της Μαριάννας Κοντολάτου,
Το προσφυγικό ζήτημα έχει χαρακτηριστεί ως θέμα με ιδιαίτερη βαρύτητα, τόσο για την χώρα υποδοχής, όσο και για την υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και για την παγκόσμια κοινότητα. Τα μεταναστευτικά ρεύματα από τις χώρες της Μέσης Ανατολής, ταλανίζουν εδώ και αρκετό καιρό ολόκληρο τον κόσμο. Η Συρία, η κύρια χώρα εκροής προσφύγων, βρίσκεται από το 2011 σε εμπόλεμη κατάσταση. Η «Αραβική Άνοιξη» η οποία προκάλεσε την ανατροπή των ηγετών της περιοχής, ξεσήκωσε τους Σύριους κατά του καθεστώτος Άσαντ. Ο συριακός εμφύλιος, αλλά και η άνοδος του Ισλαμικού Κράτους, έχει κατά τα έτη αυτά, στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους από 250.000 ανθρώπους, ενώ οι εκτοπισμένοι υπολογίζονται σε περισσότερα από 7 εκατομμύρια (σε μία χώρα 17 εκατομμυρίων ανθρώπων). Το θέμα του εμφυλίου πολέμου στη Συρία αποτελεί ένα μείζον ανθρωπιστικό θέμα, που δεν αφορά μόνο τους ανθρώπους που διαβιούν στη συγκεκριμένη χώρα, αλλά τα τελευταία χρόνια επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη. Η μεγάλη κρίση, μαστίζει τις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και ιδίως τις χώρες υποδοχής του ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία). Στρατιωτικοί εξοπλισμοί, επιθέσεις σε αμάχους, πόλεμος κατά της τρομοκρατίας και των Τζιχαντιστών, είναι ελάχιστοι από τους τίτλους που παίζουν στα μεγαλύτερα ειδησεογραφικά δίκτυα σε όλον τον κόσμο.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, τα τελευταία χρόνια αποτελούν κεντρική δίοδο για το φαινόμενο της παράνομης διέλευσης αλλοδαπών μέσω των θαλασσίων συνόρων, με ιδιαίτερη αναφορά σε πληθυσμιακές ομάδες από την Ασία, την Αφρική και την Μέση Ανατολή [3].Τα θαλάσσια σύνορα της Ελλάδας αποτελούν «πύλη εισόδου» για τους μετανάστες και πρόσφυγες που μπαίνουν στην Ευρώπη κάθε χρόνο και σαφώς οι πολιτικές και το κανονιστικό πλαίσιο που εφαρμόζονται στην Ευρώπη έχουν αντίκτυπο στη διαμόρφωση της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής.
Με βάση όλα τα ανωτέρω, στην παρούσα έρευνα, ως βασική προβληματική τίθεται η επικοινωνιακή και πολιτική διάσταση του προσφυγικού ζητήματος και οι προκλήσεις που ανακύπτουν συνεχώς ως προς τη διαχείριση του. Αναλυτικότερα, η επιστημολογική οπτική, εξετάζει πως η πολιτική και επικοινωνιακή άσκηση της δράσης παρεισφρέει στη δημόσια συζήτηση για το προσφυγικό, ξεκινώντας είτε από το ίδιο το άτομο, είτε μέσα από τις συλλογικότητες που δημιουργούνται, είτε μέσω του μιντιακού λόγου (παραδοσιακά και νέα μέσα) και εν τέλει κατά πόσον κατορθώνει να φτάσει στον εκάστοτε αποδέκτη, είτε πρόκειται για την κοινή γνώμη, είτε για τον κρατικό μηχανισμό, ασκώντας πιέσεις για την επίλυση του ζητήματος.
Εμβαθύνοντας, η σύγχρονη μορφή της μετανάστευσης αρθρώνεται σε διακριτά αλλά διαφορετικά επίπεδα: το παγκοσμιοποιημένο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, χαρακτηριστικά του οποίου προσδιορίζουν την εθνική και κοινωνική διαστρωμάτωση, αλλά και την κατεύθυνση και διαμόρφωση των μεταναστευτικών ροών αλλά και ένα άλλο επίπεδο, που αφορά την τοπική ιδιαιτερότητα, το τοπικό περιβάλλον. Αποτελεί κοινή πεποίθηση πλέον, ότι κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε χώρα υποδοχής σημαντικού αριθμού μεταναστών, γεγονός που αποτελεί μια σύγχρονη ιστορική τομή με μακροπρόθεσμες συνέπειες. Οι πληθυσμιακές μετακινήσεις προκαλούνται από ποικίλες αιτίες, όπως η οικονομική ανέχεια, η οικονομική ανισότητα σε παγκόσμιο επίπεδο, η διαφορά του βιοτικού επιπέδου, η αναζήτηση καλύτερης ζωής, πολεμικές συρράξεις με συνακόλουθες βίαιες εκτοπίσεις.
Πηγή: https://www.statista.com/chart/4446/refugee-crisis-in-greece/
Η μετανάστευση ανέρχεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων (του agenda setting των εκάστοτε κυβερνήσεων) για το σχεδιασμό των δημόσιων πολιτικών, καθώς συνδέεται με τις κοινωνικοοικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές μεταβολές που έχουν δρομολογηθεί πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο. Εξαιτίας της σημαντικής μεγέθυνσης της κλίμακας, της εμβέλειας αλλά και της πολυπλοκότητας αυτού του φαινομένου, τα κράτη αλλά και οι εμπλεκόμενοι δρώντες συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο τις προκλήσεις που προσφέρει η διεθνής μετανάστευση ιδιαίτερα στις χώρες υποδοχής μεταναστών. Η ελληνική μεταναστευτική στρατηγική και η διαχείριση της στην Ελλάδα του 21ου αιώνα δεν μπορεί παρά να αναλυθεί και υπό το πρίσμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των Δημοσίων Πολιτικών και Δράσεων [2]. Ο δημόσιος διάλογος για την μετανάστευση στην Ελλάδα δεν παραλείπει την αναφορά στην γεωγραφική της θέση στον νότο της Ευρώπης, αλλά και στην στρατηγική γεωπολιτική της χωροθέτηση στο σταυροδρόμι των μαζικών μετακινήσεων των πληθυσμών από την Ανατολική Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία προς την Ευρώπη.[3]
Η Ελλάδα περιγράφεται όχι απλώς ως χώρα υποδοχής μεταναστών αλλά και ως ενδιάμεσος σταθμός (“transit migration”) τους προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Οι ροές είναι μικτές: γυναίκες με παιδιά, ασυνόδευτα ανήλικα, οικογένειες και άτομα τρίτης ηλικίας. Η σύνθεση των ροών σημαίνει ότι η ανάγκη για υποδοχή, φροντίδα, σωστή ταυτοποίηση αλλά και εντοπισμό τυχόν ευάλωτων ομάδων είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ. Παράλληλα, οι θαλασσοταραχές αποτελούν συχνό φαινόμενο, γεγονός που καθιστά το πέρασμα ακόμα πιο επικίνδυνο, τα περιστατικά ανατροπής λέμβων πολλά, και την ανάγκη για εκτενή έρευνα και διάσωση μεγάλη.[11]
Με την παραδοχή αυτή, αναδύεται η αναγκαιότητα να καθοριστεί ακόμη περισσότερο ο τρόπος διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών ως προς τα θαλάσσια σύνορα, και συγκεκριμένα προς τα Νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, ως απόρροια του συριακού εμφυλίου πολέμου και να οριοθετηθούν οι επιπτώσεις στην χώρα υποδοχής. Το 2017, έφτασαν σε ευρωπαϊκές χώρες του νότου συνολικά 119.300 πρόσφυγες, ενώ κατά τη διαδρομή πνίγηκαν 2.400. Η πλειονότητα των προσφύγων κατευθύνθηκε στην Ιταλία (95.200), στην Ισπανία (12.200), στην Ελλάδα (11.500) και στην Κύπρο (530) (unhcr, 2017) [12]. Η παρακάτω εικόνα οπτικοποιεί τις προσφυγικές εισροές από τις αρχές του 2017 έως και την 21η Αυγούστου δια θαλάσσης στα νησιά του Αιγαίου (unhcr, 2017). Αν υπολογίσει κανείς τον αριθμό των αφίξεων των προσφύγων το 2015 (804.467), το 2016 (173.450) και το 2017 (11.500), ανέρχεται κοντά στο 1 εκατομμύριο (989.417). Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα της Ύπατης Αρμοστείας, ο αριθμός των προσφύγων που ζει στην Ελλάδα είναι πολύ μικρότερος από το σύνολο των προσφύγων που έχουν έρθει στη χώρα μας από το 2014 έως σήμερα, καθώς αυτός ανέρχεται στις 43.370 (unhcr, 2017).
Εικόνα 1.: Αφίξεις προσφύγων ανά νησί, σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία (unhcr, 2017)
Ο συριακός εμφύλιος πόλεμος, εμπλέκει πολλές χώρες με επικαλυπτόμενες και ενίοτε αλληλοσυγκρουόμενες ατζέντες. Ανταγωνιστικά οράματα για το πώς να διαχειριστούν τη σύγκρουση, η οποία έχει οδηγήσει σε μια σοβαρή κρίση του παγκόσμιου προσφυγικού προβλήματος καθώς και στην άνοδο του ισλαμικού κράτους, κυριαρχούν στις συζητήσεις στις Γενικές Συνελεύσεις των Ηνωμένων Εθνών. Όμως, παρά τις ημέρες των συνεδριάσεων και των διπλωματικών χειρισμών που διαδέχονται ανά διαστήματα η μια την άλλη, η κρίση κάθε άλλο παρά καταλαγιάζει. H λύση του συριακού εμφυλίου πολέμου σήμερα μοιάζει πιο ακατόρθωτη από ποτέ. Η ανάμειξη της Ρωσίας, των ΗΠΑ και της Τουρκίας στα γεγονότα που διαδραματίζονται αυτή τη στιγμή στη Συρία περιπλέκει ακόμα περισσότερο την ήδη τεταμένη κατάσταση, σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές. Διάφορες χώρες μεταξύ των οποίων το Ιράν, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία, το Ισλαμικό Κράτος και πολλαπλές αντάρτικες ομάδες παίζουν επίσης τον δικό τους ρόλο στον πόλεμο που έχει στοιχίσει τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων.
Η εισδοχή προσφυγικών ροών, ως τομέας διαχείρισης και εφαρμογής της δημόσιας πολιτικής από τις χώρες υποδοχής παρουσιάζει ασταθή και αβέβαιο χαρακτήρα. Οι ενδιαφερόμενοι κοινωνικοί και πολιτικοί φορείς μεταβάλλονται συχνά και γρήγορα. Επιπροσθέτως, εξελίσσονται ραγδαία τα στοιχεία του φαινομένου (αριθμός μεταναστών, προέλευση, κατεύθυνση, στρατηγικές εισόδου στην χώρα υποδοχής) και αντίστοιχα αλλάζουν οι στόχοι της μεταναστευτικής πολιτικής και των δράσεων επί του προσφυγικού ζητήματος.
Ωστόσο, το προσφυγικό ζήτημα συνιστά τομή και στον διεθνή δημόσιο χώρο, όχι μόνο στην Ελλάδα. Αναλυτικότερα, όσον αφορά στις δημόσιες πολιτικές που ασκούνται, μπορούν να αναφερθούν στο πλαίσιο της διαμόρφωσης διεθνών σχέσεων τα παρακάτω: Ενδεικτικά, σχετικές δράσεις που πραγματοποιήθηκαν και από την τέως ελληνική κυβέρνηση αποτελούν: η άμεση λειτουργία κέντρων πρώτης υποδοχής (“Hot spots”) με σκοπό τη καταγραφή και κάλυψη βασικών αναγκών, η εξασφάλιση αποτελεσματικής πρόσβασης των αιτούντων άσυλο στη σχετική διαδικασία, η απονομή επικουρικού καθεστώτος προστασίας, η κατάργηση διατάξεων που στερούν το δικαίωμα πρόσβασης στην υγεία, δυνατότητα μεταβολής της άδειας διαμονής χωρίς περιορισμούς, κατάργηση της διοικητικής απέλασης, αποποινικοποίηση του αδικήματος της παράνομης εισόδου και διαμονής, απαγόρευση επαναπροωθήσεων σε σημεία εισόδου, κατάργηση στρατοπέδων συγκέντρωσης και κράτησης (Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών, 2014) [13]. Εστιάζοντας στην προβληματική γύρω απ’ τις δημόσιες πολιτικές, υπό το διεθνές πρίσμα, κρίνεται μείζονος σημασίας να αναφερθούμε και σε συμφωνίες όπως η «Συνθήκη του Δουβλίνου ΙΙΙ» και η συμφωνία της Ε.Ε με την Τουρκία, οι οποίες καθορίζουν τόσο τις δημόσιες πολιτικές, που ασκούνται από τα κράτη, όσο και τις μελλοντικές προκλήσεις που φέρνει στο προσκήνιο το προσφυγικό ζήτημα, το οποίο εξελίσσεται συνεχώς αναδιαμορφώνοντας τη δημόσια σφαίρα.
Θέτοντας τα προαναφερθέντα, στο πλαίσιο της επικοινωνιακής και πολιτικής διάστασης της προσφυγικής κρίσης, οι εν λόγω συμφωνίες αποτελούν φαινόμενα λόγου από την πλευρά του κρατικού μηχανισμού, αναφορικά με την ευρωπαϊκή αλλά και την εθνική πολιτική των χωρών. Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να επισημανθεί πως δεν είναι κοινώς αποδεκτές από όλα τα κράτη μέλη. Το προσφυγικό ζήτημα και η υιοθέτηση πολιτικών για την διαχείριση του, λειτούργησε ως αφορμή για να επανέλθουν στο προσκήνιο, κοινωνικά φαινόμενα όπως η έξαρση του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και η άνοδος της ακροδεξιάς. Για παράδειγμα, σε χώρες όπως η Ουγγαρία, η Αυστρία και η Σουηδία παρατηρήθηκαν εμφανής συσπείρωση σε εθνικές ταυτότητες, τάσεις απόσχισης από την Ε.Ε, άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων- ιδεολογιών που προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν το έδαφος για να κερδίσουν απήχηση, ακόμη και πιο ακραία φαινόμενα, που ανακαλούν πρακτικές του παρελθόντος, φαινόμενα, τα οποία πυροδοτήθηκαν από τους κλυδωνισμούς στην Ε.Ε.
Επιστημολογικό πλαίσιο μελέτης
Περί Πολιτικής Επικοινωνίας
Στα πλαίσια της παρούσας ανάλυσης, που αφορά στην πολιτική και επικοινωνιακή πτυχή της προσφυγικής κρίσης, η οποία αποτελεί ένα ζήτημα που εμπλέκει πολλαπλούς δρώντες και άπτεται σε πολλούς τομείς του σύγχρονου κοινωνικού γίγνεσθαι, αναδύεται η αναγκαιότητα αναφοράς σε θεμελιώδεις έννοιες, όπως η «Πολιτική Επικοινωνία». Η «Πολιτική Επικοινωνία» αποτελεί έναν ιδιαίτερο κλάδο της Πολιτικής Επιστήμης και συνδέεται με μια νέα επιστημολογική και μεθοδολογική πρόταση που αντανακλά τη συνεχώς εξελισσόμενη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα [7]. Το πολιτικό πεδίο, ως ένας χώρος διαντιδράσεων, τελεί υπό συνεχή αναθεώρηση τόσο ως προς τους κανόνες και τις αρχές του, όσο και στον τρόπο λειτουργίας του. Ο συγκερασμός πολιτικής-επικοινωνίας δεν θα μπορούσε να αφήσει ανέπαφο το δημόσιο χώρο, ο οποίος πλέον αναδεικνύεται ως ένας εννοιολογικός σχηματισμός συνιστώντας ένα δεσμό ανάμεσα σε δρώντες-θεσμούς και σε χώρο-χρονικά πλαίσια. Κατ’ επέκταση, αναδύεται μια ενδιαφέρουσα προβληματική γύρω από την επικοινωνιακή δράση.
Στη σύγχρονη εποχή, η επικοινωνιακή δράση είναι η έννοια που ενδιαφέρει περισσότερο πολλούς επιστήμονες και αναλυτές διότι συνιστά τον κινητήριο μοχλό της πολιτικής, ως έκφραση συλλογικής δράσης, «μια διεπιστημονική προσέγγιση της πολιτικής και της επικοινωνίας, με την τελευταία να παρεμβαίνει στο δημόσιο χώρο και με τη συνδρομή των ΜΜΕ».[6] Η επικοινωνία παρουσιάζεται κατά αυτόν τον τρόπο ως απαραίτητη συνθήκη της πολιτικής, καθώς μέσω αυτής τίθεται κυρίως το ζήτημα της συμμετοχής και της ενεργοποίησης του ουσιαστικού , νομιμοποιητικού ρόλου των πολιτών μέσα από δράσεις, όπου η πολιτική αναζητά την ουσιαστική της θέση στη δημόσια σφαίρα, ενεργοποιώντας το σύνολο των δρώντων που διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στον καθορισμό των δημοσίων πολιτικών.[7]
Οι Δημόσιες Πολιτικές
Ο όρος «πολιτική» έχει πολυσήμαντο χαρακτήρα και αφορά την πολιτική σφαίρα (διάκριση του όρου πολιτική από την κοινωνία των πολιτών), την πολιτική δραστηριότητα εν γένει, τη δημόσια δράση (την εκπόνηση και εφαρμογή προγραμμάτων που αφορούν τη δημόσια δράση). Αναλυτικότερα, θα μπορούσαμε να ορίσουμε την έννοια των δημοσίων πολιτικών ως εξής: «Μια δημόσια πολιτική συνιστά ταυτόχρονα ένα κοινωνικό κατασκεύασμα και ένα κατασκεύασμα έρευνας».[10]
Το θεμελιώδες γνώρισμα των δημόσιων πολιτικών αποτελεί η κατασκευή και η μετατροπή των νοηματικών χώρων, στους κόλπους των οποίων οι δρώντες θα θέτουν και θα προσδιορίζουν τα προβλήματά τους και θα δοκιμάζουν τις λύσεις που προτιμούν. Σύνδεση των πολιτικών με την έννοια της δημόσιας δράσης, με τις δυναμικές και τους δρώντες που χαρακτηρίζουν την πολιτική δραστηριότητα, καθώς και με τις διαδικασίες και τις αλληλοδράσεις που συγκλίνουν στον μετασχηματισμό της πολιτικής σφαίρας. Οι δημόσιες πολιτικές δεν συνιστούν μόνο χώρους αντιπαράθεσης ανάμεσα στους decision makers, αλλά και μία διακριτή διάσταση της πολιτικής μέσα στην κοινωνία. Σε αναλογία με τα παραπάνω, ο καθορισμός ενός προβλήματος, η δημοσιοποίηση του, και η εγγραφή του στη θεσμική αντζέντα (agenda setting) αποτελούν τα στοιχεία που συγκροτούν μια δημόσια πολιτική, χαράσσοντας τους στόχους της και τις διαδικασίες της, κατευθύνοντας ακόμη και την εφαρμογή της.[9]
Περί Δημόσιας Δράσης
Στην παρούσα μελέτη περί του προσφυγικού ζητήματος, κρίνεται μείζονος σημασίας, να παρουσιαστεί η προβληματική γύρω από την έννοια της δημόσιας δράσης. Αρχικά, βασικό βήμα αποτελεί η κατανόηση του όρου της δημόσιας δράσης και πως εκείνη γεννάται μέσα στο δημόσιο χώρο μέσω των υποκειμένων. Αναλυτικότερα, η γένεση της δημόσιας δράσης εξαρτάται από: τον προβληματισμό γύρω απ’ τα κοινωνικά φαινόμενα, τη διεύρυνση των αιτιών ενός κοινωνικού προβλήματος, την αιτιότητα και πολυπαραγοντικότητα του, την κατασκευή των αφηγήσεων, τους γνωστικούς παράγοντες από την πλευρά των δρώντων όπως η γνώση, η ερμηνεία, η δημοσιοποίηση, τα ρητορικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται (συμβολικός χαρακτήρας), το αξιακό επίπεδο τους, τις νέες κοινωνικές δυναμικές, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις, την ενδεχόμενη διαδικασία (από πολιτικούς δρώντες) χειραγώγησης ορθολογικής σκέψης των πολιτών. Επιπρόσθετα, η εγγραφή του προβλήματος στη θεματική διάταξη καθορίζει ως ένα μεγάλο βαθμό και τη δημόσια δράση. Άλλοι παράγοντες συνδιαμόρφωσης της δημόσιας δράσης αποτελούν τα θεσμικά πρίσματα όπως τα συνταγματικά χαρακτηριστικά, η λήψη δράσης από πολιτικό-διοικητικούς φορείς, οι ευρωπαϊκές πολιτικές. Αναφορικά με τα πολιτικά παράθυρα, που επίσης επηρεάζουν τη γένεση της δημόσιας δράσης, είναι γεγονός πως καθορίζονται τόσο από το κυβερνόν κόμμα όσο και από ανταγωνιστικές εκστρατείες κοινοβουλευτικών και διοικητικού τύπου πολιτικών ρευμάτων μέσα από τα ΜΜΕ.[10]
Διαφαίνεται λοιπόν, πως το είδος δημόσιας δράσης ή το είδος διακυβέρνησης εξαρτάται από μια πληθώρα παραγόντων όπως: την κυρίαρχη μορφή των σχέσεων μεταξύ κοινωνικών ομάδων, τη νομιμοποίηση ορισμένων τύπων συμπεριφοράς, την κοινωνική αξιοποίηση ορισμένων πρακτικών, τη σημασία που δίνουν τα ΜΜΕ στην αποτελεσματικότητα των δημοσίων πολιτικών.[9] Σχετικά με το πώς γεννάται μια δημόσια δράση, έρχονται στο προσκήνιο οι εξής προβληματισμοί που απασχολούν και στην εν λόγω έρευνα. Κατά πόσον επιτυγχάνεται ο αποτελεσματικός χειρισμός ενός προβλήματος από τους δρώντες; Ποιος ο βαθμός αντικειμενικότητας της διαμεσολάβησης των ΜΜΕ και ο βαθμός της κοινωνικής κινητοποίησης και πως προσδίδουν νέες διαστάσεις σε ένα κοινωνικό φαινόμενο όπως η προσφυγική κρίση;
Οι Δρώντες
Η έκταση που έλαβε το προσφυγικό θέμα είναι τεράστια. Άνθρωποι τραυματισμένοι ψυχικά και σωματικά αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, ώστε να επιβιώσουν. Η αρωγή προς το «πρόσωπο» τους καθίσταται σημαντική και αξιέπαινη, ιδιαίτερα από την Ελλάδα και από άλλες χώρες του νότου, όπως η Ιταλία. Κυβερνήσεις μέσω δημόσιων πολιτικών και απλοί καθημερινοί άνθρωποι, ιδιαίτερα στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, μέσω απλών ιδεών, με ελάχιστους και μηδαμινούς πόρους στην κατοχή τους, επιχείρησαν ο καθένας με το δικό του τρόπο να συνεισφέρουν ό,τι μπορούν σε αυτούς τους βασανισμένους ανθρώπους. Εξετάζοντας περαιτέρω την περίπτωση των ομάδων δράσης στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, διενεργήθηκε δευτερογενής κυρίως έρευνα στο διαδίκτυο, με αναζήτηση πληροφοριών για τη δομή τους, τον τρόπο δράσης και την αρωγή που παρέχουν στους πρόσφυγες. Συγκεκριμένα, υπάρχουν διαφόρων ειδών συλλογικότητες, οι οποίες δρουν κατά κύριο λόγο στη Λέσβο και στα υπόλοιπα ελληνικά νησιά, τοπικές (ΜΚΟ «Αγκαλιά», «Μέλισσα»), διαδικτυακές (“Crowdfunding Lesvos Refugees”), διεθνείς (ΜΚΟ «Κλόουν χωρίς σύνορα», «Γιατροί του κόσμου»), ανάλογα με τον τόπο που δραστηριοποιούνται, τον τρόπο που επικοινωνούν τη δράση τους αλλά και τα εργαλεία-μέσα που χρησιμοποιούν ως τρόπο διάδοσης των αιτημάτων τους.
Οι γιαγιάδες της Λέσβου, Η γιαγιά Αιμιλία Καμβύση , προτεινόμενη για το Νόμπελ Ειρήνης 2016
Σύμφωνα με σχετική βιβλιογραφία, τονίζεται, σε διάφορες θεωρήσεις, ο ενεργός ρόλος των κοινωνικών ομάδων στη δημόσια δράση: πολλές φορές η εκπονούμενη και εφαρμοζόμενη πολιτική αναπροσαρμόζει και επισημοποιεί ένα σχέδιο δράσης που έχει διατυπωθεί από μια οργανωμένη ομάδα. Ως «Δρώντες» ορίζονται, σύμφωνα με τον Max Weber, οι εντεταγμένες στο κράτος κοινωνικές ομάδες ως παραγωγοί πολιτικής. Στο βαθμό που οι δράσεις τους και οι δραστηριότητες τους συμβάλλουν δυναμικά στον προσδιορισμό, του τι είναι οι δημόσιες πολιτικές, είναι συμπαραγωγοί της δημόσιας δράσης, αυτής που αποδίδεται ως κράτος εν δράσει. Μέσω αυτών τα πρακτικά συμφέροντα γίνονται κατά κάποιο τρόπο συντελεστές των πράξεων διακυβέρνησης. (Muller P. & Surel Y., 2002).[10]
Έπειτα, σύμφωνα με άλλη θεωρία, επισημαίνεται ο ρόλος των δρώντων – κύριων ομάδων συμφερόντων στη διαμόρφωση, εξέλιξη και κατάληξη των κοινωνικών συγκρούσεων. Έτσι, δίνεται έμφαση στους τρόπους συμμετοχής των δρώντων στην ανάδυση ενός κοινωνικού προβλήματος. Οι Cobb & Elder [10] εισήγαγαν πως αρχικά, γίνεται η σύλληψη του φαινομένου από έναν ή περισσότερους δρώντες και τίθεται ο αρχικός προβληματισμός επί του θέματος, η πρώτη θεώρηση του φαινομένου από τους δρώντες. Στη συνέχεια, διεξάγεται μια εργασία κινητοποίησης, η διάρθρωση των δρώντων, και η αναζήτησή συμμαχιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στη μελέτη αυτή, αποτελούν οι τοπικές οργανώσεις στη Μυτιλήνη, ακόμα και μεμονωμένα οι πολίτες, που συνεργάστηκαν με τις διεθνείς ΜΚΟ και τους κρατικούς φορείς για τη διαχείριση των εισροών και την περίθαλψη των προσφύγων. Στόχο τους αποτελούσε η πρόκληση της κρατικής αντίδρασης και έπειτα ο σχεδιασμός μιας μεταναστευτικής πολιτικής και η θέσπιση μέτρων για την επίλυση του ζητήματος.
Από τα ανωτέρω απορρέει, ότι η «κοινωνία των πολιτών», οι δρώντες, δεν πρόκειται να υποκαταστήσει το κράτος ή την αγορά, αλλά η δράση της εμπλουτίζει το κοινωνικό μοντέλο, και ενισχύει τους μηχανισμούς ελέγχου όλων των εξουσιών. [1] Συνιστά αντίθετα, έναν τρίτο πόλο εξουσίας: Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών είναι ιδιωτικές (μη κυβερνητικές), αυτοδιοικούμενες, λειτουργούν σε ένα θεσμικό/επίσημο πλαίσιο, δεν αποσκοπούν κυρίως στην απόκτηση κερδών και βασίζονται στην εθελοντική συμμετοχή. Η αυτονομία και η ισχύς της κοινωνίας των πολιτών συνεπάγονται την ανάληψη του ρόλου ενός ουσιαστικού και όχι τυπικού συνομιλητή της εξουσίας. Μια αυτόνομη και εύρωστη κοινωνία των πολιτών μπορεί ως ένα βαθμό να υπαγορεύσει τους όρους της στην κεντρική διοίκηση, με την έννοια να ανεχθούν οι κρατικοί φορείς την εκπροσώπηση, αν όχι τη συμμετοχή της στο σχεδιασμό και την εφαρμογή πολιτικής. Συμπερασματικά, η κοινωνία των πολιτών αποτελεί ένα πολυεπιπέδο μοντέλο δημοκρατικής διακυβέρνησης, μια σύγχρονη πινελιά στον πολιτικό λόγο, ως το κατεξοχήν μέρος δημοκρατικής ανάπτυξης και ωριμότητας ενός κοινωνικού συνόλου.
Ωστόσο, η εγγραφή ενός προβλήματος στην ατζέντα των ζητημάτων και των δράσεων που πρέπει να αναληφθούν, έχει για όλους τους εμπλεκόμενους δρώντες ύψιστη αξία. Οι συσχετισμοί δυνάμεων μεταξύ κοινωνικών ομάδων και μεταξύ θεσμών αφορούν τον τρόπο παρουσίασης του προβλήματος, την επιλογή των εμπλεκομένων δρώντων (ομάδες και θεσμοί) και μέσων, ακόμη και τις συμπεριφορές που πρέπει να υιοθετηθούν για την επίλυση του. Παράλληλα, η τακτή και συνεχής δημοσίευση μέσω και των Μίντια ενισχύει τη νομιμότητα της ομάδας δράσης. Συμπληρωματικά, πρέπει να διευκρινιστεί και ο όρος ποικίλες δυνατότητες δράσης που αναφέρεται στο σύνολο μέσων που διασφαλίζουν εξουσία και ικανότητα δράσης στους δρώντες και εφαρμόζονται για την άσκηση μιας εξουσίας και συμβάλλοντας έτσι και στην άσκηση επιρροής προς τους δημόσιους φορείς λήψης αποφάσεων. Διαφέρουν ανά χώρα, εποχή, κοινωνική σφαίρα, πλαίσιο λειτουργίας.[10]
Όσον αφορά στις συμμαχίες που συνάπτουν οι δρώντες, πρέπει να αναφερθεί πως αποτελούν βασικό παράγοντα για την ανάδυση του προβλήματος στο δημόσιο χώρο. Πιο συγκεκριμένα, η επιτυχία των κινητοποιήσεων με γνώμονα ένα διακύβευμα οφείλεται και στην ικανότητα ορισμένων ομάδων να επιστρατεύουν άλλους δρώντες και να δημιουργούν έτσι μια συμμαχία που συμβάλλει στην εγγραφή του προβλήματος στη θεματική ατζέντα [9]. Σχετικά με τα είδη του κοινού που είναι σε θέση να προσελκύουν οι ομάδες δράσης επικρατούν οι εξής κατηγοριοποιήσεις σύμφωνα με τους Muller- Surrel [10] (Θεωρία των Cobb & Elder):
- Ομάδες ταύτισης: Ταύτιση συμφερόντων με εκείνα των συμμετεχόντων δρώντων κατά τρόπο διαρκή και σταθερό.
- Ομάδες προσήλωσης: άμεση σύνδεση με το πρόβλημα (πχ. πρόσφυγες).
- Ευαισθητοποιημένο κοινό: έντονο ενδιαφέρον για πρόβλημα (πχ. περίπτωση Aylan).
- Ευρύ κοινό: πιο δύσκολα κινητοποιούμενη ομάδα ατόμων.
- Ομάδες Veto: άρνηση ανάδυσης δεδομένου προβληματισμού (Θεωρίες των Pierson, Hassenteufel, Surleman).
Συνεπώς, η διεύρυνση κοινού συντελεί στην απόδοση αυξημένης ορατότητας και ισχύος στο πρόβλημα (εξάπλωση). Όσο μεγαλύτερη είναι η τροφοδότηση της αποδοχής ενός δεδομένου παραδειγματικού προτύπου, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να επιτύχει η διείσδυση του προβλήματος στο δημόσιο χώρο από τους δρώντες. Σύμφωνα με τον Habermas [8], «οι αυτόνομες και αυθόρμητες μη κρατικές και μη οικονομικές συνενώσεις ή πολιτικές οργανώσεις και οικονομικοί θεσμοί» συγκροτούν τον κεντρικό πυρήνα μιας σύγχρονης civil society.Σαφώς και οι ομάδες δρώντων διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην προβολή και αντιμετώπιση ενός προβλήματος, αλλά πάντοτε καθοριστικό ρόλο κατέχει και ο κρατικός μηχανισμός. Η διακυβέρνηση λοιπόν αποτελεί έναν πολύ σημαντικό όρο στην παρούσα εργασία.
Ο Στρατής Βαλιαμός, ψαράς στη Σκάλα Συκαμνιάς, προτεινόμενος για το Νόμπελ Ειρήνης 2016
Ο Gales [10] προέβη σε επανεξέταση του όρου της διακυβέρνησης : διασύνδεση μεταξύ κοινωνίας πολιτών, κράτους και αγοράς, ανασυνθέσεις σ’ αυτές τις σφαίρες. Το πρόβλημα της σύγχρονης δημόσιας δράσης αποτελεί ο σύνθετος χαρακτήρας της, η πυκνότητα των τεχνικών δεδομένων, η κινητικότητα και αστάθεια στο κοινωνικό οργανωτικό περιβάλλον, και έτσι καθίσταται δύσκολη η διάρθρωση ανάμεσα στις διαδικασίες που προκύπτουν απ’ την εκλογική πολιτική και την πολιτική των προβλημάτων.
Ιδιάζον παράδειγμα και επί του προσφυγικού ζητήματος, αποτελεί η Ευρωπαϊκή Ένωση ως ένα νέο πλαίσιο δημόσιας δράσης που παρουσιάζει νέες μορφές δημοσίων πολιτικών (πχ. Πολιτικές τοπικής ανάπτυξης, ανταγωνισμού, έρευνας), όπου η παραγωγή κοινών κανόνων δράσης και των μορφών δημόσιας δράσης ξεφεύγει απ τους εθνικούς συντελεστές. Τίθεται μια αναγκαιότητα προσαρμογής σε ένα κανονιστικό και στρατηγικό περιβάλλον που ελέγχεται μόνο εν μέρει αλλά και αλλαγή του ορισμού και επεξεργασίας των προβλημάτων. Πραγματοποιείται σήμερα μια τροποποίηση των μορφών εκπροσώπησης στις σύγχρονες συνθέτες κοινωνίες και μια τάση διαχωρισμού ανάμεσα στη σφαίρα των δημοσίων πολιτικών (παραγωγή νόμιμης εμπειρογνωμοσύνης) και στη σφαίρα της πολιτικής εκπροσώπησης (κοινωνικός δεσμός του «ανήκειν» ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία).
Η εργαλειοποίηση των social media από τους δρώντες
Τα ΜΜΕ και ιδιαίτερα τα social media, λειτούργησαν ως εργαλεία προβολής για τους δρώντες οι οποίοι με βήμα το διαδίκτυο, κοινοποίησαν δημόσια την άποψη τους (σχόλια, εικόνες που έγιναν αμέσως viral όπως η περίπτωση του Aylan Kurdi), επί του προσφυγικού ζητήματος, με στόχο την κινητοποίηση και ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης. Καθίσταται εμφανές λοιπόν, πως η ίδια η εικόνα δύναται να αποτελέσει μήνυμα, το οποίο μέσα από την κοινοποίηση του αποκτά νέα διάσταση, νέες ερμηνείες και γίνεται απόκτημα του κοινωνικού χώρου [5]. Η ίδια η κοινή γνώμη λοιπόν συμμετέχει στην πληροφοριακή διαδικασία με αρωγό τα νέα Μέσα, αναδιαμορφώνοντας τη δημόσια συζήτηση σχετικά με την προσφυγική κρίση. Τα ΜΜΕ και ιδιαίτερα τα social media, χρησιμοποιούνται ως εργαλεία επικοινωνιακής δράσης από τους δρώντες με στόχο την ανάδυση των διακυβευμάτων τους στη θεματική ατζέντα του δημοσίου χώρου, αλλά και τη νομιμοποίηση του κοινωνικού προβλήματος και λειτουργούν ως μοχλός πίεσης προς τον κρατικό μηχανισμό.
Η περίπτωση του μικρού Aylan
Σκίτσο: » In Memoriam», JohnAntono., 2/9/2015, πηγή: http://johnantono.blogspot.gr/?m=1
Την ώρα που η θάλασσα ξεβράζει στις ακτές της Μεσογείου πτώματα μικρών παιδιών, διάφοροι καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, πολιτικοί επιστήμονες, ακτιβιστές, αλλά και απλοί πολίτες απ’ όλο τον κόσμο, μοιράζονται στα social media τη θλίψη και την οργή τους για την κατάσταση που επικρατεί. Το πιο πολυσυζητημένο παράδειγμα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης στα social media, απετέλεσε ο μικρός Aylan Kurdi. Αναδείχθηκε σύμβολο της προσφυγιάς, σύμβολο μιας πανανθρώπινης κρίσης (#refugeecrisis) και η εικόνα του προβαλλόταν συνεχώς και έγινε viral ως μέσο ευαισθητοποίησης και κινητοποίησης των πολιτών απ’ όλο τον κόσμο. Το τρίχρονο αγόρι με καταγωγή από τη Συρία πνίγηκε καθώς ταξίδευε με την οικογένεια του με μια βάρκα στο Αιγαίο. Πέθανε μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Galip, πέντε ετών, και τη μητέρα τους Rehan, καθώς έφυγαν από την Kobane της Συρίας, μέσω Τουρκίας. Παρέμεινε ζωντανός πίσω, μόνο ο πατέρας Abdullah Kurdi. Πρόκειται για μια οικογένεια Κούρδων της Συρίας, που διέφυγαν από τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία προς στην Τουρκία και κατευθυνόταν προς τον Καναδά, όταν το σκάφος τους βυθίστηκε στα ανοικτά των τουρκικών ακτών. Η φωτογραφία του Aylan προκάλεσε διεθνή κατακραυγή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί σε επίπεδο ευαισθητοποίησης των εκπροσώπων της ευρωπαϊκής ηγεσίας, ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος τηλεφώνησε στον Πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και δήλωσε ότι: «η εικόνα αυτή πρέπει να αποτελέσει μια υπενθύμιση της ευθύνης του κόσμου σχετικά με τους πρόσφυγες». Ο Ιρλανδός πρωθυπουργός Enda Kenny σχολίασε τις φωτογραφίες του Aylan και περιέγραψε την προσφυγική κρίση ως μια «ανθρώπινη καταστροφή» χαρακτηρίζοντας τις εικόνες «απόλυτα σοκαριστικές». Το 2015 ήταν η χρονιά, όπου ο αριθμός των ροών των προσφύγων προς την Ελλάδα σημείωνε συνεχώς αυξητικές τάσεις. Σύμφωνα με το website της ΜΚΟ “PRAKSIS”: Από τον Ιανουάριο του 2015, πάνω από 500,000 πρόσφυγες και μετανάστες έχουν διασχίσει τη Μεσόγειο θάλασσα, εκ των οποίων το 23% είναι παιδιά. Παιδιά που βρίσκονται εκτεθειμένα σε μια σειρά κινδύνων, εκμετάλλευση, βία και παραμέληση, βιώνοντας τραυματικές καταστάσεις (PRAKSIS. gr, 2015). Ένα ακόμη παράδειγμα διαδικτυακής κινητοποίησης επί του προσφυγικού ζητήματος, αποτελεί το hashtag #RefugeesWelcome το οποίο έγινε χρήγορα viral και συνέβαλε στην ενημέρωση των πολιτών για τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να προσφέρουν βοήθεια στους πρόσφυγες, με ανάρτηση των οργανώσεων, δράσεων και φορέων.
Αξιοσημείωτο γεγονός προς αναφορά, αποτελεί, ότι ως αποτέλεσμα του συνόλου των δράσεων αλληλεγγύης, δημιουργήθηκε ηλεκτρονικό ψήφισμα το οποίο ξεκίνησε από τη πλατφόρμα Avaaz, όπου ζητήθηκε να απονεμηθεί το Νόμπελ ειρήνης για τη χρονιά 2015, στους κατοίκους της Λέσβου και στις οργανώσεις που δραστηριοποιήθηκαν εκεί για τη διάσωση τους. Πιο συγκεκριμένα, η γιαγιά της Συκαμνιάς Αιμιλία Καμβύση, ο ψαράς Στρατής Βαλιαμός, αμφότεροι από τη Λέσβο, καθώς και η Αμερικανίδα ηθοποιός Σούζαν Σάραντον προτάθηκαν για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 2016, ως παραδειγματικό πρότυπο ανθρωπιστών, ως αντιπρόσωποι του συνόλου των ανθρώπων των νησιών και των αλληλέγγυων που στάθηκαν δίπλα στους πρόσφυγες.
Συμπέρασμα
Η παρούσα εργασία διαρθρώθηκε επάνω σε ένα συνδυασμό των θεωρητικών προσεγγίσεων περί της πολιτικής επικοινωνίας, της δημόσιας δράσης, των δρώντων και των δημοσίων πολιτικών. Ως βασική προβληματική τέθηκε η επικοινωνιακή και πολιτική διάσταση του προσφυγικού ζητήματος αλλά και η ανθρωποκεντρική του προσέγγιση. Η προσφυγική κρίση αποτέλεσε τομή τόσο για τον ελληνικό, όσο και για τον ευρωπαϊκό δημόσιο χώρο, αφού ως κοινωνικό φαινόμενο εμπλέκει στους κόλπους του πολλαπλούς δρώντες και άπτεται σε διάφορους τομείς της σύγχρονης δημόσιας σφαίρας, όπως η οικονομία, η εξωτερική πολιτική των κρατών μελών της Ε.Ε, τα ΜΜΕ, οι δράσεις. Οι συνθήκες υποδοχής, οι δημόσιες πολιτικές για την αντιμετώπιση των μεγάλων εισροών προσφύγων, οι δράσεις αλληλεγγύης και οι συλλογικότητες στη Λέσβο και γενικότερα στα ελληνικά νησιά, απετέλεσαν τα κύρια σημεία, που επικεντρώθηκε η μελέτη.
Συνοψίζοντας, οι δημόσιες πολιτικές διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του προσφυγικού ζητήματος, κρίνεται απαραίτητη λοιπόν από την Ευρώπη, η υιοθέτηση μιας ανθρωποκεντρικής πολιτικής, απαλλαγμένης από την ξενοφοβία, το ρατσισμό, και τις λογικές ασφαλείας και ελέγχου, που θέτει στο επίκεντρο τις συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων, την προστασία των δικαιωμάτων τους και την ομαλή ενσωμάτωση τους στην κοινωνία. Η επικοινωνιακή άσκηση της δράσης παρεισφρέει στη δημόσια συζήτηση επί του προσφυγικού, ως αναπόσπαστο μέρος του σύγχρονου δημοσίου χώρου και του πολιτικού πεδίου που τίθενται συνεχώς υπό αναθεώρηση, ως χώροι διαβουλεύσεων και διαντιδράσεων ανάμεσα στους ιθύνοντες και την κοινωνία των πολιτών, ξεκινώντας είτε από το ίδιο το άτομο, είτε μέσα από τις συλλογικότητες, είτε μέσω του μιντιακού λόγου (παραδοσιακά και νέα μέσα), κατορθώνοντας να φτάσει στον εκάστοτε αποδέκτη, τον κρατικό μηχανισμό ή την κοινή γνώμη ασκώντας πιέσεις για την επίλυση του ζητήματος.
Επιπροσθέτως, τα ΜΜΕ και ιδιαίτερα τα social media, λειτουργούν ως εργαλεία δράσης και προβολής για τους δρώντες, οι οποίοι με βήμα το διαδίκτυο, κοινοποίησαν δημόσια την άποψη τους, σχόλια, εικόνες επί του προσφυγικού ζητήματος με στόχο την κινητοποίηση και ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης. Η ίδια η κοινή γνώμη κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμμετέχει στην πληροφοριακή διαδικασία με αρωγό τα social media, αναδιαμορφώνοντας τη δημόσια συζήτηση σχετικά με την προσφυγική κρίση.
Εν κατακλείδι, καθίσταται έκδηλη η πολύπλευρη διάσταση της προσφυγικής κρίσης και κυρίως πως η ίδια η επικοινωνιακή άσκηση της δράσης παρεισφρέει στη δημόσια συζήτηση επί του προσφυγικού, ως αναπόσπαστο μέρος του σύγχρονου δημοσίου χώρου και του πολιτικού πεδίου που τίθενται συνεχώς υπό αναθεώρηση, ως χώροι διαβουλεύσεων και διαντιδράσεων ανάμεσα στους ιθύνοντες και την κοινωνία των πολιτών. Παρόλα αυτά, το προσφυγικό δεν είναι φαινόμενο που μπορεί να λυθεί «σήμερα» αλλά θα μας απασχολήσει μακροπρόθεσμα αφού αποτελεί ένα ζήτημα που αναδύει συνεχώς νέες προκλήσεις ως προς τη διαχείριση του, αναδιαμορφώνοντας το σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος θα κρίνει αυστηρά την Ευρώπη, καθώς θα είναι το ευρωπαϊκό ζήτημα των ετών που έρχονται. Κατά συνέπεια, η προοδευτική πολιτική στις μέρες μας, οφείλει να σχοινοβατεί στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, υπό τις οποίες εκδηλώνεται η διαμόρφωση της σύγχρονης κοινωνίας.
Όπως επισημαίνει και ο καθηγητής Δ. Χριστόπουλος [4], «Αν ο όρος «μνημόνιο» στις χώρες που μπήκαν σε προγράμματα δημοσιονομικής αναπροσαρμογής έγινε συνώνυμο της έξωθεν επιβεβλημένης πειθαρχίας και κηδεμόνευσης στο όνομα της αντίληψης ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος στην οικονομία, η επιβολή μιας πολιτικής συντεταγμένου ανοίγματος στη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού για τα χρόνια που έρχονται σε όλα τα κράτη-μέλη είναι ένα σώφρον ευρωπαϊκό fair deal για όλους: ένα «προσφυγικό μνημόνιο» για την Κεντρική Ευρώπη επειγόντως λοιπόν».(Χριστόπουλος, 2015)
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Έλληνες συγγραφείς:
- Θεοδωράκης Α. (2001). «Η Κοινωνία των Πολιτών, Νέα Συνισταμένη του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου». Κοινωνία Πολιτών, τχ.6
- Τριανταφύλλου Ά. (2010). «Η μετανάστευση στην Ελλάδα του 21ου Αιώνα». Κριτική: Αθήνα
- Τσίγκανου Ι. (2009). «Όψεις μετανάστευσης και μεταναστευτικής πολιτικής στην Ελλάδα σήμερα». ΕΚΚΕ
- Χριστόπουλος Δ. (2015). «Ένα «προσφυγικό μνημόνιο» για την Κεντρική Ευρώπη». Αvailable here, [Accessed 10 November 2019]
- Ψύλλα Μ. (1998). Παπαγεωργίου Γ. (επιμ.), «Μέθοδοι στη Κοινωνιολογική Έρευνα». Κεφάλαιο «Το μήνυμα ως αντικείμενο ερμηνείας και ανάλυσης στο πλαίσιο της επικοινωνιακής δράσης». Τυπωθήτω-Γ.Δαρδανός: Αθήνα
- Ψύλλα Μ. (2003). «Η πολιτική ως δράση και λόγος». Τυπωθήτω-Γ. Δαρδανός: Αθήνα
Ξενόγλωσσοι συγγραφείς:
- Gerstle J. (2008). «Η πολιτική επικοινωνία». Ψύλλα Μ. (επιμ.), Κουντούρη Φ. (μτφ.), Τυπωθήτω-Γ. Δαρδανός: Αθήνα
- Habermas J. (1995). «Το πραγματικό και το Ισχύον». Νέα Σύνορα – Α.Α Λιβάνης: Αθήνα
- Lagroye J., Francois B., Sawicki F. (2008). «Πολιτική Κοινωνιολογία». Μαγκανίωτης Ε.(μτφ), Ψύλλα Μ. (επιμ-εισ.), Τυπωθήτω-Γ. Δαρδανός: Αθήνα
- Muller P., Surel Y. (2002). «Η ανάλυση των πολιτικών του κράτους». B’ έκδοση, Ψύλλα Μ. (επιμ.), Ψύλλα Μ. & Παπαδοπούλου Δ. (μτφ.), Τυπωθήτω-Γ. Δαρδανός: Αθήνα
- Triandafyllidou A., Dimitriadi A. (2013). “Migration management at the Outposts of the European Union: The case of Italy’s and Greece’s Borders”. Griffith Law Review, Available here , [Accessed 10 November 2019]
Links