένες προσδοκίες. Η αδυναμία των τυπικών στρατηγικών να φέρουν ικανοποιητικά αποτελέσματα στρέφει πολλές κεντρικές τράπεζες σε μη συμβατικές πολιτικές, όπως αυτή της «ποσοτικής χαλάρωσης».
Μεθοδολογία και σκοποί της ποσοτικής χαλάρωσης
Το ξέσπασμα της κρίσης έπειτα από περιόδους έξαρσης των πιστώσεων συνοδεύεται από αδυναμίες αποπληρωμής των δανείων και αλλεπάλληλες πτωχεύσεις επιχειρήσεων. Οι συνεχείς αθετήσεις πληρωμών δημιουργούν το δεύτερο «σοκ» στο τραπεζικό σύστημα, στερεύοντας το από ρευστότητα και διαχέοντας ένα τεράστιο κύμα απαισιοδοξίας. Όπως αναλύθηκε, το κλίμα αυτό αναγκάζει τις κεντρικές τράπεζες να εφαρμόσουν όλες τις τυπικές νομισματικές πολιτικές ώθησης της οικονομικής δραστηριότητας, πράξη που βυθίζει τα επιτόκια σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Στη περίπτωση, λοιπόν, που το βάθος της αναξιοπιστίας του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος απορροφήσει τις επιδράσεις του μηχανισμού των επιτοκίων, οι κεντρικές τράπεζες αλλάζουν πλάνο.
Αναλυτικότερα, μια πιθανή επιλογή από την μη συμβατική εργαλειοθήκη της είναι ο μηχανισμός της ποσοτικής χαλάρωσης (Quantitative Easing). Με τα βραχυπρόθεσμα ομόλογα και περιουσιακά στοιχεία να έχουν ήδη αγοραστεί από τις κεντρικές τράπεζες, η στροφή σε άλλου είδους περιουσιακά στοιχεία, όπως μακροπρόθεσμα ομόλογα ή ενυπόθηκα τραπεζικά δάνεια, κρίνεται αναγκαία ως σημαντική ένεση ρευστότητας (Chappelow, 2019). Μέσω προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης (QE), οι κεντρικές τράπεζες δημιουργούν χρήμα διευρύνοντας τη νομισματική βάση και προχωρούν σε μαζικές αγορές διαφόρων ειδών περιουσιακών στοιχείων. Βασική διαφορά αυτής της μεθόδου από τις συμβατικές πολιτικές είναι πως το βάρος δίνεται στην επέκταση των αποθεματικών των τραπεζών και όχι στη προσεκτική επιλογή των στοιχείων ενεργητικού που θα αγοραστούν. Ουσιαστικά, στόχος είναι να αγοραστούν όσο το δυνατόν περισσότερα περιουσιακά στοιχεία (εξού και «ποσοτική») ώστε να αποκτήσουν οι τράπεζες τη ρευστότητα που χάθηκε από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ή άλλες επενδυτικές τους αστοχίες (Amadeo, 2019).
Εξετάζοντας το πεδίο εφαρμογής της ποσοτικής χαλάρωσης με αναλυτικότερο τρόπο, γίνονται φανεροί οι συγκεκριμένοι σκοποί του εγχειρήματος. Ένα ισχυρό «σοκ» στην παγκόσμια οικονομία συνεπάγεται διάβρωση των άλλοτε στενών σχέσεων των τραπεζών στις αγορές χρήματος. Η χαμηλή ρευστότητα που κυριαρχεί στο τραπεζικό σύστημα, για παράδειγμα λόγω «μαύρων τρυπών» μη εξυπηρετούμενων δανείων στα λογιστικά τους βιβλία, λειτουργεί ως αντικίνητρο για διατραπεζικό δανεισμό, γεγονός που μεταφράζεται σε υψηλά διατραπεζικά επιτόκια. Ωστόσο, παρατηρείται πως ακόμα και με πτώση αυτών των επιτοκίων, τα ελλείμματα ρευστότητας και η βαθιά ύφεση απαιτούν μεγαλύτερα βήματα ενίσχυσης του διατραπεζικού δανεισμού με τελικό στόχο την πιστωτική αναζωπύρωση της πραγματικής οικονομίας. Η ποσοτική χαλάρωση, λοιπόν, προσφέρει τα απαραίτητα πλεονάζοντα ρευστά κεφάλαια στους ισολογισμούς των τραπεζών, με στόχο να τονώσει τις διατραπεζικές σχέσεις (Positive Money,2019).
Στο πλαίσιο αυτό, η ποσοτική χαλάρωση, μέσω της μαζικότητας της, επιχειρεί να μεταφέρει τόση ρευστότητα- επεκτείνοντας τα αποθεματικά για τις εμπορικές και τους ισολογισμούς για τις κεντρικές τράπεζες- ώστε η προαναφερθείσα ευκολία στις δανειοδοτήσεις να οδηγήσει σε συνολική ανάκαμψη της οικονομίας.
Διασύνδεση της ποσοτικής χαλάρωσης με τις προσδοκίες
Από την ίδια την εφαρμογή της ποσοτικής χαλάρωσης, ωστόσο, προκύπτουν και οι συστημικές αστοχίες της ως προς την επίτευξη της ανάκαμψης. Η συνολική επιτυχία της συγκεκριμένης στρατηγικής κρίνεται από την επίτευξη δύο διαδοχικών βημάτων.
Σε πρώτη φάση, το απαραίτητο βήμα είναι να εξομαλυνθούν οι διατραπεζικές σχέσεις δανεισμού ώστε να αποκατασταθεί η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος. Όπως αναλύθηκε παραπάνω, το βήμα αυτό καλύπτεται δυναμικά από την ποσοτική χαλάρωση καθώς τα επιπλέον ρευστά κεφάλαια εξασφαλίζουν την μερική βιωσιμότητα των τραπεζών και απομακρύνουν τον κίνδυνο πτώχευσής τους. Επομένως, οι προσδοκίες μεταξύ των τραπεζών επιστρέφουν σε θετική πορεία. Η πλειονότητα των παραδειγμάτων ύφεσης, στις οποίες έχει εφαρμοστεί η ποσοτική χαλάρωση, αποδεικνύει πως η έναρξη της κρίσης βρίσκει τις διατραπεζικές σχέσεις σε μεγάλη δυσπιστία, εκφρασμένη από διατραπεζικά επιτόκια μεγαλύτερα από το βασικό. Ωστόσο, η εφαρμογή της εν λόγω στρατηγικής συμπιέζει τα επιτόκια και επιτρέπει τη ροή πλεονάζουσας ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα. Τίθεται όμως το εξής ερώτημα: τί συμβαίνει με αυτές τις ποσότητες χρημάτων;
Η αποκρυπτογράφηση της απάντησης στο συγκεκριμένο ερώτημα φανερώνει την βασική αδυναμία της ποσοτικής χαλάρωσης. Επιστρέφοντας στο πλαίσιο εφαρμογής της, παρατηρήθηκε πως ο έλεγχος της προσφοράς χρήματος φέρει αποτελέσματα εφόσον τηρούνται τόσο οι προϋποθέσεις ρευστότητας όσο και αυτές των θετικών προσδοκιών χρηματοπιστωτικού και μη χρηματοπιστωτικού τομέα. Ενώ, λοιπόν, το «αποτέλεσμα ρευστότητας» μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης είναι θετικό και εμπλουτίζει την τραπεζική αγορά, το «αποτέλεσμα προσδοκιών» από τη πλευρά νοικοκυριών και επιχειρήσεων δεν ακολουθεί αναγκαστικά την ίδια πορεία.
Σύμφωνα με τη θεωρία περί πιστωτικών κύκλων από τον Minsky (Sloman, Wride and Garratt, 2015), σε περιόδους ύφεσης τα οικονομούντα άτομα επιλέγουν την αύξηση της καθαρής τους θέσης. Ουσιαστικά, προσπαθούν να μειώσουν τα χρέη τους περιορίζοντας τον δανεισμό και αυξάνουν την αποταμίευση τους. Δεδομένων αυτών των κινήσεων, η υπέρογκη παροχή ρευστότητας μέσω προγραμμάτων QE όχι μόνο δεν διαπερνά στην πραγματική οικονομία, αλλά πολλές φορές μεταφέρει το μήνυμα μιας οικονομίας αρνητικών προσδοκιών που στρέφει τους ιδιώτες σε ακόμα μεγαλύτερη συρρίκνωση των πιστώσεων. Για παράδειγμα, ένας επιχειρηματίας που παρατηρεί έντονες προσπάθειες μείωσης των επιτοκίων και αύξησης της τραπεζικής ρευστότητας σε περίοδο ύφεσης, είναι λογικό να αποθαρρυνθεί από το να κάνει μία επένδυση. Το κλίμα οικονομικής ύφεσης τον οδηγεί στην αντίληψη πως το κόστος από την αποτυχία μιας αβέβαιης επένδυσης είναι μεγαλύτερο από το κέρδος της δανειοδότησης από μειωμένα επιτόκια, η οποία αθροιστικά βαθαίνει την ύφεση.
Αναλυτικότερα, η βασική παρατήρηση έπειτα από εφαρμογές στρατηγικών QE είναι πως τα τεράστια ποσά ρευστότητας που ρέουν στο τραπεζικό σύστημα δεν εξέρχονται από αυτό καθώς οι εν δυνάμει δανειζόμενοι φοβούνται να δανειστούν και οι εν δυνάμει δανειστές φοβούνται να δανείσουν. Πρακτικά, η δράση της είναι ισχυρή στην λύση του μισού προβλήματος που τέθηκε στο πλαίσιο εφαρμογής (μειωμένη ρευστότητα), εντούτοις εξαιρετικά ασθενής έως και αρνητική στο δεύτερο μισό του προβλήματος (εξασθενημένες προσδοκίες).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα επιβεβαίωσης των παραπάνω στοιχείων αποτελούν τα αποτελέσματα της ιταλικής οικονομίας έπειτα από τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης (Asset Purchase Programmes) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 1 (Trading Economics, 2019), η ΕΚΤ επέκτεινε τους ισολογισμούς της μέσω αγοράς ομολόγων δύο φορές (2011 και 2015) προσδοκώντας την ενεργοποίηση των δανειοδοτήσεων για επενδύσεις. Σύμφωνα με το Διάγραμμα 2 (Trading Economics, 2019), ωστόσο, η πλεονάζουσα ρευστότητα σηματοδότησε φθίνουσες δανειοδοτήσεις των ιταλικών τραπεζών προς τον ιδιωτικό τομέα.
Διάγραμμα 1: Italy Central Bank Balance Sheet
Διάγραμμα 2: Italy Loans to Private Sector
Αν το ζήτημα προσεγγιστεί μέσω οικονομικών θεωριών, τότε οι παραπάνω αντιδράσεις διακρίνονται στην ποσοτική θεωρία του χρήματος: M*V=P*Y. Το Μ είναι η προσφορά του χρήματος, το Υ το πραγματικό εθνικό προϊόν μετρημένο σε ένα έτος βάσης και P ο δείκτης τιμών του τρέχοντος έτους (άρα P*Y είναι το ΑΕΠ μετρημένο ως αξία της παραγωγής). Ο σημαντικός, ωστόσο, παράγοντας στο υπόδειγμα συγκριτικά με τη ποσοτική χαλάρωση είναι το V. Το V είναι η ετήσια ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος M. Πρακτικά, αν παρομοιάσουμε τη κυκλοφορία χρήματος με τη κυκλοφορία ενός δέματος, το V μετράει πόσες φορές το «δέμα» δόθηκε από το ένα άτομο στο άλλο με τη μορφή συναλλαγών/δαπανών (άρα M*V είναι το ΑΕΠ μετρημένο ως δαπάνη) (Sloman, Wride and Garratt, 2015).
Εφόσον, λοιπόν, μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης αυξηθεί το M, η πορεία του V είναι αυτή που θα καθορίσει αν το ΑΕΠ αυξηθεί ή μειωθεί. Εντούτοις, όπως διατυπώθηκε και από τη θεωρία του Minsky, σε περιόδους ύφεσης τα άτομα περιορίζουν τις δαπάνες τους όλο και περισσότερο όσο οι προσδοκίες βαίνουν αρνητικότερες. Έτσι, η έλλειψη συνολικής εμπιστοσύνης που απορρέει από τα QE, μειώνει δυναμικά το V, γεγονός που συνήθως είτε μειώνει το συνολικό ΑΕΠ (όταν M*V μειώνεται), είτε το αυξάνει με πληθωριστικές πιέσεις στη περίπτωση που η αύξηση του M*V δεν συνοδεύεται από ανάλογη αύξηση του Y. Εμπειρικές ερμηνείες δείχνουν πως η πλεονάζουσα ρευστότητα μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης λειτουργεί πληθωριστικά ως προς τα περιουσιακά στοιχεία, τις μετοχές και τα ομόλογα των οποίων οι τιμές εκτοξεύονται και οι αποδόσεις βυθίζονται (Sloman, Wride and Garratt, 2015).
Συμπερασματικά, το καίριο σημείο που κάνει την ποσοτική χαλάρωση ταυτόχρονα μια επιτυχημένη και αποτυχημένη στρατηγική, είναι ακριβώς η παραπάνω συστημική ανισότητα της (Bryant, 2019). Μια οικονομία σε ύφεση χωρίς την άμεση αύξηση της ρευστότητας μέσω ενός QE είναι αρκετά βέβαιο πως θα βρεθεί στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η συνολική αναξιοπιστία θα εκτοξευθεί, πολλές τράπεζες θα καταρρεύσουν και η χορήγηση πιστώσεων θα μειώνεται με ακόμα πιο γρήγορους ρυθμούς. Υπό αυτό το πρίσμα, η κρισιμότητα των καταστάσεων και η αναγκαιότητα των άμεσων μέτρων κάνει τη ποσοτική χαλάρωση πετυχημένη ως προς την αποφυγή του «χειρότερου κακού».
Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάλυση της αποκαλύπτει πως η ενίσχυση της θέσης του χρηματοοικονομικού τομέα, όταν αυτή δεν συνοδεύεται από χορήγηση πιστώσεων προς την βιώσιμη επιχειρηματικότητα αλλά εστιάζει στη δημιουργία «φουσκών» στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, οδηγεί σε βραχυπρόθεσμη ανάκαμψη καθώς πλουτίζει τους ισχυρούς αφήνοντας εκτός την πλειονότητα των οικονομούντων ατόμων που δεν έχουν πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές (Positive Money,2019). Τα υπερτιμημένα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία κάποια στιγμή θα ισορροπήσουν χωρίς να φέρουν τις αναγκαίες συνθήκες για την επαναφορά των θετικών προσδοκιών και την πραγματική ανάκαμψη της οικονομίας εν συνόλω.
Συνεπώς, όταν η ποσοτική χαλάρωση σε διασύνδεση με τις υπόλοιπες οικονομικές πολιτικές δεν εστιάζουν άμεσα σε μεταρρυθμίσεις για την βιώσιμη αύξηση του Y, οι υφεσιακές τροχιές θα βαθαίνουν και οι αρνητικές προσδοκίες θα διατηρούν μια τοξική στασιμότητα.
Βιβλιογραφία
[1] Amadeo, K. (2019). Explaining Quantitative Easing – QE. [online] thebalance.com. Available here [Accessed at 26 Oct. 2019].
[2] Amadeo, K. (2019). Open Market Operations. [online] thebalance.com. Available here [Accessed at 26 Oct. 2019].
[3] Bryant, C. (2019). Does Quantitative Easing (Q.E.) Add to Inequality?. [online] Investopedia.com. Available here [Accessed at 26 Oct. 2019].
[4] Chappelow, J. (2019). Quantitative Easing. [online] Investopedia.com. Available here [Accessed at 26 Oct. 2019].
[5] Chappelow, J. (2019). Monetary Policy. [online] Investopedia.com. Available here [Accessed at 26 Oct. 2019].
[6] Chen, J. (2019). Federal Funds Rate. [online] Investopedia.com. Available here [Accessed at 26 Oct. 2019].
[7] Positive Money. (2019). How Quantitative Easing Works. [online] Available here [Accessed at 26 Oct. 2019].
[8] Sloman, J., Wride, A. and Garratt, D. (2015). Economics. 9th ed. Pearson Education Limited.
[9] Trading Economics (2019). Italy Central Bank Balance Sheet | 2019 |. [online] Tradingeconomics.com. Available here [Accessed 2 Nov. 2019].
[10] Trading Economics (2019). Italy Loans to Private Sector | 2019 |. [online] Tradingeconomics.com. Available here [Accessed 2 Nov. 2019].