της Έμυ Κεφαλά,

Οι σινο-αφρικανικές σχέσεις έχουν την αφετηρία τους στη δεκαετία του 1960. Τότε, ο Κινέζος Πρωθυπουργός Τσου Εν Λάι πραγματοποίησε επισκέψεις σε δέκα αφρικανικές χώρες, σε μια περίοδο που η αποικιοκρατία κατέρρεε και οι αφρικανικές χώρες κέρδιζαν η μια μετά την άλλη την ανεξαρτησία τους. Παρά την ψυχροπολεμική αντιπαράθεση μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού, ο Τσου Εν Λάι υποστήριξε πως διαφορετικά πολιτικά συστήματα μπορούν να διατηρήσουν φιλικές σχέσεις και κάλεσε όλες τις αφρικανικές χώρες να αποτινάξουν τον αποικιακό ζυγό.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, με στόχο την οικονομική της ανάπτυξη, η Κίνα έχει μεταξύ άλλων συσφίξει τις σχέσεις της με την Αφρική, αποτελώντας για εκείνη ένα σημαντικό πιστωτή, ενώ παράλληλα επικοινωνεί την μεταξύ τους αλληλεπίδραση ως μια win-win συνεργασία.

Πιο συγκεκριμένα, η Αφρική είναι μέρος του μεγάλου κινεζικού επενδυτικού προγράμματος «Belt and Road Initiative», με το οποίο η Κίνα φιλοδοξεί από το 2013 να ενώσει μέσω δικτύων υποδομών την Ασία, την Αφρική και την Ευρώπη, με στόχο τη δημιουργία μιας μεγάλης αγοράς ροών κεφαλαίου και τεχνολογίας. Το γεγονός αυτό έχει ήδη ενθαρρύνει πολλούς κινέζους επιχειρηματίες να επενδύσουν σε αφρικανικές χώρες κατασκευάζοντας βιομηχανικά πάρκα και εργοστάσια. Πέραν από τη δυνητική βελτίωση των υποδομών της, η Αφρική απολαμβάνει χάρη στη Κίνα και νέες θέσεις εργασίας. Ενδεικτικά, ο σιδηρόδρομος, που συνδέει τη Μομπάσα με το Ναϊρόμπι, δημιούργησε 30.000 νέες θέσεις εργασίας.

Ως προς το εμπόριο, η Κίνα συνιστά τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Αφρικής, εμπορευόμενη κυρίως με την Νότια Αφρική, την Αγκόλα, την Αιθιοπία και την Νιγηρία, εισάγοντας από αυτές φυσικούς πόρους. Είναι χαρακτηριστικό πως το σινο-αφρικανικό εμπόριο από 10 δισεκατομμύρια δολάρια το 2000 εκτοξεύτηκε στα 204 δισεκατομμύρια κατά το 2018.

Τέλος, στις σινο-αφρικανικές σχέσεις έχει πλέον ανακύψει και η πτυχή της ασφάλειας που παραμένει, ωστόσο, περισσότερο σε επικοινωνιακό επίπεδο. Στο China-Africa Security Forum που διεξήχθη τον Ιούλιο του 2018, οι κινέζοι αξιωματούχοι δήλωσαν πως το Πεκίνο θα στηρίξει την Αφρική τόσο στον τομέα της ασφάλειας όσο και της περιφερειακής σταθερότητας. Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί πως η Κίνα διαθέτει ήδη από το 2017 στρατιωτική βάση – την πρώτη της υπερπόντια – στο Τζιμπουτί, κοντά στην αμερικανική βάση Camp Lemonnier, έχοντας επικαλεστεί την ανάγκη να στηρίζει τα κινεζικά στρατεύματα στον Κόλπο του Άντεν, καθώς και να διεξάγει επιχειρήσεις ενάντια στην πειρατεία ανοιχτά της Σομαλίας.

Καθιστάται πάντως σαφές πως η Κίνα, πέρα από τις σχέσεις φιλίας και συνεργασίας που έχει οικοδομήσει με την Αφρική, στοχεύει ταυτόχρονα στην προώθηση της στρατηγικής της ήπιας ισχύος της στην ήπειρο. Ενδεικτικά, η Κίνα ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη δημιουργία του FOCAC, ενός φόρουμ συνεργασίας Κίνας-Αφρικής, καθώς και του China-Africa Think Tank Forum. Παράλληλα, στην Αφρική λειτουργούν σήμερα περισσότερα από εβδομήντα Ινστιτούτα

«Κομφούκιος», εκπαιδευτικά ιδρύματα προώθησης του κινεζικού πολιτισμού, ενώ ήδη από το 2016 η Κίνα αύξησε σημαντικά τον αριθμό των ετήσιων υποτροφιών που χορηγούνται σε αφρικανούς ηγέτες με στόχο την εκπαίδευση τους πάνω σε ζητήματα εξουσίας. Με αυτό τον τρόπο, η Κίνα προωθεί πολύπλευρα την κινεζική γλώσσα και κουλτούρα. Ανεξάρτητα από το αν η προσπάθεια της για άσκηση ήπιας ισχύος στην Αφρική φέρει αποτελέσματα, το γεγονός αυτό έχει σίγουρα ευνοήσει σημαντικά η μη ουσιαστική ανάμειξη των ΗΠΑ στην Αφρική που δεν νοείται ως χώρος γεωπολιτικής προτεραιότητας, ειδικά υπό την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ.

Παρόλα αυτά, η αυξημένη παρουσία του Πεκίνου στην Αφρική προβληματίζει τις ΗΠΑ, σε μια περίοδο που η θέση της Κίνας ολοένα και ενισχύεται στο διεθνή καταμερισμό ισχύος. Αυτός είναι και ο λόγος που οι ΗΠΑ επιλέγουν να προπαγανδίζουν την πολιτική της Κίνας, επικρίνοντας την για νεο-αποικιοκρατία ή κατηγορώντας την για πολιτικές «παγίδα χρέους». Σύμφωνα με αυτή τη λογική, η Κίνα δανείζει μεγάλα ποσά στην Αφρική χωρίς εκείνη να έχει τη δυνατότητα της αποπληρωμής τους, με αποτέλεσμα να υποχωρεί τελικά η οικονομική της κυριαρχία. Παρά το γεγονός ότι όντως η διπλωματία που ασκεί η Κίνα σαφώς αποφέρει μεγαλύτερα οφέλη σ’ εκείνη παρά στην Αφρική, είναι αναπόφευκτη η σύγκριση με τον αντίστοιχο ρόλο που διαδραμάτισαν  στην Αφρική τα προηγούμενα χρόνια οι ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης και οι θεσμοί της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ας μη λησμονείται άλλωστε πως η βοήθεια και τα αναπτυξιακά τους προγράμματα δεν προσαρμόστηκαν απόλυτα στις πραγματικές ανάγκες των υποανάπτυκτων αφρικανικών χωρών και τις περισσότερες φορές δεν οδήγησαν σε ουσιαστική πρόοδο ως προς το βιοτικό τους επίπεδο.

Πέραν, όμως, από τις ανησυχίες των ΗΠΑ, το κύμα των κινεζικών επενδύσεων στην Αφρική απασχολεί σαφώς και την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), η οποία στη νέα αυτή γεωπολιτική πραγματικότητα χάνει το ιστορικό «πλεονέκτημα» που είχε στην αφρικανική ήπειρο. Δεδομένου ότι η αναπτυξιακή προώθηση της Αφρικής θα αυξήσει την περιφερειακή σταθερότητα και την ευημερία των αφρικανικών λαών, μειώνοντας έτσι μεταξύ άλλων και το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Ευρώπη, είναι σημαντικό για την ΕΕ να αποκτήσει ως προς αυτή την κατεύθυνση πρωταγωνιστικό ρόλο. Γι αυτόν το λόγο, παρουσιάζεται πλέον κομβική η ανάγκη στρατηγικής συνεργασίας Ε.Ε.-Αφρικής, ώστε στην αγορά της αφρικανικής ηπείρου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε. σε βάρος των κινεζικών επενδύσεων. Δεδομένου ότι η Κίνα ακολουθεί σταθερά την πολιτική της μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών, περιοριζόμενη μόνο στην ανάγκη επιχειρηματικής δραστηριότητας – χωρίς να θέτει δηλαδή όρους πολιτικής αναμόρφωσης ή ανθρωπίνων δικαιωμάτων – η Ε.Ε. θα πρέπει αντίστοιχα να προωθήσει τις ποιοτικές επενδύσεις στην Αφρική, αρκούμενη απλώς σ’ έναν διάλογο με τις αφρικανικές χώρες-υποδοχής των επενδύσεων αυτών. Ο διάλογος θα πρέπει να αφορά στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος των εν λόγω χωρών, χωρίς όμως περαιτέρω ανάμειξη πολιτικών και κοινωνικών ζητημάτων.

Aν και η Αφρική ως ήπειρος υπήρξε σχεδόν στο σύνολό της “θύμα” της αποικιοκρατίας, τα αφρικανικά κράτη πλέον, παρά την σαφή καθυστέρηση τους σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη της διεθνούς κοινότητας, έχουν τουλάχιστον τη δυνατότητα να χαράζουν πολιτική και να λαμβάνουν στοιχειώδεις οικονομικές αποφάσεις. Εν κατακλείδι, στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού μεταξύ Κίνας, ΗΠΑ και Ε.Ε., η Αφρική εύλογα σήμερα στρέφεται προς την Κίνα, αφού μέσω της κινεζικής στρατηγικής προωθείται τελικά ταχύτερα και η δική της ανάπτυξη, προς όφελος τελικά της αφρικανικής περιφερειακής ολοκλήρωσης.