της Νεφέλης Διαματάρη,
Σαν «γνήσιο» παιδί της θεωρητικής κατεύθυνσης, απέχω μίλια μακριά από την κατανόηση των κλασικών κανόνων, που στηρίζουν την επιστήμη της Οικονομικής.
Δευτέρα πρωί στη σχολή, πρώτο μάθημα εξαμήνου, και ο καθηγητής κάνει αναφορά σε ένα νέο -σχετικά- τομέα της Οικονομικής Επιστήμης, τη Συμπεριφορική. Δεν δίνει περισσότερες πληροφορίες, αφού το αντικείμενο του μαθήματος επικεντρώνεται γύρω από θεωρίες της κλασικής οικονομίας. Μου δημιουργείται, ωστόσο, η περιέργεια ώστε να κάνω μια μικρή έρευνα γύρω από το θέμα γυρίζοντας σπίτι. Αρχικά εντυπωσιάζομαι με την ύπαρξη ενός κλάδου, ο οποίος επιχειρεί να συνδέσει τη Ψυχολογία με την Οικονομία, με βασικό της πυλώνα την παραδοχή πως οι άνθρωποι λαμβάνουν αποφάσεις με μεροληψία. Αρχίζω να βλέπω τον καθημερινό μου εαυτό μέσα από την ανάλυση του – βραβευμένου με Νόμπελ Οικονομίας το 2017 – Richard H. Thaler, ο οποίος τονίζει πως εμείς οι άνθρωποι παρεκκλίνουμε με αργούς, αλλά συστηματικούς, ρυθμούς από τη λήψη ορθολογικών αποφάσεων. Εκπλήσσομαι όταν συνειδητοποιώ πόσα nudges χρησιμοποιούν πλέον κάθε λογής οργανισμοί, και σε πόσα «υποκύπτω» και εγώ η ίδια. Μιλώντας για νυγμούς, εννοώ τεχνάσματα μέσω των οποίων επιτυγχάνεται η καθοδήγηση του ατόμου στο να διαλέξει τη σωστή -για τον ίδιο- απόφαση. Εφαρμόζοντας nudges, μένουν ίδιες οι επιλογές και τα κίνητρα γύρω από την απόφαση, διαφοροποιείται όμως ο τρόπος παρουσίασης αυτών των επιλογών. Η εναλλακτική αυτή προσέγγιση είναι χαμηλού κόστους και εκμεταλλεύεται την τάση του σύγχρονου ανθρώπου να αποφασίζει με βάση περισσότερο το υποσυνείδητο και την διαίσθησή του, παρά στον ορθολογισμό που του παρέχεται μέσω θεωριών της Οικονομίας όπως είναι οι πιθανότητες.
Στην πράξη, κράτη όπως η Αγγλία έχουν ήδη εφαρμόσει νυγμούς με σκοπό την διευκόλυνση του φορολογικού συστήματος. Διαδίδοντας απόψεις, όπως το «9 στους 10 πληρώνουν τους φόρους στην ώρα τους», το 2012 καταφέρνουν να βελτιώσουν την συνέπεια των φορολογούμενων κατά 33%. Από τη δική μου οπτική γωνία, φαίνεται να εμπιστεύονται τα λόγια του Thaler, σύμφωνα με τον οποίο, στην πλειοψηφία τους τα άτομα προτιμούν να δρουν με βάση το τί θεωρείται σωστό από το σύνολο, να μιμούνται δηλαδή πράξεις της μάζας, γνωστή και ως «θεωρία του κοπαδιού». Ανάλογα nudges εφαρμόζονται και στην μείωση του καπνίσματος, αφού σε ορισμένες εταιρείες δίνονται χρηματικά κίνητρα για όσους σταματήσουν να καπνίζουν στον εργασιακό τους χώρο. Μαθαίνω, επίσης, πως στο πανεπιστήμιο Άλφρεντ της Νέας Υόρκης, έχουν αντικαταστήσει τα πιάτα με εναλλακτικά σκεύη, μέσω των οποίων παρατηρείται έως και 50% μείωση στο ποσοστό σπατάλης τροφίμων. Ο φοιτητής τρώει εξαρχής μία μικρότερη ποσότητα φαγητού, ωστόσο το πιάτο του είναι και πάλι γεμάτο κοιτάζοντάς το. Πρόκειται για καταστάσεις στις οποίες οι κρατικοί μηχανισμοί μοιάζουν να εφαρμόζουν τέτοιου είδους πολιτικές με «αγνούς» σκοπούς.
Κάνοντας, λοιπόν, τη δική μου έρευνα, κατέληξα να αναρωτιέμαι το εξής: οποιοσδήποτε κρατικός ή ιδιωτικός φορέας που χρησιμοποιεί και εφαρμόζει θεωρίες της Συμπεριφορικής Οικονομίας με πρόθεση το συμφέρον του δέκτη εγγυάται με κάποιον τρόπο ότι δεν θα δράσει με παρόμοια μέσα για να πετύχει σκοπούς αντίθετους με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες; Ουσιαστικά θέλω να θέσω τον προβληματισμό μου γύρω από την ηθική των Συμπεριφορικών Οικονομικών, στον αντίποδα των παραδοσιακών αρχών Οικονομίας, οι οποίοι, αν μη τι άλλο, δεν χρησιμοποιούν την αστάθεια της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης στο βωμό του υπερκέρδους. Η μακροοικονομία, η μικροοικονομία, τα γραφήματα που βοηθούν την λειτουργία της αγοράς, δεν βασίζονται σε κάτι περισσότερο πάνω από την έρευνα και τα μαθηματικά. Ποιά είναι λοιπόν η θετική επίδραση στο άτομο το οποίο αγοράζει διαδικτυακά ένα τυχόν προϊόν της επιλογής του και έπειτα εμφανίζεται «δια συμπεριφορικής μαγείας» ένας καταιγισμός διαφημίσεων – nudges, παρόμοιων προϊόντων, τα οποία έχουν αγοραστεί από καταναλωτές με «όμοια ενδιαφέροντα και ανάγκες»; Ο καταναλωτής πείθεται να αγοράσει κάτι ακόμα, αφού το ίδιο έκανε και μία άλλη μερίδα καταναλωτών, χωρίς όμως να σκεφτεί ορθολογικά. Να, λοιπόν, η χρήση της ψυχολογίας του «κοπαδιού» εφαρμοσμένη με βάση την διεκπαιρέωση συμφερόντων, όχι και τόσο αλτρουιστικών.
Θέτω, λοιπόν, τα παραπάνω για να καταλήξω στο ότι πιστεύω πως οι άνθρωποι που επιλέγουν να παίρνουν αποφάσεις με βάση την λογική αισθάνονται καλύτερα από εκείνους που ακολουθούν εν τέλει την παρόρμηση συναισθημάτων που μεγαλώνει μέσω πρακτικών σαν τους νυγμούς. Δεν θέλω σε καμία περίπτωση να «υποτιμήσω» τον κλάδο της Συμπεριφορικής Οικονομίας και της εφαρμογής της στον κόσμο του 21ου αιώνα. Επιθυμώ, ωστόσο, να δω την χρήση των nudges στο μέλλον ως βοηθητικό μέσο για βελτίωση του ατόμου και την λήψη σωστότερων αποφάσεων, και όχι ως μέσο διαφήμισης με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος.