του Σπήλιου Δαμαλίτη,
Οι σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Γαλλικής Δημοκρατίας πάντα είχαν κοινές καταβολές, αλλά και σημεία τριβών. Τα δυο έθνη εξαρχής επιδίωκαν την ελευθερία και τη δημοκρατία, για αυτό το λόγο έχουν υπάρξει πολλές φορές στρατηγικοί εταίροι για την προάσπιση των θεμελιωδών αξιών του δυτικού πολιτισμού. Ωστόσο, το διαρκώς μεταβαλλόμενο πολιτικό περιβάλλον, έχει επηρεάσει τους δεσμούς των παραπάνω κρατών.
ΗΠΑ και Γαλλία μοιράζονται έναν μακροχρόνιο κοινό δεσμό, για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητη μια ταχεία ιστορική αναδρομή. Ο δεσμός αυτός, εντοπίζεται στις απαρχές της Αμερικανικής Επανάστασης. Η Γαλλία συνέβαλλε καθοριστικά στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας του Αμερικανικού λαού, κατά κύριο λόγο με οικονομικά και στρατιωτικά μέσα, ενώ μερικά χρόνια αργότερα, η Αμερικανική Επανάσταση αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη μετάβαση του Γαλλικού Έθνους από τη μοναρχία στη Δημοκρατία, μέσα σε μία εποχή έντονων ανακατατάξεων στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Ως επιστέγασμα της Γαλλοαμερικανικής φιλίας εκείνης της περιόδου, μπορεί να θεωρηθεί η δωρεά του Αγάλματος της Ελευθερίας από το Γαλλικό λαό στον Αμερικανικό, για τα εκατό χρόνια από την Κήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ από την Βρετανική Αυτοκρατορία.
Με το πέρασμα των ετών, τα δυο κράτη ανέπτυξαν ισχυρότερους και βαθύτερους δεσμούς συνεργασίας και αλληλεγγύης. Πιο συγκεκριμένα, ΗΠΑ και Γαλλία αποτέλεσαν σύμμαχοι τόσο στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και στον Β’, όπου οι ΗΠΑ βοήθησαν στην εξάλειψη του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού, αλλά και την απελευθέρωση της Γαλλίας από τους ναζί και το φασιστικό καθεστώς του Βισί, το οποίο καθ’όλη την διάρκεια της Ναζιστικής κατοχής αποτέλεσε συνεργό και προτεκτοράτο. Μετά τον πόλεμο, τα δύο έθνη αποτέλεσαν ιδρυτικά μέλη του NATO το 1949, αν και η Γαλλία ακολούθησε μια πιο ανεξάρτητη στρατιωτική πολιτική (αποχωρώντας μάλιστα το 1966 από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ υπό την προεδρία του Σαρλ ντε Γκολ). Ακόμη, σημείο τριβής των σχέσεων για τα δυο κράτη, αποτέλεσε η Αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, καθώς η Γαλλία αρνήθηκε να συμμετάσχει σε μία εκστρατεία που δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για τη σύνδεση του Σαντάμ Χουσείν με την Αλ Κάιντα και την ύπαρξη χημικών όπλων στα οπλοστάσια του Ιράκ.
Στην πρόσφατη σύσκεψη των ηγετών του ΝΑΤΟ τον περασμένο Νοέμβριο, κατά την οποία μάλιστα οι αρχηγοί των δύο κρατών λογομάχησαν μπροστά στις κάμερες χωρίς να τηρήσουν το πρωτόκολλο, κατέστησαν σαφείς οι διαφορετικές οπτικές της Γαλλίας και των ΗΠΑ, σχετικά με το σκοπό και τη λειτουργία της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Το στρατόπεδο της Αμερικής βλέπει το ΝΑΤΟ ως έναν οργανισμό ο οποίος επιβαρύνει τον κρατικό της προϋπολογισμό, χωρίς ουσιαστικό αντίκρυσμα. Από την άλλη πλευρά, ο Μακρόν θεωρεί τη συμμαχία ως εγκεφαλικά νεκρή, εφόσον δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Γαλλίας και κατ’ επέκταση της Ενωμένης Ευρώπης. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την σπουδαιότητα του ΝΑΤΟ, ωστόσο η αναμόρφωσή του, την οποία επιδιώκει ο Γάλλος πρόεδρος, κρίνεται πιο επιτακτική από ποτέ. Η συμμαχία φαίνεται να έχει χάσει το σκοπό της και την επιρροή την οποία διέθετε, αφού σε θέματα φλέγοντα που άπτονται στη σφαίρα επιρροής της δεν λαμβάνει θέση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ότι, στην καυτή περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, που λαμβάνει χώρα η επικίνδυνη και προκλητική Τουρκική πολιτική απέναντι στη Ελλάδα και στην Κύπρο, το ΝΑΤΟ στέκεται αμήχανο και χωρίς κάποιο σχέδιο αποκλιμάκωσης της έντασης, μη λαμβάνοντας θέση, δοκιμάζοντας έτσι την εσωτερική του συνοχή.
Το πώς όμως βλέπει ο κάθε ηγέτης το ΝΑΤΟ, εξαρτάται και από τις δικές του βλέψεις και στόχους. Ο Εμανουέλ Μακρόν επιθυμεί ξεκάθαρα την δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης και την ανάδειξη της Γαλλίας ως τον οδηγό για την εκπλήρωση αυτού του οράματος, κυριαρχώντας ταυτόχρονα στην παγκόσμια σκακιέρα, αντικαθιστώντας στην άτυπη ηγεσία της Ένωσης την κραταιά μέχρι πρότινος Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκμεταλλευόμενη ταυτόχρονα και την φυγή του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, έχει τονίσει επανειλημμένα πως στόχος της Ε.Ε. θα πρέπει να είναι όχι η επέκταση των μελών της, αλλά η ουσιαστική και πραγματική εμβάθυνση της ένωσης, που αυτό θα έχει ως συνεπακόλουθο τη δημιουργία ενός ουσιαστικά κράτους με ενιαίο προϋπολιγισμό και άμυνα.
Το δεύτερο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς ο Μακρόν έχει υπογραμμίσει πολλές φορές στο παρελθόν πως η Ευρώπη πρέπει να απεξαρτηθεί από την στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ και να καταστεί αυτόνομη, με τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού στρατού. Όμως, η στρατηγική του Μακρόν εμπεριέχει ένα ιδιαίτερα μεγάλο ρίσκο, καθώς οι δηλώσεις του και οι κινήσεις του μπορεί δυνητικά να εξυπηρετήσουν τα στρατηγικά σχέδια της Ρωσίας, που είναι η αποδόμηση του ΝΑΤΟ και ο αποκλεισμός της σφαίρας επιρροής του και η μη επέκταση της Ε.Ε. σε χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. Είναι γνωστό εξάλλου, ότι οι σχέσεις της Ρωσίας με την Γαλλία έχουν θερμανθεί σε μεγάλο βαθμό,ειδικά το τελευταίο χρονικό διάστημα. Εν κατακλείδι, ο Γάλλος πρόεδρος, ενώ επιχειρηματολογεί εύστοχα περί μιας στρατιωτικά αυτόνομης Ευρώπης, αυτό πρέπει να γίνει πάντα σε ευθυγράμμιση με τις στρατηγικές συμμαχίες που έχει η Ε.Ε., δηλαδή με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, αφού η Ένωση ούτε έτοιμη είναι ούτε έχει τη δύναμη να αποτρέψει την επιρροή ισχυρότερων κρατών όπως η Ρωσία και η Κίνα.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε τον πρόεδρο Τράμπ του οποίου οι πολιτικές μπορεί να κριθούν ως απρόβλεπτες. Κατά την εκλογή του στο προεδρικό αξίωμα, έκρινε πως το ΝΑΤΟ ήταν ένας θεσμός απαρχαιωμένος, περιοριστικός ακόμα και ασφυκτικά δεσμευτικός και ο οποίος επιβάρυνε τους Αμερικανούς φορολογούμενους. Ωστόσο στο πέρασμα των μηνών, οι πολιτικές και οι εξαγελλίες του Μακρόν αρχικά για μία νέα Ευρώπη και έπειτα για τον επαναπροσδιορισμό της βορειοατλαντικής συμμαχίας, έκαναν τον Αμερικανό πρόεδρο υπέρμαχο της συμμαχίας. Αυτό που παρατηρείται όμως ευκρινώς, είναι πως οι πολιτικές Τράμπ είναι πολλές φορές αμφιλεγόμενες και σίγουρα σε ευθεία σύγκρουση με τη γραμμή του ΝΑΤΟ, κυρίως σε ζητήματα που αφορούν την Τουρκία και γενικότερα την θέαση για μία ευέλικτη στρατηγική στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Οι ΗΠΑ έχουν σπεύσει πολλές φορές να υποστηρίξουν την Τουρκία ή να της παρέχουν κάλυψη για ζητήματα που θίγουν την ενιαία στρατηγική του Οργανισμού και έχουν έρθει σε ευθεία σύγκρουση με χώρες σαν την Γαλλία. Αγκάθι για τις σχέσεις των δύο χωρών, αποτελεί η αγορά των Ρωσικών S-400 από τους Τούρκους, τους οποίους οι Γάλλοι θεωρούν ασύμβατους με τα συμμαχικά οπλικά συστήματα. Επιπλέον ο πόλεμος Τουρκίας-Κούρδων, οι οποίοι ήταν σύμμαχοι των ΗΠΑ για την καταπολέμιση του ISIS και τους οποίους οι Τούρκοι θεωρούν ως τρομοκράτες, βρίσκει τελείως αντίθετους τους Γάλλους. Είμαστε παρατηρητές λοιπόν ενός ράλι συγκρούσεων των δύο ηγετών, που προσπαθούν να κερδίσουν τις εντυπώσεις της παγκόσμιας κοινότητας, εμπλέκοντας στις πολιτικές τους όποιον θεωρούν ότι θα τους βοηθήσει να επιβληθούν.
Η Ευρώπη, είτε με μπροστάρη τον Γάλλο πρόεδρο είτε όχι, πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι είναι αναγκαίο να στηρίζεται στα δικά της πόδια, ανεξάρτητη χαράσσοντας μία πορεία ανάλογη του μεγέθους της. Η βοήθεια πέραν του Ατλαντικού, δεν κρίνεται επιτακτικά αναγκαία πλέον. Ναι μεν είναι ένας σημαντικός σύμμαχος οι ΗΠΑ μαζί με το ΝΑΤΟ, αλλά αυτό δεν της δίνει το δικαίωμα να επηρεάζει τα Ευρωπαϊκά δρώμενα. Το όραμα του Μακρόν για μία Ευρώπη ανεξάρτητη πολιτικά και στρατιωτικά, είναι δύσκολο να εδραιωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, όμως δίνει το μήνυμα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον πρόεδρό της, ότι η Ευρώπη μπορεί να αλλάξει σελίδα, όντας αυτόνομη. Το επαναλαμβανόμενο debate των συγκεκριμένων προέδρων, καταλαβαίνουμε ότι ξεπερνά μία απλή διαμάχη μεταξύ τους και στην πραγματικότητα κρύβει ένα παιχνίδι εξουσίας σε παγκόσμιο επίπεδο.