Του Γιώργου Λούβαρη,
Εισαγωγή
Στόχος της κάτωθι ανάλυσης είναι η αποσαφήνιση της συσχέτισης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος με την ευημερία των οικονομιών, ειδικότερα γύρω από την περιβαλλοντική βιωσιμότητα τους. Σε δεύτερο επίπεδο, εξετάζει την πορεία της κλασικής και νεοκλασικής οικονομικής σκέψης γύρω από θέματα οικονομικής μεγέθυνσης και τους παράγοντες που τη θεμελιώνουν. Ακόμα, αναλύει τις θεωρίες του Georgescu-Roegen γύρω από τη σχέση της θερμοδυναμικής εντροπίας με τις οικονομικές δραστηριότητες των ανθρώπων. Τέλος, παρουσιάζει το μοντέλο οικονομίας σταθερής κατάστασης ως βάση για την κοινωνική ευημερία που συμπεριλαμβάνει τη περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Το ΑΕΠ ως δείκτης ευημερίας
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) μετρά την αγοραία αξία των αγαθών και υπηρεσιών που παράγει μια οικονομία σε ένα έτος. Ως εκ τούτου, αποτελεί έναν δείκτη παραγωγής. Όταν οι οικονομικές μονάδες μίας χώρας καταναλώνουν ή επενδύουν περισσότερο, το προϊόν μιας χώρας αυξάνεται, άρα με προϋπόθεση την εν γένει ισορροπημένη διανομή του παραγόμενου προϊόντος, την ίδια πορεία θα ακολουθεί το εισόδημα κάθε πολίτη. Πρακτικά, μια χώρα, που επιζητά οι πολίτες της να χαίρουν υψηλή αγοραστική δύναμη, προσπαθεί να κρατήσει τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών σταθερές και να μεγαλώσει την «πίτα» του παραγόμενου προϊόντος/εισοδήματος, ώστε κάθε πολίτης να λαμβάνει μεγαλύτερο μερίδιο από αυτή (Sloman, Wride and Garratt, 2015).
Θεωρώντας, λοιπόν, πως το εισόδημα που προκύπτει από την παραγωγή κατανέμεται ίσα, οι σύγχρονες οικονομίες συνδέουν το εισόδημα των πολιτών ή το παραγόμενο προϊόν με την κοινωνική ευημερία. Ουσιαστικά, όσο περισσότερο εισόδημα έχουν οι πολίτες και όσο περισσότερα αγαθά/υπηρεσίες παρέχονται, τόσο μεγαλύτερη είναι η ικανοποίηση από την κατανάλωσή τους.
Μη εντάσσοντας στην ανάλυση φιλοσοφικά ζητήματα, όπως την πραγματική έννοια της ευημερίας και της ευτυχίας, αλλά εστιάζοντας στις υποθέσεις της νεοκλασικής θεωρίας, παρατηρείται πως καταναλωτές και επιχειρήσεις στοχεύουν στη μεγιστοποίηση της χρησιμότητας και του κέρδους τους αντίστοιχα, μετατρέποντας το ΑΕΠ σε έναν προσεγγιστικό δείκτη ευημερίας. Υπό αυτό το πρίσμα, κάθε πολιτική μιας χώρας θα πρέπει να εστιάζει στη μεγέθυνση αυτού του δείκτη ώστε να αναβαθμίζεται το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της (Sloman, Wride and Garratt, 2015).
Ωστόσο, είναι γεγονός πως αναπόσπαστο κομμάτι μιας γενικευμένης κοινωνικής ευημερίας είναι η διατήρηση της βιωσιμότητας του περιβάλλοντος για τις μελλοντικές γενιές. Η εκτεταμένη βιομηχανική παραγωγή και κατανάλωση, ως θεμέλιος παράγοντας διαμόρφωσης του ΑΕΠ, απαιτεί θυσίες μη ανανεώσιμων πλουτοπαραγωγικών πηγών. Σε σημαντικό βαθμό, επομένως, η ολότητα της ευημερίας αρκετές φορές έρχεται σε σύγκρουση με την αύξηση του εισοδήματος μιας οικονομίας ως προς την ισορροπία του περιβάλλοντος.
Αν και οι χώρες μεταξύ τους αποκλίνουν ως προς το βάρος που δίνουν στις περιβαλλοντικές πολιτικές, οι περισσότερες οικονομίες εστιάζουν σε μεγάλο βαθμό στη στήριξη της αύξησης του παραγόμενου προϊόντος αποσκοπώντας στη κατά το δυνατόν μέγιστη ευημερία. Προτού εξετασθούν οι επιπτώσεις αυτής της επιλογής στη συνολική ευημερία, είναι απαραίτητο να αναλυθεί η πορεία της οικονομικής ανάλυσης γύρω από την διαδικασία αύξησης του παραγόμενου προϊόντος, την οικονομική μεγέθυνση.
Εξέλιξη των θεωριών οικονομικής μεγέθυνσης
Τα πρώτα βήματα της οικονομικής σκέψης γύρω από τη διαμόρφωση του προϊόντος κινήθηκαν στο συνδυασμό των παραγωγικών συντελεστών κεφάλαιο και εργασία μέσω μιας αποτελεσματικής μεθόδου παραγωγής. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε στην ιδέα πως η εισαγωγή ολοένα και περισσότερων μονάδων παραγωγικών συντελεστών θα οδηγήσει σε αέναη αύξηση του προϊόντος. Ωστόσο, γρήγορα έγινε αντιληπτή η λογική που αποτελεί θεμέλιο λίθο όλων των θεωριών οικονομικής μεγέθυνσης, η έννοια των φθινουσών αποδόσεων. Σύμφωνα με αυτή, η εισαγωγή περισσότερου κεφαλαίου και εργασίας στην παραγωγική διαδικασία αυξάνει μεν το παραγόμενο προϊόν, με συνεχώς μειούμενο τρόπο δε. Πρακτικά, αν μια επιπλέον μονάδα ενός παραγωγικού συντελεστή αυξάνει το ΑΕΠ κατά α%, η επόμενη αύξηση του ίδιου παραγωγικού συντελεστή αυξάνει το ΑΕΠ κατά ένα ποσοστό β% με το β μικρότερο του α (βλ. Sloman, Wride and Garratt, 2015).
Ο παραπάνω προβληματισμός είναι που δημιούργησε τη κλασική θεωρία της οικονομικής ανάπτυξης (Kenton, 2019). Το μοντέλο στηρίχθηκε στην έννοια του «επίπεδου στοιχειώδους συντήρησης» των παραγωγικών συντελεστών, το οποίο μεταφράζεται σε «μισθό επιβίωσης» για την εργασία και σε «αμοιβή συντήρησης» για το κεφάλαιο. Στην περίπτωση που η εστίαση γίνει στον συντελεστή εργασία, παρατηρείται πως η σχέση πληθυσμού και κατά κεφαλήν εισοδήματος μακροχρόνια ισορροπεί στο μισθό επιβίωσης.
Διαγραμματικά, όπως φαίνεται παρακάτω, η καμπύλη Ws δείχνει το μισθολογικό κόστος στον ελάχιστο μισθό επιβίωσης, καθώς αυξάνεται ο εργαζόμενος πληθυσμός, ενώ η Υ δείχνει το συνολικό παραγόμενο εισόδημα (Διάγραμμα 1). Στα αρχικά επίπεδα παραγωγής, το Υ υπερβαίνει το Ws κάτι, που σύμφωνα με τους κλασικούς οικονομολόγους, αφήνει περιθώρια κέρδους στις επιχειρήσεις. Το κέρδος, για πληθυσμό Ν1, είναι ίσο με τη διαφορά Υ1-Ws1– και σταδιακά οδηγεί σε πληθυσμιακή αύξηση. Ωστόσο, η αύξηση της παραγωγής εμφανίζει τις φθίνουσες αποδόσεις κλίμακας της εργασίας και του κεφαλαίου κάνοντας το Υ να αυξάνεται με πιο αργό ρυθμό από το Ws, γεγονός που συρρικνώνει τα κέρδη. Μακροχρόνια, θα υπάρξει ισορροπία στο σημείο e όπου το παραγόμενο προϊόν ισούται με το μισθολογικό κόστος (άρα μηδενικό κέρδος), ακόμα και στο ελάχιστο «μισθό επιβίωσης». Το σκεπτικό αυτό, έδωσε στην οικονομική επιστήμη το επίθετο «μελαγχολική» καθώς φανέρωνε πως μακροχρόνια δεν υπάρχει περιθώριο για αέναη οικονομική ανάπτυξη (βλ. Sloman, Wride and Garratt, 2015).
Διάγραμμα 1 (Sloman, Wride and Garratt, 2015)
Η απαισιόδοξη θεώρηση για τον τρόπο με τον οποίο μεγεθύνεται το εισόδημα μεταβλήθηκε, ουσιαστικά, με την προσθήκη των εννοιών του πραγματικού και του δυνητικού προϊόντος (βλ. Sloman, Wride and Garratt, 2015). Σύμφωνα με αυτές, το προϊόν χωρίζεται σε αυτό που πράγματι παράγει μια οικονομία μια δεδομένη χρονική περίοδο (πραγματικό) και αυτό που θα παραγόταν από την βέλτιστη «φυσική» αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων. Το παραγωγικό κενό (δυνητική-πραγματική παραγωγή) που προκύπτει και η εξέλιξη των δύο παραμέτρων είναι το βασικό στοιχείο που καταρρίπτει την ύπαρξη μακροχρόνιου σημείου στασιμότητας e (Διάγραμμα 1).
Πιο συγκεκριμένα, η τεχνολογική πρόοδος, η βελτίωση των παραγωγικών μεθόδων και η αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των παραγωγικών συντελεστών και όχι η πληθυσμιακή αύξηση αποτέλεσαν κέντρο βάρους της οικονομικής σκέψης γύρω από τη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Πρακτικά, οι εισαγωγές κεφαλαίου και εργασίας στη παραγωγική διαδικασία επιτελούν τον ίδιο ρόλο στην αύξηση του πραγματικού προϊόντος, ωστόσο, καθώς προσεγγίζει το «ταβάνι» e, μια πιθανή βελτίωση της τεχνολογίας αυξάνει τη δυνητική παραγωγή και μετατοπίζει το «ταβάνι» σε υψηλότερα επίπεδα. Η στροφή της οικονομικής σκέψης σε ποιοτική και όχι μόνο ποσοτική αξιοποίηση των παραγωγικών συντελεστών σηματοδοτεί πως η ταυτόχρονη μεγέθυνση πραγματικού προϊόντος και τεχνολογίας, αναβάλλει κάθε χρονική περίοδο την εμφάνιση των φθινουσών αποδόσεων κλίμακας, οδηγώντας σε αέναη μεγέθυνση.
Στο πλαίσιο αυτό, η νεοκλασική θεωρία οικονομικής μεγέθυνσης έδωσε στην έννοια της αέναης ανάπτυξης μια αισιόδοξη δυναμική, καθώς οι τεχνολογικές ανακαλύψεις θα αποτελούσαν τη βάση των υψηλότερων δυνητικών παραγωγικών στόχων, εξαλείφοντας τη στασιμότητα που προκαλείτο από τις φθίνουσες αποδόσεις. Οι διαστάσεις που απαρτίζουν τη λογική της νεοκλασικής θεωρίας είναι η εξωγενής και η ενδογενής θεωρία μεγέθυνσης.
Σε πρώτο επίπεδο, μέσω του υποδείγματος του Solow, εμφανίζεται η εξωγενής. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, οι παράγοντες οικονομικής μεγέθυνσης χωρίζονται σε εσωτερικούς (κεφάλαιο, εργασία) και εξωτερικούς (τεχνολογία). Καθώς η οικονομία εισάγει στη παραγωγική διαδικασία τους παραγωγικούς συντελεστές, πλησιάζει μακροχρόνια παραγωγικά επίπεδα ισορροπίας. Αν εξετασθεί η πορεία του κεφαλαίου στο μοντέλο Solow, φαίνεται πως το κεφάλαιο φθείρεται οπότε και απαιτούνται επενδύσεις για την αντικατάσταση του (για παράδειγμα μηχανήματα που χαλούν και χρειάζεται να διορθωθούν) (Sloman, Wride and Garratt, 2015).
Στα πρώτα στάδια παραγωγής, η αποδοτικότητα του κεφαλαίου στο πραγματικό προϊόν είναι μεγάλη και οι επενδύσεις (που εξαρτώνται από το μέγεθος του προϊόντος- μεγαλύτερο προϊόν σημαίνει υψηλότερες αποταμιεύσεις των πολιτών άρα υψηλότερες επενδύσεις) είναι αρκετές για την αντικατάσταση με τη διαφορά τους να στρέφεται στην επιπλέον συσσώρευση κεφαλαίου. Στη συνέχεια όμως, οι φθίνουσες αποδόσεις οδηγούν στο εισόδημα σταθερής κατάστασης Υ* (Διάγραμμα 2) στο οποίο οι επενδύσεις στον συντελεστή κεφάλαιο ισούνται με τις απαιτούμενες για αντικατάσταση του φθαρμένου και δεν αφήνουν περιθώριο για επιπλέον συσσώρευση. Ο μόνος τρόπος να αυξηθεί το εισόδημα στη δεδομένη περίπτωση, είναι να αυξηθούν οι αποταμιεύσεις (μετακίνηση της κόκκινης γραμμής πάνω), με σκοπό να αυξηθούν οι πραγματικές επενδύσεις στο κεφάλαιο (με εισόδημα Υ* οι αποταμιεύσεις πλέον καλύπτουν τις απαραίτητες επενδύσεις αντικατάστασης κεφαλαίου και συσσωρεύουν παραπάνω), άρα να αυξηθεί και το εισόδημα σταθερής κατάστασης από Υ* σε Υ1. Ως εκ τούτου, με σταθερούς τους εξωτερικούς παράγοντες και τις αποταμιεύσεις, η οικονομία θα έφτανε στα μέγιστα μεγέθη του πραγματικού της προϊόντος και δεν θα αναπτυσσόταν περαιτέρω. (Banton, 2019)
Διάγραμμα 2
Ωστόσο, το δυνητικό προϊόν εξελίσσεται συνεχώς και προσδιορίζεται μέσω της επίδρασης εξωτερικών παραγόντων, όπως τη τεχνολογία. Διαγραμματικά, η καμπύλη του παραγόμενου προϊόντος θα αυξηθεί (Διάγραμμα 3), μαζί με το κεφάλαιο σταθερής κατάστασης από Κ* σε Κ1. Συνεπώς, ενώ η οικονομία φαίνεται να εμφανίζει επίπεδα στασιμότητας, η μακροχρόνια πορεία του προϊόντος μέσω των συνεχώς βελτιωμένων παραγωγικών μεθόδων επιτρέπει τη θεωρητικά αέναη αύξηση του παραγόμενου προϊόντος.
Διάγραμμα 3
Η ανάγκη ερμηνείας του παράγοντα της τεχνολογικής προόδου εμφάνισε τα υποδείγματα ενδογενούς μεγέθυνσης, όπως αυτό της νέας θεωρίας της οικονομικής μεγέθυνσης (βλ. Liberto, 2019). Σύμφωνα με αυτή, η επίτευξη μακροχρόνιας οικονομικής μεγέθυνσης εξαρτάται από τη διάχυση της τεχνολογίας μεταξύ των οικονομικών μονάδων. Υπό αυτό το πρίσμα, η απορία που προκύπτει λόγω του εξωγενούς χαρακτήρα της τεχνολογίας στο υπόδειγμα του Solow, επιλύεται βάσει της νέας θεωρίας δίνοντας ένα νέο χαρακτήρα μιας ενδογενούς μεταβλητής (Sloman, Wride and Garratt, 2015). Ειδικότερα, μέσω της ενσωμάτωσης μικροοικονομικών θεμελιώσεων στη νέα θεωρία αποδεικνύεται πως οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά στρέφονται στην έρευνα & ανάπτυξη και βελτίωση ανθρώπινου κεφαλαίου (π.χ. εκπαίδευση και κατάρτιση) αντίστοιχα, και γι’ αυτό το κράτος πρέπει να δίνει τα απαραίτητα κίνητρα για επενδύσεις στους συγκεκριμένους τομείς ώστε να πετύχει μια αέναη μεγέθυνση.
Η οικονομική μεγέθυνση από τη θερμοδυναμική οπτική
Η κλασική και νεοκλασική πορεία οικονομική σκέψης γύρω από την οικονομική μεγέθυνση φανερώνει τρία σημαντικά χαρακτηριστικά. Αρχικά, φαίνεται πως οι δεδομένες θεωρίες θέτουν την οικονομική μεγέθυνση ως τον βασικό πυλώνα κοινωνικής ευημερίας. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται το δεύτερο χαρακτηριστικό, που είναι η διαχρονική αγωνία των μοντέλων για το αν είναι δυνατή η προσθήκη παραμέτρων που θα κάνουν την οικονομική μεγέθυνση αέναη. Τέλος, αποδεικνύεται πως η αύξηση του προϊόντος εξαρτάται άμεσα από την αύξηση του υλικού κεφαλαίου. Πρακτικά, το πρόβλημα μιας μακροχρόνιας ισορροπίας με δεδομένο πληθυσμό λύνεται από παραπάνω επενδύσεις ή βελτίωση της τεχνολογίας στους συντελεστές παραγωγής, γεγονός που επιτρέπει την αύξηση του πληθυσμού και απαιτεί τη συσσώρευση επιπλέον κεφαλαίου.
Ωστόσο, το βασικό κενό που εμφανίζουν οι θεωρίες μεγιστοποίησης της οικονομικής μεγέθυνσης είναι πως τη μελετούν σαν ξεχωριστό φαινόμενο και όχι σαν μέρος ενός ευρύτερου βιοφυσικού πεδίου. Σύμφωνα με τις θεωρίες του Nicholas Georgescu-Roegen, οι οικονομικές διαδικασίες εξαρτώνται άμεσα από τους νόμους της θερμοδυναμικής ως προς τη χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων στη παραγωγική διαδικασία. Αναλυτικότερα, οι φυσικοί πόροι (χρησιμοποιήσιμοι πόροι) διακρίνονται σε ενεργειακούς (π.χ. ηλιακή ενέργεια) και υλικούς πόρους. Η παραγωγή συνεπάγεται χρήση αυτών των πόρων με μία μέθοδο από την οποία θα προκύψει το προϊόν. Η διαδικασία αυτή αντικατοπτρίζει τόσο τον πρώτο νόμο της θερμοδυναμικής (η ενέργεια δεν δημιουργείται ή καταστρέφεται αλλά απλά μετατρέπεται από μια μορφή σε άλλη- κανόνας διατήρησης), όσο και από τον δεύτερο (η ενέργεια τείνει να υποβαθμίζεται σε χαμηλότερες ποιότητες – η συνολική εντροπία δεν μειώνεται
(κανόνας υποβάθμισης)) (Georgescu-Roegen, 1971).
Σε πρώτο επίπεδο είναι απαραίτητο να εξηγηθεί η εντροπία ενός απομονωμένου συστήματος. Η εντροπία δείχνει τους πιθανούς συνδυασμούς στο εσωτερικό ενός συστήματος, που διατηρούν την εξωτερική του κατάσταση σταθερή. Ένα σύστημα, λοιπόν, θα έχει μια δεδομένη χρονική στιγμή μια εξωτερική κατάσταση (μακροκατάσταση) επειδή οι συνδυασμοί που το απαρτίζουν (μικροκαταστάσεις) είναι πιθανότερο να συμβούν. Η ύπαρξη περισσότερων πιθανών συνδυασμών (μικροκαταστάσεων) σημαίνει πως η συγκεκριμένη μακροκατάσταση έχει μεγαλύτερη εντροπία. Σύμφωνα με τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, ένα σύστημα φτάνει σε μια μακροκατάσταση επειδή η ενέργεια τείνει πάντα προς την κατάσταση μέγιστης εντροπίας, δηλαδή μιας μακροκατάστασης που οι περισσότερες μικροκαταστάσεις οδηγούν σε αυτή. Πρακτικά, ένα παγάκι σε ένα ποτήρι σε θερμοκρασίες δωματίου θα λιώσει επειδή οι πιθανότητες η ενέργεια να διαμοιραστεί ανάμεσα στο παγάκι και στο νερό είναι περισσότερες, δηλαδή η μακροκατάσταση που δίνει ένα λιωμένο παγάκι στο νερό (θερμοδυναμική ισορροπία) έχει μεγαλύτερη εντροπία, άρα περισσότερες μικροκαταστάσεις (συνδυασμοί διαμοιρασμού ενέργειας ανάμεσα στο παγάκι και στο υγρό του ποτηριού) που οδηγούν σε αυτή. Εν τέλει, το σύστημα, λόγω του πρώτου θερμοδυναμικού νόμου, διατηρεί σταθερή ενέργεια, ωστόσο η ενέργεια φθίνει σε δυνατότητα χρησιμοποίησης όσο η εντροπία αυξάνεται (Phillips, 2016).
Σύμφωνα με αυτή τη λογική, ο Georgescu-Roegen διατύπωσε πως η παραγωγική διαδικασία με τη χρήση χρησιμοποιήσιμων πόρων μεταφέρει γρηγορότερα ένα σύστημα, όπως είναι η Γη, από μια κατάσταση χαμηλής εντροπίας σε μία υψηλής με τεχνητό τρόπο- μέσω της αφαίρεσης φυσικών πόρων από το εσωτερικό του φλοιού της Γης. Συγκεκριμένα, η ενέργεια που καταναλώνεται δεν δύναται να ανακυκλωθεί, ενώ οι υλικοί πόροι δύνανται αλλά απαιτούν επιπλέον ενέργεια και υλικούς πόρους για την ανακύκλωση τους. Επομένως, οι φυσικοί πόροι, ως πρωταρχικοί πυλώνες παραγωγής, συνολικά μετατρέπονται από κάτι πολύτιμο και προσβάσιμο σε καταναλώσιμα αγαθά και μη πολύτιμα προϊόντα, όπως απόβλητα, θερμότητα και ρύπανση, αυξάνοντας την εντροπία του συνενωμένου συστήματος φύσης-οικονομίας (Georgescu-Roegen, 1971).
Υπό αυτό το πρίσμα, προκύπτουν δύο θεμελιώδη συμπεράσματα για την πορεία των κλασικών/νεοκλασικών υποδειγμάτων. Αρχικά, το ζήτημα της μακροχρόνιας πληθυσμιακής και εισοδηματικής ισορροπίας, που εμφανίζεται ιδίως πριν τη βιομηχανική επανάσταση, συνδέεται άμεσα με την επαφή της αγροτικής παραγωγικής διαδικασίας με τους ηλιακούς ενεργειακούς πόρους που δίδονται στον πλανήτη με σταθερή ροή, αυξάνοντας με φυσική ροή την εντροπία του συστήματος. Σε δεύτερο επίπεδο, ωστόσο, το ζήτημα της περιορισμένης οικονομικής και πληθυσμιακής μεγέθυνσης αντιμετωπίζεται με υποδείγματα που εντάσσουν τη τεχνολογία και επιτρέπουν συνεχή αύξηση και των δύο παραμέτρων. Η δυνατότητα αυτή προκύπτει μέσω της εξόρυξης ορυκτών καυσίμων που δίνει στα τεχνολογικά μέσα την απαιτούμενη ενέργεια ώστε να παράγουν επιπλέον προϊόν (Anderson, 2012).
Συνεπώς, εφόσον η ηλιακή ενέργεια παρέχεται σε έναν σταθερό βαθμό, ο μόνος τρόπος να καταπολεμηθεί η πληθυσμιακή στασιμότητα είναι μέσω της χρησιμοποίησης των ορυκτών καυσίμων στους μηχανικούς εξοπλισμούς, με τρόπο που υπερβαίνει τις βιώσιμες δυνατότητες του πλανήτη (Anderson, 2012). Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια φυσική ασυμμετρία ανάμεσα στις δύο κατηγορίες πηγών, η οποία κάνει το ρυθμό αύξησης της εντροπίας του συστήματος φύσης-οικονομίας μεγαλύτερο από το φυσικό (Georgescu-Roegen, 1971). Πρακτικά, οι οικονομικές δραστηριότητες εντάσεως ορυκτών καυσίμων συνεπάγονται ταχύτερη μετάβαση της Γης σε θερμοδυναμική ισορροπία, δηλαδή θερμικό θάνατο.
Η περιγραφή της υποβάθμισης των υλικών πόρων μέσα από τις οικονομικές δραστηριότητες χρησιμοποιώντας τον νόμο της εντροπίας δέχθηκε κριτική από την επιστημονική κοινότητα ως μη συμβατή. Παρά τις ατέλειες και τις αστοχίες στη θεωρία του, το πρακτικό ζήτημα της μη ανακύκλωσης των υλικών πόρων που εισάγονται στις παραγωγικές διαδικασίες υφίσταται λόγω της αυξημένης εξάρτησης της οικονομίας από τα ορυκτά καύσιμα. Βάσει αυτού, αναπτύχθηκε η θεωρία της οικονομίας σταθερής κατάστασης ως απόδειξη των στρεβλώσεων των νεοκλασικών υποδειγμάτων.
Οικονομία σταθερής κατάστασης
Το σκεπτικό γύρω από την έννοια της οικονομίας σταθερής κατάστασης θεμελιώθηκε από τον Herman Daly. Ουσιαστικά, μια οικονομία σταθερής κατάστασης απορρίπτει τη συνεχή συγκέντρωση κεφαλαίου και τον υπερπληθυσμό στοχεύοντας σε μια βιώσιμη σταθερότητα (Daly, 1991). Ως εκ τούτου, υποστηρίζει σταθερές ποσότητες κεφαλαίου και πληθυσμού που θα διαμορφώνουν μια οικονομία με όρια στην οικονομική μεγέθυνση. Εστιάζοντας στη λογική του Georgescu-Roegen, κύριος στόχος του μοντέλου είναι να περιορίσει τη φυσική ασυμμετρία μεταξύ ανανεώσιμων (ηλιακή ενέργεια) και μη ανανεώσιμων πόρων (ορυκτά καύσιμα) που κυριαρχεί στις οικονομικές δραστηριότητες των ανθρώπων και διαταράσσει το φυσικό σύστημα που αυτές εντάσσονται.
Στο μοντέλο, ωστόσο, είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστούν τρείς παράμετροι. Αρχικά, οι υλικοί πόροι λόγω της φθοράς στη χρήση δεν είναι δυνατόν να παραμείνουν σταθεροί. Γι’ αυτό το λόγο, στόχος μιας τέτοιας οικονομίας αποτελεί η χρήση και ανακύκλωση των πόρων με τρόπο που δεν επιφέρει περιβαλλοντικές δυσχέρειες που υπερβαίνουν τα βιοφυσικά όρια. Σε δεύτερο επίπεδο, η τεχνολογία μέσω της προηγούμενης παραμέτρου έχει σημαντικό ρόλο. Μια και οι συντελεστές κεφάλαιο και εργασία αλλά και το προϊόν δεν μεταβάλλονται μακροχρόνια, η παραγωγική μέθοδος είναι η μόνη πηγή ποιοτικής βελτίωσης των παραγόμενων αγαθών και μείωσης της «φυσικής ασυμμετρίας» (Anderson, 2012). Τέλος, το γεγονός πως το προϊόν παραμένει σταθερό θέτει ένα ζήτημα γύρω από τον τρόπο με τον οποίον θα μοιραστεί η «πίτα». Σύμφωνα με τον Daly, η έμφαση στην οικονομική μεγέθυνση δεν έλυσε τα προβλήματα φτώχειας της πλειονότητας των ανθρώπων και διεύρυνε τις ανισότητες. Επομένως, μια οικονομία σταθερής κατάστασης εξασφαλίζει περιβαλλοντική βιωσιμότητα και κοινωνική ευημερία στρεφόμενη στη διανομή και όχι στη παραγωγή (Daly, 1991).
Ως εκ τούτου, η μεταβολή των οικονομικών πολιτικών, βάσει των ισχυρισμών του Daly, συνοψίζονται στη δημιουργία τριών οικονομικών θεσμών που θα οικοδομούν την οικονομία σταθερής κατάστασης και θα εξασφαλίζουν τις παραπάνω τρεις παραμέτρους. Αρχικά, το πρώτο ίδρυμα είναι αυτό που θέτει τα ελάχιστα και μέγιστα όρια σε εισοδήματα και πλούτο και αναδιανέμει ανάλογα τα ποσά. Παράλληλα, το δεύτερο απαραίτητο θεσμικό όργανο είναι αυτό που ρυθμίζει τη σταθερότητα του πληθυσμού μέσω της έκδοσης μεταβιβάσιμων αδειών αναπαραγωγής στους πολίτες. Τέλος, ο τρίτος οργανισμός έχει δικαιοδοσία να ρυθμίζει καθορισμένα επίπεδα στη ροή των φυσικών πόρων, με τα οποία εξασφαλίζεται πως η χρήση θα ισούται με τους ποσοτικά απαραίτητους πόρους για τη διατήρηση σταθερού επιπέδου κεφαλαίου στην οικονομία. Η δράση αυτών των θεσμών, σύμφωνα με τον Daly, εξασφαλίζει τον αποτελεσματικό μάκρο-έλεγχο της ανάπτυξης με τις μικρότερες θυσίες ελευθεριών (Daly, 1991).
Επίλογος
Συμπερασματικά, το ζήτημα της μέγιστης κοινωνικής ευημερίας αποτελεί το θεμέλιο ερώτημα της οικονομικής σκέψης ανά τους αιώνες. Η προσέγγιση της κλασικής και νεοκλασικής θεωρίας κινήθηκε μέσα από μια αγωνία επίτευξης μέγιστης παραγωγής ως μοχλό ευημερίας, αγνοώντας τη φύση στην οποία εντάσσεται η οικονομική ζωή των ανθρώπων. Ωστόσο, το μοντέλο του Georgescu-Roegen μέσα από την ιδέα της «απαισιοδοξίας της εντροπίας» δείχνει πως η αέναη οικονομική μεγέθυνση συνεπάγεται υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων και διατάραξη των ομαλών φυσικών διεργασιών, πράγμα που πλήττει τις μελλοντικές γενιές. Ως μέση απάντηση στην αλληλεπίδραση των δύο υποομάδων οικονομικής σκέψης εμφανίζεται η οικονομία σταθερής κατάστασης. Στόχος της, η επίτευξη μια δυναμικής ισορροπίας σταθερού προϊόντος, ίσης διανομής του εισοδήματος και ομαλοποίησης της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, πράγμα διαφορετικό από τις φάσεις στασιμότητας που υπόκειται διαχρονικά η παγκόσμια οικονομία.
Βιβλιογραφία
Anderson, M. (2012). Economics, Steady State. [online] Researchgate.net. Available here [Accessed at 3 Dec. 2019].
Banton, C. (2019). Neoclassical Growth Theory. [online] Investopedia.com. Available here [Accessed at 3 Dec. 2019].
Daly, Herman E. (1991). Steady-state economics (2nd ed.). Washington, D.C.: Island Press.
Georgescu-Roegen, N. (1971). The entropy law and the economic process. Cambridge, MA: Harvard University Press.
Kenton, W. (2019). Classical Growth Theory. [online] Investopedia.com. Available here [Accessed at 3 Dec. 2019].
Liberto, D. (2019). New Growth Theory. [online] Investopedia.com. Available here [Accessed at 3 Dec. 2019].
Phillips, J. (2016). The Macro and Micro of it Is that Entropy Is the Spread of Energy. [online] AAPT. Available here [Accessed at 3 Dec. 2019].
Sloman, J., Wride, A. and Garratt, D. (2015). Economics. 9th ed. Pearson Education Limited.