της Μαρίας Εμμανουήλ,

Αν αναλογιστεί κανείς τα γεγονότα των τελευταίων μηνών στην Ανατολική Μεσόγειο και συγκεκριμένα στη Συρία, δεν είναι δύσκολο να βρει ομοιότητες με άλλες αιματηρές συγκρούσεις του παρελθόντος, όπως ο ρωσικός εμφύλιος πόλεμος (1917-1922) και οι δύο εμφύλιοι πόλεμοι στο Νότιο Σουδάν (1955-1972 και 1983-2005), οι οποίοι άλλαξαν τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο μελετάμε την φύση των εμφυλίων πολέμων και τον τρόπο διεξαγωγής τους. Από το 2011 μέχρι και σήμερα, η κατάσταση στη γειτονική Συρία παραμένει έκρυθμη εξαιτίας ενός εμφυλίου πολέμου, ο οποίος έγινε η αιτία για το ξέσπασμα μιας εκ των μεγαλύτερων προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών που έχει γνωρίσει η γηραιά ήπειρος, η οποία μπορεί να παρομοιαστεί με τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922.

Στις 9 Οκτωβρίου 2019, στην εξίσωση προσετέθη η Τουρκία, της οποίας τα νότια σύνορα εφάπτονται της βόρειας Συρίας. Η πρώτη, λοιπόν, με την πρόφαση μιας «ειρηνευτικής» αποστολής και το νομικό πλαίσιο της ανθρωπιστικής επέμβασης, εισέβαλε στο έδαφος της βορειοανατολικής Συρίας, με τους αμάχους να αποτελούν τα κύρια θύματα, καθώς παραπάνω από 60.000 άνθρωποι έχουν εκτοπισθεί. Δεν αποτελεί, βεβαίως, σύμπτωση ή έκπληξη το γεγονός ότι το συγκεκριμένο τμήμα της χώρας βρίσκεται υπό κουρδική κατοχή, εξαιτίας της κουρδο-τουρκικής σύγκρουσης. Με την έναρξή της, το 1978, ως συνέχεια της εξέγερσης θρησκευτικού και εθνικού χαρακτήρα στα τότε εδάφη της νοτιοανατολικής Τουρκίας, γνωστή ως Κουρδική Ανταρσία, η σύγκρουση αυτή συνίσταται στη διένεξη μεταξύ των κουρδικών ανταρτικών ομάδων (Κουρδικό Εργατικό Κόμμα, PKK) και της τουρκικής κυβέρνησης, με τις πρώτες να μάχονται για ανεξαρτησία ή, έστω, αυτονομία και τη δεύτερη να προβάλλει σθεναρή αντίσταση στα αιτήματα αυτά.

Φθάνουμε, λοιπόν, κάθε άλλο παρά αισίως, στο φθινόπωρο του 2019 και στην «Πηγή Ειρήνης». Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη δεν αποτελεί την πρώτη ή τη δεύτερη, του 2016 και 2018 αντίστοιχα, αλλά την τρίτη «ειρηνευτική» επιχείρηση της Τουρκίας σε συριακό έδαφος. Η τουρκική κυβέρνηση έχει καταστήσει σαφή την θέση και τον σκοπό των στρατιωτικών επιχειρήσεων της, που είναι ουσιαστικά  η εξουδετέρωση των Κούρδων ανταρτών.

Ταυτόχρονα, η διεθνής σκηνή καταδίκασε τις ενέργειες της Τουρκίας και τόσο ευρωπαϊκά όσο και κράτη, όπως ο Καναδάς και η Κίνα, εξέφρασαν την ανησυχία τους για την έκβαση των συρράξεων. Η Ελλάδα μάλιστα, με δήλωση του Υπουργού Εξωτερικών, χαρακτήρισε τη δράση της γείτονος χώρας όχι μόνο λανθασμένη, αλλά και μη συμβατή με τα δεδομένα του 21ου αιώνα.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η Τουρκία δικαιολόγησε την κατάφωρη αυτή παραβίαση επί της συριακής κυριαρχίας με τη χρήση τρανταχτών και θετικά φορτισμένων εκφράσεων, όπως εκείνες της «ειρηνευτικής αποστολής» και της «ανθρωπιστικής επέμβασης», με την τελευταία να δίνει στην εν λόγω χώρα μια θεωρητική νομιμοποίηση των πεπραγμένων της, βάσει των ισχυόντων κανόνων διεθνούς δικαίου.

Η έννοια, λοιπόν, της ανθρωπιστικής επέμβασης (humanitarian intervention, intervention d’humanité) συνίσταται στην κρατική επέμβαση σε έδαφος τρίτου κράτους – με πιθανή χρήση βίας – μόνο στην περίπτωση που στο ξένο αυτό κράτος παραβιάζονται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Μια τέτοιου είδους επέμβαση αποτελεί, ίσως, και το μοναδικό «παραθυράκι» στις δύο θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, οι οποίες αποτελούν τον πυλώνα των διεθνών σχέσεων και αποτυπώνονται στον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών: την αρχή της μη επέμβασης στην εσωτερική δικαιοδοσία των κρατών και την αρχή της μη βίας (Άρθρο 2 Χάρτη ΟΗΕ). Η ίδια η νομιμότητα των ανθρωπιστικών επεμβάσεων προήλθε από το ψήφισμα 688/1991 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, με βασική προϋπόθεση τη διακύβευση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.

Γίνεται σαφές, λαμβάνοντας υπόψη τις προθέσεις και τις δράσεις της Τουρκίας σε συνδυασμό με το ιστορικό υπόβαθρο, ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναφερόμαστε σε προσπάθεια αποκατάστασης της ειρήνης στην περιοχή, αλλά σε επίταση του πολέμου και διεθνή παρανομία. Χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτηση πάνω στο θέμα του Γερμανού Υπουργού Εξωτερικών, Heiko Mass, ο οποίος δήλωσε ότι δεν υπάρχει διάταξη σε κείμενο διεθνούς δικαίου που να επιτρέπει και να δικαιολογεί τις πράξεις της Τουρκίας. Η Γερμανία, επιπλέον, έθιξε το ζήτημα των προσφυγικών ροών και την παύση της χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά την περίθαλψη των Σύριων προσφύγων σε τουρκικό έδαφος. Βεβαίως, το ζήτημα των προσφυγικών ροών είναι υψίστης ανθρωπιστικής σημασίας με σαφή ωστόσο οικονομική διάσταση.

Τα ερωτήματα που ανακύπτουν για το παρόν και το μέλλον της διεθνούς σκηνής είναι, προφανώς, πολλά. Πώς μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να αντιδράσει και να περιορίσει τη δράση της Τουρκίας; Πώς θα γίνει εφικτό να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η προσφυγική κρίση χωρίς την περαιτέρω επιβάρυνση της Ελλάδας και, ειδικότερα, των νησιών του ανατολικού Αιγαίου; Είναι ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών σε θέση να επιβάλει κυρώσεις; Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι η προκλητική στάση της γειτονικής χώρας έχει γενικότερο χαρακτήρα, με κύριο παράδειγμα την προσπάθεια για εκμετάλλευση των πόρων της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.

Ο εκσυγχρονισμός, λοιπόν, εκ μέρους των διεθνών οργανισμών και των κρατών ξεχωριστά, για την αντιμετώπιση παραβιάσεων τεχνικού τύπου, πόσο μάλλον ανθρωπιστικών κρίσεων, κρίνεται απαραίτητη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, θα μπορούσε να διαδραματίσει έναν ρόλο περισσότερο ενεργό όσον αφορά στη διαχείριση των ατόμων που δικαιούνται και ζητούν διεθνή προστασία στην Ευρώπη, σε συνεργασία με την αποτελεσματικότερη λειτουργία της Ύπατης Αρμοστείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR, United Nations High Commissioner for Refugees). Το Συμβούλιο Ασφαλείας οφείλει, επιπλέον, να εκμεταλλευτεί την δυνατότητα που του παρέχεται νομικά από το διεθνές δίκαιο, να δρα κατασταλτικά και σωφρονιστικά, μέσω της επιβολής κυρώσεων, στρατιωτικών και οικονομικών, ώστε να περιορίσει την πιθανότητα επανάληψης εκδηλώσεων βίας, κεκαλυμμένων με την ταμπέλα της επίτευξης ειρήνης. Όσο νωρίτερα λάβουν οι αρμόδιοι δράση, τόσο αυξάνονται οι ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον.