της Εύας Τρούμπουλου

 Διαμόρφωση του οργανισμού

Στη διεθνή κοινότητα, η Ένωση των ΒRICS έκανε την εμφάνιση της στις αρχές του 2000 ως μια ομάδα αναδυόμενων οικονομικών, πολιτικών και διπλωματικών  δυνάμεων, ικανών να διαμορφώσουν ένα νέο πολιτικό-οικονομικό σκηνικό, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους της ισχύος των ισχυρών οικονομικών δυνάμεων και συσχετισμών. Πρόκειται, πλέον, για έναν διεθνή πολιτικό οργανισμό που αποτελείται από τα κράτη της Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας , Κίνας και ολοκληρώθηκε με την ένταξη της Νότιας Αφρικής το 2010.

Στις αρχές του 2000, οι αναπτυσσόμενες οικονομίες των χωρών αυτών βρίσκονταν σε μεγαλύτερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης από αυτή των πλούσιων χωρών του πλανήτη. Με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 που έπληξε Αμερική και Ευρώπη, η οικονομική ανάπτυξη των ΒRICS αποτυπώθηκε καλύτερα στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα, καθώς τα ανεπτυγμένα κράτη επηρεάστηκαν σημαντικά από αυτή και μεγάλες αλλαγές επήλθαν σε παγκόσμιο οικονομικό-πολιτικό επίπεδο. Σύμφωνα με τη Goldman Sachs, το μερίδιο συνεισφοράς στο ΑΕΠ των χωρών αυτών αυξήθηκε, από 16% που βρισκόταν το 2000, σε 25% το 2010, ενώ υπάρχει η πρόβλεψη πως οι χώρες αυτές, οι οποίες συγκροτούν το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού, ως προς το ΑΕΠ και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, θα  έχουν υποσκελίσει τις G-7 έως το 2035. (Goldman Sachs, 2003).

Οι κοινές επιδιώξεις των χωρών αυτών είχαν ως προτεραιότητα τον ανασχηματισμό των δομών της παγκόσμιας διακυβέρνησης, όπως του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΗΕ, γεγονός που αποδείχθηκε και εδραιώθηκε με την ίδρυση της Νέας Αναπτυξιακής Τράπεζας, το 2014.

Η αναγγελία της ιδρύσεως της έγινε στην Πέμπτη Σύνοδο Κορυφής στο Durban της Νοτίου Αφρικής. Πιο συγκεκριμένα, στις δηλώσεις τους μετά την σύνοδο, οι ηγέτες σε ανακοίνωσή τους ανέφεραν ότι η ανεπάρκεια  μακροπρόθεσμου σχεδίου χρηματοδότησης των αναπτυσσόμενων χωρών, μπορεί να αντιμετωπιστεί με την ίδρυση μιας νέας συλλογικής τράπεζας, η οποία σύμφωνα με τους υπουργούς οικονομικών των χωρών BRICS, ήταν εφικτή και οικονομικά βιώσιμη. Εκτός από την ίδρυση της τράπεζας, οι υπουργοί οικονομικών μελέτησαν τη δημιουργία οικονομικού δικτύου ασφαλείας, του CRA – Contingent Reserve Arrangement, ως μοχλό ρευστότητας αποθεματικού. Το αρχικό κεφάλαιο του CRA θα ήταν 100 δις δολάρια και της Νέας Αναπτυξιακής Τράπεζας 50 δις δολάρια (Economist, 2014).

H Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα (New Development Bank) και οι προοπτικές οικονομικής υπεροχής 

 Το 2014, οριστικοποιήθηκε καταστατικά η ίδρυση της Αναπτυξιακής Τράπεζας, με έδρα τη Σαγκάη, και 50 δις δολάρια αρχικό κεφάλαιο, με τον καταθετικό καταμερισμό κεφαλαίου κάθε χώρας να ανέρχεται στα  10 δις δολάρια. Για την διατήρηση της ισορροπίας και ισονομίας εντός της ομάδας, αποφασίστηκε κατά τη σύνοδο κορυφής, ο πρώτος πρόεδρος του Συμβουλίου των Διοικητών της Τράπεζας θα είναι από τη Ρωσία, ο πρώτος πρόεδρος του Δ.Σ. θα κατάγεται από τη Βραζιλία και ο πρόεδρος της Τράπεζας θα είναι Ινδός. Συνακόλουθα, η τράπεζα θα εδρεύει στη Σαγκάη και η Περιφερειακή Τράπεζα θα έχει έδρα της τη Νότιο Αφρική. Άξιο μνείας  είναι πως η Κίνα διαθέτει τα μεγαλύτερα αποθεματικά ρευστότητας, ενώ παράλληλα πρώτη χώρα που θα προεδρεύει, θα είναι η Ινδία για τα πρώτα πέντε χρόνια ύπαρξης της NDB (Economist,2014).

H Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα (NDB) εγκρίνει κονδύλια χρηματοδότησης κυρίως για έργα υποδομών, ενώ παράλληλα έχει δημιουργηθεί το ταμείο ασφάλειας (CRA), το οποίο ανέρχεται στα 75 με 100 δις ευρώ αποθεματικό, προκειμένου να αντιμετωπίσει προβλήματα που μπορεί να προκύψουν σε πιθανά κενά ισοσκέλισης προϋπολογισμού των κρατών μελών. H δημιουργία αποθεματικών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση και συνθήκη βιωσιμότητας για τη συνέχιση της θετικής πορείας των αναπτυσσόμενων οικονομιών,  ενισχύοντας παράλληλα το κομμάτι των επενδύσεων. Συγχρόνως, οι χώρες αυτές έχουν ανάγκη να καλύψουν τις χρηματοδοτικές και επενδυτικές ελλείψεις τους στον τομέα των υποδομών και της περιβαλλοντικής ανάπτυξης, προκειμένου να ανοίξουν το δρόμο για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η τελευταία θα συμβάλλει παράλληλα στην εξάλειψη των διακρατικών κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων.

Η πρόταση χρηματοδότησης αντικατοπτρίζει την υποκείμενη διαρθρωτική ασυμμετρία της ικανότητας οικονομικής ανάπτυξης μεταξύ των Μελών  BRICS. Συγκεκριμένα, η συνεισφορά 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη NDB ήταν ένα αρχικό μέτρο-πρόταση της Κίνας, που έχει ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) μεγαλύτερο των τεσσάρων άλλων μελών του BRICS. Συνδυαστικά, η αύξηση αυτού του ποσού για τη Νότια Αφρική κρίθηκε ως σοβαρή παραγωγική και οικονομική υπέρβαση. Για τη Νότια Αφρική, το ποσό των 10 δις δολαρίων ανέρχεται στο 2,5% του ΑΕΠ της.

Επιπρόσθετα, η στάση της Κίνας, συχνά, έβαλε την Ινδία στην άμυνα και αύξησε την άνιση σχέση εξουσίας μεταξύ των δύο κρατών. Το καθεστώς αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να βοηθήσει την Κίνα να αναλάβει ηγετικό ρόλο στη διαφύλαξη και προώθηση της δικής της πολιτικής ατζέντας. Από τη μεριά της Ινδίας, αυτό θα όξυνε τις  εργασιακές τις σχέσεις με την Κίνα (BRICS Summit 2013). Η Ινδία θεωρούσε πως, αν η Κίνα αναλάμβανε ηγετικό ρόλο, θα μπορούσε, τελικά, να καταστήσει την τράπεζα παρόμοια με τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (ΔΧΙ) όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων, επισκιάζοντας, έτσι, τα δικαιώματα ψήφου και τα συμφέροντα των έτερων μελών. Ωστόσο, είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που ιδρύεται ένας διεθνής χρηματοπιστωτικός οργανισμός, όπου όλες οι χώρες έχουν ισότιμο διάλογο ανεξάρτητα από την οικονομική τους ανάπτυξη (Asif Farooq 2015).

Το 2016, η Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα ενέκρινε επτά έργα, κυρίως στους τομείς της πράσινης ενέργειας  και των μεταφορών ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι BRICS περιγράφουν σαφώς τον εαυτός τους ως μια «εναλλακτική λύση για τον μηχανισμό υπό την ηγεσία των ΗΠΑ μεταξύ της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σχεδιασμένο για τις ανάγκες αντιμετώπισης του ελλείμματος των υποδομών  και της αειφόρου ανάπτυξης των αναδυόμενων οικονομιών. Την ίδια στιγμή, η Παγκόσμια Τράπεζα και η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης έχουν εκφράσει τις προσδοκίες τους για συνέχιση της συνεργασία με τις BRICS ( Fan Xu 2019).

Η οικονομική ανάπτυξη των κρατών- μελών στηρίζεται στις εξαγωγές ως αποτέλεσμα εκμετάλλευσης των σχετικών, συγκριτικών και ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων των οικονομιών τους, καθώς, επίσης, και στον μεγάλο συναλλαγματικό όγκο της εσωτερικής κατανάλωσης των χωρών αυτών, που δρα ως πυλώνας εσωτερικής ρευστότητας και διατήρησης ενός εύρωστου οικονομικού κύκλου.

Την τελευταία δεκαετία υπήρξε σημαντική αύξηση των εκροών των άμεσων ξένων επενδύσεων (Α.Ξ.Ε.) από τις χώρες- μέλη, ωστόσο οι οικονομικές σχέσεις- ιδιαίτερα στον τομέα των επενδύσεων- μεταξύ των χωρών παραμένουν ασθενείς. Παραδειγματικά, ακόμη και οι επενδύσεις της Κίνας ,της μεγαλύτερης επενδύτριας χώρας  προς τις άλλες χώρες-μέλη των BRICS, αντιστοιχούν μόλις στο 2,2% των συνολικών επενδυμένων κινεζικών κεφαλαίων στο εξωτερικό. Είναι ανάγκη, συνεπώς, οι χώρες αυτές να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες των συμπεπραγμένων κρατών-μελών, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και τις απειλές του μέλλοντος είτε αυτές θα είναι οικονομικές, είτε πολιτικές είτε διπλωματικές. Κατά άποψη και εκφορά του Ινδού Υπουργού Εμπορίου και βιομηχανίας, Anand Sharma, στους Economic Times της Ινδίας, ‘’οι χώρες-μέλη των BRICS θα πρέπει να μοιραστούν τις γνώσεις και τις εμπειρίες που αποκόμισαν, ούσες αναπτυσσόμενες παράλληλα αλλά υπό διαφορετικές συνθήκες, προκειμένου η γνώση αυτή να διαχέεται στο σύνολο των χωρών της Ένωσης’’.

Η διαρκής ροπή προς οικονομική μεγέθυνση είχε ως άμεση συνέπεια και αντίκτυπο την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος των κατοίκων των χωρών αυτών, την άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου και την αύξηση της οριακής ροπής τους προς κατανάλωση, ενώ αυξήθηκε η ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες στο εσωτερικό τους. Είναι τέτοια η σημασία που έχει πλέον η εσωτερική κατανάλωση ως παράγοντας διατήρησης των ρυθμών ανάπτυξης των BRICS, που ακόμη και η κινεζική κυβέρνηση- παρά τον έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό της, δεσμεύτηκε με επίσημη δήλωση να προωθήσει την επέκταση του ιδιωτικού δανεισμού με στόχο την ενίσχυση της εσωτερικής κατανάλωσης, ως αντίβαρο στην επιβράδυνση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης της χώρας (Γκολφινόπουλος 2014).

Σημαντικοί έχουν, ακόμα, χαρακτηριστεί και οι υψηλοί ρυθμοί αποταμίευσης, οι οποίοι μπορούν να συμβάλλουν στη θέσπιση ενός σταθερού και ισχυρού μακροοικονομικού περιβάλλοντος, καθώς η αποταμίευση μεταφράζεται ως συσσώρευση κεφαλαίων και υψηλής παραγωγικότητας (Γκολφινόπουλος 2014).

Αντιθέτως, οι υψηλοί ρυθμοί συσχέτισης  αποταμίευσης και επενδύσεων που έχουν καταγραφεί στην Κίνα, την Ινδία και τη Ρωσία- που υπερτερούν σε σύγκριση με τα ανεπτυγμένα κράτη του Δυτικού κόσμου είναι αποτέλεσμα χαμηλής ανάπτυξης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και του περιορισμένου δανεισμού σε ιδιώτες, γεγονός που μεταφράζεται ως χαμηλή κρατική εσωτερική επένδυση.

Mπορούν, τελικά, οι BRICS να εδραιώσουν μια ισχυρή παρουσία στη παγκόσμια οικονομία;

H εμφάνιση των κρατών ΒRICS τον 21ο αιώνα, αδιαμφισβήτητα, μετέβαλε τον πολιτικό και οικονομικό παγκόσμιο χάρτη, με μεγάλη οικονομική σημασία. Ωστόσο, οι προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν από εδώ και στο εξής είναι σημαντικές και αφορούν κυρίως ζητήματα οικονομικής, κοινωνικής, περιβαλλοντικής και δημογραφικής βιωσιμότητας. Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων και η συνέχεια τους στην παγκόσμια οικονομική τάξη θα εξαρτηθεί από την ικανότητα τους να μεταρρυθμίσουν τα πολιτικά τους συστήματα και την ποιότητα της διακυβέρνησής τους (Bertelsmann Stiftung, 2012).

Μετά την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και την εντυπωσιακή οικονομική και κοινωνική άνοδο τους, οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης των ΒRICS άρχισαν να επιβραδύνουν. Οι εξαγωγές των κρατών προς τις ανεπτυγμένες αγορές και οι επενδύσεις έχουν μειωθεί, ενώ η συλλογική συμβολή στην παγκόσμια ανάπτυξη μειώθηκε από τη κορυφή του 50% το 2013 σε 36% το 2015 (Wall Street Journal,2016). Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ των ΒRICS, που ήταν πάνω από 8% το 2010, μειώθηκε σχεδόν στα 4% το 2015. Επιπλέον το τοπικό νόμισμα κάθε χώρας- με εξαίρεση το νόμισμα της Κίνας-έχει παρουσιάσει ποικίλα επίπεδα μεταβλητότητας μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση (Daniel Mminele, 2016).

Μέχρι το 2013, η ύφεση αποδόθηκε κυρίως σε εξωτερικούς παράγοντες, ωστόσο τα τελευταία χρόνια έχουν έρθει στο προσκήνιο οι εγχώριοι παράγοντες και έχουν συμβάλλει στη μεταβολή του τοπίου αρνητικά. Αυτό σημαίνει πως η δυνητική ανάπτυξη επιδεινώνεται, καθώς η δημοσιονομική κατάσταση των χωρών αποδυναμώνεται και οι πολιτικές δυνάμεις έχουν χάσει την εμπιστοσύνη και ασκούν πιέσεις (Daniel Mminele, 2016).

Οι ΒRICS βρίσκονται σε μια σημαντική συγκυρία, διότι η επιβράδυνση τους είναι ικανή να επηρεάσει αρνητικά το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας, λαμβάνοντας υπόψη ότι αντιπροσωπεύουν τα δύο τρίτα του ΑΕΠ της αναδυόμενης αγοράς. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, σε περίπτωση που η ανάπτυξη των ΒRICS μειωθεί κατά μία μονάδα χαμηλότερη των προσδοκιών, αυτό θα μπορούσε οδηγήσει σε μείωση 0.8 ποσοστιαίων μονάδων ανάπτυξης τους στις αναδυόμενες αγορές για μια περίοδο 2 ετών και σε μείωση 0.4 ποσοστιαίων μονάδων στη παγκόσμια οικονομία (World Bank, 2016).

Όπως παρατηρούμε, η οικονομική ισχύς και επιρροή  του οργανισμού παγκοσμίως είναι μεγάλη, ωστόσο οι βλέψεις για οικονομική επέκταση επί των αγορών περιορίζονται και από άλλους παράγοντες- κυρίως εσωτερικούς.

Η Κίνα, συγκριτικά με τις υπόλοιπες οικονομίες των άλλων κρατών, κυριαρχεί στις εμπορικές σχέσεις και αυτό δίνει στον οργανισμό χαρακτήρα συνεργασίας της Κίνας με εταίρους παρά μιας ένωσης ίσων μελών. Εμφανές είναι, επίσης, πως οι ΒRICS δεν έχουν αμοιβαία οικονομικά συμφέροντα και αυτό επιβεβαιώνεται από τη συνεχή τάση μείωσης εμπορίου μεταξύ τους (320 δις δολάρια το χρόνο), καθώς και από το γεγονός ότι το εμπόριο τους με τις ΗΠΑ και την ΕΕ είναι 6,5 μονάδες υψηλότερο. Το εμπόριο της Κίνας, μάλιστα, με τον υπόλοιπο κόσμο  είναι 12,5 μονάδες υψηλότερο και το διμερές της εμπόριο με τη Νότια Κορέα είναι τόσο μεγάλο όσο με αυτό των BRICS συνολικά (World Economic Forum, 2013).

Στα όρια ανάπτυξης των κρατών-μελών, θα πρέπει, επίσης, να συμπεριληφθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ τους σε τρίτες αγορές και η διαφορά που παρουσιάζουν οι οικονομίες τους και οι κουλτούρες τους. Για παράδειγμα, η Ρωσία αισθάνεται ότι απειλείται από την οικονομική και στρατιωτική ανάπτυξη της Κίνας. Οι οικονομικές τους σχέσεις, αν και είναι αυξημένες σε σχετικούς όρους, σε πραγματικούς όρους παραμένουν περιορισμένες. Παρά την πρόσφατη εμπορική διένεξη μεταξύ των ΗΠΑ και Κίνας, γενικά το σινοαμερικανικό εμπόριο (737 δισ. δολάρια το 2018) εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλότερο από το συνολικό σινο-ρωσικό εμπόριο (108 δισ. δολάρια) (Eugene Chausovsky,2019). Τέλος, όσον αφορά τις στρατιωτικές τους σχέσεις, η Ρωσία υπήρξε βασικός προμηθευτής όπλων της Κίνας, ενώ η συνεργασία τους σε επίπεδο ασφάλειας έχει περιοριστεί, καθώς η Κίνα παρουσιάζει ανάπτυξη στον στρατιωτικό τομέα.

Ως προς τις οικονομικές διαφορές, η Κίνα και η Ινδία είναι εισαγωγείς βασικών προϊόντων, η Κίνα ειδικεύεται στη μεταποίηση  και η Ινδία στις υπηρεσίες.  Η Ρωσία και η Βραζιλία είναι εξαγωγείς βασικών προϊόντων. Η Ρωσία ειδικεύεται στους φυσικούς πόρους και η Βραζιλία στη γεωργία, ενώ και οι δυο επωφελούνται από τις υψηλές τιμές για τα προϊόντα τους. Η Κίνα και η Ρωσία έχουν πιο ανοιχτές οικονομίες, με λογιστική εξαγωγή το ένα τρίτο του ΑΕΠ, ενώ η Ινδία και η Βραζιλία είναι πιο κλειστές, με εξαγωγές μικρότερες από το ένα πέμπτο του ΑΕΠ. Αυτό κάνει τις χώρες αυτές να έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς την οικονομική διαχείριση (Mottet, 2013).

Oι διαφορές αυτές δυσχεραίνουν το έργο των BRICS για συντονισμό όσον αφορά τις ενέργειες τους και τις προσδοκίες τους από τους διεθνείς οργανισμούς, του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι το 2011 οι χώρες εμφάνισαν διάσταση απόψεων ως προς το ποιος πρέπει να ηγηθεί στο ΔΝΤ και να υποστηρίξουν έναν υποψήφιο να ηγηθεί της Παγκόσμιας Τράπεζας (Νew York Times, 2012).

Επιπλέον, όσον αφορά την υποστήριξη των κρατών να αμφισβητήσουν την ηγεμονία του δολαρίου και να συναλλάσσονται μεταξύ τους σε τοπικά νομίσματα ενθαρρύνοντας τη χρήση του SDR (Special Drawing Right)[1], είναι εν μέρει ενάντια στις επιδιώξεις της κινεζικής κυβέρνησης, διότι, ναι μεν αμφισβητείται η ηγεμονία του δολαρίου, ωστόσο με τη διεθνοποίηση του SDR δεν μπορεί το γουάν να αντικαταστήσει το δολάριο (Νew York Times, 2012).

Συνεπώς, οι BRICS, παρά τους υψηλούς οικονομικούς δείκτες που σημείωσαν, το υψηλό ονομαστικό ΑΕΠ, την ισχυρή εξωτερική πολιτική και τα κέρδη των επενδύσεων, καταφέρνοντας να αποκτήσουν οικονομική και πολιτική δυναμική, στο εσωτερικό τους παρατηρούν σημαντικές διαφορές, οι οποίες περιορίζουν τα κοινά τους συμφέροντα, σε βαθμό που καθιστά δύσκολη την επικράτηση τους παγκόσμια ως συμμαχία. Σύμφωνα με τον επικεφαλή των Αναδυόμενων Αγορών και Παγκόσμιας Μικροοικονομίας στην Morgan Stanley Investment Management, Ruchir Sarma,  οι BRICS θα είναι, ουσιαστικά, χώρες «για πάντα αναδυόμενες». Υποστηρίζει, μάλιστα, ότι ‘’παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, την αύξηση των ΑΕΠ τους και την άνοδο του οικονομικού τους εκτοπίσματος, τα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν και το χάσμα του κατά κεφαλήν εισοδήματος μεταξύ αναπτυσσόμενων και αναπτυγμένων χωρών, είναι ανυπέρβλητο και δεν μπορεί να δώσει στις BRICS την επιθυμητή οικονομική πρωτοκαθεδρία που προσμένουν’’.

Βιβλιογραφία:

Γκολφινόπουλος Σ. (2014) «Α.Ξ.Ε. από χώρες- μέλη ΒRICS (Κίνα, Ινδία,Βραζιλία) στην Αφρική: Μια ερμηνευτική προσέγγιση.»  Πάτρα.

Movchan A. (2015). “Five factors limiting the impact of the BRICS nations.” World Economic Forum. Available here.

Farooq A., Cooper A. (2015) “Testing the Club Dynamic of the Brics: The New Development Bank from Conception to Establishment.”. Available here.

Azahaf N. Schraad-Tischler D. (2012) “Governance Capacities in the BRICS: Sustainable Governance Indicators”, Bertlsmann Siftung. Available here.

Toronto University, (2013) “BRICS and Africa: Partnership for Development, Integration and Industrialization.” South Africa BRICS Summit. Available here.

Mminele D. (2016), “Τhe role of BRICS in the global economy” Bundesbank Regional Office in North Rhine-Westphalia, Düsseldorf. Available here.

Chausovsky E.(2019) “Aνατροπές στο στρατηγικό τρίγωνο Κίνας Ινδίας, Ρωσίας” Euro2day. Available here.

Xu F. (2019), “Opportunities and Risk Assessment of BRICS New Development Bank.” IBilingual Publishing and Co. Available here.

Laetitia Mottet (2013), “Cooperation and Competition among the BRICS Countries and Other Emerging Powers”, French Centre for Research on Contemporary China (CEFC). Available here.

Talley I. (2016). “BRICS New World Order is now on Hold” The Wall Street Journal. Available here.

Stephens B. (2018), “The Real China Challenge: Managing Its Decline” The New York Times. Available here.

Zhao M., Yeung B. & Morck R. “Perspectives on China’s outward foreign direct investment”. Journal of International Business Studies. Available here.

[1] Special Drawing Rights (SDR): Τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα δεν είναι νόμισμα και δεν έχουν φυσική παρουσία όπως το χρήμα, αλλά αποτελούν λογιστική καταχώρηση και αντιπροσωπεύουν Απαίτηση για συναλλαγματικά αποθέματα νομισμάτων των χωρών-μελών του ΔΝΤ (ευρώ, ιαπωνικά γιεν, λίρες, δολάρια, γουάν) με τα οποία μπορούν να ανταλλαγούν.