Του Γιάννη Φανού,
Εισαγωγή
Ορισμένα κοινωνικά-πολιτικά φαινόμενα τείνουν άλλοτε να κλιμακώνονται και άλλοτε να περιορίζονται στην ανθρώπινη ιστορία κατ’ επανάληψη, πράγμα που μας κάνει να αναρωτιόμαστε κατά πόσο μοιάζει η σύγχρονη εποχή με άλλες του παρελθόντος. Η περίοδος που βιώνουμε χαρακτηρίζεται από εντάσεις προερχόμενες από τη μεγάλη ύφεση του 08′, ιδιαίτερη άνοδο του εθνικισμού και περιορισμούς στο διεθνές εμπόριο. Αντίστοιχες εξελίξεις διαδραματίστηκαν και στην περίοδο του Μεσοπολέμου και συνέβαλαν καταλυτικά στην έναρξη του Β’ ΠΠ.
Προτείνεται, λοιπόν, μια ανασκόπηση στο παρελθόν ώστε να δούμε με μια νέα οπτική την κοινωνία που αλλάζει γύρω μας. Τελικός σκοπός είναι να μπορούμε να κρίνουμε κατά πόσο όμοιες δυναμικές οδηγούν σε όμοια αποτελέσματα, συγκρίνοντας τις τάσεις της εποχής του Μεσοπολέμου με τις τάσεις του παρόντος. Κάθε ενότητα της εργασίας που ακολουθεί επικεντρώνεται, αρχικά στα γεγονότα του Μεσοπολέμου που αποτέλεσαν σταθμό στην οικονομική ιστορία, ενώ συνεχίζει παραθέτοντας τη σύγχρονη μορφή τους. Προηγείται η ανάλυση των οικονομικών κρίσεων του 1929 και του 2008, ακολουθεί η αναφορά στο διεθνές εμπόριο, ενώ η τελευταία ενότητα αφορά μια επισκόπηση του εθνικισμού.
-
Οικονομικές Κρίσεις
Πολλές και αλλεπάλληλες κρίσεις έχουν χτυπήσει το καπιταλιστικό σύστημα κατά τη διάρκεια του 20ου , αλλά και στις αρχές του 21ου αιώνα. Όμως, μόνο το 2008 συγκρίνεται με την κρίση του 1929. Την περίοδο 1929-1932 η οικονομική συρρίκνωση συνεχίστηκε αδιάλειπτα επί δώδεκα τρίμηνα, ενώ η παρούσα κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας έφτασε στο τέλος της ύστερα από πέντε τρίμηνα σημειώνοντας τη μεγαλύτερη οικονομική επιβράδυνση από την εποχή της Μεγάλης Κρίσης.
Η αντιπαράθεση για τις βαθύτερες αιτίες της σύγχρονης οικονομικής κατάρρευσης φαίνεται πως θα συνεχίζεται επί χρόνια, μιας και ακόμα δεν υπάρχει ευρέως αποδεκτή άποψη ούτε καν για τις αιτίες της Μεγάλης Κρίσης του 1929. Μέσα από την κρίση όμως του 2008 αναβιώνεται μια διένεξη ανάμεσα στους Συντηρητικούς και τους Κεϋνσιανούς οικονομολόγους. Η διένεξη αυτή προκύπτει από ένα διαφορετικό μοντέλο οικονομίας που έχουν κατά νου οι δύο αντίθετες πλευρές. Πιο συγκεκριμένα, όσοι πιστεύουν πως η οικονομία της αγοράς μπορεί να αυτορυθμίζεται, μια κατάρρευση ανάλογη με αυτή του 1929 ή του 2008 δε μπορεί παρά να οφείλεται σε τραύματα που προκλήθηκαν από εξωτερικούς παράγοντες. Τέτοιο παράγοντα αποτελεί η «υπεραφθονία χρήματος» (money glut). Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η Κεϋνσιανή άποψη, σύμφωνα με την οποία οι κάμψεις της οικονομικής δραστηριότητας επικρατούν όταν ο ρυθμός αποταμίευσης υπερβαίνει τον ρυθμό επένδυσης – «υπεραφθονία αποταμιεύσεων» (saving glut) (Skidelsky, 2010).
Κρίση 1929: Μια σύντομη σκιαγράφηση
Η Μεγάλη Κρίση (Great Depression) ξεκίνησε με μία χρηματοπιστωτική κρίση που είχε τα κλασικά χαρακτηριστικά μιας κρίσης καπιταλιστικού τύπου , επιβράδυνση ή υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής, πτώση των τιμών των προϊόντων, μείωση των μισθών, ελάττωση των κερδών, αύξηση των πτωχεύσεων, γενίκευση της ανεργίας και αύξηση του ποσοστού των αυτοκτονιών. Η μείωση των τιμών ξεκίνησε με το κραχ στο χρηματιστήριο το 1929. Ένα τσουνάμι από χρεοκοπίες τραπεζών σάρωσε τις ΗΠΑ στο διάστημα 1930-1933. Οι καταθέτες έσπευσαν να αποσύρουν τα χρήματα τους από τις τράπεζες. Αποτέλεσμα της πτώσης των τιμών των μετοχών και των μαζικών χρεοκοπιών των τραπεζών ήταν η σημαντική μείωση χορηγήσεων τραπεζικών δανείων, με αποτέλεσμα να προκληθεί πιστωτική κατάρρευση (N.Gregory Mankiw, Lawrence M. Ball, 2011).
Κρίση 2008: Μια σύντομη σκιαγράφηση
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κατάρρευση της περιόδου 2007-2009 (Great Recession) ήταν η χειρότερη μετά τη Μεγάλη Ύφεση. Η κρίση αυτή χαρακτηρίζεται από πτωχεύσεις μεγάλου αριθμού χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά και από κρατικές παρεμβάσεις που αποσκοπούσαν στη διάσωση ορισμένων τραπεζών (μια πολιτική που δεν είχε εφαρμοστεί στην Μεγάλη Κρίση της δεκαετίας του 30΄). Η κρίση προερχόταν από την αγορά στεγαστικών δανείων των ΗΠΑ. Οι πιστωτές στην αγορά αυτή είχαν επεκταθεί στους δανειολήπτες με χαμηλή φερεγγυότητα. Πολλές τράπεζες παγκοσμίως, αλλά κυρίως σε ΗΠΑ και Ευρώπη, ήταν ακόρεστοι αγοραστές τιτλοποιημένων χρεογράφων που συνδέονταν με τα στεγαστικά δάνεια αυξημένου κινδύνου. Το 2007 οι αθετήσεις στεγαστικών δανείων κλιμακώθηκαν, οι πλειστηριασμοί ακινήτων αυξάνονταν και οι τιμές των ακινήτων ακολουθούσαν μια αδιάκοπα πτωτική πορεία. Το 2008 η επενδυτική τράπεζα Lehman Brothers κατέθεσε αίτηση πτώχευσης, με αποτέλεσμα η κατάσταση να γίνει γρήγορα ανεξέλεγκτη. Η αναταραχή μεταδόθηκε και στην Ευρώπη, με πολλές τράπεζες να χρεοκοπούν και με την κρίση πλέον να αποκτά διεθνή χαρακτήρα (Krugman, Obstfeld, Melitz, 2016).
-
Διεθνές Εμπόριο
Διεθνές Εμπόριο στο Μεσοπόλεμο
Η κρίση στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα αντήχησε στη σφαίρα της παραγωγής και κατ’ επέκταση στη σφαίρα του διεθνούς εμπορίου. Η βιομηχανική παραγωγή στο σύνολό της μειώθηκε κατά 40 τοις εκατό σε τέσσερα χρόνια, ενώ το παγκόσμιο εμπόριο μειώθηκε κατά τα δύο τρίτα μεταξύ 1929 και 1932 και δεν ανέκαμψε ποτέ για την υπόλοιπη δεκαετία (Overy, 2007).
Πιο αναλυτικά, οι επιλογές για την αντιμετώπιση της αποπληθωριστικής πίεσης ήταν περιορισμένες. Οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στη νομισματική πολιτική αποκλείστηκε από τον κανόνα του χρυσού. Σύμφωνα με το σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (κανόνας χρυσού) της εποχής εκείνης, οι κυβερνήσεις έπρεπε να διατηρούν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, διατηρώντας σταθερή ισοτιμία σε σχέση με τον χρυσό- ακόμη και σε περιόδους ύφεσης (περιορισμένη επεκτατική δημοσιονομική πολιτική). Τούτο άφηνε τρεις επιλογές οικονομικής πολιτικής:
- Μείωση των μισθών και των τιμών για την αποκατάσταση της εξωτερικής και εσωτερικής ισορροπίας στην τρέχουσα ισοτιμία χρυσού.
- Επιβολή δασμών για τον περιορισμό των δαπανών στις εισαγωγές και τη μείωση των εκροών χρυσού
- Εγκατάλειψη του χρυσού κανόνα, επιτρέποντας στη συναλλαγματική ισοτιμία να υποτιμάται (Eichengreen & Irwin, 2010)
Οι κυβερνήσεις στράφηκαν στον οικονομικό εθνικισμό, προσπαθώντας έτσι να προστατεύσουν τη βιομηχανία τους. Εφάρμοσαν δηλαδή πολιτικές προστατευτισμού- δασμολόγια, ποσοστώσεις εισαγωγών, άδειες για εξωτερικό εμπόριο. Οι ΗΠΑ το 1930 επέβαλαν σοβαρούς περιορισμούς στις εισαγωγές ακριβώς τη στιγμή που άλλα κράτη ήταν απελπισμένα να πουλήσουν στην πλουσιότερη αμερικανική αγορά. Το 1929 η Αμερική εισήγαγε εμπορεύματα ύψους 4,3 δισ. Δολάρια, ενώ το 1932 μόνο 1,3 δισ. δολάρια. Η δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ πυροδότησε την εφαρμογή πολιτικών προστατευτισμού. Είχαν φτάσει σχεδόν τη πλήρη αυτάρκεια, ενώ εισήγαν μόνο τις απαραίτητες πρώτες ύλες. Ακόμα και η Βρετανία, όπου το ελεύθερο εμπόριο αποτελούσε κεντρικό συστατικό στοιχείο της βρετανικής οικονομικής ταυτότητας, επέβαλε δασμούς 50 τοις εκατό σε μια σειρά διαφορετικών κατηγοριών εισαγόμενων αγαθών. (Overy, 2007)
H Μεγάλη Ύφεση κατέστρεψε τον οικονομικό φιλελευθερισμό για μισό αιώνα. Το 1931-1932 η Βρετανία, ο Καναδάς, όλη η Σκανδιναβία και οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν τον κανόνα χρυσού, ο οποίος θεωρείτο πάντα ως το θεμέλιο των σταθερών διεθνών συναλλαγών, ενώ στα 1936 τις ακολούθησαν ακόμα και οι πιο παθιασμένοι για ράβδους χρυσού, οι Βέλγοι και οι Ολλανδοί, και τελικά οι ίδιοι οι Γάλλοι (Hobsbawm, 2010).
Διεθνές Εμπόριο τον 21ο αιώνα
Το διεθνές εμπόριο έχει υποστεί σημαντικές διαφοροποιήσεις τα τελευταία 60 χρόνια. Το εμπόριο γεωργικών προϊόντων, για παράδειγμα, έχει μειωθεί από ένα μερίδιο σχεδόν 40% των παγκόσμιων εξαγωγών σε λιγότερο από 10%. Επιπλέον, σε αντίθεση με ό,τι προβλεπόταν στην θεωρία συγκριτικού πλεονεκτήματος του David Ricardo, σήμερα ο μεγαλύτερος όγκος διεθνών συναλλαγών δεν διαδραματίζεται μεταξύ βιομηχανιών από χώρα σε χώρα, με τη μία από αυτές να ειδικεύεται σε ορισμένους τομείς και την άλλη να επικεντρώνεται σε άλλους. Αντίθετα, το ενδοκλαδικό εμπόριο-η αμφίδρομη ανταλλαγή παρόμοιων αγαθών- σήμερα αντιπροσωπεύει σχεδόν το 50% των συνολικών εμπορικών ροών (Pauwelyn, 2008).
Η απελευθέρωση του εμπορίου στις αναπτυσσόμενες χώρες από το 1970 (ο περιορισμός δηλαδή των ποσοστώσεων και δασμών) είχε δύο εμφανή αποτελέσματα:
- την πολύ υψηλή αύξηση του όγκου του εμπορίου, και
- την διαφοροποίηση της φύσης του εμπορίου. Οι εξαγωγές των χωρών αυτών (όπως Ινδία, Βραζιλία, Κίνα) κυριαρχήθηκαν από προϊόντα μεταποίησης, ενώ το μερίδιο που είχαν τα αγροτικά και ορυκτά προϊόντα στις εξαγωγές περιορίστηκε σημαντικά (Krugman, Obstfeld, Melitz, 2016).
Ο σύγχρονος εμπορικός πόλεμος
Με το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης τον Οκτώβριο του 2008, οι χώρες άρχισαν να επιβάλλουν διάφορα είδη περιοριστικών μέτρων στο εμπόριο. Συγκεκριμένα, η Ινδία αύξησε τον δασμολογικό της συντελεστή σε ορισμένα προϊόντα σιδήρου και χάλυβα από το μηδέν στο 5% το Νοέμβριο του 2008. Τον Ιανουάριο του 2009, η Τουρκία αύξησε το δασμολογικό συντελεστή σε χάλυβα θερμής έλασης από 5 σε 13%, και σε ψυχρής έλασης χάλυβα από 6 σε 14%. Παρομοίως η Βραζιλία, τον Ιούνιο του 2009, αύξησε τους δασμούς σε επτά προϊόντα σιδήρου και χάλυβα από το μηδέν σε 14%. Πολλές χώρες, επίσης, αύξησαν τους δασμούς σε πρωτογενή προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των γεωργικών προϊόντων, τα οποία είχαν μειωθεί για την καταπολέμηση των υψηλών τιμών των βασικών προϊόντων κατά την περίοδο πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση. Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 2008, η ΕΕ επανεισήγαγε δασμούς για τα δημητριακά τα οποία είχαν εξαλειφθεί τον Ιανουάριο του ίδιου έτους (UNCTAD, 2010).
Εντούτοις, ο σύγχρονος εμπορικός πόλεμος βρίσκει δύο χώρες με πρωταγωνιστικό ρόλο, τις ΗΠΑ και Κίνα. Εν έτη 2018 το εμπορικό ισοζύγιο (η διαφορά ανάμεσα στις εξαγωγές και τις εισαγωγές μιας χώρας) των ΗΠΑ με την Κίνα δεν ήταν μόνο ελλειμματικό, αλλά έφτασε το ύψος των -419 δις. δολαρίων. Οι ΗΠΑ, σε μια προσπάθεια να μειώσουν το εμπορικό τους έλλειμμα, επιβάλλουν δασμούς σε εισαγόμενα προϊόντα της Κίνας. Το μείζον πρόβλημα για τις ΗΠΑ είναι οι κινεζικές κρατικές επιχορηγήσεις που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό σε βάρος των αμερικανικών επιχειρήσεων.
Οι πολιτικές προστατευτισμού που εφαρμόζουν οι ΗΠΑ μπορούν πολύ εύκολα να βρουν καταφύγιο σε μια Αμερική όπου η μισθολογική της ανισότητα της έχει διευρυνθεί σημαντικά από τη δεκαετία του ’70 και μετά. Πολλοί αποδίδουν αυτή την αλλαγή στις αυξανόμενες εξαγωγές μεταποιημένων προϊόντων από τις αναπτυσσόμενες χώρες, ιδίως από την Κίνα. Θεωρούν, δηλαδή, πως το εμπόριο μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών (που αφθονούν σε κεφάλαιο και ειδικευμένη εργασία) και των αναπτυσσόμενων χωρών (που αφθονούν σε ανειδίκευτη εργασία) συνέβαλε στην αύξηση των μισθών των ειδικευμένων εργαζομένων και στην μείωση των μισθών των λιγότερο ειδικευμένων εργαζομένων στις ΗΠΑ (Krugman, Obstfeld, Melitz, 2016).
Το συμπέρασμα αυτό θα μπορούσε να απορρέει από το θεώρημα των Heckscher-Ohlin, σύμφωνα με το οποίο: Με την υπόθεση ότι η ανειδίκευτη εργασία στις ΗΠΑ είναι ο σχετικά σπάνιος συντελεστής παραγωγής, το διεθνές εμπόριο οδηγεί σε σχετική μείωση της αμοιβής αυτού του είδους της εργασίας. Άρα σύμφωνα μ’ αυτή την εξήγηση, οι λιγότερο ειδικευμένοι εργαζόμενοι είναι λογικό να τάσσονται υπέρ των περιορισμών στις εισαγωγές από χώρες όπου αφθονεί η ανειδίκευτη εργασία.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Ricardo (βασικός εκπρόσωπος της κλασικής θεωρίας του εμπορίου) οι εργαζόμενοι των ΗΠΑ δεν έχουν δίκιο να επιζητούν περιορισμούς στις εισαγωγές από λιγότερο εύπορες χώρες. Κι’ αυτό διότι όλοι ωφελούνται από το εμπόριο αφού αυξάνει η αγοραστική τους δύναμη. Επιπλέον, αξίζει να τονίσουμε πως οι περισσότεροι εμπειρικοί αναλυτές θεωρούν πως το διεθνές εμπόριο υπήρξε απλώς ένας παράγοντας που συνέβαλε στην διεύρυνση της εισοδηματικής ανισότητας. Η επικρατούσα άποψη, τουλάχιστον στην ακαδημαϊκή κοινότητα, είναι πως οι νέες τεχνολογίες παραγωγής που εξαρτώνται κυρίως από την ειδικευμένη εργασία είναι υπεύθυνες για το μισθολογικό χάσμα. Αυτό το επιχείρημα συχνά αναφέρεται ως «ανισομερής τεχνολογική εξέλιξη ως προς την ειδίκευση» (Krugman, Obstfeld, Melitz, 2016).
Ο εμπορικός πόλεμος αποτελεί άλλη μια κρίση και απειλή για τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Με την Ευρώπη να αποκτά έναν όλο και πιο ενεργητικό ρόλο στην κλιμακούμενη πολιτική σκηνή, εφαρμόζοντας δασμολογικές πολιτικές σε ΗΠΑ και Κίνα, είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε πως το ελεύθερο εμπόριο είναι (και ήταν) κάθε άλλο παρά δεδομένο.
-
Εθνικισμός
Εθνικισμός στο Μεσοπόλεμο
Καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου σημειώθηκε τεράστια άνοδος των εθνικιστικών κινημάτων, κάτι που συνδέεται άρρηκτα με την πλήρη οπισθοχώρηση του πολιτικού φιλελευθερισμού την εποχή εκείνη· οπισθοχώρηση που επιταχύνθηκε απότομα, αφότου ο Αδόλφος Χίτλερ έγινε Καγκελάριος της Γερμανίας το 1933. Συνολικά, το 1920 υπήρχαν σ’ όλο τον κόσμο γύρω στις 35 ή κάπως περισσότερες συνταγματικές και εκλεγμένες κυβερνήσεις. Μέχρι το 1938 υπήρχαν ίσως 17 τέτοια κράτη και το 1944 ίσως 12 από τα 64 συνολικά κράτη του κόσμου. Η παγκόσμια τάση φαινόταν σαφής (Hobsbawm, 2010).
Θα άξιζε ίσως να υπενθυμίσουμε ότι στη περίοδο του μεσοπολέμου η απειλή για τους φιλελεύθερους θεσμούς πήγαζε αποκλειστικά από την πολιτική Δεξιά (ενώ για την περίοδο 1945-1989 θεωρείται σχεδόν δεδομένο ότι προερχόταν από τον κομμουνισμό). Κι αυτή η Δεξιά αντιπροσώπευε όχι απλώς κίνδυνο για τη συνταγματική και αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, αλλά μια ιδεολογική απειλή για τον ίδιο το φιλελεύθερο πολιτισμό, καθώς και ένα δυνάμει παγκόσμιο κίνημα, για το οποίο η ονομασία «φασισμός» και ανεπαρκής είναι και όχι εντελώς άσχετη. Είναι μεν ανεπαρκής διότι σε καμιά περίπτωση δεν ήταν φασιστικές όλες οι δυνάμεις που αποσκοπούσαν στην ανατροπή των φιλελεύθερων καθεστώτων, σχετική δε διότι ο φασισμός, αρχικά στην αυθεντική ιταλική του μορφή, αργότερα στη Γερμανία με τη μορφή του Εθνικοσοσιαλισμού, ενέπνευσε αντιφιλελεύθερες δυνάμεις, τις υποστήριξε, ενώ στη δεκαετία του ’30 φαινόταν το κύμα του μέλλοντος (Hobsbawm, 2010).
Είναι σημαντικό να εξηγήσουμε το συνδυασμό συντηρητικών αξιών και την ιδεολογία ανορθολογικής αγριότητας που είχε ουσιαστικό επίκεντρο τον εθνικισμό. Στα τέλη του 19ου αιώνα, τέτοια μη παραδοσιακά κινήματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς είχαν εμφανιστεί όχι μόνο ως αντίδραση απέναντι στο φιλελευθερισμό και στην άνοδο των σοσιαλιστικών εργατικών κινημάτων, αλλά και ενάντια στο κύμα των ξένων που σάρωνε τον κόσμο στη μεγαλύτερη μαζική μετανάστευση που σημειώθηκε στην ιστορία μέχρι σήμερα. Άνδρες και γυναίκες μετανάστευαν όχι μόνο διασχίζοντας ωκεανούς και διεθνή σύνορα, αλλά και από την ύπαιθρο στις πόλεις. Ανάμεσα στα αίτια τέτοιων μεταναστευτικών ρευμάτων, υπάγεται η ιρλανδική κρίση πατάτας, καθώς και η ελληνική σταφιδική κρίση. Οι μετανάστες αυτοί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία προσχωρούσαν στις γραμμές της εργατικής τάξης των χωρών υποδοχής τους. Την ίδια περίοδο, εμφανίστηκε μια μαζική ξενοφοβία που κοινή της έκφραση υπήρξε ο ρατσισμός. Η δύναμη αυτής της ξενοφοβίας μπορεί να μετρηθεί από την όλο και περισσότερο πυρετώδη εκστρατεία εναντίον της μαζικής μετανάστευσης στις ΗΠΑ, η οποία στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου αλλά και μετά, οδήγησε τη χώρα που έχει το Άγαλμα της Ελευθερίας ως σύμβολο, να κλείσει τα σύνορά της σε εκείνους για τους οποίους είχε στηθεί το Άγαλμα ακριβώς για να τους καλωσορίσει (Hobsbawm, 2010).
Η άνοδος των εθνικιστικών κινημάτων σχετίζεται καταλυτικά με τις συνέπειες τις ύφεσης της δεκαετίας του 30. Μετά το χρηματιστηριακό κραχ του 1929 ακολούθησε η Μεγάλη Ύφεση, η μεγαλύτερη οπισθοχώρηση της παγκόσμιας οικονομίας από την αυγή της σύγχρονης βιομηχανικής εποχής στα μέσα του 18ου αιώνα. Η δεκαετία του ’20 ήταν καλή για τους ιδιοκτήτες περιουσιακών στοιχείων αλλά όχι για τους εργαζόμενους. Υπήρξε απότομη αύξηση της ανεργίας στην αρχή της δεκαετίας και οι αγορές εργασίας δεν είχαν ανακάμψει πλήρως από τη στιγμή που άρχισε ακόμη μεγαλύτερη πτώση το 1929. Οι εργαζόμενοι είδαν το κομμάτι τους από την πίτα των κερδών να είναι μικρότερο από αυτό των εργοδοτών. Οι τιμές των μετοχών αυξήθηκαν έξι φορές κατά τη δεκαετία που οδήγησε στο κραχ της Wall Street. Η ανισότητα ήταν υψηλή και αυξανόταν, ενώ η ζήτηση διατηρήθηκε μόνο μέσω μιας πιστωτικής φούσκας. Η ανεργία μεταξύ 1921 και 1929 ήταν κατά μέσο όρο 8% στις ΗΠΑ, 9% στη Γερμανία και 12% στη Βρετανία. Ως αποτέλεσμα, τα ολοκληρωτικά κράτη προωθήθηκαν ως εναλλακτικές λύσεις στις αποτυχημένες φιλελεύθερες δημοκρατίες (Elliott, 2017).
Εθνικισμός στον 21ο αιώνα
Οι Φιλελεύθεροι πίστευαν ότι ο “αιώνας τους” (ξεκινώντας από το 1945) θα συνοδευόταν με το τέλος των πολέμων, την εξάπλωση της λογικής και την αρχή ενός νέου διαφωτισμού. Το όραμα αυτό κυριάρχησε στη παγκόσμια πολιτική σκηνή, υποσχόμενο οικονομική ανάπτυξη δίχως όρια και μια συνεχιζόμενη αύξηση της ευημερίας. Κάθε γενιά θα ζούσε καλύτερα από την προηγούμενη (Tamir, 2019).
Σήμερα, η φιλελεύθερη διεθνής τάξη βρίσκεται σε κρίση. Για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1930, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εκλέξει έναν πρόεδρο που είναι ενεργά ενάντιος στον φιλελεύθερο διεθνισμό. Ταυτόχρονα, η απόφαση της Βρετανίας να εγκαταλείψει την ΕΕ φαίνεται να σηματοδοτεί ένα τέλος στο μακρύ μεταπολεμικό σχέδιο οικοδόμησης μιας μεγαλύτερης ένωσης. Επιπλέον, η ίδια η φιλελεύθερη δημοκρατία φαίνεται να βρίσκεται σε υποχώρηση, καθώς πολιτικές ενός «νέου αυταρχισμού» ανέρχονται σε χώρες όπως η Ουγγαρία, η Πολωνία, οι Φιλιππίνες και η Τουρκία. Σε όλο τον φιλελεύθερο δημοκρατικό κόσμο, έχουν πολλαπλασιαστεί οι λαϊκίστικές, εθνικιστικές και ξενόφοβες πτυχές της πολιτικής αντιπαράθεσης (Ikeneberry, 2018).
Η μετανάστευση είναι ένας σημαντικός παράγοντας που οδήγησε στην άνοδο του εθνικισμού. Ακόμη και πριν από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση πριν από μια δεκαετία, η παγκοσμιοποιημένη οικονομία συνέβαλε στη συρρίκνωση ή ακόμη και στην κατάρρευση ορισμένων εθνικών βιομηχανιών και επιχειρήσεων στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, ο πόλεμος σε μέρη όπως το Αφγανιστάν, το Ιράκ και η Συρία, μαζί με την αποτυχημένη διακυβέρνηση, τη φτώχεια και την πείνα σε μέρη της Αφρικής, οδήγησαν τον αυξανόμενο αριθμό αιτούντων για άσυλο και οικονομικών προσφύγων να αναζητήσουν ευκαιρίες στην Ευρώπη (Temko, 2018). Για άλλη μια φορά, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός μπορούν να μετρηθούν από την όλο και περισσότερο αυξανόμενη κινητοποίηση εναντίον της μαζικής μετανάστευσης σε ΗΠΑ και Ευρώπη.
Η αδύναμη οικονομική ανάκαμψη μετά τη κρίση του 2008 έδωσε ένα άνοιγμα για τα εθνικιστικά κινήματα, προασπίζοντας προστατευτικές πολιτικές, να κατηγορούν το εξωτερικό εμπόριο και τους ξένους εργαζόμενους για την παρατεταμένη κακουχία. Συνυπολογίζοντας την άνοδο της ανισότητας των εισοδημάτων και του πλούτου στις περισσότερες χώρες, δεν είναι περίεργο πως πολλές χώρες επιλέγουν την αποστροφή στην παγκοσμιοποίηση (Roubini, 2014). Οι πληγωμένοι από την παγκοσμιοποίηση αισθάνονται ότι είναι άδικο αυτοί που εκμεταλλεύονται την φθηνή εργασία και τους φυσικούς πόρους στο εξωτερικό να μπορούν να απεικονίσουν τους εαυτούς τους ως οικουμενικοί, ενώ εκείνοι που προσπαθούν να υπερασπιστούν τις θέσεις εργασίας τους και το μέλλον στη χώρα τους να χαρακτηρίζονται ως φανατικοί (Tamir, 2019).
Η παρούσα παγκόσμια πολιτική αναταραχή είναι μια απαραίτητη αφύπνιση, μια πρόσκληση να παραδεχτούμε ότι το φιλελεύθερο-προοδευτικό στρατόπεδο έχει κάνει τα λάθη του και πρέπει να κοιτάξει πίσω τα τελευταία 40 χρόνια με μια αίσθηση αυτοκριτικής (Tamir, 2019).
Εν κατακλείδι, αξίζει να σημειωθεί πως είναι ευκολότερο να υποστηριχθεί η παγκοσμιοποίηση από κάποιον που είναι πιθανόν να απολαύσει τα οφέλη μιας ανοικτής αγοράς, ή να υποστηριχθεί η ελεύθερη μετανάστευση αν νιώθει κανείς ασφαλής στην κοινωνική του θέση. Ομοίως, είναι λογικό να είναι κάποιος κατά των αποσχιστικών τάσεων αν αισθάνεται πως μπορεί να βρεθεί ζημιωμένος και να είναι υπερ αν αναμένει πως θα απολαύσει τα πλεονεκτήματά της. Εάν η θέση κάποιου στην εθνική-παγκόσμια συζήτηση σχετίζεται έντονα με τα πραγματικά συμφέροντα και τις προσδοκίες, δεν υπάρχει λόγος να περιγραφεί η μία πλευρά ως πιο λογική ή πιο ηθική από την άλλη (Tamir, 2019).
Επίλογος
Συμπερασματικά, η μελέτη της οικονομικής ιστορίας κρίνεται αναγκαία. Μελετώντας τη ροή γεγονότων, όπως αυτών του Μεσοπολέμου που μοιάζουν με τη σημερινή πραγματικότητα, δε θα βοηθήσει στην ακριβή πρόβλεψη των συμβάντων που έπονται. Μας εξοπλίζει, όμως, με την κατάλληλη γνώση και εμπειρία ώστε να αποφύγουμε να ακολουθήσουμε οικονομικές πολιτικές που απέτυχαν στο παρελθόν. Πληροφορίες από το κραχ του 1929 παρείχαν χρήσιμο υλικό για τις πρώτες καθοριστικές ενέργειες αντιμετώπισης της κρίσης του 2008. Ποιο θα είναι το όφελος άραγε από τις γνώσεις μας για την κρίση του διεθνούς εμπορίου και την άνοδο του εθνικισμού την εποχή του Μεσοπολέμου; Ενδεχομένως, η σοφία αυτή να ήταν λυτρωτική. Εν τέλει, αν δεν είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε και να μάθουμε από το παρελθόν, μήπως είμαστε καταδικασμένοι να το επαναλάβουμε; Πιθανόν η απάντηση να βρίσκεται στη ρήση του Καρλ Μαρξ, « Η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα».
Βιβλιογραφία
Eichengreen, Β. & Irwin, D. (2010). «The Slide to Protectionism in the Great Depression: Who Succumbed and Why?» .Cambridge University Press.
Elliott, L.(2017) «Crash course: what the Great Depression reveals about our future.» The Guardian. Available here.
Hobsbawm, E. (1995) Age of the Extremes-The Short Twentieth Century (1914-1991). Abacus. London.
Ikenberry, G. J., (2018) The end of liberal international order?. Oxford University Press.
Krugman R., Obstfeld M., Melitz M., (2016) International Economics, Theory and Policy. 10th ed. Pearson.
Mankiw G., Ball L., (2011) Macroeconomics and the Financial System. Hardcover.
Overy, R. J., (2007) The Inter-War Crisis 1919-1939. 2nd ed. Pearson.
Pauwelyn, J., (2008) New Trade Politics for the 21st Century. Journal of International Economic Law, 11(3), p. 559–573.
Roubini, N., (2014) «Economic insecurity and the rise of nationalism.» The Guardian.
Skidelsky, R., (2010) Keynes: The Return of the Master. 1st ed. Paperback.
Tamir, (2019) Why Nationalism. Hardcover.
Temko, N., (2018) How nationalism fuels anti-immigration front across the West. The Christian Science Monitor.
UNCTAD, (2010) International Trade After the Economic Crisis: Challenges and New Opportunities.