του Σπήλιου Δαμαλίτη,
Οι σχέσεις ΗΠΑ και Τουρκίας είναι μία περίπλοκη υπόθεση, της οποίας η μελέτη κρίνεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μιας και είναι δυναμική και διαρκώς μεταβαλλόμενη ειδικά τα τελευταία χρόνια. Για να μπορέσουμε, όμως, να την κατανοήσουμε θα πρέπει να την εξετάσουμε σφαιρικά και διαχρονικά.
Οι σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με την, τότε, Οθωμανική Αυτοκρατορία εγκαθίστανται το 1780. Το πρώτο σοβαρό πλήγμα στις σχέσεις των δύο κρατών πραγματοποιήθηκε το 1917, όταν οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο ενάντια στη Γερμανία και απότοκο αυτού ήταν η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων ΗΠΑ – Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι σχέσεις των δυο κρατών σε επίπεδο διπλωματικό επανήλθαν το 1927, με την ίδρυση του Τουρικού Κράτους.
Ωστόσο, η πραγματική προσέγγιση της Τουρκίας με τη Δύση γίνεται στα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συνεχόμενη ρήξη της Τουρκίας με τη Ρωσία για τον έλεγχο των Στενών συνεχώς έσπρωχνε την πρώτη προς το στρατόπεδο των ΗΠΑ. Με αφορμή το σχέδιο Τρούμαν για τον περιορισμό της σοβιετικής επιρροής και επέκτασης, η Αμερική μπόρεσε να δέσει την Τουρκία στο δυτικό άρμα. Απόρροια της υποστήριξης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής από την Τουρκία και της συμμετοχής της στον Πόλεμο της Κορέας, ήταν η ένταξή της στο ΝΑΤΟ, το 1952.
Με την ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ συσφίγγονται και βελτιώνονται συνεχώς. Μεγάλο ρήγμα και αφορμή για δυσπιστία στις σχέσεις τους αποτέλεσε η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974, όπου και η Αμερική επέβαλε εμπάργκο στην πώληση όπλων στους πρώτους. Ακόμη και έτσι όμως, το εμπάργκο σιωπηρά ήρθηκε λόγω των μεγάλων εξελίξεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Επίσης, η άρνηση της Τουρκίας να επιτρέψει τη χρήση της βάσης του Ιντσιρλίκ στην απόβαση στο Ιράκ, το 2003, ψύχρανε τις σχέσεις των δύο κρατών για ένα διάστημα. Τέλος, παρά την άρνηση της Τουρκίας, το 2010, για επιβολή επιπρόσθετων κυρώσεων στο Ιράν, οι σχέσεις των δύο πλευρών ήταν σχετικά καλές.
Τη δεκαετία που διανύουμε, όμως, οι σχέσεις των δύο κρατών δυσχεραίνονται συνεχώς εξαιτίας, κυρίως, τριών βασικών ζητημάτων. Το πρώτο είναι ο Συριακός Εμφύλιος. Αποτέλεσμα του Εμφυλίου στη Συρία είναι να έχει ανοίξει δυναμικά το ζήτημα της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου Κουρδικού Κράτους. Το θέμα αυτό ενισχύεται καταλυτικά με το επιχείρημα ότι οι Κούρδοι έχουν βοηθήσει σημαντικά στον πόλεμο κατά του ISIS και δη στο πλευρό των Αμερικανών. ΗΠΑ και YPG σε αυτόν τον πόλεμο είναι στενοί σύμμαχοι, όμως το δεύτερο έχει στενές σχέσεις με το PKK, που στηρίζει ανοιχτά την κουρδική ανεξαρτησία, και στην Τουρκία θεωρείται τρομοκρατική οργάνωση. Το κουρδικό ζήτημα είναι για την Τουρκία ιδιαίτερα σημαντικό μιας και αντιτίθεται κατηγορηματικά στη δημιουργία ανεξάρτητου Κουρδικού Κράτους.
Το δεύτερο ζήτημα είναι το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Τον Ιούλιο του εν λόγω έτους πραγματοποιήθηκε στην Τουρκία ένα αποτυχημένο πραξικόπημα ενάντια της κυβέρνησης Ερντογάν, στο οποίο, από πλευράς Τουρκίας, θεωρείται ότι ενορχηστρώθηκε από τον ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν που κατοικεί στις ΗΠΑ. Η άρνηση της Αμερικής να τον εκδόσει στην Τουρκία χωρίς βάσιμα στοιχεία, σε συνδυασμό με διάφορες Τουρκικές φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, ότι πίσω από το πραξικόπημα βρίσκονται οι ΗΠΑ, έχουν δυσχαιράνει τις σχέσεις των κρατών σημαντικά.
Τρίτο αγκάθι στις σχέσεις των δύο κρατών είναι οι πύραυλοι S-400. Η Τουρκία το 2019 εγκατέστησε στο έδαφός της το αντιαεροπορικό σύστημα πυραύλων με την ονομασία S-400, γεγονός που κατέστησε την προμήθεια των αμερικανικών αεροσκαφών F-35 αδύνατη. Πιο συγκεκριμένα, μετά την αγορά των πυραύλων οι ΗΠΑ έθεσαν την Τουρκία εκτός του προγράμματος συμπαραγωγής των αεροσκαφών και, παράλληλα, τους επέβαλαν και μία σειρά κυρώσεων. Ο λόγος που έγινε αυτό είναι διττός. Πρώτον, γιατί προτιμήθηκε ένα ρωσικό – «εχθρικό» οπλικό σύστημα έναντι ενός συμμαχικού αμερικανικού και, δεύτερον, για λόγους ασφάλειας, αφού μια διασύνδεση ενός αμερικανικού – ΝΑΤΟϊκού οπλικού συστήματος με ένα ρωσικό θα σήμαινε μια πιθανή διαρροή απόρρητων πληροφοριών στο αντίπαλο δέος, τη Ρωσία.
Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά; Τελικά ΗΠΑ και Τουρκία περνάνε μια δυσκολία στις σχέσεις τους ή η ρήξη είναι κοντά; Αν δούμε τον χάρτη ο ρόλος της Τουρκίας γεωστρατηγικά είναι πολύτιμος, άρα είναι πολύ λογικό ΗΠΑ και Ρωσία να θέλουν να την έχουν με το μέρος τους. Επίσης, η Τουρκία είναι μία μεγάλη χώρα με μεγάλο στρατό, πράγμα που την καθιστά ακόμα πιο σημαντικό σύμμαχο. Η Τουρκία, από την πλευρά της, θέλει να αυξήσει την σφαίρα επιρροής της και να καταστήσει τον εαυτό ως την τοπική υπερδύναμη της περιοχής από την Ανατολική Μεσόγειο ως τη Μέση Ανατολή. Το γεγονός, πως η Τουρκία είναι «μήλον της έριδως» για δύο αντικρουόμενες υπερδυνάμεις, προσπαθεί να το εκμεταλλευτεί στο έπακρο.
Αυτό που βλέπουμε να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας είναι ένα παζάρι. Η Τουρκία θέλοντας να αλλάξει το status της, από μία απλά μεγάλη χώρα που βρίσκεται σε μία συμμαχία, θέλει να καταστήσει τον εαυτό της έναν παίκτη παγκόσμιου βεληνεκούς, ο οποίος είναι ίσος απέναντι στις υπερδυνάμεις και όχι απλώς φίλα προσκείμενος. Πώς το κάνει αυτό; Ανοίγοντας πολλά μέτωπα. Εκβιάζοντας καθημερινώς την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με το προσφυγικό, ζητώντας χρήματα και τονίζοντας πως την έχουμε ανάγκη και όχι το αντίστροφο. Απειλώντας την Κύπρο για νέο «Αττίλα» και κάνοντας παράνομες γεωτρύσεις σε ΑΟΖ που νόμιμα ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία. Απειλώντας την Ελλάδα για την ΑΟΖ της και προπαγανδίζοντας για ανύπαρκτες μειονότητες και δήθεν χαμένα νησιά στο Αιγαίο, δηλώνοντας ξεκάθαρα πως θέλει να παραβιάσει, και μη αναγνωρίζοντας τη Συνθήκη της Λωζάνης που η ίδια υπέγραψε. Εισβάλοντας στη Συρία με το επιχείρημα της εξάλειψης της κουρδικής τρομοκρατίας. Αγοράζοντας τα ρωσικά οπλικά συστήματα και, γενικώς, πηγαίνοντας προς την Ανατολή και κάνοντας τη δύσκολη στη Δύση. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, η Τουρκία κάνει επίδειξη δύναμης και προσπαθεί να αποκομίσει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη, όσο ακόμη είναι νωρίς, δείχνοντας και υπογραμμίζοντας σε πολλούς τόνους πως είναι μέσα στις μεγάλες εξελίξεις.
Η Δύση φοβάται από τη δική της πλευρά να χάσει και να σπρώξει την Τουρκία προς τη Ρωσία. Παρατηρείται συνεχώς πως ΗΠΑ και Ε.Ε., παρότι συνεχώς κουνάνε το δάκτυλο στην Τουρκία, τελικώς υποχωρούν, καθώς ο φόβος μιας αποξένωσης με την Τουρκία μάλλον τους προκαλεί φόβο, αφού διακυβεύονται τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά συμφέροντα. Από πλευράς Τουρκίας, φαίνεται πως όλα αυτά έχουν περισσότερο πολιτική στόχευση, καθώς ο Ερντογάν, θέλοντας να κρατηθεί στην εξουσία και να διατηρήσει το καθεστώς του, προσπαθεί να συσπειρώσει στο πρόσωπό του τους Τούρκους και την «καλή και αθώα» Τουρκία απέναντι στην «κακιά» Δύση και τον εκφραστή της, δηλαδή τις ΗΠΑ. Η ώρα των αποφάσεων, όμως, θα έρθει όταν η Δύση συσπειρωθεί και τελικώς αντιδράσει απέναντι στο ανατολίτικο παζάρι της Τουρκίας και οι γείτονες θα πρέπει εν τέλει να αποφασίσουν με ποιον θα είναι, γιατί και με τις ΗΠΑ και με τη Ρωσία δε γίνεται.