του Θεοφάνη Κοτσώνη,

Στην οικονομική και πολιτική διπλωματία, υπάρχει ο καιρός του σιγάν, όπως αντίστοιχα και αυτός του λαλείν, εις ότι αφορά τους διεθνείς δρώντες. Από ότι φαίνεται, έχουμε, εκκωφαντικά και απροκάλυπτα  πλέον, εισέλθει επισήμως στην δεύτερη χρονική περίοδο, αλλά δυστυχώς μονάχα από πλευράς των αντιπάλων Διεθνών δρώντων της Ε.Ε.. Το Ενωσιακό κεκτημένο συναρτήσει της πολυπόθητης Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης (εάν έστω και υποθετικά θεωρήσουμε πως η στόχευση και επιδίωξη της είναι αντικείμενο κοινής επεξεργασίας…) βρίσκεται σε μια καθ΄όλα κρίσιμη φάση της ιστορίας του, καθώς τόσο η εσωτερική αστάθεια όσο και οι εξωτερικοί εν ενεργεία κίνδυνοι είναι οι ορατές απειλές του Ευρωπαϊκού status quo.

  Η Προσφυγική κρίση ως αποτέλεσμα του Διαμεσολαβητικού πολέμου στην Μέση Ανατολή σε συνάρτηση με τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και τις πολιτικές και κατ’επέκταση κυβερνητικές συνέπειες που παρήγαγε, αποτελούν τη βάση των σημερινών ακανθωδών ζητημάτων της Ευρωπαϊκής Ηπείρου. Σύμφωνα με τις Ιδρυτικές και καταστατικές/λειτουργικές Συνθήκες και Πρωτόκολλα της Ε.Ε., εντός της πολιτικοοικονομικής συμμαχίας, τα κράτη – μέλη δεσμεύονται από την χάραξης της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, κάτι που δυστυχώς φαίνεται να μην τηρείται, τουλάχιστον όχι σε βαθμό που να παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα προς το συμφέρον της Ένωσης.

    Συγκεκριμένα, η Τουρκική – συνήθως αναπάντητη – προκλητικότητα εναντίον της Κύπρου και της Ελλάδος, η μη συντονισμένη στάση έναντι των »ανταρτών»  της Ένωσης (βλ. Ουγγαρία, Ρουμανία, Πολωνία), οι διαφορετικές οπτικές για το μέλλον της διεύρυνσης και η «α λα καρτ» κοινή δράση για την λυσιτελή διευθέτηση της προσφυγικής κρίσης, αποτελούν μονάχα την κορυφή του παγόβουνου των προβλημάτων της Ενοποιητικής διαδικασίας. Πολλοί μιλούν για μια πιθανή αναδιαμόρφωση των κανονιστικών κειμένων της Ε.Ε., κάτι που προσωπικά θυμίζει τους αντίστοιχους εγχώριους αναλυτές που κατευθύνονται στην τροποποίηση των Εθνικών Συνταγμάτων με κάθε πιθανή ευκαιρία με απώτερο στόχο τον εξορθολογισμό δυσχερών καταστάσεων. Παρ’όλα αυτά είναι καιρός να αποδεχτούμε μια εξόφθαλμη αλήθεια: Δεν φταίνε οι κανόνες του παιχνιδιού. Αντιθέτως, αυτοί είναι αναλυτικοί και συγκεκριμένοι. Ο πυρήνας του προβλήματος έγκειται στην ημιτελή εφαρμογή τους. Ο καταλύτης που απουσιάζει είναι η πολιτική βούληση, σε επίπεδο τεχνοκρατών/εμπειρογνώμων των Ευρωπαϊκών Οργάνων αλλά και σε επίπεδο κρατικών αξιωματούχων.

   Πρώτον και κύριον, η Ε.Ε. θα πρέπει να αναζητήσει την καταρχήν κοινή εφαρμογή των καταστατικών διατάξεων της, εφαρμόζοντας πλήρως τα άρθρα για την εξωτερική δράση της (κεφ 1-2 ΣΕΕ), πιέζοντας κατά οποιονδήποτε τρόπο, ακόμα και μέσω των πιθανών κυρώσεων που προβλέπονται (Αρ.7 ΣΕΕ), δίχως τον φόνο του πολιτικού κόστους αλλά υπό το πρίσμα της συμπαγούς λειτουργίας. Κατά δεύτερον, κάθε πράξη κατευνασμού έναντι εξωτερικών δυνάμεων με εμφανή αντιευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, ισοδυναμεί με μαθηματική συνέπεια με την σταδιακή αποδυνάμωση της ένωσης και ενίσχυσης του γοήτρου των αντιπάλων της. Εν ολίγοις, απειλές όπως αυτή της Τουρκίας στη Μεσόγειο όσο και της Ρωσίας στα Ανατολικά Σύνορα, δεν θα αναχαιτιστούν μονάχα με (αυτονόητα τρόπον τινά) λόγια περί τήρησης του Διεθνούς Δικαίου ή της αρχής της καλής γειτονίας, αλλά με de jure πράξεις κυρώσεων κατά τα άρθρα 29 της ΣΕΕ και 215 της ΣΛΕΕ, που προβλέπουν μεταξύ άλλων, διπλωματικές, οικονομικές και ταξιδιωτικές κυρώσεις. Στην περίπτωση της Τουρκίας, ένα τουριστικό εμπάργκο σε συνδυασμό με το αντίστοιχο περί όπλων και εισαγωγών/εξαγωγών θα αρκούσε για τη μεταφορά ενός δυναμικού και όχι υποτονικού μηνύματος, προασπίζοντας ουσιαστικά, και όχι επιδερμικά, την ακεραιότητα των μελών της Ένωσης και των έννομων συμφερόντων τους.

  Επιπλέον, στο ζήτημα των ημερών μας, το προσφυγικό, η Εξωτερική στάση της Ε.Ε. πρέπει επιτέλους να ταυτιστεί με την επιτακτική ανάγκη για διαμοιρασμό όλων των προσφύγων ανά τα κράτη μέλη βάσει των ειδικών τους χαρακτηριστικών (πληθυσμός, βιοτικό επίπεδο, υποδομές κ.α.) και να αλλάξει την ευθυνοφοβική στάση κατά την οποία μονάχα χώρες όπως η Ελλάδα αναλαμβάνουν αυτό το βαρύ φορτίο, καταλήγοντας έτσι σε κάκιστη μεταχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών αλλά και σε εσωτερική πολιτική αστάθεια. Κατά την ίδια λογική, επιβάλλεται η επαναδιαπραγμάτευση σχετικά με τους όρους της περίφημης συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας, με στόχο την αυστηροποίηση του πλαισίου έτσι ώστε τα δισεκατομμύρια της Ε.Ε. προς την Τουρκία να δαπανώνται όντως για την υποδοχή και αξιοπρεπή διαβίωση των ροών με παράλληλη εποπτεία στα παράλια της γειτονικής χώρας, καθώς όπως φαίνεται εκ των στοιχείων, η παρόνομη μεταφορά ανθρώπων από διακινητές από τα Τουρκικά παράλια, συνεχίζται μέχρι σήμερα, με χιλιάδες να πνίγονται ή να καταλήγουν καθημερινώς στα ασφυκτικά γεμάτα Ελληνικά παράλια.

Μα είναι όλα τόσο αρνητικά;

Όχι! Η πρόσφατη ομόφωνη καταδίκη του ψευδεπίγραφου »μνημονίου» Τουρκίας – »Λιβύης» από πλευράς της Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής σε συνάρτηση με την στήριξη (λεκτικώς μέχρι στιγμής) της Ελλάδος και Κύπρου με επαναφορά ενδεχομένων κυρώσεων στο τραπέζι, είναι μια καλή αρχή. Κάθε αρχή όμως χρειάζεται συνεχή κινητικότητα για να επιτύχει τους στόχους της. Ομοίως, η επιβολή κυρώσεων πρέπει επιτέλους να αρχίσει να γίνεται πράξη, πριν επαναληφθούν ένοπλες συρράξεις στη ευρύτερη και πολύπαθη περιοχή της Μεσογείου και των Βαλκανίων. Αντίστοιχα, στο ζήτημα της εμβάθυνσης αλλά και διεύρυνσης της Ε.Ε., οι πόλοι επιρροής  των Βρυξελλών θα πρέπει να στοχεύσουν όντως στην ένταξη νέων μελών, όπως κάλλιστα θα έπρεπε να είχε γίνει με την περίπτωση της Β. Μακεδονίας η οποία ξαναμπαίνει στον κίνδυνο της εκ νέου αποσταθεροποίησής της, αλλά με πάγια αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων ένταξης κατά τις οποίες ορθώς η Αλβανία απερρίφθη, όντας ένα κράτος που ακόμα απέχει πολύ από το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου, με το »μαύρο» χρήμα να φτάνει σχεδόν το ύψος του ΑΕΠ της χώρας. Την ίδια στιγμή, η Ε.Ε. οφείλει  να προσφύγει στον ΟΗΕ, έχοντας πλέον συγκεκριμένα στοιχεία για την διακοπή του διεθνούς εμπάργκο όπλων στη κυβέρνηση της Τρίπολης από πλευράς της Τουρκίας και παράλληλα να πιέσει προς την κατεύθυνση θεσμοθέτησης επισήμων ΑΟΖ για τα κράτη της Ανατολικής Μεσογείου.

 Τέλος, οι ανώτατοι κρατικοί παράγοντες της Ένωσης θα έπρεπε να ξεκινήσουν μια διαδικασία ουσιαστικού διαλόγου σχετικά με το ενδεχόμενο ενός μελλοντικού κοινού Ευρωπαϊκού Στρατού κατά την Γαλλική πρόταση, υπό συγκεκριμένες εγγυήσεις και θεσμικά αντίβαρα για την ορθή λειτουργία του, καθότι συμμαχικοί Οργανισμοί όπως αυτός του ΝΑΤΟ, παρά τη στενότατη συνεργασία με Ευρωπαϊκούς μηχανισμούς ασφάλειας (πχ OSCE) δεν δείχνουν να περιορίζουν, όταν αυτό καταστεί αναγκαίο, τις προκλήσεις από μετέχοντες σε αυτούς, όπως συνέβη και με την αγορά των S-400 από το καθεστώς Ερντογάν.

   Εν κατακλείδι, οι μηχανισμοί και οι μοχλοί πίεσης για ουσιαστική και όχι ρητορική Κοινή Ευρωπαϊκή Εξωτερική Πολιτική υπάρχουν, αλλά μπορούν να ενεργοποιηθούν μόνο με την (προ)απαιτούμενη πολιτική βούληση. Σε κάθε περίπτωση, δηλώσεις όπως αυτές του Βούλγαρου Πρωθυπουργού περί »ατομικής» προστασίας του κάθε κράτους-μέλους ή του Σαρλ Μισέλ της Γαλλίας σχετικά με τη »Στενή συνεργασία με την Τουρκία΄’ θα πρέπει να περιορίζονται όταν δεν συνάδουν με τις επιταγές των καιρών. Ήρθε η ώρα η Ε.Ε. να περάσει από τον καιρό του σιγάν, στην εποχή του λαλείν…