Με αφορμή την πολύ πρόσφατη αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τη Βουλή Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, με συντριπτική μάλιστα πλειοψηφία, έρχεται και πάλι, όπως άλλωστε κάθε χρόνο, στην επιφάνεια το ζήτημα της Γενοκτονίας των Ποντίων. Μήπως ήρθε και για εμάς η ώρα της δικαίωσης; Έφτασε επιτέλους(!) και η σειρά μας; Στις 29, λοιπόν, του περασμένου Οκτώβρη, η Βουλή των Αντιπροσώπων των Ηνωμένων Πολιτειών ενέκρινε ψήφισμα, με 450 ψήφους υπέρ και μόλις 11 κατά, με το οποίο αναγνώρισε τη γενοκτονία που έλαβε χώρα πριν έναν αιώνα. Η πράξη ήταν συμβολική και ταυτόχρονα ιστορική, ενώ αφορμή αυτής αποτέλεσε η γενικευμένη ένταση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Τουρκίας, λόγω εισβολής της τελευταίας στη Β. Συρία.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου, Έλιοτ Ένγελ, δήλωσε, πριν από τα γεγονότα, πως η εκτέλεση 1,5 εκατομμυρίων Αρμενίων μεταξύ του 1913-1915, υπό καθοδήγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σαφώς και αποτελεί γενοκτονία- και ως αυτού είναι πολύ σημαντικό να ονομασθεί το έγκλημα πραγματικά και με το όνομά του. Παράλληλα, εκτός από τη στήριξη της αρμένικης διασποράς και του ανάλογου lobby, σημαντική ήταν και η ενεργοποίηση εβραϊκών, χριστιανικών και ελληνικών οργανώσεων για την αναγνώριση. Είναι περιττό, φυσικά, να αιτιολογήσουμε τη στήριξη από την ελληνική πλευρά,καθώς τα κοινά μας βιώματα σχετικά με τον οθωμανικό ζυγό είναι πληθώρα, ενώ η αρμένικη γενοκτονία ταυτίζεται σε πολλά σημεία με αυτή των Ποντίων.
Παρά τις ευχάριστες εξελίξεις για την αρμένικη πλευρά και παρά την μνημόνευση των γεγονότων κάθε χρόνο στις 19 Μαΐου, η δικαιοσύνη δεν έχει αποδοθεί. Οι εξιστορήσεις των θηριωδιών στοιχίωνουν τον ακροατή ενώ η βαρβαρότητα που έδειξε η οθωμανική πλευρά προκαλούν ρίγη. Τα βιώματα αυτά προκαλλούν μονάχα πικρία που ίσως ελάφρυνε η είδηση για την Αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας, δίνοντας ελπίδα και για την αναγνώριση της επόμενης γενοκτονίας. Είναι, άλλωστε, ιστορικά σαφές πως μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, οι τούρκοι εθνικιστές, υπό τον Μουσταφά Κεμάλ, είχαν ήδη «ανοίξει το δρόμο» για την επόμενη, καθιστώντας τη μια άρρηκτα συνδεδεμένη με την άλλη.
Προβαίνοντας σε ανασκόπηση των γεγονότων, ο Ποντιακός Ελληνισμός ήταν ζωντανός, και αξιοθαύμαστα ακμαίος, ανθηρός, πλούσιος τω πνεύματι και πολύ, πολύ δημιουργικός. Το τμήμα του ελληνισμού που ζούσε στην περιοχή του Πόντου, είχε κατορθώσει να μην αλλοιώσει καθόλου την εθνική του συνείδηση παρά τις σχετικές αντιξοότητες και κακουχίες, και μετά την άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τους Οθωμανούς, κυριαρούσε κατά βάση οικονομικά στην περιοχή και κυρίως στα αστικά κέντρα. Η οικονομική ανάπτυξη συνοδεύτηκε από πνευματική και δημογραφική, με τους Έλληνες του Πόντου να ανέρχονται σε 700.000 στο τέλος του 19ου αιώνα, από 265.000 το 1865, ενώ λειτουργούσαν παράλληλα πολλά σχολεία, τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες, θέατρα και φυσικά, το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, που τόνιζε ιδιαίτερα το πολύ υψηλό πνευματικό επίπεδο.
Μετά το 1908, δηλαδή μετά την εκδήλωση και άνοδο του κινήματος των Νεότουρκων, που περιθωριοποίησε τον Σουλτάνο, οι κινηματίες επέδειξαν το πιο σκληρό τους πρόσωπο, «βάζοντας μπροστά» τα σχέδια διωγμού ελληνικών και χριστιανικών πληθυσμών και πλήρη εκτουρκισμού της περιοχής. Επωφελούμενοι, μάλιστα, από τις συμπλοκές των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την απορρόφηση του ελληνικού κράτους στο «Κρητικό Ζήτημα», εκτόπισαν μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους». Αρχική τους πρακτική ήταν τα γνωστά «Τάγματα Εργασίας» (= Αμελέ Ταμπουρού), στα οποία υποχρεωτικά υπηρετούσαν άνδρες μη καταταγμένοι στο στρατό, δουλεύοντας σε ορυχεία, λατομεία και διάνοιξη δρόμων. Εκεί, η εξαθλίωση, η πείνα, οι κακουχίες, οι άθλιες και απάνθρωπες συνθήκες οδηγούσαν αργά, σταθερά και με ακρίβεια τους «εργαζόμενους» στο θάνατο. Την ίδια περίοδο, πραγματοποιούνται ταυτόχρονα συστηματικές και οργανωμένες καταπατήσεις των δικαιωμάτων των πληθυσμών αυτών, πυρπολήσεις των χωριών τους, εξορίες. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα «Καραβάνια» ανθρώπων να εγκαταλείπουν τις εστίες τους.
Ώσπου τελικά, το ημερολόγιο γράφει 19 Μαΐου 1919. Ο Μουσταφά Κεμάλ, αρχηγός των Νεότουρκων, πατάει τελικά, πόδι στη Σαμψούντα και ολοκληρώνει την τελική φάση του στόχου του, να αφανίσει παντελώς το ελληνικό στοιχείο από τις περιοχές της Μ. Ασίας. Λίγες ημέρες μετά τη 19η, έδωσε την αμετάκλητη εντολή για διενέργεια μαζικών επιχειρήσεων εκκένωσης του πληθυσμού. Μέχρι το 1923, η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί, επιτυχώς για την άλλη πλευρά, βαμμένη «κόκκινη» με αίμα από εκατοντάδες χιλιάδες αθώους. Οι σφαγές, οι πυρπολήσεις χωριών και οι εκτοπίσεις πληθυσμών συνέβαιναν πλέον δίχως έλεος, ενώ ακόμη οι Τούρκοι προχώρησαν και σε αναγκαστικές αποσπάσεις ελληνόπουλων από τις οικογένειές τους, τα οποία έδιναν στα χαρέμια των εύπορων Τούρκων.
Ο ακριβής αριθμός θυμάτων υπολογίζεται στους 200.000, με ακτιβιστές για τη Διεθνή Αναγνώριση της Ποντιακής Γενοκτονίας να μιλούν για νούμερα που ξεπερνούσαν τους 350.000 ανθρώπους. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού, περίπου 400.000, κατέφθασε στην Ελλάδα και αρκετοί διέφυγαν στη Ρωσία, κουβαλώντας μαζί και την ποντιακή κληρονομιά και φλόγα, μεταβιβάζοντάς την και στις επόμενες γενιές.
Η ελληνική κυβέρνηση αναγνώρισε την σφαγή ως Γενοκτονία των Ποντίων, επίσημα μετά από αρκετά χρόνια , ανακηρύττοντας το 1994, υπό την πρωθυπουργία του Ανδρέα Παπανδρέου, την 29η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού. Το 1998, η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως «ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος». Την ίδια ακριβώς ημερομηνία, 29 Μαΐου, για την Τουρκία αποτελεί Εθνική γιορτή και αργία. Και σίγουρα όχι κατά τύχη. Εκτός από την ίδια την Ελλάδα, τη Γενοκτονία των Ποντίων αναγνωρίζουν επίσημα η Κύπρος, η Αρμενία, η Σουηδία, ορισμένες ομοσπονδιακές δημοκρατίες της Ρωσίας, οκτώ πολιτείες των ΗΠΑ, η βουλή της πολιτείας της Νότιας Αυστραλίας, η Αυστρία, η Ολλανδία, και η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών. Από την πλευρά της, η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τη Γενοκτονία και αποδίδει τους θανάτους στις απώλειες πολέμου, οι οποίες προκλήθηκαν από την εισβολή της Ελλάδας στην Ανατολία, από λοιμούς και ασθένειες, χαρακτηρίζοντας(!) τα περί γενοκτονίας «διαστρέβλωση» των πραγματικών γεγονότων για πολιτικούς σκοπούς της Ελλάδας. Κι εδώ έρχεται κανείς να πει « μήπως υπάρχουν δύο πλευρές στην ιστορία, όπως συμβαίνει πάντοτε;»
«ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η άρνηση μιας γενοκτονίας αναγνωρίζεται παγκοίνως ως το έσχατο στάδιο γενοκτονίας, που εξασφαλίζει την ατιμωρησία για τους δράστες της γενοκτονίας, και ευαπόδεικτα προετοιμάζει το έδαφος για τις μελλοντικές γενοκτονίες,
ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η Οθωμανική γενοκτονία εναντίον των μειονοτικών πληθυσμών κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρουσιάζεται συνήθως ως γενοκτονία εναντίον μόνο των Αρμενίων, με λίγη αναγνώριση των ποιοτικά παρόμοιων γενοκτονιών, εναντίον άλλων χριστιανικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ ότι είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ένωσης των Μελετητών Γενοκτονιών, ότι η Οθωμανική εκστρατεία εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, μεταξύ των ετών 1914 και 1923, συνιστούν γενοκτονία εναντίον των Αρμενίων, Ασσυρίων, Ποντίων και των Ελλήνων της Ανατολίας.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ η Ένωση να ζητήσει από την κυβέρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες εναντίον αυτών των πληθυσμών, να ζητήσει επίσημα συγγνώμη, και να λάβει τα κατάλληλα και σημαντικά μέτρα προς την αποκατάσταση (μη επανάληψη).»
(International Association of Genocide Scholars ή IAGS)
Η απάντηση λοιπόν είναι απλή. Όχι, δεν υπάρχουν δύο πλευρές σε αυτή την ιστορία. Πώς να υπάρξουν άλλωστε όταν μιλάμε για πολυάριθμους νεκρούς, για βαρβαρότητες και θηριωδίες; Πώς είναι δυνατόν εκατό χρόνια μετά να μην γίνεται κατανοητή η σφαγή ενός ολόκληρου λαού; Πως είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται ως μέσο περαιτέρω προώθησης του τουρκικού εθνικισμού, μια μέρα τέτοιου πένθους;